Παρασκευή, Φεβρουαρίου 13, 2004

Στον αστερισμό του μεταφορντισμού


ΑΚΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ



Μολονότι είναι νωρίς, θα αποτολμήσω μία πρόβλεψη: η διαδοχή
του Σημίτη από τον Γιώργο Παπανδρέου είναι ένα από τα σημαντικότερα
γεγονoτα της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας μετά το 1974.
Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι φυσικά αυθαίρετος, αλλά όχι περισσότερο
απ’ ό,τι οποιαδήποτε περιοδολόγηση.
Με αυτόν πάντως δεν αναφέρομαι στο αν η εξέλιξη αυτή είναι ευχάριστη
ή δυσάρεστη, αλλά μόνο στη σημασία της, όπως λέει και η λέξη.
Η σημασία λοιπόν αυτή έγκειται στο ότι αποτελεί την πρώτη συγκροτημένη
προσπάθεια του πολιτικού προσωπικού του ελληνικού αστικού κράτους να
προσαρμοστεί στο μεταφορντισμό.
Δεν πρόκειται λοιπόν καθόλου για μια αλλαγή «επικοινωνιακή και όχι
πολιτική», για «νέα σελίδα σε παλιό βιβλίο»(1) , όπως βιάστηκαν να
ισχυριστούν μερικοί/-ές. Ο Παπανδρέου συνιστά μια αλλαγή επικοινωνιακή
και γι' αυτό πολιτική. Η κατεξοχήν πολιτική σήμερα είναι η επικοινωνία. Όποιος
λέει ότι η αθλητική φόρμα, το λαπ τοπ και το Ίντερνετ είναι «επιφανειακά»
πράγματα τα οποία έχουν στόχο να «αποσπάσουν το λαό» από τα «πραγματικά
προβλήματα», βασίζεται στην εργαλειακή αντίληψη της ιδεολογίας ως απάτης
και σε μία αφελή μεταφυσική ουσίας-φαινομένου. Δεν υπάρχει μία «ψευδής»
και μία «γνήσια» πολιτική, ένα «επιφαινόμενο» και μία «λανθάνουσα ουσία»
της πολιτικής κρυμμένη κάπου στο βάθος. Η μόνη «ουσία», ή μάλλον η εργασία
της πολιτικής, η λειτουργία και το διακύβευμά της, είναι η οργάνωση της
συναίνεσης και η ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών στη διαδικασία καπιταλιστικής
αξιοποίησης. Και για την εκπλήρωση της λειτουργίας αυτής ο Παπανδρέου
προτείνει μία νέα στρατηγική.

Τα νέα δεδομένα
Αν κοιτάξουμε τα πρώτα δείγματα του λόγου του Γ. Παπανδρέου (ή των
συμβούλων του, λίγη σημασία έχει), θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι καθόλου
απολίτικος(2) , αλλά αντίθετα είναι ο λόγος κάποιου που έχει καταλάβει πολύ
καλά δυο-τρία πράγματα από τη νέα φάση στην οποία έχει ήδη μπει ο παγκόσμιος
καπιταλισμός και οι αντιστάσεις σε αυτόν.
Τι έχει καταλάβει;
• Την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των κομμάτων πρωτοπορί
ας και των κομμάτων γενικά.
Οι εκλογές και το κομματικό σύστημα στη νέα εποχή παύουν πλέον να είναι το
ύψιστο και το κομβικό σημείο παραγωγής πολιτικής, όπως δείχνουν οι αγώνες
και αντιστάσεις των μαζών τα τελευταία ένα-δύο χρόνια σε μια σειρά από χώρες,
πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (Αργεντινή, βόρεια Κύπρος, Σερβία, Βολιβία,
Γεωργία).
• Τη σημασία της γνώσης/πληροφορίας και της επικοινωνίας για τις σύγχρον
ες παραγωγικές, μορφωτικές και πολιτικές διαδικασίες. Οι διαδικασίες εξάλλου
αυτές, ακριβώς λόγω του ρόλου της πληροφορίας, αρχίζουν να μην είναι τόσο
στεγανά διαχωρισμένες μεταξύ τους όσο ήτανε στον φορντικό-κεϋνσιανό
καπιταλισμό (3) .
• Το γεγονoς oτι, εν όψει των ανωτέρω εξελίξεων, αποκτούν αύξοντα ρόλ
ο οι οριζόντιες και ανοικτές δομές δικτύωσης, εις βάρος των κάθετων και κλειστών
δομών εντολής και αντιπροσώπευσης.
Οι αναφορές του Παπανδρέου στο «αποκεντρωμένο κόμμα» και τη συμμετοχική
δημοκρατία, στη σύνδεση παιδείας-εργασίας, στις ΜΚΟ, στην ένταξη των μεταναστών,
στον Αμάρτυα Σεν κ.λπ. αποτελούν ακριβώς προσπάθεια προσαρμογής και ανταπόκρισης
στις νέες συνθήκες. Πρόκειται λοιπόν για ένα μετασχηματισμό με ουσιαστικές
συνέπειες και όχι (μόνο) για εκλογικίστικο τέχνασμα ή για «υποκριτικό λαϊκισμό».

Εμείς τι κάνουμε;
Απέναντι στην εξέλιξη αυτή, η αριστερά, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τις πρώτες
της αντιδράσεις, έδειξε κάπως αμήχανη. Ενστικτωδώς, η πρώτη μας αντίδραση
πήγασε από μία παλιά και εδραιωμένη συνήθεια που συνόδευσε τα αριστερά κόμματα
καθ’ όλο τον 20ό αιώνα: ότι το να κάνεις πολιτική σημαίνει πρωτίστως να έχεις
παράπονα, να ψέγεις, να έρχεσαι σε αντίθεση με κάποιον άλλο –και ιδίως αυτόν που
έχει ή διεκδικεί την εξουσία. Έτσι, αρχίσαμε να ψάχνουμε στα λεγόμενα του
Παπανδρέου –ή και, ενίοτε, σε αυτά που υποθέτουμε ότι σίγουρα θα σκέφτεται από
μέσα του έστω και αν δεν τα λέει- για να δούμε πώς μπορούμε να τα απαξιώσουμε και
τι επικρίσεις μπορούμε να τους προσάψουμε.
Υφολογικά, η αντίδραση αυτή βασίζεται στο πρότυπο του εισαγγελέα.
Επί της ουσίας, το πολιτικό σκεπτικό της (όποτε υπήρχε) δεν φαίνεται να ξεπερνάει το
επίπεδο μιας νοσταλγίας του κεϋνσιανισμού. Είναι δηλαδή σαν να λέμε: «μη μας βάζετε
καινούρια, προτιμάμε τα παλιά δεινά επειδή τουλάχιστον τα ξέρουμε» (4) .
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανανεωτική αριστερά στην Ελλάδα, μολονότι συμμετέχει με
ενθουσιασμό στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, φαίνεται
δύσπιστη, αν όχι και ευθέως εχθρική σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες επεξεργασίες
που αναπτύσσονται στους κόλπους του. Ενώ, κατά παράδοξο τρόπο, η αναδυόμενη
ηγετική μερίδα του σοσιαλ-φιλελευθερισμού δείχνει να αξιοποιεί καλύτερα τα διδάγματα
από τον τελευταίο κύκλο αγώνων και αντιστάσεων.
Ίσως αυτό να μην είναι και τόσο παράδοξο. Αποτελεί παλαιό «αξίωμα» του ιταλικού
εργατισμού ότι «η αντίσταση έρχεται πρώτα», ότι οι μετασχηματισμοί του καπιταλισμού
οφείλονται (και) στους αγώνες των μαζών, στη συλλογική επινοητικότητά τους.
Παλιότερα λέγαμε ότι ο καπιταλισμός έχει τη δύναμη να «διαστρεβλώνει» και να
«ενσωματώνει τα λαϊκά αιτήματα». Δεν πρόκειται όμως ούτε καν γι’ αυτό: κατά το πρότυπο
των ανατολικών πολεμικών τεχνών, η καπιταλιστική εξουσία χρησιμοποιεί τη δύναμη
του αντιπάλου, δηλαδή της ζωντανής εργασίας και των αντιστάσεών της, στηρίζεται σε
αυτή, την έχει ως προϋπόθεση –περίπου όπως ο σέρφερ καβαλάει πάνω στο κύμα και
πηγαίνει μπροστά με μια ταχύτητα και με μία δύναμη η οποία δεν είναι η δική του, αλλά
του κύματος.
Η αριστερά δεν δείχνει να το καταλαβαίνει αυτό και νομίζει ότι το καθήκον της είναι να
πάει κόντρα σε αυτή την κίνηση του σέρφερ, να τον γυρίσει προς τα πίσω.
Στην πραγματικότητα πρέπει να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο: να σπρώξουμε ακόμα
περισσότερο, να επιταχύνουμε τόσο ώστε να μην μπορεί να ακολουθήσει ο σέρφερ, να
τον πετάξουμε και να υπάρχουμε μόνοι μας ως κύμα χωρίς κανέναν να μας καβαλάει.
Αλλιώς, κινδυνεύουμε να καταγραφούμε ως συντηρητική-αμυντική δύναμη και παραχωρούμε
στον αντίπαλο την αίγλη του ριζοσπάστη, αυτού που φέρνει το καινούριο.
Η αριστερά, εκ πρώτης όψεως και βραχυπρόθεσμα, φαίνεται να βρίσκεται υπό (εκλογική)
πίεση εξαιτίας των κινήσεων αυτών. Υποστηρίζω όμως ότι, την ίδια στιγμή, το νέο τοπίο
παρουσιάζει ενδιαφέρουσες δυνατότητες για μας. Στο κάτω κάτω, η αριστερά –και ιδίως
η δική μας αριστερά- ήταν αυτή που παρακολούθησε από κοντά και από την πρώτη στιγμή
τις διεργασίες των Φόρουμ και των νέων κινημάτων. Δεν έχει λοιπόν παρά να αντλήσει τα
απαιτούμενα συμπεράσματα από τη συμμετοχή της αυτή και να τα ενσωματώσει στην πολιτική
της κατά επιθετικό τρόπο, όπως κάνει ήδη ο Παπανδρέου για τον αστισμό. Ίσως έτσι
καταφέρουμε κάποτε να ξαναεπινοήσουμε έναν κομμουνισμό για τον 21ο αιώνα.

Πιο πρακτικά …
Τα ανωτέρω μπορεί να ακούγονται κάπως αφηρημένα –και ίσως είναι πράγματι. Δεν είναι
υπόθεση ενός άρθρου να υποδείξει τι πρέπει να περιλαμβάνει ένα εκλογικό πρόγραμμα.
Ενδεικτικά, όμως, για να γίνω κάπως πιο συγκεκριμένος, σκέφτομαι ότι η ριζοσπαστική αριστερά,
στις προσεχείς εκλογές ή/και μετά απ’ αυτές, θα μπορούσε να μιλήσει για μερικά από τα θέματα
που έχει αναδείξει παγκόσμια το «κίνημα των κινημάτων» και να προσπαθήσει να τα διαμορφώσει
σε πολιτικές προτάσεις-αιτήματα, να τα εισαγάγει στην πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα. Και,
πάνω απ’ όλα, το βασικό θέμα της αμφισβήτησης της διανοητικής ιδιοκτησίας στις διάφορες
μορφές της.
Για παράδειγμα: θα μπορούσαμε να ζητήσουμε

- Δωρεάν Ίντερνετ καφέ, υπολογιστές (και εκπαίδευση σε αυτούς) σε όλα τα σχολεί
α, εγκατάσταση του Linux σε όλη τη δημόσια διοίκηση σε αντικατάσταση των πακέτων της
Μάικροσοφτ, υποστήριξη του ελεύθερου εις βάρος του εμπορευματικού λογισμικού σε όλη
την Ελλάδα και στα διεθνή φόρα.
- Ελεύθερη διάθεση των γενόσημων φαρμάκων, όπως αυτά που κατασκεύασαν η Ινδί
α, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική κ.λπ. χωρίς την πατέντα των φαρμακευτικών πολυεθνικών και
τελικά τα διέθεσαν παρά το κυνήγι του ΠΟΕ.
- Καμπάνια με τίτλο «Η πειρατεία απελευθερώνει τη μουσική, η κουλτούρα είναι δωρεά
ν, η μουσική είναι δικαίωμα και όχι εμπόρευμα». Πολιτική και νομική στήριξη στους Νιγηριανούς
που πουλάνε πειρατικά CD (αυτό έχει και αντιρατσιστική χροιά), ανεμπόδιστη χρήση και ανταλλαγή
mp3, καμία δίωξη για αντιγραφή λογισμικού και έργων τέχνης. Πρόκειται ούτως ή άλλως για μια
πρακτική που ακολουθείται ευρέως από χιλιάδες χρήστες, ιδίως νέους/-ες, υπό συνθήκες
ημιπαρανομίας. Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να βγούμε και να πούμε δημοσίως ότι η πρακτική
αυτή δεν έχει τίποτε το μεμπτό. Όχι μόνο δεν έχει τίποτε το μεμπτό, αλλά είναι και κάτι που το
επικροτούμε και το διεκδικούμε πολιτικά ως αυθόρμητη πρακτική αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας,
δηλαδή εκδήλωση της υλικής τάσης του κομμουνισμού –εφόσον βασίζεται στη γενναιοδωρία,
στο μοίρασμα και στην υπέρβαση της εμπορευματικής σχέσης και της μεσολάβησης του χρήματος.
Τα παραπάνω είναι απλώς παραδείγματα. Άλλοι μπορούν να σκεφτούν και άλλα. Σε στρατηγικό
επίπεδο, αυτό που κυρίως ήθελα να πω είναι ότι, σε σύγκριση με μία φραστική και, τελικά,
ηθικολογική καταγγελία του «υποκριτικού» και «απατηλού» χαρακτήρα των ανοιγμάτων του
Γ. Παπανδρέου στη νεολαία, πολύ πιο αποτελεσματική θα ήταν η έμπρακτη κριτική των
ανοιγμάτων αυτών. Αντί να τοποθετούμαστε (αρνητικά) στα ζητήματα που αυτός θέτει στην
ημερήσια διάταξη, να προσπαθήσουμε, επιθετικά, να μεταφέρουμε το παιχνίδι σε ένα έδαφος
πιο ευνοϊκό για μας, σε ένα έδαφος όπου αυτός δεν είναι σε θέση να μας ακολουθήσει.
Αντί να λέμε το αντίθετο απ’ αυτό που λέει αυτός, ας πούμε με θετικό τρόπο κάτι δικό μας.
Αντί να μείνουμε στην αμυντική/συντηρητική λογική τού «τίποτα δεν άλλαξε», ας
συνειδητοποιήσουμε ότι σχεδόν τα πάντα άλλαξαν ή πρόκειται να αλλάξουν σύντομα στον τρόπο
με τον οποίο ασκείται η πολιτική, και ότι στην αλλαγή συμβάλαμε κι εμείς. Ας προσπαθήσουμε να
αλλάξουν περισσότερο και ριζικότερα!

(1)Χαρακτηρισμός του Παντελή Μπουκάλα από σημείωμά του στην «Καθημερινή».

(2)Όπως υποστηρίζει το πρωτοσέλιδο της «Εποχής», 11.1.2004.

(3)Για μια ανάπτυξη του σημείου αυτού βλ. ενδεικτικά Maurizio Lazzarato, Brian Holmes και
Christophe d'Hallivilee, «Όχι στην πολιτιστική εξαίρεση και τα πνευματικά δικαιώματα», http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=183189

(4)Το πνεύμα αυτό δυστυχώς χαρακτηρίζει όλο και πιο έντονα την παρέμβαση της ανανεωτικής
αριστεράς στο σύνολό της, τόσο στο πρακτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο• η τάση δηλαδή να
λέμε «τα πράγματα μένουν ίδια, δεν υπάρχει καμία μεταβολή στην κοινωνία, όλοι οι σχετικοί
ισχυρισμοί είναι μύθοι». Για ένα πρόσφατο παράδειγμα από πολλά δυνατά, βλέπε Θανάσης Αλεξίου,
«Ο μύθος του κοινωνικού μισθού», Πολίτης τ. 117 (Δεκέμβριος 2003), σ. 12: «Η αντίληψη πως
η εργασία μειώνεται, σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση της εργασίας όχι ως ανθρωπολογικής
κατηγορίας, δηλαδή ως στοιχείου που δημιουργεί την κοινωνία, αλλά ως μιας δραστηριότητας,
δίπλα σε άλλες (επικοινωνιακή, γλωσσική κ.λπ.) σημαίνει ουσιαστικά και παραίτηση από το εγχείρημα
αλλαγής του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, με την έννοια του ελέγχου της παραγωγής από την
κοινωνία» (η υπογράμμιση δική μου). Η πρόταση αυτή είναι σαν να λέει το εξής παράδοξο: «επειδή
εγώ θέλω να μετασχηματίσω την εργασία, αρνούμαι να δεχθώ ότι η εργασία έχει υποστεί
μετασχηματισμούς». Με άλλα λόγια: «εύχομαι να μην έχει αλλάξει η πραγματικότητα επειδή θέλω
να την αλλάξω εγώ».



Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» 13.2.2004