Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008

Η Ιστορία της τράπεζας Bear Stearns

CayneBear

Photo: Getty Images

So, the Wall Street Journal today has a big story walking us through the events leading up to the collapse of Bear Stearns this past week. But perhaps you haven't gotten to it yet. It's so large and inky, and you've been busy, going to meetings and calculating your annual income should you become a high-class hooker. Still, you don't want to look like an idiot, should someone, somewhere, bring up What Happened at Bear Stearns. You will want to nod knowledgably and pontificate on how it Might Affect the Economy. Which is why, using handy bullet points, we've summarized how the bank's dalliance with subprime lending, coupled with a dope-smoking CEO, finally caught up with them in a stunning week-or-so period. To keep things in perspective, we started at the beginning. The very beginning.

1923: Bear Stearns is founded as an equity trading house by Joseph Bear, Robert Stearns, and Harold Mayer with $500,000 in capital. According to the inflation calculator, that's about $6.1 billion dollars today.
1969: At a New York bridge tournament, future Bear Stearns CEO Alan "Ace" Greenberg meets a 35-year-old Jimmy Cayne, then a professional card player. Impressed by Cayne's stage presence, pluck, and no doubt, bridge skills, Greenberg offers him a job as a Bear stockbroker on the spot.
1985: The bank becomes a publicly traded company.
1998: Bear Stearns, now under the watchful eye of Jimmy Cayne, is the one investment-bank holdout in the Wall Street–led rescue of collapsed hedge fund Long Term Capital Management. This move (along with Cayne's comment that they ought to "let them fail," as recorded in Roger Lowenstein's When Genius Failed) will prove ironic later.
March 2002: The New York Sun announces that Bear Stearns CEO James Cayne will be writing a bridge column for the paper.
June 2007: Bear Stearns ponies up $3.2 billion to bail out two hedge funds created to invest in subprime mortgages: the High Grade Structured Credit Strategies Fund and the High Grade Structured Credit Strategies Enhanced Leverage Fund.
July 2007: Bear Stearns writes to inform clients that the two hedge funds now contain "very little" or "effectively no value" for investors. By August, both funds file for bankruptcy.
October 2007: Cayne reassures investors: "Most of our businesses are beginning to rebound." Later that month, state-owned Chinese lender Citic pays $1 billion for a 6 percent stake in Bear, giving the firm an approximately $20 billion valuation.
December 2007: Bear Stearns posts fourth-quarter loss of $854 million on massive mortgage-related write-downs, the first quarterly loss in its 85-year history.
January 2008: Cayne is more or less forced to resign as CEO in the wake of a Wall Street Journal article detailing his recreational pot use, monthlong vacations to play cards, and other high jinks at 383 Madison Avenue. The board kept Cayne on as chairman, and Alan D. Schwartz takes over as CEO.
March 10–13, 2008: Amid rumors that Bear is teetering and has liquidity problems — and the small matter of $46 billion in mortgages and other questionable "assets" on its books — new CEO Schwartz goes on the public-relations offensive, appearing on CNBC on Monday (via live feed from the Breakers Resort at Palm Beach). "We don't see any pressure on our liquidity, let alone a liquidity crisis," he says. As if to prove it, ex-CEO Cayne closes on a $28 million pad at the Plaza. But to little avail: The perception of trouble quickly becomes a reality as hedge funds and other financial parties engaged with the firm take their money and get out. Enough people decide, all at the same time, that they don't want to be within 200 feet of Bear, and by the evening of Thursday, March 13, Bear finds itself, unquestionably, in the midst of a liquidity crisis. It was kind of like the "run on the bank" at the Bailey Brothers Savings and Loan in It's a Wonderful Life, only no one was wearing fedoras.
Friday night, March 13–14, 2008: In a desperate scramble to avoid having no funds to operate its businesses, Bear executives pull an all-nighter trying to figure out how "fix this thing." At 5 a.m., they wake Federal Reserve chairman Ben Bernanke and a bunch of other dudes to discuss the matter, and ultimately decide to secure an emergency agreement with JPMorgan and the Federal Reserve Bank of New York in the largest-ever bailout of a U.S. securities firm. The Fed had to invoke a little-used securities law to lend funds through JPMorgan, in order to avoid having Bear Stearns disintegrate and threaten the (remaining) stability of the U.S. financial system. Bear Stearns shares tumbled 47 percent to close at $30. Jimmy Cayne, showing courage in the face of great difficulty and the potential collapse of the 85-year-old firm, takes part in a bridge tournament in Detroit. Using humor as a coping mechanism, Bear employees joke nervously about not bothering to come in on Monday, since the firm will probably be bought over the weekend. They are a prescient bunch.
March 16–17, 2008: On late Sunday, after forcing a bunch of bankers to work over the weekend, JPMorgan decides it will buy Bear Stearns so that BSC can avoid bankruptcy, but only with the Fed's backing. The going price? $2 a share, which puts the valuation of the once giant firm at $236 million. Remember that $6 billion estimate at the beginning of this timeline? Ouch. JPMorgan, meanwhile, gets the Federal Reserve's protection for some of Bear's potential (and manifold) liabilities, plus a $1.2 billion building. Morgan also gets the firm's viable businesses, like its prime brokerage, for practically nothing. CEO Jamie Dimon looks like a genius (also he's quite handsome, we'd never noticed!), and the Fed looks like a hero.
Moving forward: Divisions like Bear's investment bank, etc., are probably on their way out, including the employees manning the desks. Conservative estimates regarding the carnage range from a third to half of all of Bear Stearns's 14,000 employees. Everything that just went down is what's known in the business as "not good" for anyone working for Bear right this second, i.e. the people holding 33 percent of the now-devalued stock. The market is placing odds that Lehman Brothers, also a big mortgage player, is next to be taken out and shot. Like Bear did last week, Lehman puts the word out on Monday that they are awash with liquidity, though it doesn't stop the stock from falling to a six-year low. The Fed, in basically backing JPMorgan's rescue of Bear, is setting a dangerous precedent for itself in saving Wall Street's tuchis. There's also the question of who would be willing to play JPMorgan to Lehman's Bear Stearns, should it come to that. —Bess Levin, editor, DealBreaker.com

Τρίτη, Μαρτίου 11, 2008

Η διαμόρφωση των εθνών - κρατών στα Βαλκάνια και το «Μακεδονικό»

Η ιστορική πορεία του «μακεδονικού» ζητήματος κατά τον 19ο ως και τις αρχές του 20ού αιώνα θεμελιώθηκε ουσιαστικά πάνω σε τρεις βασικούς, άρρηκτα αλληλένδετους και διαλεκτικά διαμορφούμενους άξονες: α) Το ρόλο του ελληνικού αστικού εθνικισμού στο πλαίσιο συγκρότησης και διεύρυνσης του νεοσύστατου έθνους - κράτους της Ελλάδας («Μεγάλη Ιδέα»). β) Τις αντίστοιχες ιστορικοπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και γ) τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή (το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα»).

Οι διεργασίες που είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του σημερινού γεωγραφικού - εθνογραφικού χάρτη της περιοχής διήνυσαν μια ιστορική διαδρομή που δεν υπήρξε καθόλου ευθύγραμμη ή ομαλή. Τουναντίον, σημαδεύτηκε από διαρκείς αντιθέσεις και συνθέσεις, έντονες κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις και αδυσώπητους ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστικά, που διαιωνίζονται ως και τις μέρες μας, καθιστώντας τις σελίδες αυτές της Ιστορίας επίκαιρες όσο ποτέ.

Η άνοδος των βαλκανικών αστικών εθνικισμών - Η σύγκρουση των μεγαλοϊδεατισμών

Ο μεγαλοϊδεατισμός - σαφώς με πολλές παραλλαγές - υπήρξε σε γενικές γραμμές κοινός τόπος για τον ανερχόμενο αστικό εθνικισμό σε πολλές χώρες, τόσο της ανατολικής (Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Ουγγαρία, Μεγάλη Ρουμανία, Μεγάλη Αλβανία, κλπ.), όσο και της δυτικής Ευρώπης (Μεγάλη Ολλανδία, Μεγάλη Γερμανία, κλπ.).

Οι ηγέτες των κρατών της Βαλκανικής Συμμαχίας. Λιθογραφία εποχής
Από τα μέσα - τέλη του 19ου αιώνα, ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός, ο στρατηγικός προσανατολισμός, δηλαδή, της ελληνικής αστικής τάξης προς επέκταση του οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού χώρου, όπου διεκδικούσε ηγεμονεύουσα θέση και ρόλο, άρχισε να «υπονομεύεται» από τις αντίστοιχες εθνικές αστικές τάξεις άλλων αναδυόμενων εθνών - κρατών, οι οποίες εμφανίζονταν ολοένα και πιο επιθετικά ως ανταγωνίστριες δυνάμεις στο μοίρασμα των εδαφών (και αγορών) της κλυδωνιζόμενης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τις αντιθέσεις αυτές υποδαύλιζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, δημιουργώντας πλασματικές προσδοκίες, στρέφοντας τον ένα λαό εναντίον του άλλου, σχηματίζοντας και διαλύοντας συμμαχίες ανάλογα με τα συμφέροντά τους.

Ταυτόχρονα, αδυνάτιζε ο «παμβαλκανικός» χαρακτήρας της ελληνικής αστικής τάξης που κατείχε έως τότε ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή (η θέση του ελληνικού κεφαλαίου συνέδραμε καταλυτικά στην εμφάνιση και άνοδο «επιμέρους» βαλκανικών εθνικισμών, καθώς και στα «ανθελληνικά» χαρακτηριστικά που συχνά έλαβαν).

Από την άλλη, η Βουλγαρία διεκδικούσε ηγεμονική θέση στα Βαλκάνια και διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη, κ.ά.). Η Ρουμανία πρόβαλε αξιώσεις για την περιοχή της Θεσσαλίας, όπου, κατά τις αντιλήψεις της, κατοικούσαν βλάχικοι πληθυσμοί. Η Αλβανία διεκδικούσε την Ηπειρο, ως και την Αρτα. Συνάμα «η κάθε μια εμφανίζει δικές της στατιστικές, αναβιώνει ιστορικά δικαιώματα, κινητοποιεί επιστήμονες και σοφούς».1

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μακεδονίας, όπου ο Γ. Ζέβγος, παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από το έργο του Jacques Angel «Λαοί και Εθνη των Βαλκανίων» (1920), έγραφε: «Ενας Ελληνας, ο Νικολαΐδης, τοποθετεί στα τρία μακεδονικά βιλαέτια (Κόσσοβο, Μοναστήρι, Σαλονίκη) 576.000 τούρκους, 656.000 έλληνες, 454.000 σλαύους. Ενας βούλγαρος, ο Κάντσεφ τοποθετεί 489.000 τούρκους, 225.000 έλληνες, 1.184.000 βούλγαρους, 700.000 σέρβους. Ενας σέρβος, ο Γκόπτσεβιτς, βρίσκει 231.000 τούρκους, 201.000 έλληνες, 57.000 βούλγαρους, 2.048.000 σέρβους.» 2

Σχ

Η ελληνική αποστολή στη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου. Από αριστερά στα δεξιά, καθισμένοι: λοχαγός Κ. Πάλλης, Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, Ελ. Βενιζέλος, Δ. Πανάς, Ν. Πολίτης. Ορθιοι: Θ. Πετρακόπουλος, Σ. Γεωργόπουλος, Κ. Μαρκαντωνάκης, Σ. Κωνσταντινίδης, λοχαγός Αλ. Εξαδάκτυλος και Μ. Τσαμαδός
ολιάζοντας τις κινήσεις αυτές, ο Ε. Ροΐδης έγραψε το 1875: «Αλλ' αι επωφελέστερον εσχάτως επιδιωχθείσαι εθνογραφικαί μελέται, αποδεικνύουσι καθ' εκάστην δυσχερεστέραν πάσαν απόπειραν δικαίας διανομής της τουρκικής κληρονομίας. Τας δε δυσχερείας του έργου επαυξάνει, αδύνατον καθιστώσα οιονδήποτε συμβιβασμόν, οι παρά τοις λαοίς τούτοις επιφοίτησις της αρχής των εθνοτήτων. Καθ' ην ώραν οι πλείστοι των κατοίκων της χερσονήσου κηρύσσονται έτοιμοι να υποστώσι πάσαν καταστροφήν και εξόντωσιν μάλλον ή να υπομείνωσι τη στέρησιν του αλβανισμού, βουλγαρισμού ή ρουμανισμού αυτών, τα δε παρέχοντα το πολύτιμον τούτο προνόμιον γεωγραφικά όρια ουδαμού είνε ευχάρακτα και πολλαχού ουδέ καν ορατά, ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί αδελφικής συμβιώσεως εθνών βλεπόντων καθ' ύπνους μεγάλην Βουλγαρίαν, αρχαίαν Σερβίαν, αλβανικόν κράτος, Ρουμανίαν μέχρι Πίνδου και Ελλάδα μέχρι του Αίμου, ήτοι την ανέφικτον ανάγκην ν' αλληλοσφαγώσιν, αφού δεν υπάρχει επί του χάρτου τόπος ικανός να συνυπάρξωσι τα όνειρα ταύτα».

Και αυτό επειδή, ενώ κάθε εθνότητα παρουσίαζε κατά τόπους συμπαγείς πληθυσμούς, στο σύνολο των υπό διεκδίκηση εδαφών, το τότε υπάρχον πολυεθνικό μωσαϊκό σήμαινε αναπόφευκτα πως: «προς διαλλαγήν των φυλών της ανατολής απαιτείται ή να λάβωσιν όσα εκάστη διεκδικεί, όπερ απολύτως ακατόρθωτον ή να παραιτηθώσι του ονείρου των, πεισθείσαι ότι αδύνατος είνε η πραγματοποίησις αυτού. Αλλά προς τοιούτον σωφρονισμόν και χρόνος απαιτείται μακρός και αγώνες πιθανώς αιματηροί...». Μόνη λύση: Η συνεργασία των λαών, αίτημα που μετουσιώθηκε τότε στο όραμα για μια Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία.3

Το ζήτημα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας

«Το ζήτημα της ομοσπονδιακής οργάνωσης εμφανίστηκε εδώ (σημ: στα Βαλκάνια) παράλληλα με αυτό της εθνικής χειραφέτησης. Το κήρυγμα άλλωστε του Ρήγα Βελεστινλή για την εξέγερση όλων των λαών της Ανατολής εναντίον του οθωμανικού δεσποτισμού και τη συγκρότηση μιας ομοσπονδιακού τύπου Δημοκρατίας, αν και ανήκε στα τέλη του 18ου αιώνα, θεωρούνταν ακόμα (τον 19ο αιώνα) από πολλούς επίκαιρο.» 4

Το αίτημα για μια ομόσπονδη Βαλκανική υιοθετήθηκε από πολλά τμήματα της προοδευτικής διανόησης και των αστών δημοκρατών του 19ου αιώνα, τα οποία έβλεπαν στην ενότητα των λαών των Βαλκανίων το μόνο δρόμο για τον υπερκερασμό των «εθνικών διαφορών» (που προμήνυαν εθνικές συγκρούσεις), την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, και την ευημερία όλων των εθνοτήτων στα υπό διαμόρφωση έθνη - κράτη. Η δημοκρατική ομάδα των Πανά και Λυκιαρδόπουλου, για παράδειγμα, διακήρυττε πως «Συμμεριζόμεθα (την ιδέα της βαλκανικής ομοσπονδίας) πληρέστατα, καθ' όσον και ημείς φρονούμεν ότι το πολυθρύλητον ανατολικόν ζήτημα πρέπει να λυθεί ουχί υπό ταύτης ή εκείνης της (ευρωπαϊκής) Δύναμης, αλλ' υπ' αυτών τούτων των ενδιαφερομένων βαλκανικών λαών, εν πνεύματι ομονοίας και αδελφότητος των εργαζομένων.» 5

Ομολογουμένως το αίτημα για μια ομόσπονδη Βαλκανική αδυνάτισε προς τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον Λ. Χασιώτη, οι «βασικές αιτίες για την εξέλιξη αυτή υπήρξαν: α) Η ουσιαστική υπαγωγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις επιλογές των "προστάτιδων" Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας, κυρίως μετά το 1856, και β) η κυριαρχία στο ιδεολογικό τοπίο της Ελλάδας της "Μεγάλης Ιδέας".» 6 Ωστόσο, στη βόρεια Ελλάδα - και ιδιαίτερα στους κόλπους του αναπτυσσόμενου συνδικαλιστικού κινήματος - διατηρούνταν εν πολλοίς η πεποίθηση πως «η λύση του εθνικού προβλήματος των πολλαπλών εθνικών ομάδων των Βαλκανίων θα περνούσε μέσα από τον αγώνα για την κοινωνική απολύτρωση των λαών, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής πολυεθνικής Πολιτείας». Ακολούθως, η πρωτοπόρα συνδικαλιστική οργάνωση της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, αντικατοπτρίζοντας την πολυεθνική γεωγραφία της πόλης, υπήρξε πολυεθνική και στη σύνθεσή της, οργανωμένη σε ομοσπονδιακή βάση.7

Μακεδονία και εθνική ολοκλήρωση

Η επανάσταση του 1821 στο μακεδονικό χώρο περιορίστηκε κυρίως στη Χαλκιδική υπό την ηγεσία του Φιλικού Ε. Παππά και καταπνίγηκε πριν το πέρας του έτους. Στην εξέλιξη αυτή συνηγόρησαν πολλοί παράγοντες: Η ύπαρξη πολυάριθμου μωσαϊκού εθνοτήτων (και συμπαγής μουσουλμανικός πληθυσμός), ισχυρών τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς και η απροθυμία των προκρίτων (που διατηρούσαν σημαντικά προνόμια) και της Εκκλησίας να στηρίξουν υλικά ή ηθικά τον Αγώνα.8

Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου το πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Απαντώντας στο πρώτο από τα 28 ερωτήματα που υπέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στον Ι. Καποδίστρια ενάμιση περίπου χρόνο νωρίτερα (Οκτώβρης 1828) περί των γεωγραφικών / ιστορικών ορίων τού υπό σύσταση ελληνικού κράτους, ο τελευταίος απάντησε: «Εάν οδηγηθώμεν εκ της ιστορίας, εκ των σωζομένων εισέτι μνημείων της αρχαιότητος και εκ της γνώμης των περιηγητών και γεωγράφων, η έκτασις αυτής της χώρας θέλει έχει οροθετικήν γραμμήν προς άρκτον την αρχομένην από τας εκβολάς της Βοϊούσας, εκτεινομένην δε προς τα άνω διά του ποταμού αυτού μέχρι της πηγής του και διερχομένην διά τη σειράς των ορέων του Ζαγορίου και Μετζόβου και διά της του Ολύμπου μέχρι του κόλπου της Θεσσαλονίκης».9 Οι ελληνικές λοιπόν γεωγραφικές και ιστορικές διεκδικήσεις προσδιορίστηκαν αρχικά μέχρι το ύψος του Ολύμπου και του κόλπου της Θεσσαλονίκης.

Στα έτη που ακολούθησαν, το γνήσιο αίτημα των υπόδουλων Ελλήνων για απελευθέρωση διαστρεβλώθηκε από το περιεχόμενο που προσέδωσε σε αυτό ο αστικός εθνικισμός. Οι ζυμώσεις, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις στο μακεδονικό χώρο οξύνθηκαν.

Τον Σεπτέμβρη του 1885 ξέσπασε κίνημα στην ανατολική Ρωμυλία με αίτημα την ένωση της επαρχίας με τη Βουλγαρία. Η κίνηση αυτή θορύβησε τους οπαδούς του μεγαλοϊδεατισμού στην Ελλάδα που οργάνωσαν συλλαλητήρια καταγγέλλοντάς την ως «ανθελληνική» (βλέπε για παράδειγμα ομιλία Γ. Καπετανάκη στην πλατεία Συντάγματος).

Ο Χ. Τρικούπης (πλέον στην αντιπολίτευση) δήλωσε σχετικά σε συνέντευξή του στην αγγλική εφημερίδα «Pal Mall Gazette»: «Η Ελλάς ενδιαφέρεται τετραχώς κατά την ενεστώσαν κρίσιν: Η πρώτη αυτής ασχολία πρέπει να είναι η περί του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, όστις θα απορροφηθεί υπό των Βουλγάρων εάν οι Δυνάμεις αναγνωρίσωσι τη μετά της βουλγαρικής ηγεμονίας ένωσιν της Ρωμυλίας. Κατά δεύτερον λόγον η Ελλάς ενδιαφέρεται διά τη Μακεδονίαν, ήτις δύναται να διαιρεθεί εις τρία τμήματα: Τη μεσημβρινήν ήτις είναι και θα είναι ελληνική, οτιδήποτε και αν συμβεί, την κεντρικήν την περιλαμβάνουσαν ελληνικούς πληθυσμούς και την αρκτικήν τη μη οικούμενην υφ' Ελλήνων. Την Ελλάδα απασχολεί η Κεντρική Μακεδονία ης οι κάτοικοι αναγνωρίζουσι τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και ουχί τη βουλγαρικήν εξαρχίαν, αλλ' επειδή ενταύθα ο ελληνικός πληθυσμός δεν αποτελεί συναφή πληθυσμόν, είναι σχεδόν βέβαιον ότι, εάν η χώρα περιέλθει υπό τη σερβικήν κυριαρχίαν ή τη βουλγάρικην, οι κάτοικοι θα εκσλαβισθώσιν, ενώ εάν υπό την Ελλάδα θα εξελληνισθώσιν ολοσχερώς.» 10

Σε μια άλλη συνέντευξή του, δήλωσε επίσης σχετικά: «Ο Τούρκος εκλείπει και πολύ ταχέως. Οταν έλθει ο μέγας πόλεμος, ως αφεύκτως θα συμβεί μετά τρία, πέντε, οκτώ έτη, η Μακεδονία θα γίνει Ελληνική ή Βουλγάρικη κατά τον νικήσαντα. Αν τη λάβωσιν οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι εντός ολίγων ετών θα είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν μέχρι των Θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς τη λάβωμεν, θα τους κάμωμεν όλους Ελληνας μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας.» 11

Ενόψει μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής επιχείρησης της Ελλάδας στη Μακεδονία (ως απάντηση στις κινήσεις της Βουλγαρίας), κινητοποιήθηκαν προληπτικά ο αγγλικός και ιταλικός στόλος προβαίνοντας σε «ειρηνικό αποκλεισμό» της χώρας. Τελικά, η ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, τροφοδοτώντας τους μεγαλοϊδεατικούς σχεδιασμούς της ντόπιας άρχουσας τάξης και θέτοντάς τους παράλληλα σε τροχιά σύγκρουσης με τους αντίστοιχους ελληνικούς.

Η κινητικότητα στη Μακεδονία συνεχίστηκε το επόμενο διάστημα: Το φθινόπωρο του 1893 ιδρύθηκε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ή Κομιτάτο των Σαντραλιστών), μέλος της οποίας «μπορούσε να γίνει κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χωρίς καμιά διάκριση γλώσσας, εθνικότητας, θρησκείας και πολιτικοφυλετικών πεποιθήσεων», και που σκοπός της ήταν «η βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής θέσης των κατοίκων της Μακεδονίας», αλλά και η «απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών προς όφελος των ακτημόνων αγροτών και η Αυτονομία της Μακεδονίας». Στο πλαίσιο του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού σχηματίστηκε, δύο χρόνια μετά, η «Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Κομιτάτο των Βερχοβιστών), η οποία και προχώρησε σε δολοφονίες πολιτικών / εθνικών αντιπάλων («οι κομιτατζήδες που ανήκανε στο Κομιτάτο των βερχοβιστών έβγαζαν από τη μέση κάθε Ελληνα ή Τούρκο που δεν εκτελούσε τις εντολές τους»). Στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων στην περιοχή, ιδρύθηκε το 1904 το ελληνικό «Μακεδονικό Κομιτάτο». Οι συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων ομάδων γενικεύτηκαν ως το 1908 (μέχρι την Επανάσταση των Νεότουρκων), ενώ στην ίδια τη Βουλγαρία εντάθηκαν οι διώξεις ενάντια στο ελληνικό στοιχείο (1900-1906).12

Οι «λογαριασμοί» τέθηκαν επί τάπητος κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο (1912). Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτού, όχι μόνο δεν ικανοποίησαν τις επεκτατικές ορέξεις των αρχουσών τάξεων των εμπλεκόμενων κρατών, αλλά δημιούργησαν εκ νέου πρόσθετες επιδιώξεις και διεκδικήσεις. Ενας καινούριος «γύρος» αναδιανομής των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτος, με τους μέχρι πρόσφατα «συμμάχους» να μετατρέπονται «εν μία νυκτί» σε εχθρούς και αντίστροφα.

Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) ολοκληρώθηκε η γεωγραφική ενσωμάτωση της Μακεδονίας (του ελληνικού τμήματος, όπως το ξέρουμε σήμερα) στην ελληνική επικράτεια. Βέβαια, στο πλαίσιο των παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων για τη συμμετοχή των βαλκανικών χωρών στον πρώτο παγκόσμιο στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, η κυβέρνηση Βενιζέλου δε φαίνεται να είχε ιδιαίτερους ενδοιασμούς να παραχωρήσει στη Βουλγαρία την περιοχή της Καβάλας - Δράμας - Σαριμπασάν, με αντάλλαγμα τη Δυτική Μικρά Ασία. 13

Η γεωγραφική προσάρτηση της Μακεδονίας συνοδεύτηκε από την εθνική - πληθυσμιακή ανασύνθεσή της σχεδόν 10 χρόνια αργότερα. Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων «έλυσε» ριζικά το ζήτημα της εθνικής ανομοιογένειας στη Βόρεια Ελλάδα. Η Εκθεση της Ελληνικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση των Προσφύγων είναι αποκαλυπτική ως προς τη μεταβολή στην πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας: Το 1912 οι Ελληνες αποτελούσαν μόλις το 42,6% του συνόλου, με τους μουσουλμάνους να έρχονται από κοντά δεύτεροι (39,4%) και τους Βούλγαρους να ακολουθούν (9,9%). Οι Ελληνες αποτελούσαν πλειοψηφία μόλις στις 11 από τις 25 επαρχίες - νομούς της περιοχής. Τους 300.000 και πλέον μουσουλμάνους «αντικατέστησαν» περίπου 638.000 πρόσφυγες (το 52,2% των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα). Μετά την Ανταλλαγή, οι Ελληνες αποτελούσαν πλέον το 88,8% του συνόλου των πληθυσμών της Μακεδονίας. 14 Βέβαια, εκκρεμούσε η ενσωμάτωση (κοινωνική, πολιτιστική, οικονομική) των ίδιων των προσφύγων στο ελληνικό κράτος, διαδικασία που θα αποδεικνυόταν τόσο δύσκολη όσο και μακρόχρονη (με μια μεγάλη μερίδα των γηγενών πληθυσμών να τους θεωρεί «ξένους», κλπ.).

Επίλογος

Γιατί έχει αξία σήμερα η εξέταση της ιστορικής πορείας του «Μακεδονικού»; Πρώτον, γιατί αποκαλύπτεται η σαθρότητα των επιχειρημάτων του αστικού εθνικισμού (περί «απευθείας απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου», κλπ.), ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται οι καταστροφικές συνέπειες από τη διαχρονική καπήλευση και διαστρέβλωση των εννοιών «πατρίδα» και «πατριωτισμός». Πρόκειται για έναν «εθνικό μανδύα», που αποκρύπτει ή εξευμενίζει τα πραγματικά αίτια πίσω από τις «εθνικές» συγκρούσεις και ανταγωνισμούς στην περιοχή: Τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις, σε συνδυασμό με τις επιμέρους επιδιώξεις των αστικών τάξεων των εμπλεκόμενων μερών στα Βαλκάνια.

Παράλληλα, ξεσκεπάζεται η υποκρισία του αστικού κοσμοπολιτισμού, που αντιπροτείνει δήθεν ως παράγοντα σταθερότητας την οικονομική διείσδυση και ηγεμονία του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Διαχωρίζει, επίσης, τις «Μεγάλες Δυνάμεις» (ΗΠΑ και ΕΕ) σε καλές και κακές, λες και ο ιμπεριαλισμός μεσολάβησε ποτέ υπέρ οποιουδήποτε άλλου εκτός από τον εαυτό του. Οι διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη στις μέρες μας ελλοχεύουν σοβαρούς κινδύνους για τους λαούς των Βαλκανίων. Η στάση του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού κινήματος σε όλες τις χώρες θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ευόδωση ή κατάργηση των σχεδιασμών αυτών.

1. Ζέβγος Γ. (1946) «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας. Β` μέρος» (Αθήνα: Τα Νέα Βιβλία Α.Ε.) σελ. 93.

2. ό.π. σελ. 133-134.

3. Οπως παρατίθεται στο Ζέβγος Γ. (1946) ό.π. σελ. 94-95.

4. Χασιώτης Λ. (2001) «Η Ανατολική Ομοσπονδία» (Αθήνα: Βάνιας) σελ. 17.

5. Παρατίθεται στο Ζέβγος Γ. (1946) ό.π. σελ. 95-96. Βλέπε επίσης Κιτρομιλίδης Π. (1998) «Ρήγας Βελεστινλής: Θεωρία και Πράξη» (Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων).

6. Χασιώτης Λ. (2001) «Η Ανατολική Ομοσπονδία» (Αθήνα: Βάνιας) σελ. 18.

7. Μπεναρόγια Α. (1986) «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου» (Αθήνα: Κομμούνα / Ιστορική Μνήμη) σελ. 9-10, 22.

8. Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 10, σελ. 261-270.

9. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμος 2, σελ. 244.

10. Στο Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙ, σελ. 478-479.

11. «Μαγχεστριανός Φύλακας», 6 Ιουλίου 1889, ό.π. σελ. 499.

12. Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙΙ, σελ. 39-45.

13. Ο.π. σελ. 420 και 525.

14. Greek Refugee Settlement Commission (1926) «Greek Refugee Settlement» (Geneva: League of Nations).


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2008

«Ήρθε διαταγή»

«Ήρθε διαταγή» είναι ο τίτλος του 10ου επεισοδίου, του ντοκιμαντέρ της ΕΤ3 «Ταραγμένα Χρόνια», που θα μεταδοθεί την Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008, στις 14.30.

Το συγκεκριμένο επεισόδιο που εντάσσεται στον Γ΄ κύκλο του ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Τα δεινά της ήττας», γυρίζει τις σελίδες του ημερολογίου στον Οκτώβριο του 1922, όταν με την ανακωχή των Μουδανιών συνομολογείται η εκκένωση του ελληνορθοδόξου πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης, ενώ στη Μαύρη Θάλασσα οι τουρκικές αρχές προχωρούν στην απέλαση χιλιάδων ελληνορθοδόξων Ποντίων.

Οι πρόσφυγες αφηγούνται το πώς έζησαν τον ξεριζωμό από τις πατρίδες τους…

«Ένα μήνα άδεια έδωκαν να φύγουμε, σε ένα μήνα να φύγουμε όλο». «Οι πρόσφυγοι με τα πόδια ήρθαμε μέχρι την Αλεξανδρούπολη με τα κάρα». «Αρχίζει εκείνη η Μαύρη Θάλασσα κι αγριεύει και μια βραδιά παρά λίγο να πνιγούμε. Έλεγα βουλιάζει. Οι άνθρωποι πέθαιναν από τον τύφο. Εμείς ήμασταν πάνω στο κατάστρωμα»…

Μεταδίδεται: Κυριακή 13 Ιανουαρίου στις 14.30

Σενάριο-παραγωγή: Φανή Τουπαλγίκη

Σκηνοθεσία: Κυριακή Μάλαμα

Διεύθυνση φωτογραφίας: Αντώνης Τσιμπουσλής

Μοντάζ: Σόνια Μπρέλου

Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2008

Το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα πριν από τη χούντα


Γιάννης Π. Τζαννετάκος Ιδρυτής, Πρόεδρος της ΕΦΕΕ (1963-1964)

Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά την πρώτη εφταετία του ΄60 δεν νοείται αλλά και δεν επιτρέπεται να πιστωθούν στη μερίδα μιας και μόνο παράταξης, δηλαδή της Αριστεράς
Στη δεκαετία του ΄60 εντοπίζεται η πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη του Φοιτητικού Κινήματος (Φ.Κ.). Ανάπτυξη που δεν έχει προηγούμενο από την άποψη της μαζικότητας. Αλλά και όσον αφορά την παρεμβατική αποτελεσματικότητα στις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις εκείνης της περιόδου. Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια την αντιστασιακή δραστηριότητα των φοιτητών κατά την Κατοχή. Απλώς αυτή, εξαιτίας των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε, περιορίζεται περισσότερο σ΄ επίπεδο φιλικών κύκλων, σε καθοδηγούμενες από το ΕΑΜ επιμέρους συσπειρώσεις καθώς και σε περιστασιακές μαζικότερες εξεγέρσεις με ποικίλες αφορμές, όπως π.χ. η ποιότητα και η ποσότητα του συσσιτίου. Ολως συνοπτική και αφαιρετική αυτή η αναφορά. Φυσικά ούτε σύγκριση να γίνεται ως προς τις επιπτώσεις εις βάρος των ανήσυχων και δραστήριων φοιτητών. Τότε εκείνοι τυφεκίζονται χωρίς πολλά-πολλά. Εμείς απασχολούμε το λεγόμενο Σπουδαστικό Τμήμα της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας στην οδό Μπουμπουλίνας. Μας φακελώνουν. Και δεν μας χορηγούν πιστοποιητικό αμέμπτων κοινωνικών φρονημάτων.
▅ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄50
Οσο πάντως ομαλοποιούνται σχετικώς και με βραδύ ρυθμό οι μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες, τόσο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ν΄ αναπτυχθεί, όπως συμβαίνει στη Δυτ. Ευρώπη, και να δράσει το Φ.Κ. Συγκεκριμένα τη δεκαετία του ΄50 το Κυπριακό Πρόβλημα με τις διάφορες διακυμάνσεις του απασχολεί τους φοιτητικούς συλλόγους. Αναλαμβάνονται αγωνιστικές πρωτοβουλίες προς συμπαράσταση της Κύπρου. Παράλληλα δημιουργούνται τα περιθώρια ν΄ αναπτυχθεί στο πλαίσιο των συλλόγων δημόσια προβληματική ως προς τις συνθήκες σπουδών και διαβίωσης. Αυτή η ανάπτυξη και η συνακόλουθη δράση σχεδόν μονοπωλείται από την Αριστερά. Ταυτοχρόνως η Δεξιά μετά την ίδρυση της ΕΡΕ, η οποία παρέχει εγγυήσεις διάρκειας και πολιτικής ισχύος, καθιστά εμφανή την
οργανωμένη παρουσία της στα αμφιθέατρα. Μολονότι υπάρχει η ΕΡΕ Νέων, ενεργοποιείται παράλληλα και σύμφωνα με τα τότε πολιτικά ήθη πτερύγων από τη συντηρητική παράταξη ένας δυναμικός βραχίονάς της, η ΕΚΟΦ. Με παρακρατικές καταβολές, ενισχύσεις και μεθόδους ασκεί ιδιότυπη ημιτρομοκρατία στα Πανεπιστήμια με τη βίαιη συμπεριφορά της και την απροκάλυπτη συνεργασία της με την Ασφάλεια.
▅ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΩΩΝ
Εως περίπου το 1962 το Κέντρο ως ιδεολογικοπολιτικός χώρος διαθέτει σε διάφορες σχολές μερικές μόνο δυναμικές και αυτόφωτες προσωπικότητες που ενδιαφέρονται, ανησυχούν, επιθυμούν να δράσουν. Τα περιθώρια τους είναι περιορισμένα εξαιτίας της διασποράς δυνάμεων του Κέντρου. Συνεργάζονται, λοιπόν, με την Αριστερά και την στοιχειωδώς υπαρκτή στα Πανεπιστήμια μαρκεζινική νεολαία, την αποκαλούμενη και Προοδευτική σ΄ αντιστοιχία με την κομματική επωνυμία. Μόνο όσο ενδυναμώνεται ο ανένδοτος αντικαραμανλικός κι ανεπαισθήτως αντιανακτορικός Ανένδοτος Αγώνας, η ιδρυμένη στις 20/09/1961- μόλις 40 μέρες πριν από τις εκλογές- Ενωση Κέντρου (Ε.Κ.) αρχίζει ν΄ αποκτά αντίκρισμα στο Φ.Κ. Η Δεξιά δεν εμφανίζεται πια ακατανίκητη στον πολιτικό στίβο, βοηθούσης και της σταδιακής δυσμένειας του παλατιού στην οποία περιπίπτει ο κ. Κ. Καραμανλής. Η φυσιογνωμία του Γεωργίου Παπανδρέου δείχνει ότι κυριαρχεί ανάμεσα στα μικροκομματικά καπετανάτα που αποτελούν τις συνιστώσες της Ε.Κ. Η ΕΡΕ αντιμετωπίζει πλέον έναν αξιόμαχο αντίπαλο, ο οποίος μπορεί να αμφισβητήσει απ΄ αυτήν την εξουσία. Την ίδια περίοδο το φοιτητικό σκέλος της Οργάνωσης Νέων Ενώσεως Κέντρου (ΟΝΕΚ) διαμορφώνει στελέχη και αντίστοιχη οντότητα στο Φ.Κ. Αρχίζει δε σταδιακά να χαλαρώνει τη συνοδοιπορία με την Αριστερά και τους Προοδευτικούς. Δομείται παραταξιακή συνείδηση. Αυξάνεται το διαπραγματευτικό βάρος του στο εσωτερικό του αντιδεξιού Μετώπου.
Βεβαίως και ευλόγως οι φοιτητές-συνδικαλιστές
του Κέντρου δεν διαθέτουν ακόμη συγκροτημένη θεωρητική κατάρτιση. Οι όποιες ιδεολογικές επεξεργασίες υπό μορφή αφοριστικών αποφθεγμάτων του Γεωργίου Παπανδρέου και των συνεργατών του πολύ απέχουν από το να αποτελούν αξιόμαχο οπλοστάσιο. Κάποιες κοινωνιστικές αναφορές προσκρούουν στον άκρατο και παραδοσιακό αντικομμουνισμό της ηγεσίας και την πάγια απόφασή της ν΄ απορρίπτει και ν΄ αποκηρύσσει συμπλεγματικά κάθε υπόνοια, έστω και σε περιορισμένη διαδρομή, συμπόρευσης με την Αριστερά. Ετσι το φοιτητικό τμήμα της ΟΝΕΚ, κατακτώντας καθημερινά μεγαλύτερα ποσοστά αυτονομίας, προσδιορίζει τις θέσεις του και τις επιλογές του στο Φ.Κ. Επεξεργάζεται σε κλίμα έντονου ακτιβισμού ορισμένες βασικές κατευθυντήριες γραμμές, τουλάχιστον σε επίπεδο τακτικών κινήσεων.
▅ ΤΟ 15% ΚΑΙ ΤΟ 1-1-4
Παράλληλα συνεργάζεται σχεδόν αρμονικά- και πάντως εκλογικώς αποδοτικάέως το 1963-64 με την Αριστερά και τους Προοδευτικούς. Η Αριστερά είναι αλήθεια ότι διαθέτει συγκρότηση και παράδοση, όπως και στενή καθοδήγηση ώστε να επιχειρεί κάποιο σχεδιασμό στη δράση του Φ.Κ. Ετσι προκύπτει το σύνθημα «15% Προίκα στην Παιδεία», το οποίο υιοθετείται ευρύτερα και αξιοποιείται ως κατευθυντήρια γραμμή στις κινητοποιήσεις. Σχεδόν ταυτοχρόνως και ίσως κατά τι νωρίτερα στελέχη της ΟΝΕΚ έχουν την έμπνευση και συναρμόζουν την προσπάθεια να υπάρξει εκδημοκρατισμός στα Πανεπιστήμια, αλλά και ευρύτερα στον δημόσιο βίο, με την επίκληση του άρθρου 114, ακροτελεύτιου στο Σύνταγμα. Το αποκαλούμενο Σύνταγμα του 1952 ψηφίζεται από τα κόμματα του Κέντρου αλλ΄ όχι από την Αριστερά. Αυτή το απεχθάνεται, διότι με μεταβατική διάταξή του διατηρείται το παρασύνταγμα. Παραμένουν δηλαδή εν ισχύι όλα τα έκτακτα νομοθετήματα- Αναγκαστικοί Νόμοι και Ψηφίσματα- από την εποχή του Εμφυλίου και νωρίτερα. Παρατείνεται με βάση αυτά η παρανομία του ΚΚΕ, ενώ διατηρούνται ενεργές οι δρακόντειες επιπτώσεις της (φιλο)κομμουνιστι
κής δραστηριότητας, η οποία εξομοιώνεται και θεωρείται κατασκοπία και εσχάτη προδοσία.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το γεγονός ότι κάποια στελέχη που μετέχουν στη σπουδάζουσα της ΕΔΑ ενστερνίζονται το σύνθημα 1-1-4 και το εντάσσουν στην αγωνιστική φαρέτρα τους, αποκλείεται με δική τους πρωτοβουλία να βάσισαν τη συνθηματολογία τους εφ΄ ενός «αντιδραστικού» Συντάγματος. Οθεν η πατρότητα του εγχειρήματος να καταστεί τελικώς αυτός ο τριψήφιος αριθμός σφραγίδα από την οποία να αναγνωρίζεται και να διακρίνεται η σχετική γενιά, μπορεί να αποτελεί λόγο ερίδων ανάμεσα στους κεντρώους νέους εκείνης της εποχής, πλην όμως δεν μπορεί να διεκδικηθεί αυτή η πατρότητα από την Αριστερά. Κεντρώας, λοιπόν, προέλευσης το 1-1-4. Οπως την ίδια προέλευση έχει και ένα σημαντικό ποσοστό των αγώνων για τη Δημοκρατία που δόθηκαν τότε.
▅ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Σημειώνουμε όλα τούτα τα σχολαστικοφανή, διότι τα τελευταία χρόνια, ακόμα και με υλική ενίσχυση από την Πολιτεία, επιχειρείται να γραφεί η ιστορία της περιόδου με κραυγαλέες παρερμηνείες, χαρακτηριστικές αποσιωπήσεις, ου μην και με νόθευση των γεγονότων και με φαλκίδευση της πραγματικότητας. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά την πρώτη επταετία του ΄60 δεν νοείται αλλά και δεν επιτρέπεται να πιστωθούν στη μερίδα μιας και μόνο παράταξης, δηλαδή της Αριστεράς. Επισημαίνεται κατηγορηματικά ότι από το 1963-64 και μετά, με κορύφωση τα Ιουλιανά του 1965 έως και την 21η Απριλίου 1967, οι κεντρώοι φοιτητές κυριαρχούν στο Φ.Κ. και δη κατά τρόπο σαρωτικό. Τα αυτόνομα ψηφοδέλτιά τους κατακτούν την αυτοδυναμία στα συλλογικά όργανα όλων των βαθμίδων του Φ.Κ. Το ιδιόμορφο Μέτωπο έχει διαλυθεί. Θύμα από τη νέα διαμόρφωση της κατάστασης αναδεικνύεται η Αριστερά, που χάνει πολλά ερείσματά της.
Αν η κατάσταση στο Φ.Κ. παρέμενε όπως ήταν στα τέλη του ΄50 και στις αρχές του ΄60 με την πόλωση ανάμεσα στη Δεξιά
και την Αριστερά, θα είχε αναντιρρήτως επικρατήσει η πρώτη, λαμβανομένου υπόψη του αντικομμουνιστικού κλίματος που είχε εγκαθιδρυθεί. Η θεμιτή δράση της Αριστεράς προκαλούσε την αντίδραση της Δεξιάς. Ετσι οι Σύλλογοι των Φοιτητών σε σχολές όπου τη μια χρονιά πλειοψηφούν οι εκλεγέντες με την υποστήριξη της Αριστεράς, την επόμενη «περνούν» αναποτρέπτως στη Δεξιά, η οποία είναι μαζικότερη και έχει ευρύτερα περιθώρια να αναπτυχθεί σε αντίθεση με την Αριστερά. Το αντιδεξιό μέτωπο επικρατεί διότι το Κέντρο εισφέρει μάζες από την αστείρευτη δεξαμενή του, η οποία συνεχώς μεγεθύνεται. Αυτό συμβαίνει λόγω των συγκυριών, αλλά και εξαιτίας της αναμέτρησης της Ε.Κ. με τις δυνάμεις της αντίδρασης, όπως είναι τότε τα Ανάκτορα και η χωρίς τον Κ. Καραμανλή ΕΡΕ.
Εν κατακλείδι η Αριστερά πρωτοπορεί μεν αρχικώς αξιοποιώντας την απουσία του Κέντρου από τα αμφιθέατρα. Υποχωρεί, όμως, χαρακτηριστικά, όσο αναπτύσσεται το τελευταίο. Αυτό το συμπέρασμα εδραιώνεται και αποδεικνύεται ακόμα και μηχανιστικά. Οι κεντρώοι διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία στο τριτοβάθμιο όργανο, δηλαδή τη Συνομοσπονδία της ΕΦΕΕ, από την αρχή του 1965 έως και τη διάλυσή της από τη χούντα. Θα τη διέθετε δε και από το 1964 αν δεν είχαν μεσολαβήσει διάφορες λαθροχειρίες της Αριστεράς, οι οποίες καλό θα ΄ταν να είχαν εγκλειστεί στο χρονοντούλαπο. Επανέρχονται, όμως, αυτομάτως εξαιτίας των ιστοριογραφικών αυθαιρεσιών που σημειώνονται επ΄ εσχάτων. Δυστυχώς για τους «χειρουργούς» οι περισσότεροι από όσους έδρασαν την επίμαχη περίοδο παραμένουν στη ζωή και μάλιστα με σώες τις φρένες. Προσφέρονται δε να συνεργήσουν στη διάσωση της συλλογικής μνήμης, χωρίς προκαταλήψεις και με οδηγό την ιστορική αλήθεια. Αλλωστε η αλήθεια θεωρείται επαναστατική. Υπηρετώντας την, αναβιώνουμε τη χαμένη επαναστατικότητά μας και παραμερίζουμε τη μιζέρια και την κιτρινίλα του αναδρομικού καπελώματος που είναι ασύμβατο με τη δημοκρατική παράδοση του φοιτητικού κινήματος. *

Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2008

H IBM και το Ολοκαύτωμα

IBM and the Holocaust home


Probing IBM's Nazi connection | CNET News.com

Watson and members of the ICC board meet with Hitler in 1937. IBM also maintains, in a February statement to which it refers most questions on the matter, that the Nazis took control of its German unit before and throughout the war, and that the company "does not have much information about this period or the operations of Dehomag." Black vehemently disputes both claims.

IBM also defended Chairman Thomas Watson for his dealings with Hitler and his regime.

"As chairman of a major international company and a strong supporter of international trade, he met and corresponded with senior government officials from many, many countries, Hitler and Germany among them, in the 1930s," Makovich wrote. "As far as we know, the nature of the contacts between IBM executives and German government officials during the 1930s were similar to those with other government officials in other countries and consistent with IBM practices in the various countries in which the company did business during that era."

CNET News.com's Paul Festa discussed the issues with Black in a recent interview.

IBM And Nazi Germany, Researcher Has New Documents On World War II ...




How IBM Helped Automate the Nazi Death Machine in Poland


village voice > news > How did Nazi Germany become IBM's premier ...

illustration: Mirko Ilic

IBM implicated in Nazi extermination of Jews | The Register


BBC NEWS | Business | IBM 'helped in Nazi mass-murder'

Buchenwald concentration camp
IBM insists its machines were used without its connivance

How IBM helped the Nazis IBM and the Holocaust

Fanta: το αναψυκτικό των Ναζί (;;;)


Coca Cola (GmbH) were the German bottlers for Coke under the leadership of the CEO Max Keith (pronounced Kite). Coke sponsored the 1936 Nazi Olympics where Hitler showcased his Aryan vision to the world, while hiding the "Don't shop at Jewish shops" posters.

Coca Cola GmbH sought to be associated with the Nazis, it became a bit of a joke that if Hitler or a high ranking Nazi was on the front cover of a magazine Coke would advertise on the back. Coke advertised on billboards that were by the Berlin stadiums, so people attending Goebbel's rallies had to walk past them.

Coke financially supported the Nazis by advertising within Nazi newspapers, in one instance Coke published responses to accusations from rival bottlers that they were a Jewish company. These denunciations were placed in Nazi rags.

Coke advertised in the Nazi Army paper shortly after the invasion of Sudetenland, the ad was a picture of a hand holding a bottle of coke over a map of the world, the slogan was "Yes we have got an international reputation."

Coke opened up a bottling plant in Sudetenland shortly after the invasion.

Mark Prendergrast's book For God, Country and Coca Cola: "Later in the war, Keith used Chinese labor and "people who would come from anywhere in Europe-the war brought them from everywhere." For Keith to say blandly that "the war brought them" implies that they were willing refugees, which is somewhat misleading. In fact, the wartime railroads not only carried Jews, Gypsies and others to concentration camps, but some 9 million Fremdarbeiter, or forced foreign labor, who accounted for a fifth of the German labor force by 1944." Coke nearly certainly used forced labor.
  • Coca Cola in the US have paid into a fund for the compensation of people who were forced to work for the Nazis.

As Max Keith's supplies of Coke dwindled in 1941 he gave his last batches to Nazi soldiers.

Fanta®

After the US entered the war in 1941 Max Keith couldn't get Coca Cola syrup from America to make Coke so he invented a new drink out of the ingredients he had available to him and made it specifically for the Nazi market and the Third Reich.

  • The drink was called Fanta.

Fanta came by its name thanks to Keith's instructions to employees during the contest to christen the beverage — he told them to let their Fantasie [Geman for fantasy] run wild. Upon hearing that, veteran salesman Joe Knipp immediately blurted out Fanta.

This new soda was often made from the leavings of other food industries. (Remember, Germany did have a bit of an import problem at that time.) Whey (a cheese by-product) and apple fiber from cider presses found their way into the drink. As for which fruits were used in the formulation, it all depended on what was available at the time. In its earliest incarnations, the drink was sweetened with saccharin, but by 1941 its concocters were permitted to use 3.5 percent beet sugar.

Brand Overview: A favorite in Europe since the 1940s, Fanta was acquired by The Coca-Cola Company in 1960. Fanta Orange is the core flavor, representing about 70% of sales, but other citrus and fruit flavors have their own solid fan base. Fanta sells best in Brazil, Germany, Spain, Japan, Italy and Argentina. Fanta is still a Coca-Cola product, and today it comes in seventy different flavors (though some are only available within the country of manufacture, one of 188 countries it is sold in).

In 1943 alone he sold 3 million cases of Fanta in the Nazi empire.

Mark Prendergrast "In March of 1938, as Hitler's troops stormed across the Austrian border in the Anschluss, Max Keith convened the ninth annual concessionaire convention, with 1,500 people in attendance.

Behind the main table, a huge banner proclaimed in German, "Coca -Cola is the world-famous trademark for the unique product of Coca-Cola GmbH" Directly below, three gigantic swastikas stood out, black on red.

At the main table, Max Keith sat surrounded by his deputies, another swastika draped in front of him...The meeting closed with a "ceremonial pledge to Coca-Cola and a ringing three-fold "Seig Heil" to Hitler."

At another convention Mark Prendergrast notes "Then Keith ordered a mass Sieg-Heil for Hitler's recent fiftieth birthday, to commemorate our deepest admiration and gratitude for our Fuhrer who has led our nation into a brilliant higher sphere."

Note that "Fanta" is referred to as 'lemonade'.

At the Reich "Schaffendes Volk" ("Working People") Exhibition celebrating the German worker under Hitler, Prendergrast describes "A functioning bottling plant, with a miniature train carting Kinder beneath, bottled Coca-Cola at the very centre of the fair, adjacent to the Propaganda Office. Touring the Dusseldorf fair, Hermann Goering paused for a Coke, and an alert Company photographer snapped a picture. Though no such picture documented the Fuhrer's tastes, Hitler reputedly enjoyed Coca Cola too, sipping the Atlanta drink as he watched Gone With The Wind in his private theatre."

Coke sales in Nazi Germany 1934 - 243,000 cases. 1936 - 1 million cases. 1939 - almost 4 and a half million cases. From http://www.mtcp.co.uk/coca-cola/background.php

  • When the war ended Coca-Cola had made huge inroads into markets throughout the world, and they also had many loyal customers in returning soldiers.

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2008

Απ' τον Οκτώβρη στο βαθύ χειμώνα

Απροσδόκητοι κληρονόμοι του τσαρικού καθεστώτος. Το μεγάλο στοίχημα της Ιστορίας.

Απ' τον Οκτώβρη στο βαθύ χειμώνα

Του MOSHE LEWIN*

«Τα εγκλήματα του κομμουνισμού» είναι ο τίτλος του ειδικού τεύχους της επιθεώρησης «Historia». Ενενήντα χρόνια μετά την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων, το κοινωνικό πείραμα που ξεκίνησε τότε μοιάζει να ταυτίζεται μόνο με τον σταλινισμό και τα γκουλάγκ. Ο ιστορικός Μοσέ Λεουίν, ξεφεύγοντας από αυτή τη μονομερή οπτική, επανατοποθετεί τον σοβιετικό κομμουνισμό όπως ο ίδιος αναφέρει μέσα στην ιστορία της Ρωσίας και στοχάζεται γύρω από τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή: για την ανάπτυξη και την παρακμή των πολιτικών συστημάτων γενικώς, και ιδιαίτερα γι' αυτά που επικαλούνται το όνομα του σοσιαλισμού.

ΕΙΡΗΝΗ ΓΚΟΝΟΥ
Ο Οκτώβρης του 1917 (1) σημάδεψε την ιστορία του 20ού αιώνα. Η επανάσταση προκάλεσε πολυάριθμες πολεμικές και ιδεολογικές διακηρύξεις, εγκωμιαστικές κριτικές, αλλά και κατηγορηματικές καταδίκες, οι οποίες συγχέονται, από πολλούς παρατηρητές, με την πραγματικότητα. Στη συγκάλυψη αυτής, δε, συμβάλλει η εμμονή στο θεμελιακό γεγονός που υπήρξε η κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων.

Ετσι, το 1917, αυτό που κυριαρχούσε ήταν η γενική αναστάτωση σε όλα τα επίπεδα (στρατός, αστυνομία, κρατικός μηχανισμός, οικονομικοί κύκλοι, απόψεις και αντίληψη της πολιτικής ζωής) και ένα χάος το οποίο έμελλε να βαρύνει έντονα στις επιλογές των μπολσεβίκων.

Κάθε σύστημα, του σήμερα ή του παρελθόντος, πρέπει να αναλύεται από τη σκοπιά των ζωντανών δυνάμεών του, από τη δυνατότητά του, ή μη, να μεταρρυθμίζεται, και συνεπώς να βρίσκει μια νέα ζωτικότητα εγκαταλείποντας τον όποιον επικίνδυνο προσανατολισμό.

Οι ιδεολογίες συχνά τυφλώνουν, γιατί αυτοεξυμνούνται: οδηγούν τα ανθρώπινα όντα να ξεχνούν ότι το καθεστώς κάτω από το οποίο ζουν και το οποίο θεωρούν ως το πιο επιθυμητό, άρχισε να λειτουργεί σύμφωνα με άλλους κανόνες, κάτω από τη δράση διαλυτικών οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων, που είναι ικανοί να του αφαιρέσουν την ουσία και να αφήσουν να επιβιώσει μόνο η εμφάνισή του.

Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να συγκριθεί με ένα θέατρο όπου το σκηνικό και η δράση δεν έχουν καμία σχέση. Το σκηνικό είναι άλλου έργου, ανήκει σε μιαν άλλη εποχή. Οσο για τα όσα διαδραματίζονται, αυτά οδηγούν τελείως αλλού.

Οι κρίσεις και οι φάσεις αποσύνθεσης αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ροής της ιστορίας. Συχνά, σημαδεύουν το τέλος μιας εποχής, ενός συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν υπάρχουν κάποιες δυνάμεις (εσωτερικές ή εξωτερικές), ανοίγει μια νέα σελίδα, που μερικές φορές ονομάζεται «επανάσταση». Παρατηρεί κανείς ότι ένας μεγάλος αριθμός συγγραφέων μιλάει για την επανάσταση που «εκπληρώθηκε» από τους μπολσεβίκους, κάτι το οποίο, συχνά, υπονοεί ότι ήταν «ένοχοι» γι' αυτό.

Οπως έγραψε λίγο αργότερα ο Λένιν, στην αρχή οι μπολσεβίκοι δεν είχαν τίποτα εκτός από συνθήματα: Επανάσταση, Σοσιαλισμός.
Η συγκεκριμένη ανάγνωση των γεγονότων είναι απλώς αξιοθρήνητη. Εκφράζει την πλήρη άγνοια αυτού που συνέβη τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1917, όταν τίποτε δεν λειτουργούσε στη Ρωσία, όταν η παράλυση της εξουσίας ήταν πλήρης και ολόκληρη η χώρα οδηγείτο προς εξεγέρσεις μεγάλης κλίμακας - προς τον εμφύλιο πόλεμο, με λίγα λόγια, προς το γενικευμένο χάος. Η επανάσταση -γιατί αυτό ακριβώς συνέβαινε- δεν ήταν παρά μια απάντηση στο αυξανόμενο χάος και την προοπτική της ξεκάθαρης εξαφάνισης της Ρωσίας ως έθνους-κράτους.

Επανάσταση ως λύτρωση

Με λίγα λόγια, δεν ήταν η επανάσταση εκείνη που προκάλεσε την κρίση: ήταν μια κρίση πολύ βαθιά η οποία λύθηκε από την επανάσταση των μπολσεβίκων, την ώρα που άλλες δυνάμεις οι οποίες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να την ελέγξουν, δεν κατάφεραν παρά να τη βαθύνουν. Αντίθετα με ορισμένες διαδεδομένες ιδέες, εκείνη τη στιγμή, το επίσημο πολιτικό καθεστώς, το οποίο συμβόλιζε η προσωρινή κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση του τσαρισμού, τον Φεβρουάριο του 1917, δεν ήταν παρά ένα σκηνικό - όπου δεν συνέβαινε τίποτε: «εξαντλημένο» και τελειωμένο. Δεν υπήρχε κρατική εξουσία, απλώς μια δήθεν εξουσία.

Η άποψη ότι οι μπολσεβίκοι «πήραν την εξουσία» (από κάποιον) αγνοεί την πραγματικότητα: κανείς δεν κατείχε οποιαδήποτε εξουσία, από την οποία απομακρύνθηκε. Οχι μόνο οι μπολσεβίκοι δεν πήραν την εξουσία από κανέναν, αλλά έπρεπε και να τη δημιουργήσουν.

Οπως έγραψε στη συνέχεια ο Βλαντίμιρ Ιλιτς Ουλιάνοφ, γνωστός ως Λένιν, στην αρχή οι μπολσεβίκοι δεν είχαν τίποτε, εκτός από συνθήματα όπως «σοσιαλισμός», «επανάσταση», κατάργηση των προνομίων και των τίτλων (αριστοκρατία, γραφειοκρατία). Το στοιχείο-κλειδί της επιτυχίας τους, ας μην το ξεχνούμε, ήταν η έκκλησή τους προς τους χωρικούς να απαλλοτριώσουν τη γη που καλλιεργούσαν και την οποία θεωρούσαν δική τους.

Ενα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να σώσει την προσωρινή κυβέρνηση εάν το υιοθετούσε, αλλά η κυβέρνηση τότε έτρεχε πίσω από τους εκπροσώπους των ιδιοκτητών, πεπεισμένη ότι ο σοσιαλισμός ήταν αδύνατος - ένα λανθασμένο συμπέρασμα, βασισμένο, όμως, σε μια σωστή διαπίστωση.

Πράγματι ο σοσιαλισμός ήταν αδύνατος, αλλά οι ηγέτες της προσωρινής κυβέρνησης αρνούνταν να καταλάβουν ότι η αστική δημοκρατική επανάσταση ήταν πολύ δυνατή. Εκεί βρίσκεται το δράμα των πολιτικών κομμάτων που μετείχαν στους συνασπισμούς ανάμεσα στον Φεβρουάριο και τον Νοέμβριο του 1917: το χάος εξαπλωνόταν, και δεν κατάφερναν ούτε να το καταλάβουν, ούτε να το ελέγξουν.

Αυτοί οι οποίοι ανέλαβαν δράση και τελικά τα κατάφεραν, διακινδύνευσαν σημαντικά, όχι γιατί οι Λευκοί (οι μοναρχικοί) ανασυνέτασσαν ήδη τις δυνάμεις τους (ενάντια στην προσωρινή κυβέρνηση), αλλά λόγω της σοβαρότητας της κρίσης και των βαθιών ρήξεων που προκλήθηκαν από μια πλήρη ανατροπή της κοινωνίας.

Οι μπολσεβίκοι τα καταφέρνουν, λοιπόν, αλλά το νικηφόρο κόμμα δεν είναι πραγματικά στην εξουσία, αρχικά, παρά μόνο τυπικώς, σαν μια απλή επιγραφή.

Δεν μπορούσε να αντέξει στο καμίνι των γεγονότων, απέναντι στη μαζική εισροή νέων μελών και στην τεράστια πίεση των καθηκόντων που έπρεπε να εκπληρώσει, για τα οποία ούτε η εμπειρία του πριν από την επανάσταση, ούτε ο χαρακτήρας του το είχαν προετοιμάσει. Γιατί αυτό το κόμμα, ούτε λίγο ούτε πολύ, υπήρχε, με μια πραγματική εσωτερική δημοκρατία, αλλά δεν είχε αντέξει τη θύελλα, όχι εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου -οι μπολσεβίκοι βγήκαν από αυτόν νικητές- αλλά λόγω της πίεσης που ασκήθηκε από τα αμέτρητα καθήκοντα διοίκησης και οικοδόμησης του κράτους.

Ενα νέο κόμμα

Το 1921, λίγο πριν εξαγγείλει τη νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΡ), μια περίοδο παύσης μετά τον «πολεμικό κομμουνισμό», ο Λένιν κατάλαβε ότι πρέπει να οικοδομήσει ένα νέο κόμμα: ο μπολσεβικισμός, που αποδείκνυε ακόμα τη δυνατότητά του για δράση κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, δεν ήταν πια παρά ένα φάντασμα.

Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1921), η δράση αλλάζει έστω κι αν το σκηνικό παραμένει ίδιο. Οι μπολσεβίκοι έχουν καταλάβει την εξουσία, αλλά αρκετά βιβλία που είναι αφιερωμένα στο θέμα δεν καταλαβαίνουν ότι το να συνεχίζουν να μιλούν για «μπολσεβίκους» ισοδυναμεί με το να επικαλούνται ένα φάντασμα. Το έργο που παίζεται, και αυτό θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του, είναι η μεταμόρφωση ενός επαναστατικού κόμματος σε μια τάξη διαχειριστών.

Συγκεκριμένα, δύο σενάρια συγκρούονται στο σκηνικό: το στοίχημα είναι να προσδιοριστεί το πνεύμα του καθεστώτος που γεννήθηκε από την επανάσταση.

Οπως έδειξα στο βιβλίο «Ο σοβιετικός αιώνας», η σύγκρουση ανάμεσα στον Λένιν και τον Ιωσήφ Στάλιν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πολιτικά προγράμματα βαθύτατα ανταγωνιστικά, και όχι ανάμεσα σε δύο πλευρές στο πλαίσιο του ίδιου κόμματος.

Εάν έχουμε στο νου μας την εξαφάνιση του αυθεντικού μπολσεβικισμού, η διαμάχη αντιπαραθέτει έναν Λένιν ο οποίος αφοσιώνεται στην προσπάθεια προσδιορισμού ενός προγράμματος για ένα νέο πολιτικό στρατόπεδο, που θα είναι προσαρμοσμένο στην τελείως καινούρια κατάσταση που γεννήθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο, και έναν Στάλιν που διαμορφώνει τη δική του αντίληψη γι' αυτό που πρέπει να είναι το κράτος (με εκείνον επικεφαλής), η οποία βασίζεται σε προτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τον μπολσεβικισμό, αλλά εκφράζουν κυρίως την αντίληψή του για μια προσωπική εξουσία που τη θεωρεί ως αυτοσκοπό, και η οποία τρέφεται από τη θεώρησή του για την ιστορία της Ρωσίας: αυτό που εκείνη σήμαινε στο παρελθόν και συνεπάγεται για το παρόν.

Τα προγράμματα που αντιπαρατίθενται μετωπικά το 1922-1923, κατά πρώτο λόγο με τη συζήτηση για τη συγκρότηση της Ενωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) (2), αποκλείουν το ένα το άλλο και δεν προσπαθούν να συγκαλύψουν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα τους. Η διαμάχη ολοκληρώνεται με την ασθένεια και στη συνέχεια με το θάνατο του Λένιν, τον Ιανουάριο του 1924.

Ο σταλινισμός (3) προσφέρει ένα καλό παράδειγμα του τι μπορεί να σημαίνει η γήρανση ενός συστήματος και θέτει επίσης το ζήτημα του να γνωρίζουμε εάν, σε αυτή την περίπτωση, η μακροβιότητά του δεν ήταν «γενετικά προκαθορισμένη» από το γεγονός της ανικανότητάς του να μεταρρυθμιστεί.

Ο σταλινισμός δεν μπορούσε να είναι άλλο πράγμα από αυτό που ήταν, δηλαδή ένα σύστημα ασφαλείας υψηλού βαθμού, οικοδομημένο για και γύρω από έναν αυταρχικό ηγέτη, και με αυτή την έννοια μη μεταρρυθμίσιμο. Ηταν, επίσης, ο λόγος για τον οποίο ο σταλινισμός, εξαιτίας της επίδρασης των αλλαγών που σημειώθηκαν στην κοινωνία από την ίδια την πολιτική του κράτους, δεν μπορούσε παρά να σκάψει τον ίδιο του τον τάφο.

Οταν μελετούμε τον Στάλιν, καταλαβαίνουμε ότι ο συνεχής αγώνας του ενάντια στο επαναστατικό παρελθόν προερχόταν από το γεγονός ότι αυτό το παρελθόν δεν του πρόσφερε καμιά ασφάλεια - δεν είχε ακολουθήσει τα διδάγματά του, του ήταν ακόμη και εχθρικό, όπως έδειξε ο αγώνας του υπέρ μιας μεγαλορωσικής σοβινιστικής Σοβιετικής Ενωσης. Η αναζήτησή του για ένα παρελθόν που του ταίριαζε περισσότερο δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη, και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι επικαλείτο την κληρονομιά του αυταρχισμού για να προσδιορίσει τις μεγάλες γραμμές αυτού που έμελλε να είναι η Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Μόνο ο τσαρισμός τού πρόσφερε τη νομιμοποίηση που αναζητούσε, γιατί η εξουσία υπό τον τσάρο ασκείτο χωρίς ενδιάμεσους -την αντλούσε άμεσα από τον Θεό.

Πιο εντυπωσιακό υπήρξε, αντίθετα, το γεγονός ότι υιοθέτησε συστηματικά ιδεολογικές δομές της τσαρικής Ρωσίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Αυτό αποκαλύπτει ότι ο Στάλιν περιφρονούσε το γεγονός -το οποίο ωστόσο ήταν βεβαιωμένο- ότι αυτό το καθεστώς είχε εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες τη στιγμή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Το μοντέλο του Ιβάν

Ο άρχοντας του Κρεμλίνου έμοιαζε να αγνοεί ότι το μοντέλο που ήθελε να υιοθετήσει ήταν φορέας κρίσεων, ήδη νεκρό - χωρίς να μιλήσουμε βέβαια για το αγαπημένο μοντέλο του, τον Ιβάν τον Τρομερό (4), ο οποίος είχε βυθίσει τη χώρα σε μια σκοτεινή περίοδο ταραχών.

Το σταλινικό καθεστώς θα γνωρίσει παρόμοια τύχη, την ίδια στιγμή που, κατά τρόπο παράδοξο, εμφανίζεται, για ολόκληρο τον κόσμο, στο αποκορύφωμα της δόξας του, μετά τη συντριβή του ναζισμού. Το σύστημα παύει τότε να λειτουργεί και μπαίνει σε μια φάση παρακμής, ενώ ο αρχηγός του, ηγέτης μιας νικηφόρας υπερδύναμης, επωφελείται από το μέγιστο γόητρο. Αλλά είναι μια υπερδύναμη με πόδια από άργιλο, και όλοι οι σύντροφοι του Στάλιν το γνωρίζουν.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε. Το τσαρικό καθεστώς δεν είχε λυτρωτή, κανένα νόμιμο και ικανό κληρονόμο. Το σταλινικό καθεστώς, από την πλευρά του, είχε λυτρωτή, ανάμεσα στην ομάδα των κοντινών συντρόφων του Στάλιν που περίμεναν ανυπόμονα τη στιγμή κατά την οποία θα μπορούσαν να ριχτούν στη δουλειά και να αναζωογονήσουν ένα καθεστώς με εξωφρενικές δυσλειτουργίες.

Οταν καταγγέλλει τους «κοσμοπολίτες» οι οποίοι «προσκυνούν τη Δύση», όταν οι ανώτατοι αξιωματούχοι πρέπει να φορέσουν τη στολή και όταν οι τίτλοι τους προέρχονται κατευθείαν από τον κατάλογο των βαθμών που είχε εγκαθιδρύσει ο Μεγάλος Πέτρος, όταν οι εβραίοι διανοούμενοι εξοντώνονται, τη στιγμή που ανώτατοι αξιωματούχοι δολοφονούνται [υπόθεση του Λένινγκραντ (5)], και όταν ανοίγει η δίκη των ανθρώπων «με τις λευκές μπλούζες» (6), είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι η Σοβιετική Ενωση έχει μπροστά της μια περίοδο εντυπωσιακής ανάπτυξης.

Στην πραγματικότητα, ένα τμήμα των στενών συνεργατών του Στάλιν, που υποτίθεται ότι ήταν δυναμικοί σταλινικοί -ορισμένοι ήταν πραγματικά!- περνούν στη δράση για να περιορίσουν τις καταστροφές που οφείλονται στον αρχηγό τους. Το κάνουν αρκετά γρήγορα μετά το θάνατό του, τον Μάρτιο του 1953, και κατά τρόπο ριζικό, προωθώντας μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα συγκεκριμενοποιηθούν κατά τη διάρκεια του 20ού συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, το 1956.

Ανθρωποι, των οποίων το μίσος για τη Σοβιετική Ενωση ανταποκρίνεται σε μια ψυχολογική ανάγκη την οποία δεν μπορώ να καταλάβω, συγκλονίστηκαν όταν βεβαίωνα ότι η κατάργηση των γκουλάγκ ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα που υιοθέτησε η μετα-σταλινική ηγεσία.

Μου φαίνεται πράγματι καθοριστικό να διακρίνουμε τα γκουλάγκ υπό τον Στάλιν, ως οικονομικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα του υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων (MVD), από το σύστημα των στρατοπέδων, το οποίο είχε μεταρρυθμιστεί σε βάθος, και το οποίο επιβίωσε ύστερα από το θάνατό του.

Επομένως, μπορούμε να αναρωτηθούμε για την επιμονή της Δύσης στα γκουλάγκ, για τους λόγους για τους οποίους αποδέχθηκε χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη την επιχειρηματολογία που εξίσωνε τα γκουλάγκ με το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο ταυτιζόταν με το απόλυτο κακό. Χαιρέτισε τον υπέρμαχο αυτής της θέσης, τον Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν, ως προφήτη.

Ομως ο Σολτζενίτσιν υπερασπιζόταν μια ιδεολογία του παρελθόντος. Μισούσε τους σοσιαλδημοκράτες που είχαν συσπειρωθεί γύρω από την επιθεώρηση Νόβι Μιρ και τον εκδότη της, Αλεξάντερ Τβαρντόβσκι. Ηταν ορκισμένος εχθρός της δυτικής δημοκρατίας. Μήπως αυτός ο κήρυκας μιας μεσαιωνικής ορθοδοξίας ήταν, άραγε, αναγκαίος για να συμπληρωθεί το ιδεολογικό κενό του ψυχρού πολέμου;

Το σοβιετικό σύστημα γνώρισε ακόμη έναν κύκλο παρακμής, με τη λεγόμενη περίοδο της «στασιμότητας», η οποία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '60. Αυτή η περίοδος έθεσε το νέο ζήτημα των αντιφατικών προσανατολισμών μέσα στο σύστημα, που παράγονταν με την εμφάνιση ουσιαστικών φορέων αλλαγής.

Κοινωνική αλλαγή

Η αστυφιλία, ο εκσυγχρονισμός μεγάλης κλίμακας της χώρας, είχαν γίνει αναμφισβήτητα φαινόμενα. Εστω και αν το τμήμα του πληθυσμού που ζούσε στην ύπαιθρο παρέμενε σημαντικό, η πλειονότητα των πολιτών κατοικούσε πλέον σε πόλεις, είχε δεχθεί μια εκπαίδευση και είχε εξοικειωθεί με τις νέες τεχνολογίες. Η κατάσταση των γυναικών είχε επίσης γνωρίσει σημαντικές βελτιώσεις. Αυτές οι σημαντικές μεταμορφώσεις της κοινωνίας είχαν επίσης έμμεσες συνέπειες στον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος, χωρίς να μετακινηθεί προς τις πόλεις, υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής τους.

Το γρήγορο αυτό κίνημα γέννησε μια σχετικά νέα κοινωνία των πόλεων. Η αστυφιλία ήταν «νέα», ενώ το γραφειοκρατικοποιημένο κράτος, που είχε συνεργαστεί με το τσαρικό σύστημα, ήταν «παλιό». Παρά τη σχετική νεότητά του, το σύστημα που είχε εγκαθιδρυθεί μετά το 1917 είχε γεράσει πρόωρα.

Αυτό μας παραπέμπει στο ζήτημα των ενδείξεων ζωτικότητας. Το σοβιετικό κράτος ήταν τελείως γραφειοκρατικό και αυστηρά συγκεντρωτικό, ασκώντας έλεγχο από τα πάνω. Ωστόσο, η εξουσία στην κορυφή είχε καταστεί τελείως εξαρτημένη από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό, κυρίως από τον μηχανισμό των υπουργείων, ο οποίος είχε πετύχει να εξαναγκάσει την κορυφή να διαπραγματεύεται μαζί του. Προοδευτικά, πέτυχε ώστε η διαπραγμάτευση να εξελιχθεί προς όφελός του, και κατέληξε ακόμη και να πάψει να απαντά σε διαταγές. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός μεταμορφώθηκε σε ένα τέρας που κινούνταν με τη δική του λογική και το οποίο οδήγησε το σύστημα στην άβυσσο.

Το θεμελιώδες γεγονός είναι ότι το κέντρο έχασε την εξουσία και τη δυνατότητά του να ελέγχει τις εξελίξεις. Αποδείχθηκε ανίκανο να κάνει αυτό το οποίο πρέπει να κάνουν τα συστήματα εάν δεν θέλουν να εξαφανιστούν, δηλαδή να μεταρρυθμίζεται, να προσαρμόζεται στις αλλαγές, να αλλάζει στρατηγική και πολιτικό προσανατολισμό, να κερδίζει νέους συμμάχους και να διεξάγει τη μάχη ενάντια στα κυριότερα εμπόδια. Το σύστημα αποπολιτικοποιήθηκε και δεν μπορούσε να επιβάλει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε. Κατά τρόπο συμβολικό, η χώρα διευθυνόταν από τον Λεονίτ Μπρέζνιεφ, έναν γενικό γραμματέα που ψυχορραγούσε, αν δεν ήταν ήδη νεκρός.

Η αποπολιτικοποίηση, με την έννοια της απώλειας κάθε δυνατότητας άσκησης πολιτικής, δεν ήταν μόνο ένα σύμπτωμα: είχε φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή, επιβεβαιώνοντας την ιδέα ότι δεν υπήρχε πια «καθοδηγητικό κόμμα», με την έννοια ενός οργανισμού ικανού να αναπτύσσει συνεπή πολιτική δραστηριότητα.

Ενα τέτοιο κόμμα θα είχε αποφύγει την αξιοθρήνητη εξάρτηση από αυτή τη μάζα των ανώτατων αξιωματούχων των πιο ποικίλων διοικήσεων, οι οποίοι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για τα δικά τους συμφέροντα και ήταν και αυτοί με τη σειρά τους επικεφαλής ενός γιγαντιαίου στρατού από ηγετικά στελέχη απασχολημένα να «ιδιωτικοποιήσουν» τις επιχειρήσεις που υποτίθεται ότι διοικούσαν.

Αναλυτές, προγραμματιστές, συγγραφείς, δημοσίευαν, προειδοποιούσαν, προέβλεπαν την καταστροφή, αλλά η κορυφή είχε παραλύσει. Αυτή την εποχή (από το τέλος της δεκαετίας του '60 μέχρι και τη δεκαετία του '80), κάθε κίνηση, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, θεωρείτο μοιραία.

Ο θρύλος, ο οποίος έχει διαδοθεί αρκετά, σύμφωνα με τον οποίο η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε εξαιτίας δαπανών που δεν μπορούσε να αντέξει, και οι οποίες προκαλούνταν από τον ψυχρό πόλεμο και τον ανταγωνισμό στους εξοπλισμούς, δεν είναι, για να εκφραστούμε με αυτοσυγκράτηση, παρά ένα λάθος στη διάγνωση. Το ιντερλούδιο του Γιούρι Αντρόποφ (γενικού γραμματέα του κόμματος ανάμεσα στο 1982 και το 1984) είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά υπήρξε πολύ σύντομο για να μπορέσει να πείσει.

Η σύντομη αυτή περίοδος πρόσφερε στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναπολιτικοποίηση του συστήματος και στην κινητοποίησή του για επείγουσες μεταρρυθμίσεις στον οικονομικό και τον πολιτικό τομέα. Οι προϋποθέσεις επιτυχίας υπήρχαν.

Η αποτυχία της ΕΣΣΔ είναι πλούσια σε διδάγματα για τα συστήματα, τους μετασχηματισμούς τους, τους κομπασμούς τους, τη γήρανσή τους, τις κρίσεις τους.

Το να μιλάει κανείς για γήρανση ισοδυναμεί με το να θεωρεί ότι ένα σύστημα περνά διαδοχικά από διαφορετικά στάδια, κατά τη διάρκεια των οποίων ένα καθεστώς δείχνει σημαντικό δυναμισμό, για να γνωρίσει, στη συνέχεια, περιόδους στασιμότητας και κατόπιν παρακμής, που ακολουθούνται από νέες δυναμικές φάσεις. Οι διαφορετικές στιγμές μπορούν να θεωρηθούν ως οι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, όσο το συγκεκριμένο σύστημα μπορεί ακόμα να ταυτίζεται ως τέτοιο και δεν είναι αθεράπευτο.

Τα εν λόγω φαινόμενα και η ορθότητά τους γίνονται καλύτερα κατανοητά αν συγκρίνουμε την ΕΣΣΔ με την Κίνα. Αναμφισβήτητα, μπορούμε να παραλληλίσουμε τα δύο καθεστώτα: το καθεστώς του Μάο Τσε Τουνγκ, όπως και το καθεστώς του Στάλιν, έκανε «μεγάλα άλματα προς τα μπρος», τα οποία ακολουθήθηκαν, σε καθεμία από τις δύο χώρες, από περιόδους στασιμότητας και παρακμής, και μετά από μορφές ανάκαμψης. Ωστόσο, τα δύο καθεστώτα γνώρισαν πολύ διαφορετική εξέλιξη.

Το σοβιετικό σύστημα, το οποίο όμως ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένο, βούλιαξε σε μια φάση στασιμότητας και αποδείχθηκε ανίκανο να ξεκινήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ωστόσο ήταν απαραίτητες και για τις οποίες η χώρα ήταν έτοιμη. Αντίθετα, το κινεζικό σύστημα -που ανάγεται στον ίδιο τύπο πολιτικού συστήματος με το σοβιετικό- μπόρεσε να ξεκινήσει εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις, μολονότι δεν ήταν πολύ διαφορετικό από το καθεστώς του Στάλιν.

Ηταν πολύ περισσότερο καταπιεστικό και ήλεγχε πιο αυστηρά την κοινωνία απ' ό,τι το σοβιετικό καθεστώς κατά την ίδια εποχή. Αυτό δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα των «κομμουνιστικών καθεστώτων», που τόσο έχουν αποδοκιμαστεί, αλλά στις δυνατότητες των ηγεσιών, σε ορισμένα στάδια, να μετασχηματιστούν ή όχι.

Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας, ή πάντως ο χαρακτήρας χειραφέτησης της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν αμφισβητείται καθόλου.

Αντίθετα, μπορούμε, άραγε, να μιλάμε για ένα σοσιαλιστικό σοβιετικό κράτος; Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί μια τέτοια θέση. Το γεγονός ότι αυτοπροσδιορίστηκε το ίδιο ως «σοσιαλιστικό», με ένα «κομμουνιστικό» κόμμα, δεν βασίζεται σε τίποτε άλλο πέρα από τα συνθήματα και τις επίσημες αφίσες.

Ο σοσιαλισμός είναι μία μορφή δημοκρατίας που ξεπερνά όλες τις μορφές που μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό δεν μας λέει τίποτε για τον τύπο του οικονομικού συστήματος που μια τέτοια δημοκρατία θα μπορούσε ιδανικά να θέσει σε εφαρμογή. Ας πούμε απλώς ότι αυτό το σύστημα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια της κοινωνίας, χωρίς καπιταλιστές ούτε γραφειοκράτες.

Ο στοχασμός πάνω σε αυτό το κράτος, το οποίο αυτοανακηρυσσόταν «σοσιαλιστικό» και διευθυνόταν από ένα «κομμουνιστικό» κόμμα, μπορεί να μας επιτρέψει να προτείνουμε κάποια στοιχεία απάντησης. Οι διακηρύξεις (όπως και οι μύθοι που άλλα κράτη προσπαθούν να διαδώσουν στον κόσμο) ήταν απαραίτητες για να νομιμοποιηθεί το σύστημα μπροστά στον ίδιο τον λαό του και μπροστά στον εξωτερικό κόσμο.

Αλλά αυτές οι διακηρύξεις δεν άντεχαν στη δοκιμασία της πραγματικότητας, όχι μόνο έξω από τη Ρωσία, αλλά στην ίδια τη Ρωσία, όπου, μετά τον Στάλιν, διαμορφώθηκε μια κοινωνία των πόλεων, αναπτυγμένη, μορφωμένη, με πολυάριθμα έμπειρα στελέχη σε όλους τους τομείς, ακόμα και στον τομέα διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων.

Η κοινωνία τότε δεν μπορούσε να θεωρήσει το λόγο για τον «σοσιαλισμό» ως πραγματικότητα.

Το δράμα είναι ότι το βάρος της ιστορίας δεν είχε παραμεριστεί και δεν μπορούσε να παραμεριστεί.

Η γραφειοκρατική «πανίδα» που είχε εγκατασταθεί σε βάθος και η οποία πολλαπλασιαζόταν στην τσαρική Ρωσία, είχε ίσως εξαφανιστεί όσον αφορά τα άτομα, αλλά το φαινόμενο είχε απλώς ξανανθήσει κάτω από μορφές που προσαρμόστηκαν στις σοβιετικές πραγματικότητες.

Το σοβιετικό κράτος αξίζει μια σοβαρή ιστορική μελέτη. Ενα πράγμα είναι ξεκάθαρο, σε κάθε περίπτωση: δεν ήταν σοσιαλιστικό.

Αντίθετα, αυτοί που έκαναν τον Οκτώβρη ήταν σοσιαλιστές. Οι ιδέες στις οποίες πίστευαν και τις οποίες εφάρμοσαν, παραμένουν εξίσου ζωντανές όπως ήταν τότε, όταν στρατεύτηκαν σε αυτή την υπόθεση, καθώς ακούγονταν οι τριγμοί μιας χώρας και ενός έθνους που βρισκόταν στη διαδικασία της αποσύνθεσης, και έκαναν ξανά τη Ρωσία πρωταγωνίστρια της Ιστορίας.

(1) Η κατάληψη της εξουσίας (που συμβολίζεται από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων του Πέτρογκραντ [Αγίας Πετρούπολης] όπου ήταν η έδρα της προσωρινής κυβέρνησης) έγινε τη νύχτα της 6ης προς την 7η Νοεμβρίου 1917, σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο το οποίο υιοθετήθηκε από τη Ρωσία μερικούς μήνες αργότερα. Ως τότε, η Ρωσία χρησιμοποιούσε το ιουλιανό ημερολόγιο, στο οποίο η επανάσταση των μπολσεβίκων έγινε τον Οκτώβριο.

(2) Η συζήτηση για τη μελλοντική ΕΣΣΔ αντιπαραθέτει τον Λένιν (υποστηριζόμενον από τους σημαντικότερους ηγέτες, από τον Γκριγκόρι Ζινόβιεφ έως τον Λέον Τρότσκι), υποστηρικτή μιας «ομοσπονδίας» η οποία παραχωρεί μεγάλο αριθμό δικαιωμάτων στις μη ρωσικές δημοκρατίες (μόνο η διπλωματία και οι στρατιωτικές υποθέσεις ήταν αρμοδιότητα της κεντρικής εξουσίας), στον Στάλιν, ο οποίος υποστηρίζει την ιδέα μιας συγκέντρωσης των εξουσιών, στο πλαίσιο της οποίας οι μη ρωσικές δημοκρατίες δεν θα είχαν παρά μια φαινομενική αυτονομία. Από κει προκύπτει και η κατηγορία που εκτόξευσε ο Λένιν κατά του Στάλιν ότι είναι ο συνεχιστής του μεγαλο-ρωσικού σοβινισμού. Γι' αυτό το θέμα, βλέπε «Le Siecle sovietique», σ. 35-51.

(3) Με την έννοια «σταλινισμός», εννοώ αποκλειστικώς την περίοδο κατά την οποία ο Στάλιν ήταν στην εξουσία.

(4) Ιβάν Δ' (1530-1584), ο λεγόμενος Ιβάν ο Τρομερός, πρώτος μεγάλος πρίγκιπας της Μόσχας ο οποίος στέφθηκε επισήμως τσάρος. Θεωρείται από ορισμένους ως ένας από τους ανθρώπους που συνέβαλαν περισσότερο στο μεγαλείο της Ρωσίας. Παραμένει στην ιστορία ως αιμοσταγής τύραννος, λόγω της ωμότητάς του (και, αναμφίβολα, λόγω της τρέλας του).

(5) Το 1950, όλοι οι πρώην ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος και της διοίκησης του Λένινγκραντ εκτελέστηκαν. Ο κυριότερος κατηγορούμενος ήταν ο Αλεξέι Κουζνετσόφ, τον οποίο ο Στάλιν είχε ορίσει ως γραμματέα για τα στελέχη του κόμματος. Με αυτή την ιδιότητα ο Κουζνετσόφ θεωρείτο δυνητικός διάδοχος του Στάλιν. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και επικεφαλής του, Γκοσπλάν Νικολάι Βοζνεζένσκι, ήταν ανάμεσα στα θύματα.

(6) Για την καταπίεση των σοβιετικών εβραίων, που αναπτύσσεται μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και κορυφώνεται το 1953 με την κατηγορία της συνωμοσίας που διατυπώθηκε ενάντια στους (εβραίους) γιατρούς του Στάλιν, βλέπε Laurent Rucker, «Staline, Israel et les Juifs», Presses universitaires de France, Παρίσι, 2001.

(7) Βλέπε, «Le Siecle sovietique», ό.π., σ. 151-166 και 204-222.

*Ο MOSHE LEWIN είναι ιστορικός, συγγραφέας κυρίως του «Le Siecle sovietique», Fayard - «Le Monde diplomatique», Παρίσι, 2003
.


LE-MONDE - 06/01/2008

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2008

2008 ΑΠΟΡΙΕΣ (Α')

Είκοσι πέντε μαχητές της αλ Κάιντα σκοτώθηκαν στο Ουαζιριστάν

from H KAΘHMEPINH : News

1. Τελικά, πότε κάποιοι ονομάζονται "μαχητές" και πότε "τρομοκράτες"; ("Αρχαία" απορία που υποτίθεται έχει να κάνει με την θέση που παίρνει κάποιος απέναντι στην πραγματικότητα και στην Ιστορία...)

Blogger Ο/Η ΠΡΕΖΑ TV είπε...

Ελα μου ντε...Ωραια ερωτηση....

1/02/2008 12:23:00 μμ

Blogger Ο/Η monahikoslikos είπε...

Για να καταλάβεις πως να χρησιμοποιείς τους όρους να παρακολουθείς χρηματιστηριακό ρεπορτάζ.
Όταν οι ξένοι αγοράζουν μετοχές τους λένε επενδυτές όταν όμως πουλάνε και φεύγουν τους λένε κερδοσκόπους.
Κάπως ανάλογα "παίζουν" και οι όροι μαχητής και τρομοκράτης.

1/02/2008 01:08:00 μμ

Blogger Ο/Η gerasimos είπε...

To κλειδί βρίσκεται στη μετάφραση του 'fighters' (ή 'rebels', αλλά εδώ δεν τίθεται θέμα 'μαχητών'): έτσι συνήθως περιγράφονται τα μαχόμενα μέλη της αλ Κάιντα (να μια εναλλακτική πρόταση: 'μαχόμενα μέλη') από τα αγγλόφωνα ΜΜΕ. Η λέξη 'fighters' είναι πιο ουδέτερη νοηματικά και πολύ λιγότερο 'φορτισμένη' απ' ό,τι για έναν Έλληνα το 'μαχητές'.

1/02/2008 01:34:00 μμ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Καπετάνιοι,δημοσιογράφοι και ιστορικοί στην υπηρεσία του έθνους

Αρκετοί πιστεύουν- με περισσή αφέλεια- ότι η λύση του Μακεδονικού Ζητήματος ή του «Σκοπιανού», όπως ονομάζεται πλέον δημοσίως, θα επιτευχθεί με τη χρήση της Ιστορίας. Οι ιστορικοί δεν είναι - δεν είμαστε- άμοιροι ευθυνών για τη διαιώνιση της πλάνης αυτής. Ανταποκρινόμενοι θετικά στην πολιτική και κοινωνική ενθάρρυνση για αποκάλυψη «νέων τεκμηρίων» και παραγωγή «ακαταμάχητων επιχειρημάτων» ή, το αντίθετο, ασκώντας «αποδομητική κριτική» στις τρέχουσες εθνικές απόψεις, καλλιεργούμε στον κόσμο, αυτάρεσκα και επωφελώς, την εντύπωση πως πράγματι το κλειδί που ψάχνουν οι διπλωμάτες βρίσκεται στο συρτάρι των ιστορικών. Μέγα σφάλμα.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Μαυρίλα

του Χρίστου Ζαφείρη

Η επικαιρότητα των ημερών μάς τροφοδοτεί με δυο σοβαρές πολιτικές εκτροπές. Η μια εκπαιδευτική φαινομενικά, αλλά άκρως πολιτική και σκοταδιστική. Η δεύτερη, εσωκομματική εξωτερικά, αποκαλύπτει έναν πολιτικό κόσμο αυταπάτης με ξεπερασμένα ιδεολογήματα «ψυχικής ενότητας» και συντροφικότητας, που εξελίσσεται σε τυπικό παράδειγμα συντροφικών μαχαιρωμάτων και αλαζονικού πνεύματος, με αποκλειστικό στόχο τη διατήρηση ή κατάληψη της εξουσίας.

Το πρώτο είναι σοβαρότερο και καθολικό. Ενδιαφέρει άμεσα τα παιδιά μας και την εθνική αυτογνωσία και πλήττει την αξιοπιστία, τους θεσμούς και την αλήθεια. O λόγος για το βιβλίο Ιστορίας του Δημοτικού και τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Μπροστά στο πολιτικό κόστος και στην προσπάθεια να αφαιρέσει την πίεση από τα ακροδεξιά έδρανα της Βουλής, έφτασε στην οριστική απόσυρση του βιβλίου παρά τις ισχυρές αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας να παραμείνει το διορθωμένο βιβλίο. Είναι μια σκοταδιστική πράξη που ισοδυναμεί με καύση βιβλίων, κάτι που γινόταν σε άλλες, αλήστου μνήμης εποχές.

Κάποιοι στην κυβέρνηση, πετώντας τη δημοκρατική λεοντή, ενεργούν ως απόλυτοι μονάρχες, εμπαίζοντας τους εκπαιδευτικούς και την κοινή γνώμη, με μοναδικό γνώμονα τις κομματικές σκοπιμότητες. Με την απόφαση της απόσυρσης του βιβλίου, μετά την εκλογική νίκη, απλώς έδειξαν τις σκοταδιστικές τους θέσεις και την οπισθοδρόμηση για ένα θέμα που είναι αποκλειστική υπόθεση εκπαιδευτικών θεσμών και αρμόδιων επιστημόνων. Η μαυρίλα της «φιλελεύθερης» παράταξης εκδηλώθηκε τώρα ολοκληρωμένα, αφού πρώτα απέβαλε από τους κόλπους της και ταπείνωσε ένα στέλεχός της που τίμησε τον πολιτικό λόγο και διακρινόταν για τη δημοκρατική του συνέπεια και πράξη.

Και τι έγινε με την ικανοποίηση των επικριτών του βιβλίου; Ξαναγυρίσαμε στο παλιό που είχε κριθεί αρνητικά στην τάξη, πληρώνοντας έτσι τη «νύφη» του συντηρητισμού τα παιδιά μας, που θα έπρεπε να τα σεβαστούν και να τα βγάλουν έξω από τα αντιδραστικά παιχνίδια τους.

Oσο για τη σύγκρουση σχετικά με την ηγεσία στο ΠΑΣOΚ, ας σταματήσει πια η καθημερινή σπέκουλα ότι είναι το κυρίαρχο θέμα της ελληνικής κοινωνίας. Νισάφι, πια! Τα σοβαρά θέματα είναι μπροστά μας: η δύσκολη καθημερινότητα, το ασφαλιστικό, η ανεργία, το μέλλον των παιδιών μας. Ποιον αφορούν, τελικά, οι κόντρες για την κομματική κουτάλα;

Έχει και η Ιστορία την ιστορία της...

Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Η σύγχρονη ιστοριογραφία είναι αντικειμενικότερη  από την παραδοσιακή. Αυτό το εξηγεί πολύ ωραία  ο Αντώνης Λιάκος με τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο να ρωτάμε τις πηγές και το να τις αφουγκραζόμαστε. Οι παλιότεροι ιστορικοί ρωτούσαν τις πηγές, δηλαδή υπέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο τις απαντήσεις. Οι νεότεροι τις αφουγκράζονται που σημαίνει ότι τις διαβάζουν  ενάντια στο ρεύμα της δικής τους εποχής
Η σύγχρονη ιστοριογραφία είναι αντικειμενικότερη από την παραδοσιακή. Αυτό το εξηγεί πολύ ωραία ο Αντώνης Λιάκος με τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο να ρωτάμε τις πηγές και το να τις αφουγκραζόμαστε. Οι παλιότεροι ιστορικοί ρωτούσαν τις πηγές, δηλαδή υπέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο τις απαντήσεις. Οι νεότεροι τις αφουγκράζονται που σημαίνει ότι τις διαβάζουν ενάντια στο ρεύμα της δικής τους εποχής
Φοβάμαι πως η εξαιρετική νηφαλιότητα, η συστηματική μάλιστα αποφυγή πολεμικών τόνων, που διακρίνουν το βιβλίο του καθηγητή Αντώνη Λιάκου δεν θα διευκολύνουν τη συνεννόησή του μ΄ εκείνους που του επιτέθηκαν με αφορμή και τη συζήτηση για το περιώνυμο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. ΄Ισα ίσα, αισθάνομαι πως αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα του ύφους του αναδεικνύουν καθαρότερα το χάσμα που χωρίζει τη δική τους αντίληψη περί του τι είναι Ιστορία από την αντίληψη της σύγχρονης ιστοριογραφίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την έκλειψη του ιστορισμού και την ανάδυση, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, της σχολής των Αnnales.
Η ουσία αυτού του βιβλίου βρίσκεται συμπυκνωμένη σε μια φράση από τον πρόλογο του συγγραφέα: «Κυρίως επιχειρεί το βιβλίο μια αλλαγή οπτικής: από το εξιστορούμενο αντικείμενο στο ιστορούν υποκείμενο». Ακούω θριαμβικούς αλαλαγμούς από την απέναντι όχθη: ορίστε, ο Λιάκος προδόθηκε από μόνος του και ξεσκέπασε και τους ομοίους του, Ρεπούση κ.λπ., λέει πως δεν τον νοιάζει η ιστορική αλήθεια, πως δεν υπάρχει καν ιστορική αλήθεια, υπάρχουν μόνον οι ιστορικοί, τα «ιστορούντα υποκείμενα», που μπορούν επομένως να γράφουν την Ιστορία όπως γουστάρουν ή όπως τους υπαγορεύουν οι πάτρονές τους, ο Σόρος φερ΄ ειπείν ή κάποιο σκοτεινό αμερικάνικο ινστιτούτο. Εδώ βρίσκεται το σπέρμα της παρεξήγησης, η θρυαλλίδα που πυροδοτεί εφόδους εναντίον ανεμόμυλων. Δεν ήταν τα συνωμοτικά σχέδια των αρχιερέων της παγκοσμιοποίησης ή η μεταμοντέρνα αυθαιρεσία που έφεραν την αλλαγή υποδείγματος στην ιστοριογραφία. Ούτε είπε κανείς ότι μπορούμε να αναπαριστάνουμε το ιστορικό παρελθόν κατά το συμφέρον μας ή κατά το δοκούν. Απεναντίας, η σύγχρονη ιστοριογραφία ξεκίνησε από έναν βαθύ προβληματισμό γύρω από τη φύση της ιστορικής γνώσης, έναν σκεπτικισμό για την αξιοπιστία του τρόπου που οι ιστορικοί αναπαριστούσαν ώς τότε το ιστορικό παρελθόν. Η παλιότερη ιστοριογραφία θεωρούσε ότι το παρελθόν ήταν «εκεί έξω», δεδομένο, περιμένοντας τον ιστορικό να το ανακαλύψει και να το εξηγήσει. Η νεότερη ιστοριογραφία αναγνωρίζει ότι ο ιστορικός δεν είναι ένας εξωτερικός παρατηρητής του παρελθόντος, αλλά ότι η εικόνα που σχηματίζει γι΄ αυτό το παρελθόν επηρεάζεται σημαντικά από τις έννοιες που χρησιμοποιεί, και οι έννοιες αυτές είναι συνάρτηση της εποχής του, είναι δηλαδή και αυτές ιστορικά καθορισμένες.
Πώς αποκτούμε γνώσεις για το ιστορικό παρελθόν; Μελετώντας τις πηγές, φυσικά. Αλλά οι πηγές, όταν δεν σωπαίνουν γι΄ αυτά που θέλουμε να μάθουμε, μιλούν μια γλώσσα που άλλοτε ξενίζει εμάς τους συγχρόνους, τόσο ώστε να δυσκολευόμαστε πολύ να την αποκωδικοποιήσουμε, και άλλοτε μας φαίνεται παραπλανητικά οικεία, όπως όταν ένας όρος, π.χ. ο όρος έθνος, αλλάζει σημασία από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη. Επομένως, ο τρόπος που «ανακρίνουμε» τις πηγές προδικάζει σε σημαντικό βαθμό τις απαντήσεις που θα πάρουμε, και ο τρόπος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ο τρόπος της δικής μας εποχής. Όταν π.χ. ρωτάμε «ποια ήταν η ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα ώς σήμερα;», θα βρούμε σίγουρα στις πηγές στοιχεία (ελληνική γλώσσα, χρήση του όρου ΄Ελληνας) τα οποία επιβεβαιώνουν αυτό που προϋποθέσαμε, ότι δηλαδή υπάρχει από την αρχαιότητα το ελληνικό έθνος όπως το εννοούμε σήμερα. Τις αντίθετες ενδείξεις είτε θα τις παραβλέψουμε είτε θα τις ερμηνεύσουμε έτσι ώστε να ταιριάζουν, έστω και με τη βία, στο σχήμα μας.
Νά γιατί η στροφή της ιστοριογραφίας από το εξιστορούμενο αντικείμενο στο ιστορούν υποκείμενο. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για περιφρόνηση των πηγών (πώς είναι δυνατό να γραφτεί Ιστορία ερήμην των πηγών;), αλλά για συνείδηση του γεγονότος ότι το ιστορικό παρελθόν αλλάζει ανάλογα με τη ματιά του ιστορικού, ότι «κατασκευάζεται» με τα εννοιολογικά εργαλεία που αυτός χρησιμοποιεί και, συνεπώς, δεν είναι δεδομέ νο μια για πάντα. Η ιστοριογραφία παρακολούθησε, έτσι, έναν γενικότερο προβληματισμό γύρω από τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της γνώσης που αποκτούμε με την παρατήρηση, προβληματισμό που σφράγισε στον 20ο αιώνα όλες τις κοινωνικές επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, ακόμη και τη φυσική. Δεν υπάρχει πια ο παντεπόπτης παρατηρητής, που καταγράφει αντικειμενικά ό, τι βλέπει, αλλά ένας παρατηρητής που ξέρει ότι αυτό που βλέπει εξαρτάται από την οπτική γωνία που επέλεξε για να προσεγγίσει το αντικείμενό του, το οποίο μπορεί από μια άλλη οπτική γωνία να φανεί διαφορετικό.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία απορρίπτει την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας. Σημαίνει όμως ότι απορρίπτει την απόλυτη, οριστική αλήθεια υπέρ μιας άλλης, που είναι μερικότερη, σχετικότερη και συνεχώς υπό αίρεσιν. Από μια πολύ σημαντική άποψη, μάλιστα, μπορεί κανείς να πει ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία είναι αντικειμενικότερη από την παραδοσιακή. Αυτό το εξηγεί πολύ ωραία ο Λιάκος με τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο να ρωτάμε τις πηγές και το να τις αφουγκραζόμαστε. Οι παλιότεροι ιστορικοί ρωτούσαν τις πηγές, δηλαδή υπέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο τις απαντήσεις. Οι νεότεροι αφουγκράζονται τις πηγές, που σημαίνει ότι τις διαβάζουν ενάντια στο ρεύμα, τις συνήθειες, τις παραδοχές της δικής τους εποχής, ότι προσπαθούν να είναι δεκτικοί σε πράγματα που δεν περιμένουν να ακούσουν. Γιατί ξέρουν καλά αυτό που επιμένουν να αγνοούν οι περισσότεροι συγγραφείς «ρεαλιστικών» ιστορικών μυθιστορημάτων: ότι η ανεπίγνωστη και αθέλητη μεροληψία ενός σύγχρονου παρατηρητή μπορεί να τον κάνει να παραχαράξει το ιστορικό παρελθόν, με το να προβάλει σ΄ αυτό στάσεις, ιδέες, νοοτροπίες, αξίες και αισθήματα της δικής του ιστορικής περιόδου.
Η διαφορά ανάμεσα στην ιστοριογραφία που ρωτάει τις πηγές και την ιστοριογραφία που τις αφουγκράζεται ορίζει και μια διαφορά του σκοπού της ιστορικής έρευνας. Η παράδοση του ιστορισμού προσπαθούσε να εξηγήσει το παρελθόν. Η νεότερη ιστοριογραφία προσπαθεί να το νοηματοδοτήσει: να ανακαλύψει το νόημα που έδιναν οι άνθρωποι μιας εποχής σ΄ αυτά που έκαναν, το νόημα που είχε για εκείνους αυτό που έγινε. Από μια άποψη, αυτό συνιστά περιορισμό της εμβέλειας της σύγχρονης ιστοριογραφίας: δεν υπάρχει πια ιστορικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει κάποιο βαθύτερο ή «ανώτερο», ενιαίο νόημα της ιστορικής κίνησης. Από μια άλλη άποψη όμως έχουμε να κάνουμε με μια πράξη απελευθέρωσης: το παρόν δεν είναι πια αναγκασμένο να λογοδοτεί συνεχώς στο παρελθόν, να συνεχίζει σ΄ έναν δρόμο προκαθορισμένο από εκείνο.
Ο Λιάκος έχει πλήρη συνείδηση ότι και αυτή η προσέγγιση της Ιστορίας μπορεί να οδηγήσει, ήδη μάλιστα οδηγεί εδώ κι εκεί, σε στρεβλώσεις, σε νέους δογματισμούς, σε εκφυλιστικές χρήσεις της σχετικοποιημένης και μερικευμένης ιστορικής αλήθειας. Μιλάει π.χ. για την πραγματικά μεταμοντέρνα αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος που σχηματίζουν οι σύγχρονοι τουρίστες, με το να διατρέχουν τις ιστορικές περιόδους όπως ένα θεματικό πάρκο με στοιβαγμένα μνημεία των πιο διαφορετικών εποχών. Μιλάει για τις ταυτοτικές ομάδες οι οποίες επιχειρούν να απολυτοποιήσουν τη δική τους αλήθεια, που έφερε στο φως η νεότερη ιστοριογραφία. Δεν είμαι βέβαιος ότι έχει κάποια συγκεκριμένη πρόταση για την αναχαίτιση τέτοιων τάσεων. Λέει, αρκετά επιφυλακτικά είναι αλήθεια, ότι, εφόσον οι άνθρωποι μπορούν να μετέχουν σε διαφορετικές ταυτότητες, είναι δυνατό να υπάρξει μια συνομιλία διαφορετικών ιστορικών λόγων χωρίς κανένας από αυτούς να χάσει την αυτονομία του. Αυτό όμως είναι μια μάλλον ευχολογική απάντηση και ο Λιάκος το ξέρει. ΄Ενας τέτοιος διάλογος προϋποθέτει ότι κάθε ταυτοτική κοινότητα έχει προχωρήσει σε μια κριτική επεξεργασία του ιστορικού παρελθόντος της. Και οι εμπειρίες των ημερών μας, η ίδια η συζήτηση για το βιβλίο Ιστορίας, δείχνουν ότι ακόμη και σε ανοιχτές, υποτίθεται, κοινωνίες εκδηλώνονται ισχυρές και μαζικές αντιστάσεις σε μια τέτοια επεξεργασία. Γι΄ αυτό ο Λιάκος λέει ότι υπάρχει και στην ιστορία κάτι ανάλογο των «κομμάτων του δημοκρατικού τόξου», όπως αποκαλούνται στην Ιταλία, και ότι πέρα από αυτό δεν νοείται διάλογος. Αλλά τα «δημοκρατικά τόξα» έχουν σήμερα παραφυάδες που μπορεί να συναντιούνται με τις ρίζες της άλλης πλευράς. Το ζήτημα, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι κοινωνικό και πολιτικό, όχι ακαδημαϊκό.
Μου μένει μια τελευταία παρατήρηση, που δεν θα την ονόμαζα ένσταση, αλλά ανησυχία μου ή και αμηχανία μου. ΄Οσο ορθό, όσο πρέπον και αν είναι να αναζητούμε το νόημα των ιστορικών γεγονότων μέσα στα συμφραζόμενα της εποχής τους, η ανθρώπινη φύση, για να χρησιμοποιήσω μια παλιομοδίτικη, αλλά πολύ ζόρικη για να πεθάνει έννοια, δεν παύει να ζητάει μια ολιστική ερμηνεία του κόσμου και της ιστορικής εμπειρίας, σαν αυτή που προσφέρει ο μύθος. Κάτι λέει ο Λιάκος στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του για την ομοιότητα της ιστορίας με τον μύθο...


Οι διανοητές συνέβαλαν στη νίκη του σκοταδισμού

Το παρελθόν και το μέλλον

Τo1995, η αμερικανική Γερουσία, με ψήφους 99 έναντι μόνον μίας, ψήφισε υπέρ της απόσυρσης ενός εγχειριδίου Ιστορίας. Ήταν το τέλος ενός «πολιτιστικού πολέμου» που είχε διαρκέσει 18 μήνες

Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Στις 18 Ιανουαρίου 1995, η αμερικανική Γερουσία, με ψήφους 99 έναντι μόνο μίας, ψήφισε υπέρ της απόσυρσης ενός εγχειριδίου Ιστορίας. Ήταν ένα γενικό κείμενο οδηγιών και κανόνων για τη διδασκαλία της Ιστορίας στα αμερικανικά σχολεία, με τίτλο «Νational Standards for Ηistory». Η ψήφος των γερουσιαστών σήμανε το τέλος ενός «πολιτιστικού πολέμου» που είχε διαρκέσει 18 μήνες.
Το εγχειρίδιο είχε συνταχθεί από μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων, με στόχο να εισαγάγει τη διδασκαλία της Ιστορίας όχι ως τελειωμένη, παραδομένη αλήθεια, αλλά ως ανοιχτό πεδίο κριτικής σκέψης, όχι ως αλυσίδα ηρωικών κατορθωμάτων στρατηγών και ηγετών, αλλά ως κοινωνική διαδικασία, όχι ως αμερικανοκεντρική, πατριωτική αφήγηση του κόσμου, αλλά ως εξοικείωση των παιδιών με την πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Μα προτού τυπωθεί το βιβλίο, ένα άρθρο στη «Wall Street Journal», με την υπογραφή της κ. Λιν Τσέινι, συζύγου του μετέπειτα (και ώς σήμερα) θηριώδους αντιπροέδρου των ΗΠΑ, κήρυττε τον μέχρις εσχάτων πόλεμο εναντίον του.
Τα τότε επιχειρήματα της κ. Τσέινι ηχούν τώρα γνώριμα στα ελληνικά αυτιά. Οι συγγραφείς, «αποδομητές της Ιστορίας», «μεταμοντέρνοι οπαδοί του πολιτιστικού σχετικισμού», αποσιωπούσαν τα μεγάλα έπη του αμερικανικού έθνους, είχαν 6 αναφορές στη Ηarriet Τrubman, μια έγχρωμη γυναίκα που έπαιξε ρόλο στην απελευθέρωση των σκλάβων, και μόνο δύο στον George Washington, δεν ανέφεραν λέξη για τον γενναίο στρατηγό Robert Ε. Lee, υπερέβαλλαν σε αφηγήσεις για τη σφαγή των Ινδιάνων και γενικά δεν καλλιεργούσαν το πατριωτικό, αμερικανικό φρόνημα στους μαθητές.
Η κ. Τσέινι έπαιξε στην Αμερική τον ρόλο που καθ΄ ημάς έπαιξαν ο κ. Άνθιμος και ο Ψωμιάδης. Ο διάσημος Ρας Λίμπο, ακροδεξιός αστέρας του ραδιοφώνου, έπαιξε τον ρόλο του Αδώνιδος Γεωργιάδη. Και στο παιχνίδι μπήκαν πολλοί (όχι πάντως και αριστεροίαυτό παραμένει ελληνική πρωτοτυπία). Το βιβλίο διασύρθηκε, λέξεις και φράσεις αποσπάστηκαν, διάφοροι «συνωστισμοί» χρησιμοποιήθηκαν για να το ισοπεδώσουν και τελικά, όταν οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν την πλειοψηφία του Κογκρέσου, το εγχειρίδιο καταδικάστηκε ως αντιπατριωτικό.
Ο πόλεμος για τα «Standards» ήταν ο κορυφαίος από μια σειρά «πολιτιστικών πολέμων»- από τις οικογενειακές αξίες και την άμβλωση ώς την αποβολή του Δαρβίνου από τα σχολεία και το ιερό δικαίωμα στην οπλοφορία- τους οποίους η σκληρή, χριστιανική, ευαγγελική Δεξιά είχε επιλέξει να δώσει από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, από τα χρόνια του Ρέιγκαν. Μέσω των πολέμων αυτών κατέκτησε την ηγεμονία στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πρώτα, στην αμερικανική κοινωνία κατόπιν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι, όπως στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, έτσι και στην Αμερική οι Δημοκρατικοί προτίμησαν να μείνουν αμέτοχοι στους «πολιτιστικούς πολέμους» για να μην εισπράξουν τη δυσαρέσκεια μιας όλο και συντηρητικότερης μεσαίας τάξης. Για να ανακαλύψουν εντέλει ότι βρέθηκαν όμηροι των νικητών, αιχμάλωτοι (όπως και η ρεαλιστική, φιλελεύθερη πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος) μιας νεοδεξιάς, πουριτανικής και πατριωτικής, ευαγγελικής ηγεμονίας στο πεδίο των αξιών και των ιδεών. Κι ότι, όπως έγραψε πρόσφατα ένας σχολιαστής, ανάμεσα στην καταδίκη ενός σχολικού εγχειριδίου και τη συναίνεση στην εισβολή στο Ιράκ περνά μια αόρατη μα υπαρκτή κόκκινη γραμμή...
Οι αντίστοιχοι ελληνικοί «πολιτιστικοί πόλεμοι» άρχισαν τη δεκαετία του ΄90. Η διαμάχη για το δικαίωμα του Οδυσσέα Τσενάι να κρατήσει την ελληνική σημαία ήταν ένας από τους πρώτους τέτοιους πολέμους, η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ένας άλλος, το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού ο έσχατος και κορυφαίος των πολέμων. Το ΠΑΣΟΚ έμεινε άλλοτε σιωπηλό και αμέτοχο, άλλοτε πολέμησε με μισή καρδιά και ενίοτε βρισκόταν στο πλευρό της νεοσυντηρητικής συμμαχίας.
Το πολιτικό αποτέλεσμα μιας σειράς από ήττες στους «πολιτιστικούς πολέμους» της περασμένης δεκαετίας είναι ήδη ορατό. Στα θύματα του στρατοπέδου των ηττημένων δεν συγκαταλέγονται μόνον η κ. Ρεπούση ή ο κ. Παπανδρέου, αλλά και η κ. Γιαννάκου και ολόκληρη η φιλελεύθερη, μη χριστοδουλική πτέρυγα της Ν.Δ. Το είχε προβλέψει ο Όργουελ στο περίφημο «1984»: Οι διαμάχες περί την Ιστορία είναι πάντα μάχες για την εξουσία. Γιατί «όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον, και το παρελθόν το ελέγχει όποιος ελέγχει το παρόν».