Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2005

Βελτίωση άρθρωσης και εμφάνισης

Ακόμη ένα κατόρθωμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και με νόμο πλέον θα γίνονται οι παρακολουθήσεις όσων χρησιμοποιούν κινητό ή σταθερό τηλέφωνο και Ιντερνετ, δηλαδή όλων. Τα στοιχεία τής παρακολούθησης θα κρατούνται από έξι μήνες έως δύο χρόνια. Και, λέει το ρεπορτάζ, το πιθανότερο μετά την παρέλευση των δύο χρόνων, θα βγαίνουν στην αγορά προς πώληση παραβιάζοντας κάθε έννοια προσωπικών δεδομένων.

Οφείλουμε να νιώθουμε υπερήφανοι ως Ευρωπαίοι πολίτες· οι ηγέτες μας πασχίζουν να μας προφυλάξουν από τα δολοφονικά ένστικτα των απανταχού τρομοκρατών. Ενδιαφέρον αποκτά το πώς θα αντιδράσουμε, κυρίως οι επιτήδειοι στην επικοινωνία, αλλά και οι απλώς επικοινωνούντες. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα τής γκρίζας λογοκρισίας συγγραφείς και δημοσιογράφοι χρησιμοποιούσαν ως μέσον ελευθερίας έκφρασης την αλληγορία, τον συμβολισμό, τη μεταφορά, έπλαθαν μια υπαινικτική γλώσσα ως υποκατάστατο της άμεσης απαγορευμένης. Κάτι ανάλογο θα συμβεί από τούδε και στο εξής; Τον λόγο πλέον θα έχουν μυστικές και αστυνομικές υπηρεσίες που θα συνεργάζονται μεταξύ τους, περιορίζοντας και περιφρονώντας τη Δικαιοσύνη και την εκτελεστική εξουσία. Μα αυτό δεν επιζητούσαμε; Τη συρρίκνωση του κράτους, τη μετατροπή του σε απλό διαιτητή; Χαρά μεγάλη χαίρονται οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά και οι φιλήσυχοι (οι οποίοι θεωρούν ότι αφού δεν ενοχλούν, ουδέποτε θα ενοχληθούν οι ίδιοι). Κούνια που μας κούναγε, όλους. Τουλάχιστον ας φροντίσουμε να βελτιώσουμε την άρθρωσή μας και την εμφάνισή μας (!) διότι κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή να φανούμε ύποπτοι στα ώτα και τους οφθαλμούς των Μεγάλων (μας) Αδελφών.

Αλλά, πάλι, τι σημαίνει να συλληφθούν εκατό ή χίλιοι ύποπτοι (και ας είναι αθώοι) μπροστά στην ασφάλεια και ειρήνη και ευημερία της ανθρωπότητας; Δικαιώματα; Τι σημαίνει αυτή η λέξη;


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ Stamg@enet.gr


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/12/2005

Τελειώνει η κυριαρχία της Δεξιάς

Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ

Αυτή την εβδομάδα βρέθηκε στην Ελλάδα η γνωστή Αμερικανίδα φιλόσοφος Μάρθα Νούσμπαουμ που διδάσκει πολιτική φιλοσοφία και ηθική. Η κ. Νούσμπαουμ ήταν προσκαλεσμένη του Ιδρύματος Ανδρέα Παπανδρέου και του τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Στο πλαίσιο της επίσκεψης είχαμε την ευκαιρία να ανταμώσουμε την Αμερικανίδα φιλόσοφο και να συζητήσουμε ορισμένα θέματα επικαιρότητας. Οι άξονες ιδεολογικής αναφοράς της κ. Νούσμπαουμ είναι οι φιλελεύθεροι διανοητές του 17ου-18ου (Καντ, Λοκ, Μιλ) αιώνα, ενώ η ίδια τοποθετείται πολιτικά στην Αριστερά.

«Αυτό που είναι ουσιαστικό για μένα», μας λέει, «είναι η δυνατότητα πρόσβασης όλων των ατόμων σε ορισμένα βασικά αγαθά. Το αριστερό στοιχείο στην προσέγγισή μου είναι ότι τονίζεται η ανάγκη αναδιανομής, όχι μόνο μεταξύ των φτωχών και πλούσιων εντός μιας χώρας, αλλά και μεταξύ των χωρών. Από την άλλη πλευρά, το φιλελεύθερο στοιχείο εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο άξονας αναφοράς είναι το άτομο και όχι οι ομάδες. Το κάθε άτομο θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά και όχι ομάδες που έχουν εσωτερικές ιεραρχίες εξουσίας. Αν, π.χ., ο αποδοχέας των αγαθών είναι η οικογένεια, αυτό σημαίνει ότι ορισμένα άτομα που έχουν μεγαλύτερη ισχύ στην οικογένεια θα τα απολαμβάνουν και ορισμένα άλλα όχι. Αυτό που είναι σημαντικό με τον φιλελευθερισμό είναι ότι επιμένει πως κάθε άτομο έχει αξιοπρέπεια και ότι πρέπει να έχει ίση πρόσβαση σε ευκαιρίες και στα βασικά αγαθά».

Η άποψή της για την προτεραιότητα του ατόμου τη διαφοροποιεί τόσο από τη μαρξιστική Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. «Τόσο οι μαρξιστικές προσεγγίσεις όσο και ο θρησκευτικός κοινοτισμός απορρίπτουν την έμφαση που δίνω στο άτομο».

Η κ. Νούσμπαουμ πιστεύει ότι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό μιας καλής κοινωνίας είναι η ισχυρή προστασία την οποία παρέχει στη θρησκευτική ελευθερία και ο σεβασμός για όλες τις θρησκείες. Ομως, γιατί θα πρέπει να επικρατεί ανοχή και όχι κριτική της θρησκείας; Δεν προδίδουμε, άραγε, το μήνυμα του Διαφωτισμού όταν συζητάμε για τρόπους με τους οποίους θα ενισχύσουμε τη θρησκευτική ποικιλομορφία, αντί να συζητάμε για μέτρα ενίσχυσης του αθεϊσμού και του επιστημονικού λόγου;

«Πιστεύω ότι κάνουν λάθος πολλοί άθεοι ή αγνωστικιστές», απαντάει, «να πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους, ότι είναι ευφυείς ενώ οι θρησκευόμενοι είναι πρωτόγονοι. Υπάρχουν ορισμένα μυστήρια της ζωής για τα οποία τα διάφορα ορθολογικά άτομα θα συνεχίσουν να διαφωνούν. Για αυτό θα πρέπει να οικοδομήσουμε μια κοινωνία που δεν θα είναι υπέρ μιας θρησκείας, ούτε καν υπέρ της θρησκείας αλλά ούτε επίσης θα ευνοεί τον αθεϊσμό και τον αγνωστικισμό - θα πρέπει να τηρεί μια αυστηρή ουδετερότητα».

Ομως, η πραγματικότητα τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού δείχνει ότι αυτή η κατάταση ισορροπίας είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.

«Πράγματι, υπάρχει ο κίνδυνος στις ΗΠΑ να απολέσουμε μια πολιτική κουλτούρα που βασίζεται στον ίσο σεβασμό σε όλους. Η αιτία για τις ατυχείς εξελίξεις είναι η χριστιανική Δεξιά, που επιδιώκει να προσδιορίσει την Αμερική ως ένα χριστιανικό έθνος. Φυσικά, η κατάτασή μας είναι πολύ καλύτερη από τη δική σας. Εσείς έχετε μια κρατική θρησκεία, ενώ εμείς τουλάχιστον, σε τελική ανάλυση, συμφωνούμε ότι το κράτος δεν θα πρέπει να ευνοεί μία συγκεκριμένη θρησκεία. Φυσικά η χριστιανική Δεξιά προσπαθεί να εισάγει ορισμένες ιουδαιοχριστιανικές αρχές στον δημόσιο λόγο, κάτι το οποίο πιστεύω ότι είναι πολύ επικίνδυνο».

Ενας τέτοιος κίνδυνος είναι η προσπάθεια υποκατάτασης της επιστήμης με θρησκευτικές δοξασίες στα σχολεία, όπως η προσπάθεια υποκατάστασης της επιστημονικής θεωρίας της εξέλιξης με τη βιβλική θεωρία της δημιουργίας. «Ομως, ευτυχώς, τα δικαστήρια έχουν μέχρι στιγμής εμποδίσει αυτές τις προσπάθειες».

Πάντως, η συνομιλήτριά μας πιστεύει ότι υπάρχει μια δόση υπερβολής όσον αφορά την εικόνα που επικρατεί σε ορισμένους κύκλους σχετικά με τη σημασία του θρησκευτικού φαινομένου στις ΗΠΑ. «Το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο για εμάς. Ανάλογα φαινόμενα έξαρσης της πολιτικοποίησης της θρησκείας είχαμε και τη δεκαετία του '80. Ολοι τότε φοβούνταν τις επιπτώσεις που θα είχε αυτό στις πολιτικές μας ελευθερίες, αλλά το φαινόμενο ατόνησε μόνο του».

Για την κ. Νούσμπαουμ η πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς στις ΗΠΑ βαίνει προς το τέλος της. Ο κυριότερος λόγος είναι το διαφαινόμενο και ολοένα εντεινόμενο ρήγμα μεταξύ της «οικονομικής Δεξιάς» και της «χριστιανικής Δεξιάς».

«Υπάρχουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο αυτών ρευμάτων, π.χ. στο θέμα της διδαχής της θεωρίας της εξέλιξης, στο θέμα της βιοϊατρικής, στο θέμα της νομιμοποίησης των δεσμών μεταξύ των γκέι κ.λπ. Το ρήγμα αυτό θα μεγαλώσει και ορισμένοι από τους κορυφαίους νεοφιλελεύθερους διανοητές, όπως ο Πόσνερ και ο Επστιν, δεν θα ψήφιζαν ποτέ Μπους. Γι' αυτούς η άνοδος της χριστιανικής Δεξιάς αποτελεί βασική απειλή για τα πολιτικά δικαιώματα».

Η «πολυπολιτισμική» φιλοσοφία της «ανοχής» διάφορων εθνικών και θρησκευτικών ομάδων έχει ορισμένες φορές οδηγήσει στη συρρίκνωση του πλουραλισμού των απόψεων. Συγκεκριμένα, στο όνομα της «ανοχής» υποστηρίζονται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες νομοθετικά μέτρα και απόψεις που καταλήγουν στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Ετσι, π.χ., στο όνομα του σεβασμού της θρησκείας, απαγορεύονται εκφράσεις που προσβάλλουν τα «θρησκευτικά συναισθήματα» - είναι πιθανό ότι αν ζούσε ο Μαρξ θα σερνόταν σήμερα στα δικαστήρια για την άποψή του πως η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού». Ανάλογοι περιορισμοί επιβάλλονται και στις δυνατότητες έκφρασης ακροδεξιών ομάδων. Ζητήσαμε από τη συνομιλήτριά μας να μας προσδιορίσει τα όρια της ελευθερίας του λόγου.

«Διάφορες χώρες θέτουν διαφορετικά τα όρια στην ελευθερία της έκφρασης, ανάλογα με τις παραδόσεις τους. Στη Γερμανία π.χ. είναι παράνομο να εκδώσει κανείς και να κυκλοφορήσει αντισημιτικό υλικό. Αυτό είναι ένα λογικό μέτρο με δεδομένη την ιστορία της χώρας. Αντίθετα στις ΗΠΑ η ελευθερία του λόγου προστατεύεται πολύ περισσότερο. Ετσι δεν υπάρχουν περιορισμοί στους νεοναζί να παρελαύνουν, να κάνουν ομιλίες και να διανέμουν το υλικό τους. Στις ΗΠΑ έχεις κάθε δικαίωμα να υποστηρίζεις μια άποψη η οποία καλλιεργεί το μίσος - στον βαθμό που το κάνεις με ειρηνικό τρόπο. Μπορείς να υποστηρίξεις ανοιχτά την άποψη ότι, π.χ., "Ολοι οι μουσουλμάνοι είναι κατώτερα όντα" ή ότι "Ολοι οι εβραίοι είναι κακοί". Αυτές οι εκφράσεις θεωρούνται ότι κινούνται στο πλαίσιο του πολιτικού λόγου και προστατεύονται απόλυτα. Μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με κριτική. Το 90% των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, υποστηρίζει ότι αυτό είναι ορθό. Οταν, όμως, υπάρχει μια συγκεκριμένη απειλή εναντίον ενός ατόμου, τότε η κατάσταση είναι διαφορετική. Αν, π.χ., σε μια ομιλία μου πω ότι "Ολοι οι μουσουλμάνοι είναι κακοί» η ομιλία μου προστατεύεται από το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Αν, όμως, πάω σε ένα συγκεκριμένο μουσουλμάνο και του πω "Σε μισώ και θα σε εκδικηθώ" τότε φυσικά έχω διαπράξει ποινικό αδίκημα, πρόκειται για απειλή για την ασφάλεια του ατόμου».

Καταλήγοντας ζητήσαμε από την κ. Νουσμπάουμ να μας πει ποιο θεωρεί το πιο σημαντικό φιλοσοφικό βιβλίο του 20ού αιώνα.

Η απάντησή της ήρθε χωρίς κανένα δισταγμό:

«Αναμφίβολα το βιβλίο "Θεωρία Δικαιοσύνης" του Τζον Ρολς».

Ο Αμερικανός φιλόσοφος Ρολς, που πέθανε σχετικά πρόσφατα, υπήρξε ο μοναδικός ίσως διανοητής που διατύπωσε ένα πειστικό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ των λιγότερο ευνοουμένων μελών της κοινωνίας δεν σημαίνει κατ' ανάγκη παραβίαση της ελευθερίας των πιο ευνοουμένων στρωμάτων, από τα οποία αφαιρούνται οι προς αναδιανομήν πόροι.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/12/2005

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2005

Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά…και καλά κάνει

Ο τίτλος και το κείμενο που ακολουθεί είναι του φίλου Θ.Β. Είχα ξαναγράψει σχετικά με γενικότερη τάση "επαναπροσδιορισμού" της Ιστορίας του τόπου τα τελευταία χρόνια. Με σωρό από καλά μελετημένες κινήσεις σε επικοινωνιακό επίπεδο με στόχο τη λήθη, παρά-χαράσσεται το χθες. Δημιουργούνται στρεβλώσεις και παραγκωνισμοί. Όσοι σκύβουν πάνω από το χθες συμβάλλουν σε ένα καλύτερο αύριο. Όσοι ασελγούν πάνω στο χθες, σκάβουν το λάκο τους, λέω εγώ...

Ακολουθεί το κείμενο ως εξής:

"Θα θυμόσαστε, οι πιο παλιοί βέβαια, το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Σ’εμάς τα παιδιά της δεκαετίας του ’80 ακούγεται πια τόσο μακρινό, γραφικό θα έλεγα. Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας κάηκαν οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων, αφού φρόντισαν κάποιοι να περάσουν τα στοιχεία σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η πολιτική έγινε «του καναπέ», οι σημαίες στα μπαλκόνια και κυρίως στις καρδιές μας, ή μάλλον στις καρδιές τους, (διότι εγώ δεν παραιτούμαι), έχασαν το κόκκινο χρώμα. Λες και όλοι έβαλαν στόχο να ξεχάσουν.

Ξεχνώ τα μίση, ναι, τα ξεχνώ, ή μάλλον τα προσπερνώ, ειδικά εγώ και οι συνομήλικοι μου που δεν τα ζήσαμε. Δεν ξεχνώ όμως την ιστορία, όπως πιστεύω πως πολλοί άνθρωποι σε τούτο τον τόπο δεν την ξεχνούν.

Δυστυχώς όμως, η Ν.Δ. (Νέα Δεξιά) του τόπου μας, όχι μόνο δεν ξεχνά τα μίση αλλά τα τιμά, τα επιβραβεύει.

Στις 27 Νοεμβρίου ο Υπουργός Μακεδονίας Θράκης Νίκος Τσιαρτσιώνης, επισκεπτόμενος την εκλογική του περιφέρεια, (Κοζάνη), προτίμησε να μην παραβρεθεί στον επίσημο εορτασμό της Εθνικής Αντίστασης, αλλά κατέθεσε στεφάνι στο μνημόσυνο για τους συνεργάτες των γερμανών που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση στο χωριό Ίμερα.
Επίσης, στις 13 Νοεμβρίου, όλοι οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας του Νομού Σερρών, συμμετείχαν αυτοπροσώπως ή δια των εκπροσώπων τους σε ανάλογο μνημόσυνο ταγματασφαλιτών στο χωριό Τριάδα.

Έσπευσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Θεόδωρος Ρουσόπουλος να μαζέψει τα ασυμμάζευτα αποδεικνύοντας με τη στάση του πως ούτε ιστορία γνωρίζει, ούτε θέλει να μάθει. Βλέπετε η ιστορία πονά…

Για περισσότερες, άκρως εντυπωσιακές πληροφορίες, σας παραπέμπω στο φύλλο της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ της 10ης Δεκεμβρίου 2005.

Κλείνω με το εξής. Στις 12 Δεκεμβρίου η Νομαρχία Θεσσαλονίκης (του γνωστού ιεροψάλτη και ποδοσφαιριστή Ψωμιάδη) διοργάνωσε εκδήλωση για τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην εκδήλωση τιμήθηκαν μια σειρά από σημαίνοντα πρόσωπα και οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ γιατί δεν τιμήθηκαν;"

Η Apeiron Photos και το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας

Πιστεύουμε στην ευαισθησία της δημιουργικής ελληνικής κοινότητας. Γνωρίζουμε επίσης τη διάθεση πολλών ανθρώπων να προσφέρουν μέσα από αυτό που δημιουργούν, και οι διαφημίσεις τους, τελικά, να προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο, να τον κάνουν πιο ανθρώπινο.
Η Apeiron Photos σας προσκαλεί να φτιάξετε τις καλύτερες αφίσες και καταχωρήσεις για το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας. Εμείς σας διαθέτουμε όποια εικόνα θέλετε από το πρακτορείο μας Corbis, ένα συγκεκριμένο και ταυτόχρονα ελεύθερο brief, και σας ζητάμε να προσφέρετε τις ιδέες σας και τη δημιουργικότητά σας σε μια ανεξάρτητη, μη κυβερνητική, μη κερδοσκοπική οργάνωση που χρόνια τώρα προσπαθεί να κάνει τον κόσμο μας καλύτερο.
Όλες οι συμμετοχές θα απαρτίσουν μια μεγάλη έκθεση δημιουργικότητας την οποία θα παρουσιάσουμε στο Μουσείο Μπενάκη για διάστημα δυο εβδομάδων τον Φεβρουάριο του 2006, ενώ συγκεκριμένος αριθμός εργασιών που θα επιλεχθεί από τη Διεθνή Αμνηστία, θα τρέξει σε εβδομαδιαία και μηνιαία περιοδικά που μας έχουν παραχωρήσει διαφημιστικούς χώρους (για τις καταχωρήσεις), ενώ κάποια ακόμη θα τυπωθούν ως αφίσες που θα χρησιμοποιηθούν για τη προώθηση των δράσεων της Διεθνούς Αμνηστίας και θα πωλούνται για την οικονομική ενίσχυση του έργου της.
Για να κάνουμε την ιδέα μας ακόμη καλύτερη, σκεφτήκαμε να προχωρήσουμε και σε έκδοση κατάλογου της έκθεσης μέσω της Apeiron Publications, που θα προσφέρουμε σε όλους τους συμμετέχοντες κατά τη βραδιά των εγκαινίων, και εν συνεχεία θα διατίθεται προς πώληση, τα έσοδα από την οποία θα διατεθούν, φυσικά, για την προώθηση των σκοπών της Διεθνούς Αμνηστίας.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2005

Israeli officials fly to Paris to advise on riot control

JERUSALEM, Dec. 11 (Xinhuanet) -- Israeli Public Security Minister Gideon Ezra and Police Commissioner Moshe Karadi left for Paris on Sunday to share with their French counterparts lessons Israeli security services have learned from experiences with riot.
They are expected to meet with French Interior Minister Nicolas Sarkozy and police chief to pass on methods of managing the sort of lawlessness witnessed during the riots in Paris suburbs in recent weeks, according to Israeli newspaper Haaretz.
The French are said to be highly interested in Israeli know-how on the matter.
In addition, the two sides are expected to discuss closer cooperation between the Israeli and French police forces.

Και να μην υπήρχε θα την εφευρίσκανε!

Να βρε που δεν υπάρχει τρομοκρατία. Να που κοροϊδεύατε τον Αμερικάνο Εκατόνταρχο. Αφού δεν καταλαβαίνετε από λόγια, ιδού οι πράξεις: Έκρηξη στο Σύνταγμα με στόχο το υπουργείο Οικονομίας

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2005

Ολόκληρη η ομιλία του Harold Pinter (ελλ.)

Το 1958 έγραψα:
«Δεν υπάρχουν καθαρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτού που είναι πραγματικό και αυτού που δεν είναι, και κατά τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχουν καθαρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτού που είναι αληθινό και αυτού που δεν είναι. Δεν πρέπει κάτι να είναι οπωσδήποτε αληθινό ή μη αληθινό, μπορεί να είναι και τα δυο, και αληθινό και μη αληθινό».

Πιστεύω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ισχύουν ακόμα και σήμερα σε γενικές γραμμές σε ότι αφορά στην διερεύνηση της πραγματικότητας και της τέχνης. Ως συγγραφέας ακολουθώ αυτό το πιστεύω, ως πολίτης δεν μπορώ να το κάνω. Ως πολίτης πρέπει να αναρωτιέμαι: Τι είναι αληθινό; Τι είναι μη αληθινό;

Η αλήθεια σε ένα θεατρικό έργο είναι πάντα δύσκολα προσεγγίσιμη. Ποτέ δεν μπορείς να την απαντήσεις εξ ολοκλήρου, παρόλο που αναγκαστικά την αναζητείς. Η αναζήτηση είναι ξεκάθαρα η ώθηση της προσπάθειάς μας. Η αναζήτηση είναι ο σκοπός μας. Τις περισσότερες φορές σκοντάφτει κανείς μέσα στο σκοτάδι πάνω στην αλήθεια, συγκρούεται μαζί της, καταφέρνει μόνο να της ρίξει μια κλεφτή ματιά ή αντικρίζει μόνο ένα περίγραμμα που δείχνει να μοιάζει με την αλήθεια, χωρίς τις περισσότερες φορές καν να συνειδητοποιήσει ότι συνέβησαν όλα αυτά. Η αλήθεια, η πραγματική όμως, συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι στο δραματικό θεατρικό έργο δεν μπορεί κανείς να βρει την ολική αλήθεια. Υπάρχουν πολλές αλήθειες. Αυτές οι αλήθειες αντικρούονται, και αντικατοπτρίζουν, αγνοούν και κοροϊδεύουν η μια την άλλη, διαφοροποιούνται, είναι τυφλές η μια για την άλλη. Μερικές φορές αισθάνεται κανείς ότι κρατάει στο χέρι του για μια στιγμή την αλήθεια, μετά όμως η αλήθεια αυτή ξεγλιστράει μέσα από τα δάχτυλά του και χάνεται.

Πολλές φορές με έχουν ρωτήσει πως δημιουργούνται τα έργα μου. Δεν είμαι σε θέση να το πω. Μου είναι εντελώς αδύνατον να περιγράψω τα έργα μου, μπορώ μόνο να πω ότι στα έργα μου συνέβη αυτό, ο τάδε είπε εκείνο, οι δείνα έπραξαν το άλλο.

Τα περισσότερα έργα μου δημιουργούνται από μια πρόταση, από μια λέξη ή από μια εικόνα. Την μια λέξη ακολουθεί λίγο αργότερα μια εικόνα. Δίνω δυο παραδείγματα από δυο σειρές, τις οποίες ξαφνικά εμπνεύστηκα, και τις οποίες ακολούθησε στη συνέχεια η εικόνα.
Τα θεατρικά έργα στα οποία αναφέρομαι εδώ είναι το «The Homecoming» και το «Old Times». Η πρώτη φράση από το «The Homecoming» είναι η εξής: «Τι έκανες με το ψαλίδι;». Η πρώτη λέξη από το «Old Times» είναι: «Σκοτάδι».

Αυτά ήταν όλα και όλα εκείνα από τα οποία ξεκίνησα.

Στην πρώτη περίπτωση ψάχνει κάποιος προφανώς ένα ψαλίδι και ήθελε να μάθει από κάποιον άλλο, τον οποίο και υποπτευότανε ότι ίσως να το είχε κλέψει, τι απέγινε. Αλλά κατά κάποιον τρόπο γνώριζα ότι ο ερωτηθής ενδιαφερόταν ουσιαστικά τόσο λίγο για το ψαλίδι, όσο και εκείνος που ρώτησε.

Το «σκοτάδι» το αντιλήφτηκα ως περιγραφή των μαλλιών ενός ατόμου, των μαλλιών μιας γυναίκας, όπως και ως απάντηση σε μια ερώτηση. Και σε αυτές τις δυο περιπτώσεις έπρεπε να αναζητήσω την υπόθεση. Αυτό έγινε οπτικά, ήταν μια πολύ αργή εναλλαγή σκιών και φωτός.

Οταν ξεκινάω να γράφω ένα έργο ονομάζω τα πρόσωπα πάντα Α, Β και Γ.

Στο έργο, από το οποίο εξελίχτηκε το «The Homecoming», είδα έναν άντρα να εισέρχεται σε ένα γυμνό δωμάτιο και να απευθύνει την ερώτησή του σε ένα νεαρότερο άντρα που καθόταν σε έναν απαίσιο καναπέ και διάβαζε. Κατά κάποιον τρόπο αισθανόμουνα ότι ο Α ήταν ο πατέρας του Β, αλλά δεν μπορούσα να το αποδείξω. Η αίσθησή μου πάντως επιβεβαιώθηκε λίγο αργότερα, όταν ο Β (ο μετέπειτα Lenny) είπε στον A (τον μετέπειτα Max): «Θα ήθελαν τώρα να αλλάξω το θέμα της συζήτησης, εντάξει μπαμπά; Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Πως θα χαρακτήριζες το φαγητό μας που φάγαμε νωρίτερα; Πως ονομάζεται κάτι τέτοιο; Γιατί δεν αγοράζεις κάνα σκυλί; Αυτό θα έτρωγε κάτι τέτοιο. Πράγματι. Αλλά εσύ εδώ δεν μαγειρεύεις για μια αγέλη σκυλιών». Από την στιγμή λοιπόν που ο Β ονόμασε τον Α «μπαμπά» μου φάνηκε πια λογικό να υποθέσω ότι πρόκειται για τον πατέρα και το παιδί του. Ο Α φαινόταν ότι ήταν ο μάγειρας, η τέχνη του οποίου δεν τύχαινε και μεγάλης αναγνώρισης. Σήμαινε αυτό ότι δεν υπήρχε μητέρα; Δεν το ήξερα ακόμα. Αλλά, έτσι είπα στον εαυτό μου, αρχικά ποτέ δεν ξέρουμε ποια θα είναι η εξέλιξη.

«Σκοτάδι». Ένα μεγάλο παράθυρο. Νυχτερινός ουρανός. Ενας άντρας, ο Α (ο μετέπειτα Deeley), και η γυναίκα του, η Β (η μετέπειτα Kate) κάθονται και πίνουν. «Χοντρό ή λιγνό;», ρωτάει ο άντρας. Για τι ακριβώς μιλάνε; Αλλά τότε βλέπω στο παραθύρι να στέκεται μια γυναίκα, η Γ (η μετέπειτα Anna ). Το φως που πέφτει πάνω της είναι διαφορετικό, στέκεται με την πλάτη στραμμένη προς τους άλλους, τα μαλλιά της είναι σκούρα.

Είναι μια παράξενη στιγμή, η στιγμή όπου δημιουργείς πρόσωπα που μέχρι τότε δεν υπήρχαν. Αυτό που ακολουθεί συντελείται με άλματα, αόριστα, σαν να πρόκειται για μια παραίσθηση, έστω και αν μερικές φορές μοιάζει με ασυγκράτητη χιονοστιβάδα. Ο συγγραφέας βρίσκεται σε μια παράξενη θέση. Τα πρόσωπα που δημιουργεί δεν τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες. Του αρνούνται. Είναι δύσκολο να τα βρει μαζί τους, είναι αδύνατο να τα ορίσει. Δεν δέχονται κανενός είδους υποδείξεις. Κατά κάποιον τρόπο παίζει μαζί τους ένα ατέλειωτο παιχνίδι: της γάτας με το ποντίκι, την τυφλόμυγα, κρυφτό. Αλλά εντέλει συνειδητοποιεί ότι έχει να κάνει με ανθρώπους από σάρκα και οστά, με ανθρώπους που διαθέτουν την δική τους θέληση και την ατομική τους ευαισθησία, και που απαρτίζονται από τμήματα που δεν μπορεί να τα αλλάξει, να τα επηρεάσει, να τα παραμορφώσει.

Η γλώσσα στην τέχνη είναι μια πολυερμηνευόμενη υπόθεση, είναι κινούμενη άμμος ή τραμπολίνο, είναι μια παγωμένη λιμνούλα τον πάγο της οποίας ο συγγραφέας μπορεί να σπάσει ανά πάσα στιγμή όταν βαδίζει πάνω του.

Αλλά όπως είπα, η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί να σταματήσει ποτέ. Δεν μπορεί να μετατεθεί, δεν μπορεί να αναβληθεί. Πρέπει να την αντιμετωπίσεις, και μάλιστα εδώ και τώρα.

Το πολιτικό θέατρο

Το πολιτικό θέατρο θέτει τον συγγραφέα ενώπιον εντελώς διαφορετικών προβλημάτων. Αυτό που μετράει είναι να αποφευχθούν τα ηθικά κηρύγματα. Η αντικειμενικότητα είναι επιβεβλημένη. Τα πρόσωπα πρέπει να μπορούν να αναπνέουν ελεύθερα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να τα περιορίσει για να ανταποκρίνονται στις δικές του προτιμήσεις, τις δικές του τάσεις, τις δικές του προκαταλήψεις. Πρέπει να είναι σε θέση να μπορεί να τα προσεγγίσει από τις πιο διαφορετικές πλευρές, από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες, να είναι σε θέση να μερικές φορές ακόμα και να τα εξαπατήσει αλλά ταυτόχρονα να τους δώσει όμως και την δυνατότητα να ακολουθήσουν τον δρόμο που τα ίδια επιθυμούν. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Και η πολιτική σάτιρα δεν ακολουθεί βέβαια κανέναν από αυτούς τους κανόνες, κάνει ακριβώς το αντίθετο και εκπληρώνει κατά αυτό τον τρόπο τον σκοπό της.
Στο έργο μου «The Birthday Party» αφήνω –τουλάχιστον αυτό πιστεύω– μέσα σε ένα πυκνό δάσος διαφόρων πιθανοτήτων να αναπτυχθεί μια ολόκληρη σειρά εναλλακτικών λύσεων, πριν μεταφερθεί στο επίκεντρο μια πράξη υποταγής.

Κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει στο «Mountain Language». Το έργο παραμένει βίαιο, σύντομο, και άσχημο. Αλλά οι στρατιώτες στο έργο διασκεδάζουν. Μερικές φορές ξεχνάει κανείς ότι οι βασανιστές βαριούνται γρήγορα. Πρέπει να έχουν κάτι να γελάνε για να μην χάσουν την όρεξή τους. Τα περιστατικά στην φυλακή του Αμπού Γκράιμπ του Ιράκ το επιβεβαιώνουν. Το «Mountain Language» διαρκεί μόνο 20 λεπτά, αλλά θα μπορούσε να συνεχίζεται επί ώρες, συνεχώς.

Το «Ashes to Ashes» από την άλλη πλευρά μου φαίνεται σαν να διαδραματίζεται κάτω από το νερό. Μια γυναίκα που πνίγεται ανυψώνει το χέρι της μέσα από τα κύματα, βουλιάζει, αναζητεί άλλους, αλλά δεν βρίσκει κανέναν, ούτε πάνω ούτε κάτω από την επιφάνεια των υδάτων, βρίσκει μόνο σκιές, αντικατοπτρισμούς, είναι ένα πρόσωπο χαμένο σε μια περιοχή που βυθίζεται, είναι μια γυναίκα που δεν μπορεί να ξεφύγει από μια καταστροφή που προοριζόταν για άλλους.

Και έτσι όπως πρέπει οι άλλοι να πεθάνουν, πρέπει να πεθάνει και αυτή.

Ιστός από ψέμματα

Η γλώσσα στην πολιτική, έτσι όπως την χειρίζονται οι πολιτικοί, δεν τολμάει να προσεγγίσει καμία από αυτές τις περιοχές, επειδή η πλειοψηφία των πολιτικών –σύμφωνα με τις αποδείξεις που διαθέτουμε– δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, παρά μόνο για την ισχύ και για την διατήρηση της ισχύος. Για να διατηρηθεί αυτή η ισχύ είναι αναγκαίο να παραμείνουν οι άνθρωποι βυθισμένοι στην αμάθεια, να μην έχουν γνώση της αλήθειας, ακόμα και της αλήθειας της δικιάς τους ζωής. Για αυτό μας περικλείει ένας σε μεγάλο βαθμό διακλαδωμένος ιστός ψεμάτων, από τον οποίο και τρεφόμαστε.

Οπως γνωρίζει ο καθένας, η δικαιολογία για την εισβολή στο Ιράκ ανέφερε ότι ο Σαντάμ Χουσείν διέθετε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο οπλοστάσιο όπλων μαζικής καταστροφής, μερικά από τα οποία μπορούσαν να πυροδοτηθούν μέσα σε 45 λεπτά. Οι καταστροφές που αυτά θα προκαλούσαν υποτίθεται ότι θα ήταν τεράστιες. Μας διαβεβαίωσαν ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν αληθινοί. Δεν ήταν όμως η αλήθεια. Μας είπαν ότι το Ιράκ βρίσκεται σε επαφή με την Αλ Κάιντα και ότι είναι συνυπεύθυνο για την φρίκη της 11ης Σεπτεμβρίου. Μας διαβεβαίωσαν ότι αυτό ήταν η αλήθεια. Αλλά δεν ήταν η αλήθεια. Μας είπαν ότι το Ιράκ αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του πλανήτη. Μας διαβεβαίωσαν ότι αυτό ήταν η αλήθεια. Αλλά δεν ήταν η αλήθεια.

Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η αλήθεια σχετίζεται με την αντίληψη των ΗΠΑ για τον ρόλο που καλούνται να παίξουν στον πλανήτη και με τον τρόπο που θέλουν να παίξουν τον ρόλο αυτό.

Αλλά πρωτού επανέλθω στο παρόν, θέλω να ρίξω μια ματιά στο πρόσφατο παρελθόν. Και αναφέρομαι στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Πιστεύω ότι είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε λίγο το χρονικό αυτό διάστημα, περισσότερο δεν μπορούμε στον χρόνο που διαθέτουμε εδώ.
Ο καθένας γνωρίζει τι συνέβη στην Σοβιετική Ενωση και σε όλη την Ανατολική Ευρώπη στο διάστημα που ακολούθησε τον πόλεμο: συστηματική βία, ευρύτατα εξαπλωμένες φρικαλεότητες, αδίστακτη καταπίεση της ελεύθερης σκέψης. Ολα αυτά είναι αποδεδειγμένα και τεκμηριωμένα.

Αλλά εγώ ισχυρίζομαι εδώ ότι τα εγκλήματα των ΗΠΑ στο ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί μόνο επιφανειακά, και πολύ λιγότερο ακόμα τεκμηριωθεί. Και πολύ λιγότερο ακόμα τα έχουν οι ίδιες οι ΗΠΑ παραδεχτεί, και πολύ λιγότερο ακόμα έχουν κατασταλάξει ως εγκλήματα στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Πιστεύω ότι πρέπει να κατονομαστούν ως εγκλήματα και ότι η αλήθεια παίζει σημαντικό ρόλο σε ότι αφορά στο σημείο στο οποίο βρίσκεται τώρα η ανθρωπότητα. Παρόλο που υπήρξαν εξαιτίας της ύπαρξης της Σοβιετικής Ενωσης κάποιοι περιορισμοί, η αλήθεια είναι ότι η συμπεριφορά των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο αναδείκνυε την πεποίθησή τους ότι έχουν την απόλυτη ελευθέρα για τις πράξεις τους.

Κατά βάθος οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν προτιμούσαν την απευθείας εισβολή σε ένα ανεξάρτητο κράτος. Κατά κανόνα προτιμούσαν αυτό που αποκαλούσαν «Σύρραξη Χαμηλής Εντασης». Η «Σύρραξη Χαμηλής Εντασης» σημαίνει ότι πέθαιναν χιλιάδες άνθρωποι, αλλά πολύ πιο αργά από ότι αν τους έσβηναν σε μια στιγμή με τη ρίψη μιας βόμβας. Σημαίνει ότι μολυνόταν η καρδιά μιας χώρας, ότι ενεργοποιούταν ένα κακόβουλο καρκίνωμα, και ότι ακολούθως παρατηρούσαν πως εξαπλωνόταν η γάγγραινα. Δεν τους ενδιέφερε στις ΗΠΑ αν ο πληθυσμός μιας χώρας καταπιεζόταν ή ξυλοκοπούταν μέχρι θανάτου, αρκεί να είχαν το τιμόνι στα χέρια τους οι φίλοι τους, οι στρατιωτικοί και οι εκπρόσωποι των μεγάλων καπιταλιστικών εταιριών. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούσαν οι πολιτικοί στις ΗΠΑ να εμφανιστούν χαμογελαστοί μπροστά σε μια κάμερα και να δηλώσουν ότι η δημοκρατία είχε νικήσει και πάλι. Στα χρόνια στα οποία αναφέρομαι ήταν αυτό ένα συνηθισμένο φαινόμενο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Η τραγωδία της Νικαράγουα ήταν χαρακτηριστική. Την παραθέτω εδώ ως παράδειγμα για τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται –τότε και τώρα– τον ρόλο τους στον πλανήτη.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συμμετείχα σε μια συνάντηση στην αμερικανική πρεσβεία στο Λονδίνο.

Το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να αποφασίσει αν θα συνέχιζε να χρηματοδοτεί τους Κόντρας (αντιεπαναστάτες, που στη δεκαετία του ’80 πολεμούσαν τους Σαντινίστας, που είχαν καταλύσει την δικτατορία της οικογένειας Σομόζα) στην εκστρατεία τους κατά του κράτους της Νικαράγουα. Συμμετείχα σε μια επιτροπή που τάχτηκε υπέρ της Νικαράγουα, αλλά το σημαντικότερο μέλος της επιτροπής ήταν ο πάτερ Τζον Μέτκαλφ. Αυτός που διεύθυνε την αμερικανική ομάδα ήταν ο Ράιμοντ Σέιτς (τότε το νούμερο 2 στην πρεσβεία, αργότερα πρέσβης και ο ίδιος). Ο πάτερ Μέτκαλφ είπε: «Κύριε, προΐσταμαι μιας κοινότητας στο Βορρά της Νικαράγουα. Τα μέλη της κοινότητάς μου κατασκεύασαν ένα σχολείο, ένα κέντρο ιατρικής βοήθειας, ένα πολιτιστικό κέντρο. Ζούσαμε ειρηνικά. Πριν λίγους μήνες επιτέθηκαν Κόντρας την κοινότητά μου. Κατέστρεψαν τα πάντα: το σχολείο, το κέντρο ιατρικής βοήθειας, το πολιτιστικό κέντρο. Βίασαν τις νοσοκόμες και τις δασκάλες και σκότωσαν τους γιατρούς με τους πιο βάναυσους τρόπους. Συμπεριφέρθηκαν σαν τρελοί. Σας παρακαλώ να ζητήσετε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να μην στηρίζει πια αυτές τις εξωφρενικές τρομοκρατικές πράξεις».

Ο Ράιμοντ Σέιτς έχαιρε καλής φήμης ως σώφρον, υπεύθυνος και μορφωμένος άνθρωπος. Στους διπλωματικούς κύκλους του φέρονταν με σεβασμό. Ακουσε προσεκτικά και μετά μίλησε πολύ σοβαρός. «Πάτερ», είπε, «θέλω να σας πω κάτι. Στον πόλεμο πάντα υποφέρουν αθώοι». Επικράτησε παγερή σιωπή. Τον κοιτούσαμε εμβρόντητοι. Δεν κούνησε ούτε το βλέφαρό του.
Οντως, πάντα υποφέρουν αθώοι.

Εντέλει είπε κάποιος: «Αλλά σε αυτή την περίπτωση ήταν οι αθώοι θύμα μιας από την κυβέρνησή σας χρηματοδοτούμενης φρικαλεότητας, μιας εκ των πολλών. Στην περίπτωση που το Κογκρέσο εγκρίνει περισσότερα χρήματα για τους Κόντρας θα σημειωθούν περισσότερες φρικαλεότητες. Δεν είναι έτσι; δεν θα φταίει σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνησή σας για καταστροφές και φόνους των πολιτών ενός ανεξάρτητου κράτους;».
Ο Σέιτς δεν ταράχτηκε από αυτό. «Δεν είμαι της άποψης ότι ο ισχυρισμός σας τεκμαίρεται από τα υπάρχοντα στοιχεία», είπε.

Βγαίνοντας από την πρεσβεία ένας Αμερικανός σύμβουλος μου είπε ότι του αρέσουν τα έργα μου. Εγώ δεν αντέδρασα στα λόγια του.

Ας μου επιτραπεί να σας θυμίσω ότι ο πρόεδρος Ρέιγκαν είχε δηλώσει τότε: «Ηθικά οι Κόντρας βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τους πατέρες που ίδρυσαν το Εθνος μας».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν για πάνω από 40 χρόνια την βιαότατη δικτατορία των Σομόζα στη Νικαράγουα. Ο λαός της Νικαράγουα κατέλυσε το 1979 την δικτατορία αυτή με μπροστάρηδες τους Σαντινίστας. Ηταν μια λαϊκή επανάσταση που σου έκοβε την ανάσα.
Οι Σαντινίστας δεν ήταν τέλειοι. Ηταν και αυτοί υπερόπτες, και η πολιτική τους φιλοσοφία εμπεριείχε μια σειρά αντικρουόμενων στοιχείων. Αλλά ήταν έξυπνοι, συγκαταβατικοί και πολιτισμένοι. Προσπάθησαν να ιδρύσουν μια σταθερή, σωστή, πολυμορφική κοινωνία. Κατήργησαν την θανατική ποινή. Επανέφεραν ουσιαστικά στην ζωή εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους γεωργούς. Δόθηκαν εκτάσεις σε περισσότερες από 100.000 άπορες οικογένειες. Ιδρύθηκαν 2.000 σχολεία. Μια πολύ σημαντική εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού μείωσε τον αριθμό των αναλφάβητων στην χώρα στο ένα έβδομο.

Εισήγαγαν την ελεύθερη παιδεία και την δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε κατά το ένα τρίτο. Η πολιομυελίτιδα εξαφανίστηκε.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατήγγειλαν αυτά τα επιτεύγματα ως μαρξιστικές-λενινιστικές προσπάθειες να υποσκαφτεί η κοινωνία. Για την κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν αυτό ένα επικίνδυνο παράδειγμα. Αν επέτρεπαν στη Νικαράγουα να εδραιώσει βασικούς κανόνες κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης, αν επέτρεπαν στη χώρα να ανυψώσει το επίπεδο της ιατρικής περίθαλψης και της παιδείας, και να ανακτήσει την κοινωνική της ενότητα και την εθνική της περηφάνια, τότε θα άρχιζαν και οι γειτονικές χώρες να θέτουν τα ίδια ερωτήματα και να προχωρούν στις ίδιες πράξεις. Τότε υπήρχε σημαντική αντίσταση κατά της καθεστηκυίας τάξης του Ελ Σαλβαδόρ.

Νωρίτερα ανέφερα τον ιστό ψεμάτων που μας περιστοιχίζει. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν περιέγραφε τη Νικαράγουα συνήθως ως «απολυταρχικό μπουντρούμι». Τα ΜΜΕ και ειδικά η βρετανική κυβέρνηση αξιολογούσαν τον σχολιασμό αυτό ως σωστό. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχαν αναφορές για τάγματα εξόντωσης της κυβέρνησης των Σαντινίστας. Δεν υπήρχαν αναφορές για βασανιστήρια. Δεν υπήρχαν αναφορές για συστηματική, κρατικής προέλευσης βία. Στη Νικαράγουα δεν δολοφονήθηκε ποτέ από την κυβέρνηση ιερέας. Αντιθέτως, τρεις ιερείς συμμετείχαν στην κυβέρνηση, δυο Ιησουΐτες και ένας ιεραπόστολος του τάγματος Μαρικνόλ. Τα απολυταρχικά μπουντρούμια βρίσκονταν μάλλον στις γειτονικές Ελ Σαλβαδόρ και Γουατεμάλα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ρίξει το 1964 τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Γουατεμάλα, και σύμφωνα με εκτιμήσεις ο αριθμός των θυμάτων από τα δικτατορικά καθεστώτα που ακολούθησαν ανήλθε σε 200.000.

Το 1989 θανατώθηκαν στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Αμερικής του Σαν Σαλβαδόρ 6 από τους παγκοσμίως πιο γνωστούς Ιησουΐτες από ένα τάγμα στρατιωτών που ανήκε στο σύνταγμα Αλκάτλ, το οποίο και εκπαιδεύτηκε στο Φορτ Μπένινγκ, στη Τζόρτζια των ΗΠΑ. Ο ασυνήθιστα θαρραλέος αρχιεπίσκοπος Ρομέρο δολοφονήθηκε την ώρα που έψελνε τη λειτουργία. Υπολογίζεται ότι 75.000 άτομα σκοτώθηκαν. Γιατί σκοτώθηκαν; Δολοφονήθηκαν επειδή όχι μόνο πίστευαν ότι ήταν εφικτή μια καλύτερη ζωή, αλλά προσπαθούσαν κιόλας να εκπληρώσουν αυτό τους το όνειρο. Το πιστεύω τους αυτό τους μετέτρεπε σε κομουνιστές. Σκοτώθηκαν επειδή τόλμησαν να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη, την ατέρμονη αλυσίδα φτώχειας, εξαθλίωσης, ασθενειών, καταπιέσεων και εξευτελισμών που τους κληροδοτήθηκε με την γέννησή τους ως κληρονομικό δικαίωμα.
Οι ΗΠΑ κατάφεραν εντέλει να ρίξουν την κυβέρνηση των Σαντινίστας. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια και να καμφθεί σημαντική θέληση αντίστασης, αλλά τα ανηλεή οικονομικά βασανιστήρια και οι 30.000 νεκροί υπέσκαψαν τελικά την θέληση του λαού της Νικαράγουα. Είχε εξαντληθεί και είχε εξαθλιωθεί. Μετά επέστρεψαν στην χώρα τα καζίνο. Δόθηκε τέλος στη δωρεάν ιατρική περίθαλψη και στην ελεύθερη παιδεία. Οι Μεγάλες Επιχειρήσεις επέστρεψαν με όλη τους την ισχύ. Είχε επικρατήσει η «δημοκρατία».
Αλλά η «πολιτική» αυτού του είδους δεν περιορίστηκε μόνο στην Κεντρική Αμερική. Πραγματοποιούταν σε όλο τον πλανήτη. Δεν τέλειωνε. Και όλα δείχνουν σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στήριξαν οι ΗΠΑ κάθε δεξιά στρατιωτική δικτατορία στον πλανήτη, και σε πολλές περιπτώσεις της άνοιξαν τον δρόμο προς την εξουσία. Αναφέρομαι στην Ινδονησία, στην Ελλάδα, στην Ουρουγουάη, στην Βραζιλία, στην Παραγουάη, στην Αϊτή, στην Τουρκία, στις Φιλιππίνες, στην Γουατεμάλα, στο Ελ Σαλβαδόρ και φυσικά στην Χιλή. Οι φρικαλεότητες που προκάλεσε η Αμερική το 1973 στην Χιλή δεν μπορούν ποτέ να τιμωρηθούν ως πρέπει και δεν μπορούν ποτέ να συγχωρηθούν.
Σε όλες αυτές τις χώρες υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί. Οντως υπήρξαν; και οφείλονται όντως στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ; Η απάντηση είναι ότι ναι, όντως υπήρξαν και όντως οφείλονται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αλλά κανείς δεν τα ξέρει αυτά.

Αυτά δεν συνέβησαν ποτέ. Τίποτα ποτέ δεν συνέβη. Ακόμα και όταν συνέβαινε, δεν συνέβη. Δεν παίζουν ρόλο κανένα. Δεν ενδιέφεραν κανέναν. Τα εγκλήματα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν συστηματικά, σταθερά, αποτρόπαια, ανηλεή, αλλά μόνο πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν μιλήσει ποτέ για αυτά. Πρέπει να παραδεχτούμε την Αμερική για το εξής: Ψυχρά και αδιάκοπα χειραγωγεί τον πλανήτη για να προωθήσει αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα ισχύς, και όμως πάντα συμπεριφέρεται ως υπέρμαχος του παγκόσμιου καλού. Πρόκειται για μια θαυμαστή, πνευματώδης ακόμα, επιτυχημένη προσπάθεια υπνωτισμού.
Ισχυρίζομαι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιούν πέρα από κάθε αμφιβολία το μεγαλύτερο σόου στον πλανήτη. Το πραγματοποιούν με τρόπο βίαιο, αδιάφορο, υπεροπτικό και ανηλεή, αλλά και με ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο. Ως έμποροι δεν έχουν αντίπαλο, και η εμπορική τους επιτυχία ονομάζεται αυταρέσκεια. Και έχει πολύ μεγάλη επιτυχία. Πρέπει να ακούσει κανείς τους Αμερικανούς προέδρους να λένε στην τηλεόραση τις λέξεις: «ο αμερικανικός λαός», όπως για παράδειγμα στην πρόταση: «Και λέω στον αμερικανικό λαό ότι ήρθε η ώρα να προσευχηθεί και να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του αμερικανικού λαού, και παρακαλώ τον αμερικανικό λαό να έχει εμπιστοσύνη στις πράξεις του προέδρου του που τις πραγματοποιεί εξ ονόματι του αμερικανικού λαού».

Πρόκειται για ένα καταπληκτικό τρικ. Με τη βοήθεια της γλώσσας καταστείλει την σκέψη. Με τις λέξεις «ο αμερικανικός λαός» δημιουργεί ένα πολυτελές μαξιλάρι για να καθησυχάσει τις μάζες. Η σκέψη είναι περιττή. Το μόνο που πρέπει να κάνει κανείς είναι να πέσει στο μαξιλάρι πάνω. Μπορεί το μαξιλάρι αυτό να πνίγει τη νοημοσύνη και την κριτική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά δεν παύει να είναι πολύ βολικό. Αυτό δεν ισχύει βέβαια ούτε για τα 40 εκατομμύρια των Αμερικανών που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ούτε και για τους δυο εκατομμύρια άντρες και γυναίκες που είναι έγκλειστοι στο γιγαντιαίο γκουλάγκ φυλακών που εκτείνεται σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται πλέον για την «Σύρραξη Χαμηλής Εντασης». Δεν το θεωρούν πλέον αναγκαίο να δείχνουν συγκρατημένοι και να προσπαθούν να φτάσουν μέσω παρακάμψεων στον στόχο τους. Ανοίγουν τα χαρτιά τους χωρίς να ντρέπονται. Διόλου δεν ενδιαφέρονται για τα Ηνωμένα Εθνη, που τα θεωρούν ανίσχυρα, για το Διεθνές Δίκαιο και την κριτική που δέχονται. Εχουν μάλιστα και ένα μικρό προβατάκι που το σέρνουν από το λουράκι και τους ακολουθεί βελάζοντας με μικρά πηδηματάκια. Είναι η ελεεινή και αποδυναμωμένη Μεγάλη Βρετανία.

Η Μεγάλη Βρεταννία

Τι απέγινε το ηθικό μας αίσθημα; Είχαμε ποτέ κάτι τέτοιο; Τι σημαίνουν οι λέξεις αυτές; Εκπροσωπούν μια έννοια που στις μέρες μας χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σπάνια – συνείδηση; Μια συνείδηση που δεν αφορά μόνο στις δικές μας πράξεις, αλλά και στην συνολική μας υπευθυνότητα απέναντι στις πράξεις άλλων; Ολα αυτά έχουν πεθάνει; Ας πάρουμε για παράδειγμα το Γκουαντάναμο. Εκατοντάδες άνθρωποι βρίσκονται εκεί φυλακισμένοι εδώ και πάνω από τρία χρόνια, χωρίς να τους έχουν απαγγελθεί καταγγελίες, χωρίς να εκπροσωπούνται νομικά, χωρίς να έχουν περάσει από δίκη, ουσιαστικά βρίσκονται φυλακισμένοι για πάντα. Αυτή η εντελώς άνομη κατάσταση συνεχίζεται παρά τη Συνθήκη της Γενεύης. Η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» όχι μόνο την ανέχεται, αλλά σχεδόν δεν ασχολείται με αυτή. Αυτό το εγκληματικό τερατούργημα διαπράττεται από μια χώρα που αυτοανακηρύσσεται σε «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου». Σκεφτόμαστε τους ανθρώπους στο Γκουαντάναμο; Τι αναφέρουν για αυτούς τα ΜΜΕ; Κάποια στιγμή εμφανίζονται οι άνθρωποι αυτοί ως ένα μικρό σημείωμα στην έκτη σελίδα μιας εφημερίδας. Εχουν σταλεί σε ένα ουδέτερο πεδίο από το οποίο ίσως και να μην επιστρέψουν ποτέ. Την παρούσα στιγμή έχουν προχωρήσει πολλοί σε απεργία πείνας, τρέφονται αναγκαστικά. Μεταξύ τους υπάρχουν και Βρετανοί πολίτες. Δεν είναι ωραίο πράγμα να τρέφεσαι αναγκαστικά. Δεν σου δίνονται ούτε ηρεμιστικά ούτε αναισθητικά. Σου χώνουν από την μύτη ένα λάστιχο ως τον λαιμό. Αρχίζεις να φτύνεις αίμα. Τι είπε επ΄ αυτού ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών; Τίποτα. Γιατί; Επειδή οι ΗΠΑ είπαν: Οποιαδήποτε κριτική σε όσα πράττουμε στο Γκουαντάναμο συνιστά εχθροπραξία. Ή είσαστε με το μέρος μας ή εναντίον μας. Και για αυτό το βουλώνει ο Μπλερ.

Η εισβολή στο Ιράκ ήταν μια ληστρική πράξη, μια πράξη κρατικής τρομοκρατίας που αποδεικνύει απόλυτη περιφρόνηση απέναντι στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Η εισβολή ήταν μια θελητή χρήση στρατιωτικής βίας που προκλήθηκε από ένα βουνό ψεμάτων και από την εξαπάτηση των ΜΜΕ και κατ επέκταση της κοινής γνώμης. Ηταν μια πράξη για την εδραίωση του στρατιωτικού και οικονομικού ελέγχου της Μέσης Ανατολής από τις ΗΠΑ που πραγματοποιήθηκε κάτω από τη μάσκα της απελευθέρωσης. Ηταν το τελευταίο μέσο που διέθεταν οι ΗΠΑ εφόσον όλες οι προηγούμενες δικαιολογίες που έδωσαν αποδείχτηκαν αστήριχτες. Ηταν μια επιβλητική επίδειξη μιας στρατιωτικής δύναμης που ευθύνεται για τον θάνατο και για τον ακρωτηριασμό αμέτρητων χιλιάδων αθώων ανθρώπων.

Χαρίσαμε στον ιρακινό λαό βασανιστήρια, βόμβες διασποράς, απεμπλουτισμένο ουράνιο, αμέτρητες δολοφονίες, εξαθλίωση, εξευτελισμό και θάνατο και το ονομάζουμε: «φέρνουμε την ελευθερία και την δημοκρατία στη Μέση Ανατολή».

Πόσους ανθρώπους πρέπει κανείς να σκοτώσει για να χαρακτηριστεί μαζικός δολοφόνος και εγκληματίας πολέμου; Εκατό χιλιάδες; Είναι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός, θα μπορούσε να πει κανείς. Για αυτό θα ήταν δίκαιο να συρόταν ο Μπους και ο Μπλερ ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Αλλά ο Μπους είναι έξυπνος. Δεν έχει καν αναγνωρίσει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Ο Μπους έχει απειλήσει ότι θα στείλει τους πεζοναύτες αν βρεθεί ένας Αμερικανός στρατιώτης ή ένας Αμερικανός πολιτικός στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Αλλά ο Τόνι Μπλερ έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο και θα μπορούσε να περάσει από δίκη. Μπορούμε να δώσουμε στο Δικαστήριο την διεύθυνσή του, για την περίπτωση που ενδιαφερθεί να τον βρει. Η διεύθυνσή του είναι: Ντάουνινγκ Στριτ, 10, Λονδίνο.

Ο θάνατος δεν παίζει κανένα ρόλο σε αυτό το πλαίσιο. Για τον Μπους και τον Μπλερ είναι ο θάνατος ένα ασήμαντο γεγονός. Τουλάχιστον 100.000 Ιρακινοί σκοτώθηκαν από αμερικανικές βόμβες και αμερικανικούς πυραύλους πριν ξεκινήσει η ιρακινή επανάσταση. Οι άνθρωποι τους είναι αδιάφοροι. Ο θάνατός τους δεν υφίσταται. Είναι ένα κενό. Ούτε καν αναφέρονται ως νεκροί. «Δεν μετράμε πτώματα», είπε ο Αμερικανός στρατηγός Τόμι Φρανκς.
Στην αρχή της εισβολής δημοσίευσαν βρετανικές εφημερίδες στην πρώτη σελίδα τους μια φωτογραφία του Τόνι Μπλερ, που φιλούσε στο μάγουλο ένα μικρό αγόρι από το Ιράκ. «Ενα παιδί όλο ευγνωμοσύνη», έλεγε ο τίτλος. Μερικές μέρες αργότερα υπήρχε σε μια από τις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων ένα ρεπορτάζ και μια φωτογραφία ενός άλλου τετράχρονου αγοριού χωρίς χέρια. Ενας πύραυλος είχε ανατινάξει την οικογένειά του. Ηταν ο μόνος που επέζησε. «Πότε θα έχω τα χέρια μου ξανά;», αναρωτιότανε το παιδί. Δεν υπήρχαν περαιτέρω αναφορές. Λοιπόν, το αγόρι αυτό δεν το κράτησε στην αγκαλιά του ο Τόνι Μπλερ, ούτε κάποιο άλλο ακρωτηριασμένο παιδί ή κάποιο ματωμένο πτώμα. Το αίμα είναι βρώμικο. Λερώνει το πουκάμισο και την γραβάτα σου ενώ θέλεις να σταθείς μπροστά στις κάμερες και να προχωρήσεις σε δηλώσεις.

Οι 2.000 νεκροί Αμερικανοί είναι ένα πρόβλημα. Νύχτα τους μεταφέρουν στα μνήματά τους. Η κηδεία γίνεται διακριτικά, σε κάποιο ασφαλές μέρος. Οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν στα κρεβάτια τους, μερικοί από αυτούς για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Και οι νεκροί και οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν, σε διαφορετικά μνήματα οι μεν από τους δε.



"Μπροστά σας είδα το αίμα"

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από ένα ποίημα του Πάμπλο Νερούδα: «Εξηγώ ορισμένα πράγματα» Από: Πάμπλο Νερούδα, «Tercera Residencia», 1947

Και μια μέρα τυλίχτηκαν όλα στις φλόγες
και ένα πρωινό οι πυρές
από τη γη ξεπετάχτηκαν
καταβροχθίζοντας υπάρξεις,
και από τότε φωτιά
μπαρούτι από τότε
και από τότε αίμα υπάρχει.
Συμμορίτες με αεροπλάνα και με μαυριτανούς
συμμορίτες με δαχτυλίδια και με δούκισσες
συμμορίτες με μαύρους μοναχούς που ευλογούσαν
ήρθαν από τον ουρανό παιδιά για να σκοτώσουν
και στους δρόμους των παιδιών το αίμα
απλά κυλούσε όπως κυλάει των παιδιών το αίμα.

Τσακάλια που ένα τσακάλι απαρνιόταν
πέτρες που το ξηρό πουρνάρι φτύνοντας δάγκανε
οχιές που οι οχιές περιφρονούσαν!

Μπροστά σας είδα το αίμα
της Ισπανίας να εξεγείρετε
για να σας πνίξει με ένα του κύμα μόνο
με ένα κύμα περηφάνιας και μαχαιριών!

Στρατηγοί
προδότες:
το σπίτι το νεκρό μου κοιτάξτε
κοιτάξτε την διαλυμένη Ισπανία μου:
μα μέταλλο φλεγόμενο από κάθε σπίτι νεκρό αναδύεται
αντί για άνθη,
μα από κάθε της Ισπανίας κενό
η Ισπανία αναδύεται,
μα από κάθε παιδί νεκρό μια καραμπίνα με μάτια ξεπηδάει,
μα κάθε έγκλημα σφαίρες γεννάει
που μια μέρα την θέση θα βρουν
της καρδιάς σας.

Ρωτάτε γιατί ποτέ η ποίηση η δική του
δεν μας μιλά για όνειρα, για φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της πατρικής του γης;

Ελάτε το αίμα στους δρόμους να αντικρίσετε,
ελάτε να δείτε
το αίμα στους δρόμους,
ελάτε λοιπόν να δείτε το αίμα
που κυλάει στους δρόμους!

Θέλω αν πω, για να μην δημιουργηθεί κάποια παρεξήγηση, ότι αναφέροντας το ποίημα του Νερούδα σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνω την δημοκρατική Ισπανία με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσείν. Αναφέρομαι στο Νερούδα επειδή πουθενά αλλού στην σύγχρονη λυρική ποίηση δεν διάβασα ποτέ μια τόσο συγκλονιστική και αληθινή περιγραφή του βομβαρδισμού αμάχων.
Είπα νωρίτερα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγουν τα χαρτιά τους χωρίς να ντρέπονται. Ετσι είναι. Η επίσημη πολιτική τους αυτοπροσδιορίζεται ως «κυριαρχία σε όλο το φάσμα». Η έννοια αυτή δεν είναι δική μου, αλλά δική τους. «Κυριαρχία σε όλο το φάσμα» σημαίνει έλεγχος της ξηράς, της θάλασσας, του αέρα, του σύμπαντος και όλων των πηγών πρώτων υλών.

Οι ΗΠΑ διαθέτουν σε 132 χώρες του πλανήτη συνολικά 702 στρατιωτικές βάσεις. Να τονίσουμε ότι βάσεις τέτοιες δεν υπάρχουν στην Σουηδία. Δεν ξέρουμε πως ακριβώς έφτασαν στο σημείο να τις ιδρύσουνε, αλλά πάντως βρίσκονται εκεί που είναι.

Οι ΗΠΑ διαθέτουν 8.000 ενεργείς πυρηνικές κεφαλές έτοιμες να χρησιμοποιηθούν. Οι 2.000 από αυτές είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή και μπορούν να πυροδοτηθούν μέσα σε 15 λεπτά. Τώρα κατασκευάζονται νέα συστήματα πυρηνικών όπλων που ονομάζονται «θραύστες καταφυγίων». Οι πάντα πρόθυμοι για συνεργασία Βρετανοί σχεδιάζουν να αντικαταστήσουν τον δικό τους πυρηνικό πύραυλο «τρίαινα». Αναρωτιέμαι ποιον έχουν βάλει στο στόχαστρο. Τον Οσάμα Μπιν Λάντεν; Εσάς; Εμένα; Τον Τζόε Ντόουκς; Την Κίνα; Το Παρίσι; Ποιος μπορεί αυτά να τα ξέρει; Ενα πράγμα γνωρίζουμε πάντως, ότι αυτή η παιδική τρέλα –η κατοχή και η χρήση πυρηνικών όπλων– αποτελεί τον πυρήνα της σημερινής πολιτικής φιλοσοφίας της Αμερικής. Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται διαρκώς σε πόλεμο και ότι δεν έχουν δώσει καμία ένδειξη ότι είναι πρόθυμες να αλλάξουν την στάση τους αυτή.

Αμέτρητες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ είναι αποδεδειγμένα αηδιασμένοι, ντροπιασμένοι και οργισμένοι από τις πράξεις της κυβέρνησής τους, αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα δεν αποτελούν μια ενιαία πολιτική δύναμη – όχι ακόμα. Αλλά η ανησυχία, η ανασφάλεια και ο φόβος που βλέπουμε καθημερινά να αυξάνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να μειωθούν.

Γνωρίζω ότι ο πρόεδρος Μπους διαθέτει αμέτρητους πολύ ικανούς ανθρώπους που γράφουν τους λόγους του, αλλά επιθυμώ να προσφερθώ εθελοντικά για αυτή την δουλειά. Προτείνω την εξής σύντομη ομιλία που μπορεί να παρουσιάσει στην τηλεόραση προς το έθνος. Τον βλέπω μπροστά μου: επίσημο, χτενισμένο στην τρίχα, σοβαρό, έτοιμο να σε κερδίσει, σωστό, πολλές φορές αποπλανητικό, συχνά με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, παραδόξως ελκυστικό. Να ένας πραγματικός άντρας.

«Ο Θεός είναι καλός. Ο Θεός είναι μεγάλος. Ο Θεός μου είναι καλός. Ο Θεός του Μπιν Λάντεν είναι κακός. Είναι ένας κακός Θεός. Ο Θεός του Σαντάμ θα ήταν κακός, αν είχε Θεό. Ηταν ένας βάρβαρος. Εμείς δεν είμαστε βάρβαροι. Εμείς δεν κόβουμε των ανθρώπων τα κεφάλια. Πιστεύουμε στην ελευθερία. Οπως πιστεύει και ο Θεός. Εγώ δεν είμαι βάρβαρος. Είμαι ο δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης ενός δημοκρατικού κράτους που αγαπάει την ελευθερία. Είμαστε μια φιλεύσπλαχνη κοινωνία. Εμείς θανατώνουμε φιλεύσπλαχνα στην ηλεκτρική καρέκλα ή με φιλεύσπλαχνες ενέσεις. Είμαστε ένα μεγάλο έθνος. Δεν είμαι δικτάτορας. Αυτός είναι. Δεν είμαι βάρβαρος. Αυτός είναι. Και εκείνος είναι. Ολοι αυτοί εκεί είναι. Διαθέτω ηθικό κύρος. Βλέπετε την γροθιά μου; Αυτή είναι το ηθικό μου κύρος. Και μην τολμήσετε να το ξεχάσετε».

Ο συγγραφέας

Η ζωή ενός συγγραφέα είναι μια σχεδόν απροστάτευτη ύπαρξη. Δεν χρειάζεται να χύσουμε δάκρυα για αυτό. Ο συγγραφέας κάνει την επιλογή του και δεν παραιτείται από αυτήν. Είναι αλήθεια ότι είναι εκτεθειμένος σε όλους τους ανέμους, και μερικοί από αυτούς είναι πράγματι παγεροί. Είναι εκτεθειμένος και βασίζεται μόνο στον εαυτό του. Δεν βρίσκει καταφύγιο, δεν βρίσκει κάλυψη –εκτός και αν λέει ψέματα–, και σε αυτή την περίπτωση έχει καλύψει ο ίδιος τον εαυτό του και τον μετέτρεψε, θα μπορούσε να πει κανείς, σε πολιτικό.
Σήμερα μίλησα πολλές φορές για τον θάνατο. Θα απαγγείλω τώρα ένα δικό μου ποίημα. Ονομάζεται «Θάνατος» Από: Χάρολντ Πίντερ, «Selected Poems», 1970.

Που βρέθηκε το σώμα το νεκρό;
Ποιος βρήκε το νεκρό σώμα;
Ηταν νεκρό το σώμα το νεκρό όταν βρέθηκε;
Πως βρέθηκε το νεκρό σώμα;

Ποιος ήταν ο νεκρός;

Ποιος ήταν ο πατέρας, η κόρη ή ο αδερφός
Ή ο θείος ή η αδερφή ή η μάνα ή ο γιος
Του νεκρού και εγκαταλελειμμένου σώματος;

Ηταν νεκρό το σώμα όταν εγκαταλείφτηκε;
Ηταν εγκαταλελειμμένο;
Ποιος το εγκατέλειψε;

Ηταν γυμνό το σώμα το νεκρό ή ντυμένο για ένα ταξίδι;

Τι σας ώθησε νεκρό να ανακηρύξετε το σώμα το νεκρό;
Ανακηρύξατε μήπως εσείς νεκρό το νεκρό σώμα;
Πόσο καλά γνωρίζατε το σώμα το νεκρό;
Πως γνωρίζατε ότι ήταν νεκρό το νεκρό σώμα;

Πλύνατε μήπως το σώμα το νεκρό
Του κλείσατε τα δυο του τα μάτια
Θάψατε το σώμα
Το εγκαταλείψατε
Φιλήσατε το νεκρό σώμα

Οταν κοιτάμε σε έναν καθρέφτη θεωρούμε ακριβής την εικόνα που μας ανταποδίδει το βλέμμα. Αλλά η εικόνα αλλάζει όταν μετακινηθούμε έστω και κατά ένα χιλιοστό. Στην ουσία βλέπουμε μια ατέρμονη σειρά αντικατοπτρισμών. Αλλά μερικές φορές πρέπει ο συγγραφέας να σπάσει τον καθρέφτη – γιατί αυτό που μας ανταποδίδει το βλέμμα από την άλλη πλευρά του καθρέφτη και μας κοιτάει στα μάτια είναι η αλήθεια.

Πιστεύω ότι η άφοβη, μη λανθάνουσα, έντονη πνευματική αποφασιστικότητα των πολιτών να ορίσουν την πραγματική πραγματικότητα της ζωής και της κοινωνίας μας συνιστά μια υποχρέωση που μας αφορά σε όλους, παρά τις υπάρχουσες κολοσσιαίες αντιξοότητες. Αυτό είναι όντως πολύ αναγκαίο.

Αν αυτή η αποφασιστικότητα δεν αντιπροσωπεύει το πολιτικό μας όραμα θα μείνουμε γυμνοί από κάθε ελπίδα να ανακτήσουμε αυτό που σχεδόν έχουμε πια χάσει – την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Vienna 1863 or Los Angeles 1992 ?

by Luukas Ilves



In the aftermath of the French riots, which saw the torching of thousands of cars and near-anarchic unrest through many of Paris’ poorer suburbs, laïcité – French secularism and egalitarianism – is dead. Or so the litany of critical voices that has emerged from the ashes would have us believe. Yet the hurdles that France must overcome to prevent a repetition of November’s events have far more in common with the challenges America’s ghettos pose than with the war on terrorism.


Far from articulating some vague ‘Muslim threat’ to Europe’s liberalism and freedom, the riots in Paris’ banlieux demonstrate the success of laïcité and integration. Nary an ounce of religious incitement was to be seen. The rioters wore not religious clothing but the hooded sweatshirts, t-shirts and jeans of their young peers throughout the world. The rioters formed small bands of familiars from their subdivisions who were as preoccupied with fighting other bands and maintaining their turf as with actions against the police. They did not attempt leaving their neighborhoods to wreak havoc on Paris proper, and they did not join together in one massive group riot. Their violence restricted itself to relatively safe (for them and others) vandalism. Their actions against the police constituted potshots, not a concerted effort to inflict harm: they threw bricks not bombs. And though the rioters were Muslim, they were not Muslims qua Muslims. Muslim religious leaders, immigrants outside of the affected banlieux, even (or particularly) older neighbors who watched the carnage – all joined Jacques Chirac, Nicholas Sarkozy and the entire French polity in unequivocally reprobating their acts. Yet this condemnation must not come out of a reaction to perceived opposition to France herself. When the youths chanted not the slogans of Intifada but the words of the French rap group Tandem, “J’baiserai la France jusqu’à c’qu’elle m’aime” – I will kiss France until she loves me – they expressed their disappointment at France’s unwillingness to take them in, but a disappointment nonetheless firmly rooted in this very desire to join, not oppose, the French polity. Commentators seem to be coming to a consensus that the French protests are profoundly secular, having far more in common with the Los Angeles riots of 1992 or French student riots in 1968 than with the London and Madrid bombings or the brutal execution of Theo van Gogh.


The riots’ origin in very firm grievances against the French state rules out certain responses and courses of action as wholly inappropriate. The concurrence of these events with bombings in Europe and ongoing turmoil in predominantly Muslim countries around the world makes us itch to ask again what has become la question qui tue – the most biting question: “how does a liberal society accommodate those of its members who refuse to accept that very liberalism?” Yet this question, predicated on Muslim illiberalism, can only lead to unnecessary crackdowns that themselves undermine liberalism. France, setting an example for the rest of Europe, has been quite effective at policing its Muslim preachers and ensuring that they do not incite hatred or violence. But France cannot now overstep the boundary between necessary restrictions and undue burdens. The ban on headscarves in French schools was already discriminatory – further such restrictions would verge on persecution. Nor would restrictions on immigration help deal with agitated French citizens who were born in France, live in France, and speak French as their first language.


Rather, France needs to treat its disaffected population as a social problem. Residents of these poor suburbs need access to better schooling. The American experience has taught us that high-rise public housing fails – and that the housing projects of France’s suburbs must be replaced by private, moderate housing. The list of such urban reforms goes on, but is in no way remarkable or original.


Still, calls to artificially increase the Muslim population’s representation in the workplace, schools etc… - affirmative action – should be resisted. If France is to stay true not only to laïcité, but also egalité and liberté, change may not come at the expense of undermining those very ideals.


Faced with violent conflict that seems to stem from a fundamental ideological clash, it is tempting to over-dramatize the situation or offer polar solutions. Yet France’s solution lies in eschewing culture clash for moderation, reaffirming secularism and egalitarianism, and directly addressing its social problems.

The Stanford Review

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2005

Προδότες στη σφαγή των Kαλαβρύτων

Tαγματασφαλίτες πρωταγωνίστησαν στο Ολοκαύτωμα

«Mαζί με το τάγμα του Eμπερσμπέργκερ βρίσκονταν και 300 γερμανοντυμένοι Έλληνες» λέει ο 93χρονος Γ. Λαμπρόπουλος

Για να μην ξεχνάμε!

Χρειάζεται τέχνη, τύχη και τόλμη για να κατονομάσεις τους μαλάκες!


Το λιοντάρι του χειμώνα

Με τον ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ

Λίγα πράγματα είχαν τη δύναμη και την αξία του λόγου που έγραψε ο Χάρολντ Πίντερ για την τελετή του Νόμπελ, σήμερα. Δόθηκε πριν από 5 μέρες στη δημοσιότητα και χτύπησε σαν αστροπελέκι τη συνείδηση του υπνωτισμένου κόσμου. Ουσιαστικά ήταν μια δραματική πύκνωση της πολιτικής του στάσης τα τελευταία χρόνια. Που τη χαρακτηρίζει ένα πράγμα: σκέφτεται την κατάσταση από την αρχή, χωρίς να θεωρεί δεδομένο τίποτα. Σκέφτεται δηλαδή το πράγμα από τη ρίζα του - είναι ριζοσπαστικός με την κυριολεξία του όρου.

Από κάθε άποψη με ανακουφίζει. Υπάρχει ένας μαύρος μανδύας που τυλίγει τον πλανήτη, τον πήζει από νύχτα: είναι το μανιπουλάρισμα των media. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, αλλά η εικόνα τους. Δεν υπάρχουν γεγονότα, αλλά ανταποκρίσεις. Μια γιγαντιαία μάκινα στήνεται νυχθημερόν για να κοπεί και να ραφτεί η «αλήθεια». Για να βαφτούν πρόσωπα. Να δοξαστούν δολοφόνοι. Να συκοφαντηθούν οι αντιρρησίες. Είναι τόσο πολυπλόκαμος, πολυάριθμος και πολύσημος ο μηχανισμός, που η κριτική της εικονικής πραγματικότητας, μοιραία, στέκεται στα επιμέρους, πιάνει το νόθο νήμα από τη μέση ή την άκρη του.

Χρειάζεται αθωότητα παιδιού και λιονταρίσια καρδιά για να δεις το ψέμα ολόκληρο -μετέωρο με τις ρίζες του στον αέρα. Να δεις όλους τους ηθοποιούς ταυτόχρονα πάνω στη σκηνή, τη διαπλοκή των ρόλων τους, πώς η μια ατάκα απαντάει στην άλλη, πώς τα σκηνικά εναλλάσσονται για να οδηγήσουν στο κοινό, μοιραίο τέλος. Χρειάζεται να είσαι έξω από τη διαδικασία του πλουτισμού, τα μαύρα μεγαλεία, τα παιχνιδάκια της κοινωνίας. Χρειάζεται να είσαι καλλιτέχνης ή τρελός, παιδί με ζόρια ή βαριά άρρωστος. Να μην έχεις τίποτα να χάσεις από αυτά που, αν τα χάσεις, δεν έχασες και τίποτα. Για να μπορέσεις να συλλαβίσεις το ψέμα σαν κάτι εξωφρενικό. Και να δεις ότι ο κύριος που μιλά με στόμφο, φρενήρης κάτω από την κορόνα του, λέει απλώς μαλακίες.

Αυτά είναι βεβαίως γενικότητες. Το ουσιώδες, στην περίπτωση του Πίντερ, που αναβαθμίζει το λόγο του από τη ρητορεία στον ακτιβισμό, είναι ότι κατονομάζει το κακό. Μιλά συγκεκριμένα. Αυτός, που αγαπά το κρίκετ και τη λεπτομέρεια, μισεί τις γλύκες και θέλει να είναι χρήσιμος. Μιλά για το πόσο αμέριμνα εγκληματεί ο Μπους, πόσο ταπεινωμένο κι άδοξο είναι το σκυλάκι της Μεγάλης Βρετανίας. Δεν είναι τυχαίο ούτε παράδοξο ότι οι εικόνες που χρησιμοποιεί θυμίζουν το βίντεο κλιπ ενός άλλου, θυμωμένου καλλιτέχνη: του Τζορτζ Μάικλ. Διότι αυτό είναι θυμός -όχι μόνο να γράφεις δεκαπεντασύλλαβους για την οργή- αλλά και να τα βάζεις με τον κορυφαίο δυνάστη σου: την Εταιρεία!

Αυτή η ολική κριτική του συστήματος είναι ανακουφιστική, διότι απαντά σε μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Να ανατραπούν και να ξαναμοιραστούνε όλα. Η Δύση έχει τα καλά της, αλλά γέρασε. Σάπισε. Κυλάει στο έγκλημα και τη γενοκτονία - και το βαφτίζει διεθνές δίκαιο. Στην Ελλάδα, που είναι ακόμα πιο ζαλισμένη κι άμαθη, πνευματικοί άνθρωποι ή καλλιτέχνες με κότσια δεν υπάρχουν, να βγουν και να ΚΑΤΟΝΟΜΑΣΟΥΝ την ασκήμια. Το ψέμα. Και το έγκλημα. Λίγες φωνές στο αντεργκράουντ μόνο, που γρήγορα το σύστημα τις παίρνει, τις μιμείται και τις προσοικειοί.

Ομως η ανάγκη υπάρχει. Κι όταν η Τέχνη και το Πνεύμα δεν την εκφράζουν, την εκφράζει το πεζοδρόμιο. Ο δρόμος. Σπασμωδικά και βίαια.

Στο site του BBC υπάρχει ολόκληρος ο λόγος του Πίντερ (και η αναφορά του στη δικτατορία των Ελλήνων συνταγματαρχών, που ξελεχώνιασε κάτω απ' το χνώτο της Αμερικής, στο στάβλο). Γενικώς, στο Ιντερνετ, μέσω του Google, υπάρχουν καταπληκτικά κομμάτια γι' αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο.


Αυτή είναι η ζωή σου Μαλάκα!

«Οι μέρες που πέρασαν χάρισαν σ' αυτό τον ταλαιπωρημένο τόπο την ησυχία και τη σταθερότητα που χρειαζόταν. Οσοι είναι νέοι αυτό τον καιρό, θα 'χουν μεθαύριο να μιλάνε στα παιδιά τους για την 21η Απριλίου(...) Εχουμε, και το ξέρετε, μια εθνική κυβέρνηση, που οδηγεί όλους εμάς τους ταλαιπωρημένους Ελληνες σε κάτι πιο σωστό και σταθερό».


Γεύση από άρθρο-διαπιστευτήριο στη Χούντα για την κυριαρχία του στην τηλεόραση, στη στήλη «Από τον Μαστ με αγάπη» (με φωτογραφία του) στο περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί» στις 10 Μαΐου 1967. Αφιερώνεται σ' αυτούς (μερικούς τουλάχιστον) που χαριεντίζονται μαζί του στο νέο-μπαγιάτικο σαββατιάτικο χαβαλέ-σόου του. («Επιστρέφουμε στην εποχή της αθωότητας» ακούστηκε να λέει. Αθωότητα η εποχή της τυραννίας!)

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2005

Urban Audit

The Urban Audit collects information on the living conditions in 258 large and medium-sized cities within the European Union and the candidate countries (EU27). The Urban Audit builds upon the success of the Urban Audit Pilot Project (1997-2000) which demonstrated that the collection of comparable urban statistics across the EU was feasible and useful.

One of the main goals of the Urban Audit is to allow mayors and other locally elected officials to compare their city directly with other cities in Europe. Such comparisons can facilitate the exchange of experience and improve the quality of local urban policies.

Ολόκληρο το κείμενο κατά των Τύραννων της Γης

Αύριο στον Αγγελιοφόρο

Ολόκληρη η ομιλία του Harold Pinter (αγγλ.)


Harold Pinter – Nobel Lecture
Art, Truth & Politics


In 1958 I wrote the following:


'There are no hard distinctions between what is real and what is unreal, nor between what is true and what is false. A thing is not necessarily either true or false; it can be both true and false.'


I believe that these assertions still make sense and do still apply to the exploration of reality through art. So as a writer I stand by them but as a citizen I cannot. As a citizen I must ask: What is true? What is false?


Truth in drama is forever elusive. You never quite find it but the search for it is compulsive. The search is clearly what drives the endeavour. The search is your task. More often than not you stumble upon the truth in the dark, colliding with it or just glimpsing an image or a shape which seems to correspond to the truth, often without realising that you have done so. But the real truth is that there never is any such thing as one truth to be found in dramatic art. There are many. These truths challenge each other, recoil from each other, reflect each other, ignore each other, tease each other, are blind to each other. Sometimes you feel you have the truth of a moment in your hand, then it slips through your fingers and is lost.


I have often been asked how my plays come about. I cannot say. Nor can I ever sum up my plays, except to say that this is what happened. That is what they said. That is what they did.


Most of the plays are engendered by a line, a word or an image. The given word is often shortly followed by the image. I shall give two examples of two lines which came right out of the blue into my head, followed by an image, followed by me.


The plays are The Homecoming and Old Times. The first line of The Homecoming is 'What have you done with the scissors?' The first line of Old Times is 'Dark.'


In each case I had no further information.


In the first case someone was obviously looking for a pair of scissors and was demanding their whereabouts of someone else he suspected had probably stolen them. But I somehow knew that the person addressed didn't give a damn about the scissors or about the questioner either, for that matter.


'Dark' I took to be a description of someone's hair, the hair of a woman, and was the answer to a question. In each case I found myself compelled to pursue the matter. This happened visually, a very slow fade, through shadow into light.


I always start a play by calling the characters A, B and C.


In the play that became The Homecoming I saw a man enter a stark room and ask his question of a younger man sitting on an ugly sofa reading a racing paper. I somehow suspected that A was a father and that B was his son, but I had no proof. This was however confirmed a short time later when B (later to become Lenny) says to A (later to become Max), 'Dad, do you mind if I change the subject? I want to ask you something. The dinner we had before, what was the name of it? What do you call it? Why don't you buy a dog? You're a dog cook. Honest. You think you're cooking for a lot of dogs.' So since B calls A 'Dad' it seemed to me reasonable to assume that they were father and son. A was also clearly the cook and his cooking did not seem to be held in high regard. Did this mean that there was no mother? I didn't know. But, as I told myself at the time, our beginnings never know our ends.


'Dark.' A large window. Evening sky. A man, A (later to become Deeley), and a woman, B (later to become Kate), sitting with drinks. 'Fat or thin?' the man asks. Who are they talking about? But I then see, standing at the window, a woman, C (later to become Anna), in another condition of light, her back to them, her hair dark.


It's a strange moment, the moment of creating characters who up to that moment have had no existence. What follows is fitful, uncertain, even hallucinatory, although sometimes it can be an unstoppable avalanche. The author's position is an odd one. In a sense he is not welcomed by the characters. The characters resist him, they are not easy to live with, they are impossible to define. You certainly can't dictate to them. To a certain extent you play a never-ending game with them, cat and mouse, blind man's buff, hide and seek. But finally you find that you have people of flesh and blood on your hands, people with will and an individual sensibility of their own, made out of component parts you are unable to change, manipulate or distort.


So language in art remains a highly ambiguous transaction, a quicksand, a trampoline, a frozen pool which might give way under you, the author, at any time.


But as I have said, the search for the truth can never stop. It cannot be adjourned, it cannot be postponed. It has to be faced, right there, on the spot.


Political theatre presents an entirely different set of problems. Sermonising has to be avoided at all cost. Objectivity is essential. The characters must be allowed to breathe their own air. The author cannot confine and constrict them to satisfy his own taste or disposition or prejudice. He must be prepared to approach them from a variety of angles, from a full and uninhibited range of perspectives, take them by surprise, perhaps, occasionally, but nevertheless give them the freedom to go which way they will. This does not always work. And political satire, of course, adheres to none of these precepts, in fact does precisely the opposite, which is its proper function.


In my play The Birthday Party I think I allow a whole range of options to operate in a dense forest of possibility before finally focussing on an act of subjugation.


Mountain Language pretends to no such range of operation. It remains brutal, short and ugly. But the soldiers in the play do get some fun out of it. One sometimes forgets that torturers become easily bored. They need a bit of a laugh to keep their spirits up. This has been confirmed of course by the events at Abu Ghraib in Baghdad. Mountain Language lasts only 20 minutes, but it could go on for hour after hour, on and on and on, the same pattern repeated over and over again, on and on, hour after hour.


Ashes to Ashes, on the other hand, seems to me to be taking place under water. A drowning woman, her hand reaching up through the waves, dropping down out of sight, reaching for others, but finding nobody there, either above or under the water, finding only shadows, reflections, floating; the woman a lost figure in a drowning landscape, a woman unable to escape the doom that seemed to belong only to others.


But as they died, she must die too.


Political language, as used by politicians, does not venture into any of this territory since the majority of politicians, on the evidence available to us, are interested not in truth but in power and in the maintenance of that power. To maintain that power it is essential that people remain in ignorance, that they live in ignorance of the truth, even the truth of their own lives. What surrounds us therefore is a vast tapestry of lies, upon which we feed.


As every single person here knows, the justification for the invasion of Iraq was that Saddam Hussein possessed a highly dangerous body of weapons of mass destruction, some of which could be fired in 45 minutes, bringing about appalling devastation. We were assured that was true. It was not true. We were told that Iraq had a relationship with Al Quaeda and shared responsibility for the atrocity in New York of September 11th 2001. We were assured that this was true. It was not true. We were told that Iraq threatened the security of the world. We were assured it was true. It was not true.


The truth is something entirely different. The truth is to do with how the United States understands its role in the world and how it chooses to embody it.


But before I come back to the present I would like to look at the recent past, by which I mean United States foreign policy since the end of the Second World War. I believe it is obligatory upon us to subject this period to at least some kind of even limited scrutiny, which is all that time will allow here.


Everyone knows what happened in the Soviet Union and throughout Eastern Europe during the post-war period: the systematic brutality, the widespread atrocities, the ruthless suppression of independent thought. All this has been fully documented and verified.


But my contention here is that the US crimes in the same period have only been superficially recorded, let alone documented, let alone acknowledged, let alone recognised as crimes at all. I believe this must be addressed and that the truth has considerable bearing on where the world stands now. Although constrained, to a certain extent, by the existence of the Soviet Union, the United States' actions throughout the world made it clear that it had concluded it had carte blanche to do what it liked.


Direct invasion of a sovereign state has never in fact been America's favoured method. In the main, it has preferred what it has described as 'low intensity conflict'. Low intensity conflict means that thousands of people die but slower than if you dropped a bomb on them in one fell swoop. It means that you infect the heart of the country, that you establish a malignant growth and watch the gangrene bloom. When the populace has been subdued – or beaten to death – the same thing – and your own friends, the military and the great corporations, sit comfortably in power, you go before the camera and say that democracy has prevailed. This was a commonplace in US foreign policy in the years to which I refer.


The tragedy of Nicaragua was a highly significant case. I choose to offer it here as a potent example of America's view of its role in the world, both then and now.


I was present at a meeting at the US embassy in London in the late 1980s.


The United States Congress was about to decide whether to give more money to the Contras in their campaign against the state of Nicaragua. I was a member of a delegation speaking on behalf of Nicaragua but the most important member of this delegation was a Father John Metcalf. The leader of the US body was Raymond Seitz (then number two to the ambassador, later ambassador himself). Father Metcalf said: 'Sir, I am in charge of a parish in the north of Nicaragua. My parishioners built a school, a health centre, a cultural centre. We have lived in peace. A few months ago a Contra force attacked the parish. They destroyed everything: the school, the health centre, the cultural centre. They raped nurses and teachers, slaughtered doctors, in the most brutal manner. They behaved like savages. Please demand that the US government withdraw its support from this shocking terrorist activity.'


Raymond Seitz had a very good reputation as a rational, responsible and highly sophisticated man. He was greatly respected in diplomatic circles. He listened, paused and then spoke with some gravity. 'Father,' he said, 'let me tell you something. In war, innocent people always suffer.' There was a frozen silence. We stared at him. He did not flinch.


Innocent people, indeed, always suffer.


Finally somebody said: 'But in this case “innocent people” were the victims of a gruesome atrocity subsidised by your government, one among many. If Congress allows the Contras more money further atrocities of this kind will take place. Is this not the case? Is your government not therefore guilty of supporting acts of murder and destruction upon the citizens of a sovereign state?'


Seitz was imperturbable. 'I don't agree that the facts as presented support your assertions,' he said.


As we were leaving the Embassy a US aide told me that he enjoyed my plays. I did not reply.


I should remind you that at the time President Reagan made the following statement: 'The Contras are the moral equivalent of our Founding Fathers.'


The United States supported the brutal Somoza dictatorship in Nicaragua for over 40 years. The Nicaraguan people, led by the Sandinistas, overthrew this regime in 1979, a breathtaking popular revolution.


The Sandinistas weren't perfect. They possessed their fair share of arrogance and their political philosophy contained a number of contradictory elements. But they were intelligent, rational and civilised. They set out to establish a stable, decent, pluralistic society. The death penalty was abolished. Hundreds of thousands of poverty-stricken peasants were brought back from the dead. Over 100,000 families were given title to land. Two thousand schools were built. A quite remarkable literacy campaign reduced illiteracy in the country to less than one seventh. Free education was established and a free health service. Infant mortality was reduced by a third. Polio was eradicated.

The United States denounced these achievements as Marxist/Leninist subversion. In the view of the US government, a dangerous example was being set. If Nicaragua was allowed to establish basic norms of social and economic justice, if it was allowed to raise the standards of health care and education and achieve social unity and national self respect, neighbouring countries would ask the same questions and do the same things. There was of course at the time fierce resistance to the status quo in El Salvador.


I spoke earlier about 'a tapestry of lies' which surrounds us. President Reagan commonly described Nicaragua as a 'totalitarian dungeon'. This was taken generally by the media, and certainly by the British government, as accurate and fair comment. But there was in fact no record of death squads under the Sandinista government. There was no record of torture. There was no record of systematic or official military brutality. No priests were ever murdered in Nicaragua. There were in fact three priests in the government, two Jesuits and a Maryknoll missionary. The totalitarian dungeons were actually next door, in El Salvador and Guatemala. The United States had brought down the democratically elected government of Guatemala in 1954 and it is estimated that over 200,000 people had been victims of successive military dictatorships.


Six of the most distinguished Jesuits in the world were viciously murdered at the Central American University in San Salvador in 1989 by a battalion of the Alcatl regiment trained at Fort Benning, Georgia, USA. That extremely brave man Archbishop Romero was assassinated while saying mass. It is estimated that 75,000 people died. Why were they killed? They were killed because they believed a better life was possible and should be achieved. That belief immediately qualified them as communists. They died because they dared to question the status quo, the endless plateau of poverty, disease, degradation and oppression, which had been their birthright.


The United States finally brought down the Sandinista government. It took some years and considerable resistance but relentless economic persecution and 30,000 dead finally undermined the spirit of the Nicaraguan people. They were exhausted and poverty stricken once again. The casinos moved back into the country. Free health and free education were over. Big business returned with a vengeance. 'Democracy' had prevailed.


But this 'policy' was by no means restricted to Central America. It was conducted throughout the world. It was never-ending. And it is as if it never happened.


The United States supported and in many cases engendered every right wing military dictatorship in the world after the end of the Second World War. I refer to Indonesia, Greece, Uruguay, Brazil, Paraguay, Haiti, Turkey, the Philippines, Guatemala, El Salvador, and, of course, Chile. The horror the United States inflicted upon Chile in 1973 can never be purged and can never be forgiven.


Hundreds of thousands of deaths took place throughout these countries. Did they take place? And are they in all cases attributable to US foreign policy? The answer is yes they did take place and they are attributable to American foreign policy. But you wouldn't know it.


It never happened. Nothing ever happened. Even while it was happening it wasn't happening. It didn't matter. It was of no interest. The crimes of the United States have been systematic, constant, vicious, remorseless, but very few people have actually talked about them. You have to hand it to America. It has exercised a quite clinical manipulation of power worldwide while masquerading as a force for universal good. It's a brilliant, even witty, highly successful act of hypnosis.

I put to you that the United States is without doubt the greatest show on the road. Brutal, indifferent, scornful and ruthless it may be but it is also very clever. As a salesman it is out on its own and its most saleable commodity is self love. It's a winner. Listen to all American presidents on television say the words, 'the American people', as in the sentence, 'I say to the American people it is time to pray and to defend the rights of the American people and I ask the American people to trust their president in the action he is about to take on behalf of the American people.'

It's a scintillating stratagem. Language is actually employed to keep thought at bay. The words 'the American people' provide a truly voluptuous cushion of reassurance. You don't need to think. Just lie back on the cushion. The cushion may be suffocating your intelligence and your critical faculties but it's very comfortable. This does not apply of course to the 40 million people living below the poverty line and the 2 million men and women imprisoned in the vast gulag of prisons, which extends across the US.


The United States no longer bothers about low intensity conflict. It no longer sees any point in being reticent or even devious. It puts its cards on the table without fear or favour. It quite simply doesn't give a damn about the United Nations, international law or critical dissent, which it regards as impotent and irrelevant. It also has its own bleating little lamb tagging behind it on a lead, the pathetic and supine Great Britain.


What has happened to our moral sensibility? Did we ever have any? What do these words mean? Do they refer to a term very rarely employed these days – conscience? A conscience to do not only with our own acts but to do with our shared responsibility in the acts of others? Is all this dead? Look at Guantanamo Bay. Hundreds of people detained without charge for over three years, with no legal representation or due process, technically detained forever. This totally illegitimate structure is maintained in defiance of the Geneva Convention. It is not only tolerated but hardly thought about by what's called the 'international community'. This criminal outrage is being committed by a country, which declares itself to be 'the leader of the free world'. Do we think about the inhabitants of Guantanamo Bay? What does the media say about them? They pop up occasionally – a small item on page six. They have been consigned to a no man's land from which indeed they may never return. At present many are on hunger strike, being force-fed, including British residents. No niceties in these force-feeding procedures. No sedative or anaesthetic. Just a tube stuck up your nose and into your throat. You vomit blood. This is torture. What has the British Foreign Secretary said about this? Nothing. What has the British Prime Minister said about this? Nothing. Why not? Because the United States has said: to criticise our conduct in Guantanamo Bay constitutes an unfriendly act. You're either with us or against us. So Blair shuts up.


The invasion of Iraq was a bandit act, an act of blatant state terrorism, demonstrating absolute contempt for the concept of international law. The invasion was an arbitrary military action inspired by a series of lies upon lies and gross manipulation of the media and therefore of the public; an act intended to consolidate American military and economic control of the Middle East masquerading – as a last resort – all other justifications having failed to justify themselves – as liberation. A formidable assertion of military force responsible for the death and mutilation of thousands and thousands of innocent people.


We have brought torture, cluster bombs, depleted uranium, innumerable acts of random murder, misery, degradation and death to the Iraqi people and call it 'bringing freedom and democracy to the Middle East'.


How many people do you have to kill before you qualify to be described as a mass murderer and a war criminal? One hundred thousand? More than enough, I would have thought. Therefore it is just that Bush and Blair be arraigned before the International Criminal Court of Justice. But Bush has been clever. He has not ratified the International Criminal Court of Justice. Therefore if any American soldier or for that matter politician finds himself in the dock Bush has warned that he will send in the marines. But Tony Blair has ratified the Court and is therefore available for prosecution. We can let the Court have his address if they're interested. It is Number 10, Downing Street, London.


Death in this context is irrelevant. Both Bush and Blair place death well away on the back burner. At least 100,000 Iraqis were killed by American bombs and missiles before the Iraq insurgency began. These people are of no moment. Their deaths don't exist. They are blank. They are not even recorded as being dead. 'We don't do body counts,' said the American general Tommy Franks.


Early in the invasion there was a photograph published on the front page of British newspapers of Tony Blair kissing the cheek of a little Iraqi boy. 'A grateful child,' said the caption. A few days later there was a story and photograph, on an inside page, of another four-year-old boy with no arms. His family had been blown up by a missile. He was the only survivor. 'When do I get my arms back?' he asked. The story was dropped. Well, Tony Blair wasn't holding him in his arms, nor the body of any other mutilated child, nor the body of any bloody corpse. Blood is dirty. It dirties your shirt and tie when you're making a sincere speech on television.


The 2,000 American dead are an embarrassment. They are transported to their graves in the dark. Funerals are unobtrusive, out of harm's way. The mutilated rot in their beds, some for the rest of their lives. So the dead and the mutilated both rot, in different kinds of graves.


Here is an extract from a poem by Pablo Neruda, 'I'm Explaining a Few Things':

And one morning all that was burning,
one morning the bonfires
leapt out of the earth
devouring human beings
and from then on fire,
gunpowder from then on,
and from then on blood.
Bandits with planes and Moors,
bandits with finger-rings and duchesses,
bandits with black friars spattering blessings
came through the sky to kill children
and the blood of children ran through the streets
without fuss, like children's blood.

Jackals that the jackals would despise
stones that the dry thistle would bite on and spit out,
vipers that the vipers would abominate.

Face to face with you I have seen the blood
of Spain tower like a tide
to drown you in one wave
of pride and knives.

Treacherous
generals:
see my dead house,
look at broken Spain:
from every house burning metal flows
instead of flowers
from every socket of Spain
Spain emerges
and from every dead child a rifle with eyes
and from every crime bullets are born
which will one day find
the bull's eye of your hearts.

And you will ask: why doesn't his poetry
speak of dreams and leaves
and the great volcanoes of his native land.

Come and see the blood in the streets.
Come and see
the blood in the streets.
Come and see the blood
in the streets!*


Let me make it quite clear that in quoting from Neruda's poem I am in no way comparing Republican Spain to Saddam Hussein's Iraq. I quote Neruda because nowhere in contemporary poetry have I read such a powerful visceral description of the bombing of civilians.


I have said earlier that the United States is now totally frank about putting its cards on the table. That is the case. Its official declared policy is now defined as 'full spectrum dominance'. That is not my term, it is theirs. 'Full spectrum dominance' means control of land, sea, air and space and all attendant resources.


The United States now occupies 702 military installations throughout the world in 132 countries, with the honourable exception of Sweden, of course. We don't quite know how they got there but they are there all right.


The United States possesses 8,000 active and operational nuclear warheads. Two thousand are on hair trigger alert, ready to be launched with 15 minutes warning. It is developing new systems of nuclear force, known as bunker busters. The British, ever cooperative, are intending to replace their own nuclear missile, Trident. Who, I wonder, are they aiming at? Osama bin Laden? You? Me? Joe Dokes? China? Paris? Who knows? What we do know is that this infantile insanity – the possession and threatened use of nuclear weapons – is at the heart of present American political philosophy. We must remind ourselves that the United States is on a permanent military footing and shows no sign of relaxing it.


Many thousands, if not millions, of people in the United States itself are demonstrably sickened, shamed and angered by their government's actions, but as things stand they are not a coherent political force – yet. But the anxiety, uncertainty and fear which we can see growing daily in the United States is unlikely to diminish.


I know that President Bush has many extremely competent speech writers but I would like to volunteer for the job myself. I propose the following short address which he can make on television to the nation. I see him grave, hair carefully combed, serious, winning, sincere, often beguiling, sometimes employing a wry smile, curiously attractive, a man's man.


'God is good. God is great. God is good. My God is good. Bin Laden's God is bad. His is a bad God. Saddam's God was bad, except he didn't have one. He was a barbarian. We are not barbarians. We don't chop people's heads off. We believe in freedom. So does God. I am not a barbarian. I am the democratically elected leader of a freedom-loving democracy. We are a compassionate society. We give compassionate electrocution and compassionate lethal injection. We are a great nation. I am not a dictator. He is. I am not a barbarian. He is. And he is. They all are. I possess moral authority. You see this fist? This is my moral authority. And don't you forget it.'


A writer's life is a highly vulnerable, almost naked activity. We don't have to weep about that. The writer makes his choice and is stuck with it. But it is true to say that you are open to all the winds, some of them icy indeed. You are out on your own, out on a limb. You find no shelter, no protection – unless you lie – in which case of course you have constructed your own protection and, it could be argued, become a politician.


I have referred to death quite a few times this evening. I shall now quote a poem of my own called 'Death'.

Where was the dead body found?
Who found the dead body?
Was the dead body dead when found?
How was the dead body found?

Who was the dead body?

Who was the father or daughter or brother
Or uncle or sister or mother or son
Of the dead and abandoned body?


Was the body dead when abandoned?
Was the body abandoned?
By whom had it been abandoned?


Was the dead body naked or dressed for a journey?


What made you declare the dead body dead?
Did you declare the dead body dead?
How well did you know the dead body?
How did you know the dead body was dead?


Did you wash the dead body
Did you close both its eyes
Did you bury the body
Did you leave it abandoned
Did you kiss the dead body


When we look into a mirror we think the image that confronts us is accurate. But move a millimetre and the image changes. We are actually looking at a never-ending range of reflections. But sometimes a writer has to smash the mirror – for it is on the other side of that mirror that the truth stares at us.


I believe that despite the enormous odds which exist, unflinching, unswerving, fierce intellectual determination, as citizens, to define the real truth of our lives and our societies is a crucial obligation which devolves upon us all. It is in fact mandatory.


If such a determination is not embodied in our political vision we have no hope of restoring what is so nearly lost to us – the dignity of man.



* Extract from "I'm Explaining a Few Things" translated by Nathaniel Tarn, from Pablo Neruda: Selected Poems, published by Jonathan Cape, London 1970. Used by permission of The Random House Group Limited.

Σήμα αφύπνισης

ΔΡΙΜΥ ΚΑΤΗΓΟΡΩ απηύθυνε χθες ο Χάρολντ Πίντερ στην εγκληματική διεθνή πολιτική των ΗΠΑ με τον λόγο του για την αποδοχή του βραβείου Νόμπελ της Λογοτεχνίας, που του απονεμήθηκε. Δεν μίλησε για τη λογοτεχνία, όπως συνηθίζεται. Ούτε για προσωπικά βιώματα, αλλά ως πολίτης του κόσμου. Με δυνατή φωνή από το κρεβάτι του νοσοκομείου.

ΕΡΩΤΑ ο συγγραφέας τούς Τζορτζ Μπους και Τόνι Μπλερ, στον μαγνητοφωνημένο λόγο του, που ετοίμασε για να μεταδοθεί στην τελετή απονομής: Πόσους ανθρώπους πρέπει να σκοτώσετε προκειμένου να κερδίσετε επάξια τον χαρακτηρισμό τού κατά συρροήν δολοφόνου και του εγκληματία πολέμου;

Ο ΜΠΟΥΣ, τονίζει ο Πίντερ, «υπήρξε έξυπνος και δεν αναγνώρισε το Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου», γι' αυτό δεν μπορεί να προσαχθεί. «Ο Μπλερ, όμως, το αναγνώρισε και ως εκ τούτου μπορεί να προσαχθεί». Εδωσε και τη διεύθυνσή του. 10 Downing Street.

ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΕ ο Βρετανός συγγραφέας όλα τα ψέματα που ειπώθηκαν για να δικαιολογηθεί η επέμβαση στο Ιράκ. «Ζούμε πάνω σε ένα χαλί από ψέματα», είπε και κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι εξέθρεψαν και υποστήριξαν δικτάτορες στην Ινδονησία, την Ελλάδα, την Ουρουγουάη, τη Βραζιλία, την Αϊτή, την Τουρκία, τις Φιλιππίνες, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Χιλή. Και για τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους στις χώρες αυτές υπεύθυνη είναι η αμερικανική εξωτερική πολιτική.

ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΑΡΟ καταγγελτικό του λόγο απευθύνεται ο Χάρολντ Πίντερ στη συνείδηση των ελεύθερων ανθρώπων, αλλά προπαντός σε όσους δεν μιλούν για τα εγκλήματα των ΗΠΑ, που είναι «συστηματικά, διαρκή, διεφθαρμένα, ανήθικα, αμείλικτα». Δεν μιλούν, είπε, διότι η Αμερική «άσκησε μια κλινική χειραγώγηση παγκόσμιας εξουσίας, υποδυόμενη τη δύναμη του Καλού». Και είχε «υψηλό ποσοστό επιτυχίας» αυτή «η πράξη ύπνωσης».

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ άραγε συνυπεύθυνοι για την ύπνωση οι διανοούμενοι, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι επιστήμονες, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης εκείνων που συμμετέχουν στην «κλινική χειραγώγηση»; Εχουν κάποιο αποτέλεσμα οι όποιες αντιδράσεις που ακούγονται;

ΑΠΑΝΤΑ ο Χάρολντ Πίντερ με την ωμή γλώσσα της αλήθειας: Οι ΗΠΑ δεν φοβούνται, «δεν τους καίγεται καρφί για τον ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, την κριτική των διαφωνούντων. Εχουν δεμένο στο λουρί τους το κλαψιάρικο μικρό αρνάκι τους, την αξιολύπητη και νωθρή Μεγάλη Βρετανία».

ΤΟ «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» του ασυμβίβαστου συγγραφέα έχει και άλλους πολλούς αποδέκτες. Δεν αφορά μόνο τον Τζορτζ Μπους, τον Τόνι Μπλερ, τους υποτακτικούς τους, την κυνική αμερικανική πολιτική, αλλά και όσους κλείνουν τα μάτια στα κατά συρροήν εγκλήματα, στην κάθε είδους ηγεσία κάθε χώρας, σε όλους εκείνους που καθήκον έχουν να υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξία.

ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ και στιγμάτισε όσα στον αιώνα του βλέπει με την ελπίδα της αφύπνισης. Θα ακουστεί ο λόγος του ή ο τρομοκρατικός «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» έχει βουλώσει, εκτός από στόματα, και αυτιά;


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/12/2005

Πίντερ κατά Μπους - Μπλερ

Επιμέλεια: ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΑΡΚΑ - ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ο Νόμπελ ανακάλυψε τη δυναμίτιδα και για να εξιλεωθεί άφησε το κληροδότημά του για τα βραβεία υπέρ της Ανθρωπότητας. Χθες η μαγνητοσκοπημένη ομιλία του Χάρολντ Πίντερ (η επίσημη απονομή θα γίνει το Σάββατο) χάρισε στα βραβεία τη μυρωδιά της εφεύρεσης του ιδρυτή του: μπαρούτι και φωτιά στις ανθρώπινες συνειδήσεις.

Το περιεχόμενο της ομιλίας «Τέχνη, αλήθεια και πολιτική» που αναγκαστικά μεταδόθηκε απόντος του βαρύτατα ασθενούς δραματουργού είναι όχι μόνο ένα ήδη ιστορικό ντοκουμέντο (πρώτη φορά στην ιστορία του Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο αποδέκτης χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα και κάνει τέτοιες επισημάνσεις), αλλά ένα πολιτικό μανιφέστο και πάνω από όλα ένα δριμύτατο, εξοργισμένο και τεκμηριωμένο «κατηγορώ» για την πολιτική των ΗΠΑ από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά και για τη στάση που κρατά το «κλαψιάρικο αρνάκι τους» η Μεγάλη Βρετανία.
Αναφέρθηκε φυσικά στην εισβολή στο Ιράκ, φρόντισε όμως να κάνει και ολόκληρη την ιστορική αναδρομή του σκοτεινού ρόλου που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην επιβολή δικτατοριών ανά τον κόσμο -και ναι, αναφέρθηκε και στην Ελλάδα. Εκτοτε τα πράγματα επιδεινώθηκαν. Αν τότε οι ΗΠΑ δρούσαν παρασκηνιακά, σήμερα «με εξαιρετική θρασύτητα ανοίγουν όλα τα χαρτιά τους στο τραπέζι. Η δηλωμένη επισήμως πολιτική τους ορίζεται τώρα πλέον ως "κυριαρχία σε όλο το φάσμα"».

Ως προς τον Μπους και την τιμωρία του, σήκωσε τα χέρια ψηλά εναποθέτοντας τις ελπίδες του στους λίγους ακόμα Αμερικανούς πολίτες που τολμούν και αντιστέκονται. Ως προς τον Τόνι Μπλερ όμως, ο Βρετανός συγγραφέας ούτε λίγο ούτε πολύ, ζήτησε την προσαγωγή του στο Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου.
Και μπορεί η τέχνη να χρησιμοποιήθηκε στο λόγο του μόνον ως πεδίο διερεύνησης της αλήθειας από το ψέμα, μέσα όμως από την ομιλία του, η τέχνη ξαναβρήκε την πραγματική και ουσιαστική της υπόσταση: η τέχνη αφυπνίζει και ο Πίντερ κατ' εξοχήν φορέας ενός κοφτερού πολιτικού θεάτρου το γνωρίζει καλά.
Πώς αλήθεια να αισθάνθηκαν τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας των Νόμπελ αλλά και οι φετινοί νομπελίστες στην κατάμεστη αίθουσα στη Στοκχόλμη, ακούγοντας και βλέποντας σε σειρά από βιντεο-οθόνες, πολλαπλασιασμένο το είδωλο του Πίντερ, ενός Πίντερ καταβεβλημένου μεν από τα σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά παρόντα όσο ποτέ, να εξακοντίζει εναντίον των ΗΠΑ φράσεις όπως «κατά συρροήν δολοφόνοι», «εγκληματίες πολέμου», «αδίστακτοι, ανήθικοι καταπιεστές».
Ισως κι αυτό να είναι το κύκνειο άσμα ενός ανθρώπου που είτε με το θέατρό του, είτε με την ενεργό πολιτική δράση του πάντα έλεγε ανοιχτά και θαρραλέα την άποψή του. Η εικόνα του στις βιντεο-οθόνες της αίθουσας, απρόσβλητη ούτως ή άλλως από το μένος των ηγετών που χθες ουσιαστικά ξεμπρόστιασε, μοιάζει με την κατακλείδα στην ομιλία του: «Οταν κοιτάμε σε έναν καθρέφτη νομίζουμε ότι το είδωλο που μας αντικρίζει είναι ακριβές. Αλλά αν υποχωρήσουμε ένα χιλιοστό, το είδωλο αλλάζει. Ουσιαστικά κοιτάμε σε μια ατελείωτη διαδοχή αντανακλάσεων. Αλλά καμιά φορά ο συγγραφέας πρέπει να σπάσει τον καθρέφτη. Γιατί η αλήθεια μας κοιτά από την άλλη πλευρά του καθρέφτη».
Ο Πίντερ χθες έσπασε για άλλη μια φορά τον καθρέφτη και ζήτησε από όλους εμάς τους πολίτες να «δώσουμε τον ορισμό της πραγματικής αλήθειας της ζωής μας και των κοινωνιών μας. Αυτό είναι τελικά υποχρεωτικό. Εάν ένας τέτοιος ορισμός ενσωματωθεί στο πολιτικό όραμα του κόσμου έχουμε την ελπίδα να αποκαταστήσουμε ό,τι σχεδόν έχουμε χάσει: την αξιοπρέπειά μας».
Τον λόγο του και την ουσία διάνθισαν και δύο ποιήματα: το δικό του με τίτλο «Θάνατος», και αυτό του επίσης νομπελίστα και αγωνιστή Πάμπλο Νερούδα με τίτλο «Σας εξηγώ μερικά πράγματα» (από τη συλλογή «Tercera Residencia» ένα αντίστοιχο «κατηγορώ» στο φρανκικό καθεστώς).
Από τον ρέοντα και αφυπνιστικό λόγο του Πίντερ αναγκαστικά μόνο αποσπάσματα παραθέτουμε. Τα χαρακτηριστικότερα:
**«Το 1958 έγραψα: "Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Κάτι δεν είναι απαραίτητα, ή αλήθεια ή ψέμα. Μπορεί να είναι και τα δύο". Πιστεύω ότι οι λογικές αυτές διαπιστώσεις ισχύουν ακόμη και τίθενται σε εφαρμογή όταν εξερευνούμε την πραγματικότητα μέσα από την τέχνη. Ως συγγραφέας, επομένως, τις υποστηρίζω, ως πολίτης όμως δεν μπορώ. Πρέπει να ρωτήσω: Ποια είναι η αλήθεια; Ποιο το ψέμα;».
**«Αν στο πολιτικό θέατρο η αντικειμενικότητα είναι βασική και η αναζήτηση της αλήθειας εθιστική, γι' αυτό συναρπαστική, στον πολιτικό λόγο, όπως όλοι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αντί της αλήθειας, στόχος είναι η διατήρηση της εξουσίας. Για να επιτευχθεί αυτό, οι άνθρωποι πρέπει να αγνοούν την αλήθεια».
**«Μας περιβάλλει ένα απέραντο υφαντό από ψέματα, πάνω στο οποίο τρεφόμαστε και ζούμε. Οπως κάθε ένας από εσάς γνωρίζει, η δικαιολογία της επέμβασης στο Ιράκ ήταν ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν κατέχει επικίνδυνα όπλα μαζικής καταστροφής, τα οποία μπορούν να πυροδοτηθούν σε 45 λεπτά προκαλώντας τον όλεθρο. Μας διαβεβαίωσαν ότι ήταν αλήθεια. Δεν ήταν. Μας είπαν ότι το Ιράκ συνεργάζεται με την Αλ Κάιντα και είναι συνυπεύθυνο για την κτηνωδία της 11ης Σεπτεμβρίου. Μας διαβεβαίωσαν ότι ήταν αλήθεια. Δεν ήταν. Μας είπαν ότι το Ιράκ απειλεί την ασφάλεια του κόσμου. Μας διαβεβαίωσαν ότι ήταν αλήθεια. Δεν ήταν. Η αλήθεια είναι κάτι τελείως διαφορετικό και έχει να κάνει με το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους στον κόσμο και πώς επιλέγουν να τον εφαρμόσουν».
Η τραγωδία της Νικαράγουας
**Η ομιλία του περιλάμβανε και ένα περιστατικό στο οποίο ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς. Αφορούσε την τραγωδία της Νικαράγουας. Συνέβη προς το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν ο Χάρολντ Πίντερ συμμετείχε ως μέλος αντιπροσωπείας υπέρ της Νικαράγουας σε μία συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην αμερικανική πρεσβεία στο Λονδίνο. Εξέχον μέλος της αντιπροσωπείας ήταν ο ιερέας Τζον Μέτκαλφ. Επικεφαλής του αμερικανικού διπλωματικού σώματος ήταν ο Ρέιμοντ Σέιτζ (τότε νούμερο δύο στην πρεσβεία και αργότερα πρέσβης ο ίδιος στο Λονδίνο).
Ο ιερέας ως επικεφαλής ιεραποστολής στη βόρειο Νικαράγουα μίλησε για τα επιτεύγματά τους -την Εκκλησία, το ιατρικό και το πολιτιστικό κέντρο που έχτισαν, επιτεύγματα που «εν μια νυκτί ισοπέδωσαν οι Κόντρας, βιάζοντας τις νοσοκόμες, τις δασκάλες, σκοτώνοντας τους γιατρούς», και απηύθηνε έκκληση στην αμερικανική κυβέρνηση «να αποσύρει την υποστήριξή της στους φορείς μιας τέτοιας ακραίας τρομοκρατικής δραστηριότητας».
Τι απάντησε ο Ρέιμοντ Σέιτζ: "Αγαπητέ μου, αφήστε με να σας πω κάτι. Στους πολέμους πάντα υποφέρουν οι αθώοι". Κάποιος από την αποστολή κατάφερε να ψελλίσει: "Εάν το Κογκρέσο δώσει στους Κόντρας και άλλα λεφτά, και άλλες τέτοιες κτηνωδίες θα γίνουν. Δεν είναι, επομένως, η κυβέρνησή σας ένοχη"; Και ο Σέιτζ είπε: «Δεν συμφωνώ ότι τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς σας».
«Κλινική χειραγώγηση»
Εγκλήματα σαν κι αυτά ο Πίντερ θεωρεί ότι όχι μόνο δεν έχουν καταγραφεί στην επίσημη παγκόσμια ιστορία, αλλά ούτε στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Λέει:
**«Τα εγκλήματα των ΗΠΑ την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Σοβιετική Ενωση και την Ανατολική Ευρώπη, καταγράφηκαν επιφανειακά και δεν αναγνωρίστηκαν ούτε στο ελάχιστο ως εγκλήματα. Κι όμως. Ενορχηστρώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Και ήταν σαν να μη συνέβησαν ποτέ. Οι ΗΠΑ, υποστήριξαν και σε πολλές περιπτώσεις "έθρεψαν" κάθε ένα δικτάτορα μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αναφέρομαι στις χώρες Ινδονησία, Ελλάδα, Ουρουγουάη, Βραζιλία, Παραγουάη, Αϊτή, Τουρκία, Φιλιππίνες, Γουατεμάλα, Ελ Σαλβαδόρ και φυσικά, στη Χιλή. Δεν υπάρχει ούτε κάθαρση ούτε συγχώρεση για τις ΗΠΑ μετά τον τρόμο που επέβαλαν στη Χιλή το 1973».
* «Εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι σημειώθηκαν σ' αυτές τις χώρες. Συνέβησαν στ' αλήθεια; Και πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να τους αποδώσουμε στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική; Η απάντηση είναι ναι. Αλλά πώς θα μπορούσατε να το γνωρίζετε! Δεν έγινε ποτέ. Τίποτε δεν συνέβη. Ακόμη και τότε δεν συνέβαινε. Δεν είχε καμία σημασία. Τα εγκλήματα των ΗΠΑ υπήρξαν συστηματικά, διαρκή, διεφθαρμένα, ανήθικα, αμείλικτα. Αλλά ουσιαστικά ελάχιστοι άνθρωποι μίλησαν γι' αυτά. Κι αυτό οφείλεται στην Αμερική. Εξάσκησε μια κλινική χειραγώγηση παγκόσμιας εξουσίας, ενώ την ίδια στιγμή υποδυόταν τη δύναμη του παγκόσμιου καλού. Είναι μια λαμπρή, ευφυής, με υψηλό ποσοστό επιτυχίας, πράξη ύπνωσης».
Ευφυές τέχνασμα
**«Επιτυγχάνεται με ένα εξίσου ευφυές τέχνασμα. Τη γλώσσα. Η γλώσσα χρησιμοποιείται για να κρατά τη σκέψη σε απόσταση. Οι λέξεις "ο αμερικανικός λαός" (έκφραση που έχουν χρησιμοποιήσει όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι σε φράσεις όπως "λέω στον αμερικανικό λαό ότι είναι ώρα να προσευχηθούμε και να υπερισπιστούμε τα δικαιώματα του αμερικανικού λαού"...) παρέχουν έναν βολικό καθησυχασμό. Δεν χρειάζεται να σκέφτεται κανείς. Απλώς να βυθίζεται στον καναπέ του. Ο καναπές μπορεί να συνθλίβει την εξυπνάδα ή την κριτική σκέψη, αλλά είναι και εξαιρετικά άνετος. Αυτό δεν ισχύει βεβαίως για τα 40 εκατομμύρια Αμερικανών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ούτε για τα δύο εκατομμύρια αντρών και γυναικών που κρατούνται στα αχανή γκουλάγκ των αμερικανικών φυλακών».
**«Οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται όπως παλιά για διαμάχες χαμηλής έντασης. Ανοίγουν τα χαρτιά τους στο τραπέζι, χωρίς να φοβούνται ή να έχουν τη διάθεση να κάνουν παραχωρήσεις. Δεν τους καίγεται καρφί για τον ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, την κριτική των διαφωνούντων, την οποία αντιμετωπίζουν ως ασήμαντη. Εχουν δεμένο στο λουρί τους το κλαψιάρικο μικρό αρνάκι τους, την αξιολύπητη και νωθρή Μεγάλη Βρετανία».
«Πόσους ανθρώπους πρέπει να σκοτώσουν προκειμένου να κερδίσουν επάξια τον χαρακτηρισμό τού κατά συρροήν δολοφόνου και του εγκληματία πολέμου; Δεν είναι, επομένως, δίκαιο ο Μπους και ο Μπλερ να προσαχθούν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων Πολέμου; Αλλά ο Μπους υπήρξε έξυπνος. Δεν το αναγνώρισε. Ο Μπλερ όμως το αναγνώρισε και ως εκ τούτου μπορεί να προσαχθεί. Μπορούμε να δώσουμε στο Δικαστήριο τη διεύθυνσή του, αν ενδιαφέρεται. Είναι το νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ στο Λονδίνο».
Ο Πίντερ συνεχίζει το «κατηγορώ» του αναφερόμενος στους εκατό χιλιάδες Ιρακινούς που σκοτώθηκαν από αμερικανικές βόμβες και πυραύλους πριν ακόμη αρχίσει η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Νεκροί που για τους Αμερικανούς δεν υπάρχουν. Χαρακτηριστικό το κυνικό σχόλιο του Αμερικανού στρατηγού Τόμι Φρανκς «δεν μετράμε πτώματα». Υπάρχουν όμως και Αμερικανοί νεκροί.
«Οι 2.000 Αμερικανοί που σκοτώθηκαν είναι μια ντροπή. Μεταφέρονται στους τάφους τους νύχτα. Οι κηδείες γίνονται σιωπηρά. Οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν στα κρεβάτια τους σε ένα διαφορετικό είδος τάφου».
«Η εισβολή στο Ιράκ ήταν μια ληστρική πράξη, ενός αιματηρού τρομοκρατικού καθεστώτος που περιφρονεί κάθε έννοια διεθνούς δικαίου. Ηταν μία αυθαίρετη στρατιωτική επιχείρηση βασισμένη σε μια ατελείωτη σειρά ψεμάτων και χυδαίας χειραγώγησης των ΜΜΕ και κατ' επέκταση του κόσμου. Φέραμε τα βασανιστήρια, τις έξυπνες βόμβες, τις αμέτρητες τυφλές δολοφονίες, την εξαθλίωση και τον θάνατο στον Ιρακινό λαό και είπαμε πως φέραμε "ελευθερία και δημοκρατία στη Μέση Ανατολή".
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία χαραμάδα ελπίδας για τον Πίντερ; Υπάρχει και κρύβεται στη φράση του επιλόγου του «αρκετές χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια πολιτών στις ΗΠΑ έχουν εκφράσει ανοιχτά τον αποτροπιασμό, την ντροπή και την οργή για την πολιτική της κυβέρνησής τους. Αλλά μέχρι στιγμής δεν εκπροσωπούν μια υπολογίσιμη δύναμη. Ομως, το καθημερινό άγχος, η ανασφάλεια και ο φόβος, στις ΗΠΑ, είναι μάλλον απίθανο να ελαττωθεί».
Και φυσικά η ελπίδα του Πίντερ εξαρτάται και από την ανταπόκριση του κόσμου στην έκκλησή του να ξαναβρεί η Ανθρωπότητα την αξιοπρέπειά της.