Στις μέρες μας οι βιολογικές επιστήμες έχουν πάρει τη θέση των πολιτικών ουτοπιών. Η παλιά ουτοπική επαγγελία της δημιουργίας του «νέου ανθρώπου» επαναπροτείνεται τώρα από τους βιολόγους και τους γενετιστές. Οι διαπιστώσεις αυτές γίνονται από τον Χανς Μάγκνους Ετσενσμπέργκερ.
ΟΙ ΣΑΜΑΝΟΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
Δεν έχει περάσει ακόμη πολύς καιρός από τότε που πολλοί παραπονούνταν για την απώλεια των ουτοπιών, οι οποίες ήδη από την επινόησή τους θεωρήθηκαν θαυμαστό μάννα εξ ουρανού για το σκεπτόμενο τμήμα της ανθρωπότητας. Οι ουτοπίες ήσαν όλες τους πολύχρωμα ευρωπαϊκά σχέδια για τη δημιουργία ιδεωδών κοινωνιών, στις οποίες το επίκεντρο δεν είναι πλέον ο παλαιός Αδάμ αλλά ο Νέος Ανθρωπος. Ολες οι απόπειρες για την υλοποίησή τους, απέτυχαν τραγικά. Ετσι είχαν τα πράγματα στο θαυμαστό έτος 1989.
Από την ψυχιατρική γνωρίζουμε με πόση ευκολία μια φάση κατάθλιψης μπορεί να μετατραπεί σε μανιακή φάση, και το αντίστροφο. Ορισμένες ενδείξεις ευνοούν την υπόθεση ότι μπορούμε να παρατηρήσουμε μια τέτοια αλλαγή όχι μόνο σε μεμονωμένους ασθενείς αλλά και σε μεγάλα ανθρώπινα σύνολα.
Στις δεκαετίες του '70 και του '80 του προηγούμενου αιώνα φαινόταν να κυριαρχεί η κατάθλιψη. Παντού προτείνονταν σενάρια της Αποκάλυψης. Ο Ψυχρός Πόλεμος με τα μπλοκ του και τις συγκρούσεις του είχε οδηγήσει την παγκόσμια πολιτική σε παράλυση.
Προβλέπονταν περιβαλλοντικές καταστροφές κάθε είδους. Η Λέσχη της Ρώμης προφήτευε την εξάντληση σε σύντομο διάστημα όλων των φυσικών πόρων. Γινόταν λόγος για πυρηνικό χειμώνα. Ενα κλίμα Αποκάλυψης διαδιδόταν όχι μόνο από τις ταινίες του Χόλιγουντ αλλά και από τις τηλεοπτικές οθόνες.
Ηδη πολύ καιρό πριν από τη μετάβαση από τη μια χιλιετία στην άλλη περάσαμε στη μανιακή φάση. Αυτή τη φορά δεν ήταν η φιλοσοφία της Ιστορίας αυτή που προσέφερε υποσχέσεις λύτρωσης. Κανένα κόμμα, καμία πολιτική ιδεολογία δεν ήρθε στο προσκήνιο με ένα σχέδιο για την ανθρωπότητα. Αντίθετα μάλιστα, η κατάρρευση του κομμουνισμού άφησε ένα ιδεολογικό κενό που καμιά άλλη αριστερά, παλιά ή νέα, δεν ήταν σε θέση να καλύψει.
Οι νέες ουτοπικές επαγγελίες προέρχονταν από τα ινστιτούτα ερευνών και από τα εργαστήρια των φυσικών επιστημών, και μετά από ένα σύντομο διάστημα επικράτησε ένας φανταστικός οπτιμισμός. Ξαφνικά, επανήλθαν όλα τα μοτίβα της ουτοπικής σκέψης: η νίκη πάνω σε όλες τις ατέλειες και πάνω σε όλες τις δυσκολίες του ανθρώπινου είδους, η νίκη πάνω στην άγνοια, πάνω στον πόνο και στο θάνατο. Ξαφνικά, πολλοί άρχισαν να λένε ότι ήταν μόνο θέμα χρόνου η έλευση της στιγμής που η γενετική βελτίωση του ανθρώπου θα πετύχαινε το σκοπό της, που οι παλιές μορφές της σύλληψης, της γέννησης και του θανάτου θα καταργούνταν, η έλευση της στιγμής που τα ρομπότ θα έθεταν τέλος στη βιβλική κατάρα της εργασίας, που η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης θα έθετε τέρμα στις δυσάρεστες ελλείψεις.
Παμπάλαιες φαντασιώσεις παντοδυναμίας έβρισκαν έτσι ένα νέο καταφύγιο στο σύστημα των επιστημών. Δεν μιλάμε για την ολότητα της παραγωγής της γνώσης. Ολο και πιο καθαρά διαφαίνεται η ηγεμονική θέση λίγων επιστημονικών κλάδων, που διαθέτουν τους καθοριστικούς πόρους, όπως είναι το χρήμα και το ενδιαφέρον, ενώ άλλοι κλάδοι -όπως η θεολογία, οι φιλολογικές επιστήμες, η αρχαιολογία, και δυστυχώς και η φιλοσοφία- παίζουν ήδη ένα περιθωριακό, για να μην πούμε διακοσμητικό ρόλο. Ακόμη και ορισμένοι κλάδοι των φυσικών επιστημών φυτοζωούν μάλλον στη σκιά των λεγόμενων «ηγετικών επιστημών».
Στον εικοστό αιώνα αυτός ο ηγετικός ρόλος αποδόθηκε στη θεωρητική φυσική. Ηδη η βιολογία έχει πάρει τη θέση της φυσικής, μαζί με τις επιστήμες της πληροφορικής και τις γνωστικές επιστήμες. Η βιολογία «όχι μόνον έθεσε τέρμα στο διαχωρισμό ανάμεσα σε βασική έρευνα και εφαρμοσμένη έρευνα, αλλά είναι ταυτόχρονα η κατεξοχήν καπιταλιστική και επαναστατική επιστήμη. Η βιοτεχνολογία είναι η τεχνολογία που βρίσκεται στη βάση του προσεχούς μεγάλου οικονομικού κύκλου» (Κλάους Κοχ).
Γίνεται φανερό ότι μπροστά σε μια τόσο βαθιά μεταβολή του συστήματος της γνώσης δεν είναι δυνατό να αποφευχθεί η ιδεολογική αλαζονεία. Αν στο παρελθόν ήταν καθήκον των σαμάνων και των μάγων θεραπευτών να ξεριζώνουν όλα τα κακά, σήμερα ασχολούνται με αυτό μοριακοί βιολόγοι και γενετιστές. Και δεν είναι πλέον οι ιερείς αυτοί που μιλούν για αθανασία αλλά οι ερευνητές. Οι νέες ουτοπίες παρουσιάζονται στο κοινό με πρωτόγνωρες καμπάνιες και δεν είναι τυχαίο που κυριαρχούν συχνά οι αμερικανοί επιστήμονες. Ο ενδημικός οπτιμισμός, η ιεραποστολική συνείδηση και η ηγεμονική θέση της αμερικανικής υπερδύναμης προμηθεύουν το ιδεολογικό πλαίσιο γι' αυτό το σκοπό. Η παλιά καλή πίστη στην πρόοδο, για την οποία κανείς δεν μιλούσε μέχρι πριν από λίγο καιρό, γνωρίζει έτσι μια θριαμβευτική αναβίωση.
Δεν μπορούν και δεν θέλουν όλοι οι επιστήμονες να εξοικειωθούν με το νέο τους ρόλο των σωτήρων. Αυτός ο ρόλος έρχεται σε αντίθεση με όλες τις παραδόσεις του «οργανωμένου σκεπτικισμού» (Ρόμπερτ Μέρτον) της αποδεικτικής θεωρίας, αλλά και της απλής σύνεσης. Ωστόσο, η αντικειμενική θέση των επιστημονικών θεσμών έχει αλλάξει ριζικά. Η διάκριση ανάμεσα στην έρευνα και στην οικονομική της αξιοποίηση έχει περιοριστεί τόσο, ώστε δεν απομένει πλέον και πολλή από εκείνη την ανεξαρτησία για την οποία υπερηφανευόταν η επιστήμη.
Οι πελώριες επενδύσεις στην έρευνα πρέπει να αποδώσουν κέρδη το συντομότερο δυνατό. Με αυτόν τον τρόπο αυτοαναγορεύονται σε μελετητές οι μέτοχοι και οι επιχειρηματίες του επιστημονικο-βιομηχανικού μοντέλου, που βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη και που απασχολεί συμβούλους σε θέματα ευρεσιτεχνίας, τράπεζες, χρηματιστηριακούς γκουρού και υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων. Οι ροές του χρήματος, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για μετοχικό κεφάλαιο ή για επιχορηγήσεις, αυξάνουν τον ανταγωνισμό. Οποιος δεν θέλει να έχει τις χειρότερες επιδόσεις πρέπει να υπόσχεται περισσότερα απ' όσα μπορεί να τηρήσει.
Ακόμη και η πολιτική καταλήγει να είναι αμήχανη και αδύναμη απέναντι στο επιστημονικο-βιομηχανικό μοντέλο. Η στρατηγική της είναι απλή: παρατηρεί με επιτηδειότητα το τετελεσμένο γεγονός προς το οποίο η κοινωνία οφείλει να συμμορφωθεί.
Με την ίδια επιτηδειότητα απορρίπτεται κάθε αντίρρηση, αφού θεωρείται σαν επίθεση στην ελευθερία της έρευνας, σαν ανεξήγητη εχθρότητα απέναντι στην επιστήμη και την τεχνική, και σαν δεισιδαιμονικός φόβος μπροστά στο μέλλον... Σε αυτή τη γρήγορη ανάπτυξη δεν απουσιάζει ποτέ η υπόμνηση των ανθρωπιστικών προθέσεων, για τις οποίες καυχιόταν κάθε ουτοπικό σχέδιο από τον Καμπανέλα ώς τον Στάλιν.
Η καλλιέργεια ανθρώπινων οργάνων είναι μια θεραπευτική επιταγή, ο σκληρός δίσκος των ηλεκτρονικών υπολογιστών εγγυάται την αθανασία της συνείδησης, η επιθυμία της απόκτησης τέκνων είναι απόλυτο δικαίωμα του ανθρώπου κ.ο.κ. Το ενδιαφέρον -πολύ κατανοητό άλλωστε- των γονέων να αποκτήσουν τέλεια παιδιά έχει σκοπό να ευνοήσει την εξέλιξη του είδους. Ακόμη και η κατάργηση του ανθρώπου, την οποία ονειρεύονται οι εκπρόσωποι της τεχνητής νοημοσύνης, χρησιμεύει σε έναν υψηλότερο εξελικτικό σκοπό -σε μια παραλλαγή του δαρβινισμού, που ο ίδιος ο Δαρβίνος σίγουρα δεν θα έβρισκε διασκεδαστική. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να τίθενται όρια στη φαντασία.
Η επιστήμη συνενωμένη με τη βιομηχανία παρουσιάζεται ως η πηγή της μεγαλύτερης δύναμης που καθορίζει το μέλλον της κοινωνίας. Είναι έτοιμη να δημιουργήσει μία τρίτη φύση, εξελισσόμενη ουσιαστικά σαν φυσική διαδικασία, με τη διαφορά ότι η αναγκαία ενέργεια δεν προέρχεται από το περιβάλλον αλλά από το αχαλιναγώγητο κεφάλαιο...
Σε τελευταία ανάλυση, η ουτοπία του πλήρους ελέγχου πάνω στη φύση και τον άνθρωπο δεν θα αποτύχει εξαιτίας όσων αντιτίθενται σε αυτήν, όπως έχει συμβεί μέχρι τώρα με όλες τις ουτοπίες, αλλά εξαιτίας των δικών της αντιφάσεων και της μεγαλομανίας της.
Η ανθρωπότητα ποτέ δεν αποχωρίστηκε με τη θέλησή της τις φαντασιώσεις της για παντοδυναμία. Μόνον όταν η «ύβρις» θα έχει αρχίσει να παίρνει το δρόμο της, μόνον τότε η κατανόηση των ορίων μας θα πάρει -υποχρεωτικά- το προβάδισμα, πιθανότατα με ένα καταστροφικό τίμημα.
7 - 30/12/2001