Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επικοινωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επικοινωνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2008

Καταγγελία, συνωμοσιολογία, μνησικακία

Του ΠΑΝΑΓΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ*

Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει την ελληνική δημόσια σφαίρα, όπως αυτή συγκροτείται στην ψηφιακή εποχή, από αντιφατική έως απολύτως σχιζοειδή:

*Από τη μία, γιγαντώνεται, αναπτύσσει διαρκώς νέες «πλατφόρμες» και ενσωματώνει ως φορείς δημόσιας γνώμης σημαντικές μάζες πολιτών. Πράγματι, η τηλεόραση και η εθνοκεντρική/μονοθεματική ενημέρωση που προσφέρει, η μεγάλη απήχηση των free press εντύπων, η άνθηση ποικίλων forum συζήτησης στο Διαδίκτυο, η γεωμετρική ανάπτυξη της μπλογκόσφαιρας μαζί με την άνθηση μιας ραδιοφωνίας ανοικτών μικροφώνων συνιστούν μια καινοφανή συνθήκη έκφρασης, τοποθετήσεων και ενασχόλησης με τα κοινά. Η διάδοση της τεχνολογίας, των «τεχνολογιών έκφρασης», η μαζική εγγραμματοσύνη μα και η εκπεφρασμένη επιθυμία για δημόσια έκφραση συνιστούν σημαντικές προϋποθέσεις για μια ορθολογική αντιπροσώπευση συλλογικοτήτων, συμφερόντων και ρευμάτων ιδεών.

*Διαπιστώνεται, ωστόσο, αβίαστα, και εδώ έρχεται η άλλη όψη του ζητήματος, ότι αυτή η δημόσια σφαίρα, παρά την έκταση και το πλήθος των μετεχόντων σε αυτήν, αφίσταται της «αποστολής» της να οργανώσει την αποτελεσματική εκπροσώπηση της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Αντιθέτως, οι πλατφόρμες έκφρασης γνώμης (των επίσημων διαμορφωτών ή των «ανωνύμων» πολιτών) όχι μόνον εντείνουν την κρίση εμπιστοσύνης στην ίδια την πολιτική, μια και το πλήθος της «γνώμης» αυτής αρκείται στην αναπαραγωγή στερεοτύπων περί διαφθοράς της πολιτικής, αλλά ότι αποτυγχάνουν κιόλας να αναπαραστήσουν στοιχειωδώς έστω τις εντεινόμενες κοινωνικές διαφοροποιήσεις και τις συναφείς πολιτισμικές αποκλίσεις. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος χώρος, στο μέτρο που ορίζεται μέσα από τις μορφές της συντεταγμένης λεκτικής έκφρασης, μοιάζει να σημαίνεται από μια ανησυχητική ομοιομορφία, από την παραλλαγή εγκαθιδρυμένων δομών σκέψης, από μια ποικιλία των μορφών που ικανοποιεί μια εθνική στερεοτυπία/ορθοδοξία.

*Η ταυτόχρονη ευρυχωρία και μονομέρεια των «μηχανισμών έκφρασης» αποκαλύπτει ότι οι τρεις τουλάχιστον μεγάλοι κοινωνικοί κόσμοι και οι ισάριθμες γλώσσες μέσα από τις οποίες εκφράζονται υπακούουν στην ίδια ακριβώς γραμματική.

Υπάρχουν πράγματι δείγματα αλλά και εμπειρικά ευρήματα ότι η ελληνική κοινωνία προοδευτικά από τα τέλη της δεκαετίας του '90, και με αυξανόμενη ένταση σήμερα, διχάζεται, ότι η κοινωνική συνοχή της μεσαίας τάξης, που με κόπο συγκροτήθηκε από τη δεκαετία του 1960 και μετά, διασπάται: Ενα σημαντικό αλλά μειοψηφικό τμήμα της καταφέρνει να επιβιώσει στις συνθήκες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της έντασης εργασίας, ενώ το μεγαλύτερο διολισθαίνει προς μια μειωμένη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά και περιορίζεται στα επαχθή τραπεζικά προϊόντα. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η διαίρεση είναι ανιχνεύσιμη και στα μεγάλα πολιτισμικά πρότυπα που μπορούν να ενοποιήσουν, η έστω να σημάνουν αυτές τις δύο αποκλίνουσες ομάδες του πληθυσμού.

*Χαρακτηριστική αυτής της πολιτισμικής απόκλισης είναι η εγκατάλειψη της τηλεόρασης στις πιο «λαϊκές» της διαστάσεις. Ενα πεδίο που αναπαριστά και τροφοδοτεί μια σειρά λαϊκών δοξασιών και που πλέον απευθύνεται και εκπροσωπεί όλα τα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνικής καθόδου, της γενικευμένης ανασφάλειας.

*Από την άλλη, ο κοσμοπολιτισμός, οι φιλελεύθερες αξίες, η επιτυχής ενσωμάτωση στα νέα οικονομικά δεδομένα, η ικανότητα για μια κριτική κατανάλωση και η ευμάρεια που χαρακτηρίζουν τις μερίδες εκείνης της μεσαίας τάξης που συνεχίζουν την ανοδική τους κινητικότητα ή καταφέρνουν να διατηρήσουν τη θέση τους, ουσιαστικά εκλείπουν από την τηλεοπτική μας κουλτούρα, από το διάλογο με τον μαζικό πολιτισμό.

Εντέλει, εμφανίζονται σήμερα μόνο μέσα σε «γωνίες» της λόγιας και κατά κανόνα έντυπης κουλτούρας, γεγονός που εμπεδώνεται από τη σκλήρυνση του ατομικισμού που τα ανερχόμενα αυτά στρώματα επιδεικνύουν και την αποκοπή τους από την αίσθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης (η σημαντική παρουσία αυτών των δυναμικών μεσαίων στρωμάτων στην εκλογική δύναμη της Ν.Δ. στις δύο τελευταίες βουλευτικές εκλογές είναι ενδεικτική αυτής της τάσης).

*Ο τρίτος πόλος, ο όποιος εν μέρει εφάπτεται και του δεύτερου, θα μπορούσε να ονομαστεί και «χώρος των ταυτοτήτων». Αφίσταται και αυτός της δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης για να αυτο-οργανωθεί μέσα από τις μορφές εναλλακτικής κουλτούρας, κοινοτιστικές ιδιόλεκτους και προσιδιάζει σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί και «φυλετισμός».

*Αυτή η μη γραμμική τριχοτόμηση, που δεν είναι παρά μια όψη του μετανεωτερικού κοινωνικού κατακερματισμού, θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηρίζεται από ουσιώδεις-ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ αυτών των κόσμων. Να συνιστά το υλικό των πολιτικών και πολιτισμικών ανταγωνισμών.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει όμως, στο μέτρο που από την τηλεόραση έως τα εναλλακτικά πολιτικά μπλογκς, τείνει να επικρατήσει, παρά την ποικιλία των ρητορικών μοντέλων και πολιτισμικών αναφορών, μια κοινή κουλτούρα. ένα σύμπαν που οδηγεί σε κοινές και στερεότυπες ερμηνείες του κόσμου και της πολιτικής.

*Μια ισχυρή και συνεκτική τριάδα φαίνεται, πράγματι, να διαπερνά σήμερα κοινωνικές διαφορές, αντίπαλες πολιτισμικές ομαδοποιήσεις, φυλές και υπό-κουλτούρες.

Αυτό που διαισθητικά περιγράφεται ως σύγκλιση των άκρων (όσον αφορά τη συχνή ομοιότητα των θέσεων του ΛΑΟΣ και του ΚΚΕ για παράδειγμα) φαίνεται πως είναι ένα βαθύτερο φαινόμενο το οποίο τέμνει εγκάρσια σχεδόν το σύνολο των «μηχανισμών έκφρασης».

*Η καταγγελία του συστήματος (η ιδέα ότι υπάρχει ένα οργανωμένο σύστημα απέναντι στο οποίο όλοι οφείλουν να σταθούν), η μόνιμη και απροσδιόριστη αντιπαραβολή μεταξύ ισχυρών και αδύναμων και η επικράτηση της δομής της συνωμοσίας ως «τελικής εξήγησης» κάθε γεγονότος αποτελούν σήμερα κυρίαρχο το τρίγωνο της μνησικακίας μέσα στο οποίο συγκροτείται σήμερα ένα νέο εθνικό αυτονόητο.

*Η τηλεόραση που παραμένει ένα ενοποιητικό μέσο αλλά και τα εναλλακτικά έντυπα ή ηλεκτρονικά πεδία εκδήλωσης της γνώμης που αντλούν το κύρος τους από τη φαινομενική τους αντιπαράθεση με αυτήν επαναλαμβάνουν με κομφορμιστική προσήλωση τους ίδιους ηθικολογικούς κοινούς τόπους.

* Ο ΠΑΝΑΓΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι λέκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το κενό νοήματος που αναπαράγεται

Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΟΥΣΟΥΛΗ*

Καθώς ο νέος χρόνος έχει ήδη ανατείλει και όπως κάθε νέος χρόνος, έτσι φέρνει κι αυτός μαζί του προοπτικές και ελπίδες. Οι ευχές όλων συνοδεύουν αυτές τις ημέρες.

Μια ευχή που μας χρειάζεται όμως περισσότερο από κάθε άλλη, αν και δεν συνηθίζεται, είναι η ευχή να ξαναβρεί ο δημόσιος διάλογος τη θέση που του ανήκει στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

**Μα σήμερα δεν ανθεί, θα έλεγε κανείς, και μάλιστα πληθωρικά, η δημόσια συζήτηση; Στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση, παντού;

Και όμως, μια απουσία, μια απουσία ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου, χαρακτηρίζει -έπρεπε να πούμε σφραγίζει- την εποχή μας. Φανερά και αθέατα μέτωπα μένουν εκτός παρατήρησης, εκτός ενασχόλησης και κριτικής από το δημόσιο λόγο. Από τον πολιτικό λόγο σίγουρα, αλλά και από το σύνολο του δημόσιου λόγου.

**Την ίδια ώρα, ένας χείμαρρος λόγου, αναφορών, κριτικής και εικόνων κατακλύζει το μέσο επικοινωνίας που δεσπόζει σήμερα στο σύστημα ενημέρωσης, την τηλεόραση. Εκεί, στις οθόνες της, είτε το θέλουμε είτε όχι, επιχειρεί να υπάρξει αυτό που ονομάζουμε δημόσιος διάλογος στις μέρες μας.

**Αυτή η πραγματικότητα -λόγου και εικόνων- έχει μέσα της όλα τα στοιχεία της προσχηματικότητας. Και, τελικά, η κριτική που φέρει, ή προβάλλει ως τέτοια, είναι επιπόλαιη, επιδερμική και καταλήγει ανώδυνη. Λειτουργεί η κριτική αυτή σαν υποκατάστατο ενός ουσιώδους δημόσιου διαλόγου και, με το ύφος της άνεσης που δίνει ή που επιτρέπει η τηλεοπτική σκηνοθεσία των πραγμάτων, ιδεολογικοποιεί την απουσία του ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου.

**Στο κέντρο αυτού του φαινομένου δεν έχουν καμιά ελπίδα ύπαρξης το επιχείρημα, η ανάδειξη των πραγματικών στοιχείων της κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης, η πραγματική συζήτηση, ένας διάλογος ουσίας. Ως εκ τούτου, αυτό που προκύπτει καθίσταται τελικά αδιάφορο. Στιγμιαία μόνο διέρχεται μπροστά στα μάτια του πολίτη-τηλεθεατή.

**Αυτή όλη η τηλεοπτική σκηνοθεσία, μαζί με την καυστικότητα του λόγου που διεκδικεί όλο και περισσότερο χρόνο, εκτοπίζοντας την ουσία του, τροφοδοτεί με τη σειρά της την αδράνεια. Και εντέλει την ακινησία. Αφήνει τους θεατές αμέτοχους, εξασφαλίζοντάς τους την ψευδαίσθηση της συμμετοχής. Συμμετέχουν, ασφαλώς, αλλά περιοριζόμενοι και αυτοπεριοριζόμενοι στο ρόλο του παρατηρητή.

Ακόμη και η διασκέδαση και η εντός αυτής κριτική αφαιρούν χρόνο από το λόγο και εκτοπίζουν τη σκέψη και τη δημόσια ανάπτυξή της, με τη μορφή του πραγματικού πολιτικού λόγου, της αντιπαράθεσης δηλαδή και της σύγκρουσης.

**Διαμορφώνουν όλα αυτά μια συνθήκη ανελευθερίας. Διαμορφώνουν συνθήκες εκτόνωσης, συνενοχής και εν τέλει της αυταπάτης ότι οι αποδέκτες της κριτικής δεν είναι συντελεστές του αδιεξόδου -για το οποίο εν τω μεταξύ κατά βάθος γίνεται λόγος. Με τον τρόπο αυτό «αθωώνονται» οι πραγματικοί πρωταγωνιστές.

**Γίνεται συχνά λόγος για «αριστοφανισμό». Παραμερίζοντας την υπερβολή, θα παρατηρούσαμε ότι, αν το δεχθούμε αυτό, ο αριστοφανισμός εδώ αποτελεί εκδήλωση μιας κοινωνίας σε αδιέξοδο, σε ακινησία, μιας κοινωνίας εν τέλει ηττημένης.

Αυτό είναι αποτέλεσμα της εγκατεστημένης αδράνειας με την οποία τείνει να συμβιβαστεί και να την αποδεχτεί κατά βάθος ο μέσος άνθρωπος.

**Την ίδια στιγμή, η κοινωνία που μέσα της τα μικρά και μεγάλα προβλήματα παραμένουν και τα φανερά και αθέατα μέτωπα βρίσκονται σε ένταση, μάταια προσδοκά -μέσα από την πολιτική- δημόσια αντιπαράθεση επί της ουσίας. Αυτή δεν έρχεται. Κανείς δεν θέλει την ευθύνη της. Κανείς δεν αναδέχεται το κόστος της.

Τα ουσιαστικά μέτωπα συζητούνται επιδερμικά, ή πάλι «ανοίγονται» μόνο και μόνο για να «κλείσουν»: Ασφαλιστικό; Καταταλαιπωρημένες δημόσιες επιχειρήσεις; Εθνικό Σύστημα Υγείας που μαραζώνει και καταλήγει να προσβάλλει; Παιδεία που εγκαταλείπεται; Ασφάλεια του κοινού πολίτη; Ατυχήματα στους δρόμους που θερίζουν ζωές; Περιβάλλον που το θυμόμαστε μόνο τις ώρες των μεγάλων πυρκαγιών ή της εκφώνησης πανηγυρικών ευκαιρίας;

**Κάτω από όλα αυτά υπάρχει ένα κενό. Ενα κενό περιεχομένου. Ενα κενό νοήματος. Η απουσία της δημόσιας αντιπαράθεσης τροφοδοτείται από τα υποκατάστατά της. Αυτά με τη σειρά τους αλληλοτροφοδοτούνται και έτσι το κενό αναπαράγεται.

**Η μη αναζήτηση νοήματος διαμορφώνει μια ιδανική συνθήκη απαλλαγής των πολιτικών πρωταγωνιστών από αυτή την ευθύνη. Ευθύνη που είναι σύμφυτη με το ρόλο τους και τη θέση που διεκδικούν στα δημόσια πράγματα. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα και το κλίμα, ευδοκιμούν οι προσπάθειες ευκαιριακής εκμετάλλευσης στο επίπεδο του θεάματος και άρνησης της ουσίας.

**Η πραγματική απουσία δημόσιου διαλόγου εμπεριέχει, τελικά, μια περιφρονητικότητα προς τον πολίτη και οδηγεί στην απαξίωση της πάντα υπαρκτής προσδοκίας του για πολιτικό περιεχόμενο.

Κάτω από όλα αυτά ελλοχεύει η απώλεια ταυτότητας του καθημερινού ανθρώπου, αφού τα σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία θα όφειλε να συγκροτείται η συλλογική μας πορεία δεν αποτελούν πια αντικείμενο συζήτησης. Η υποχώρηση της πολιτικής ουσίας άφησε ανοιχτό το δρόμο σε αυτούς που δεν έχουν τίποτα να πουν και να γράψουν πάνω στις, ξεδιπλωμένες στις οθόνες, φανταχτερές σημαίες της εποχής μας. e-mail: landp@internet.gr

* Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ είναι πολιτικός επιστήμονας.


ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ - 06/01/2008

«Φωνή λαού» και Λαζόπουλος

Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ*

Ποιος αποτελεί σήμερα τη «φωνή του λαού»; Στη δημοκρατία η κυβέρνηση, η νομοθεσία, η απονομή της δικαιοσύνης είναι έργα που διεξάγονται στο όνομα του λαού. Ο πολιτικός υπερηφανεύεται που έχει μια σχέση εκπροσώπησης με τον κόσμο, τεκμηριωμένη με την ψήφο, ενώ ο εισαγγελέας και ο δικαστής επικαλούνται συχνά το κοινό αίσθημα. Μήπως, όμως, στην εποχή μας το σύστημα εκπροσώπησης της κοινής γνώμης δυσλειτουργεί;

1 Αφήνοντας για λίγο στην άκρη τα δέοντα και τις αξιολογήσεις, απαντούμε περιγράφοντας: έχει γενικευθεί μια κρίση αξιοπιστίας τού «επ' ονόματι του λαού» εκφερόμενου λόγου.

Κατ' αρχήν, υπάρχουν ανταγωνιστές: παράγοντες παραδοσιακοί, όπως οι ιεράρχες εκείνοι που αποφαίνονται έως και για θέματα εξωτερικής πολιτικής· ή μεταμοντέρνοι, όπως εκείνοι οι παρουσιαστές ειδήσεων στην τηλεόραση που θεωρούν αυτονόητο ότι εκφράζουν το μέσο πολίτη.

Οταν αμφισβητούν το λόγο και τα έργα των πολιτικών όντως ελέγχουν την εξουσία, αλλά το ζήτημα είναι πως και οι ίδιοι ασκούν μιαν άλλη, επίσης ισχυρή εξουσία. Στη ζούγκλα κάποιων εκπομπών, δύσκολα ξεχωρίζεις το λύκο από το πρόβατο. Τα κριτήρια είναι ανεπίσημα και επισφαλή: ποιος έχει πολυτελέστερη βίλα από τους δύο, ο πολιτικός ή ο παρουσιαστής;

Το πρόβλημα, όμως, δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό, αλλά και στην ουσία. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου «εν ονόματι του λαού» γνωμοδότησε ότι κάμερες μπορούν να κατοπτεύουν τους διαδηλωτές. Αλλά εκατομμύρια Ελλήνων παρακολουθούν και «δικαιώνουν» τον Λ. Λαζόπουλο, που κατακρίνει με οξύτητα αυτήν την παρακολούθηση των διαδηλώσεων.

2 Μέσα στα ρεύματα της παγκοσμιοποίησης τα εθνικά κράτη σταδιακά απαξιώνονται. Κάποιοι νεοφιλελεύθεροι της αγοράς, πλείστοι συντηρητικοί οικογενειοκράτες των ελληνικών νοικοκυριών και αρκετοί φανατικοί του αντιεξουσιαστικού χώρου διαπιστώνουν με φρίκη τους ότι βρέθηκαν να συμπλέουν προς την υποτίμηση της κρατικής υπόστασης. Η απαξίωση προχωρεί ταυτόχρονα με τη μείωση: λιγοστεύουν και φτωχαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης, περίθαλψης, πυρόσβεσης κ.λπ. Ο κρατικός έλεγχος των τραπεζών (δηλαδή της οικονομίας) εξασθενεί. Οι συγκοινωνίες αφήνονται στους ιδιώτες και οι άγονες γραμμές υποφέρουν, οι ίδιοι οι δρόμοι «αυτοχρηματοδοτούνται» και εξαρτώνται από το ιδιωτικό κέρδος.

Μέχρι τώρα λεγόταν ότι μόνο οι κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας και καταστολής ενισχύονται. Ούτε και αυτό, όμως, είναι απόλυτο: Τα δικαστήρια στενάζουν λόγω έλλειψης προσωπικού, η αστυνομία πλαισιώνεται με εταιρείες «σεκιούριτι», οι εξοπλισμοί εξαρτώνται από ιδιώτες προμηθευτές. Θα νικήσουμε τον εχθρό, αν το θέλουν σαράντα επιχειρήσεις προμήθειας οπλικών συστημάτων.

3 Μέσα στο κλίμα αυτό, η κρίση αξιοπιστίας του δημόσιου λόγου και των δημόσιων υπηρεσιών προκύπτει σχεδόν προγραμματισμένα, ή έστω νομοτελειακά.

Αναπόφευκτα η ιδιωτική τηλεόραση σπεύδει να καλύψει κενά, να ελέγξει, να καταγγείλει, να κηδεμονεύσει. Καθώς μάλιστα αυτό γίνεται από καιρό, διακρίνονται και τα σταθερά της ιδεολογήματα και η πρακτική: έξαρση της ανάγκης για ασφάλεια, σπάνια ενασχόληση με τις ατομικές ελευθερίες· στις διαδηλώσεις, εστίαση στα κρούσματα βίας κι όχι στον όγκο, στον παλμό, στα συνθήματα των διαδηλωτών· επίσης, ετοιμότητα διαπόμπευσης των πολιτικών και εκτίναξη των «ροζ» σκανδάλων στην κορυφή της ιεραρχίας των τηλεοπτικών ενδιαφερόντων.

4 Αποτελούν τα παραπάνω έκφραση, ή φθορά της δημοκρατίας; Αποφεύγουμε την εύκολη απάντηση. Καθώς αρχίζει νέα χρονιά, μπορούμε να προσέξουμε ένα ενθαρρυντικό μήνυμα.

Η εκπομπή του Λ. Λαζόπουλου λειτούργησε το 2007 σαν ανάχωμα απέναντι σε πολλά από τα παραπάνω ρεύματα: Στήριξε τους εκπαιδευτικούς και τους φοιτητές που διαδήλωναν υπέρ του άρθρου 16. Κατέκρινε τις παρακολουθήσεις με κάμερες. Απέκρουσε τους πουριτανικούς ελέγχους της ιδιωτικής ζωής. Σχολίασε αστέρες της επικοινωνίας. Αναφέρθηκε με προσοχή, χωρίς δημαγωγία, στα θέματα του Μυλοποτάμου και στο Ασφαλιστικό. Η ανταπόκριση του κοινού είχε τις γνωστές πανηγυρικές διαστάσεις.

5 Κάποιοι σκέφθηκαν ότι τα εκατομμύρια των τηλεθεατών προσελκύστηκαν όχι από τον πολιτικοκοινωνικό λόγο και την κριτική, αλλά από το θέαμα, τη μουσική, το παιχνίδι με την ακρότητα των σχολίων. Ασφαλώς, κανείς δεν προσυπογράφει το σύνολο, είτε από άποψη ουσίας, είτε από άποψη αισθητικής. Αυτό επίσης θα ήταν επικίνδυνο.

Ωστόσο, η παραπάνω δειγματοληπτικά σταχυολογημένη πολιτικοκοινωνική κριτική του Λ. Λαζόπουλου κατελάμβανε μεγάλο μέρος της εκπομπής του. Αποτελούσε τη συνισταμένη της και θα ήταν επομένως απίθανο να μην συνέβαλλε αποφασιστικά στο ενδιαφέρον και στην κινητοποίηση των τηλεθεατών. Με δύο λόγια: ήταν μια «άλλη φωνή του λαού» που πραγματικά εξέφραζε πολλούς.

6 Τα ελλείμματα της δημοκρατίας θεραπεύονται, κατά την αρχαία συνταγή, μόνο με περισσότερη δημοκρατία. Σημασία δεν έχει μόνο ποιος εκπροσωπεί ποιον, αλλά και σε ποιον ο καθένας λογοδοτεί. Ο δήμος έχει δυνατότητες να δρα πολιτικά μέσω συγκεκριμένων επιλογών κατανάλωσης, θεάματος και ποιότητας περιβάλλοντος. Οταν το θυμάται, δυναμώνει.

* Ο Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ είναι καθηγητής Νομικής ΑΠΘ.

Περί δημόσιου διαλόγου και τηλεόρασης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΙΑΦΑΚΑΣ

Η απουσία ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου, ακόμη και για κρίσιμα θέματα, αναδεικνύει μια από τις κύριες ανεπάρκειες της δημοκρατίας μας.

Δεν πρόκειται απλώς για μια αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να μεταδώσουν τις θέσεις τους. Είναι κάτι περισσότερο. Είναι η αδυναμία του ίδιου του πολιτικού συστήματος να λειτουργήσει σε σχέση με την κοινωνία των πολιτών. Να εκπροσωπήσει την κοινή γνώμη και να εκπροσωπηθεί απ' αυτήν.

Οι θεσμοί δημόσιας διαβούλευσης είτε καταρρέουν είτε είναι ανύπαρκτοι, και εκείνο που δεσπόζει είναι μια προσχηματική, επιπόλαιη και τελικώς ανώδυνη κριτική που «βραχυκυκλώνει» στα τηλεοπτικά δίκτυα.

**Ο Λ. Κουσούλης το επισημαίνει: «Αυτή η τηλεοπτική ακινησία μαζί με την καυστικότητα του λόγου εκτοπίζει την ουσία του, τροφοδοτεί την αδράνεια και εντέλει την ακινησία».

**«Τα ελλείμματα της δημοκρατίας θεραπεύονται μόνο με περισσότερη δημοκρατία», παρατηρεί ο Ν. Παρασκευόπουλος και προσθέτει: «Σημασία δεν έχει ποιος εκπροσωπεί ποιον, αλλά και σε ποιον καθένας λογοδοτεί».

**Την άποψή του για τρεις «κοινωνικούς κόσμους και τις ισάριθμες γλώσσες τους», αναπτύσσει ο Π. Παναγιωτόπουλος καταλήγοντας στο ότι «η τηλεόραση αλλά και τα εναλλακτικά έντυπα ή ηλεκτρονικά πεδία εκδήλωσης γνώμης -που αντλούν το κύρος τους από τη φαινομενική τους αντιπαράθεση με την εξουσία- επαναλαμβάνουν τους ίδιους ηθικολογικούς κοινωνικούς τόπους».

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

Guardian και El Pais συζητούν για τη δημοσιογραφία και το Διαδίκτυο

Το μέλλον της δημοσιογραφίας βρίσκεται στο Διαδίκτυο εκτιμούν αμφότεροι οι διευθυντές των ευρωπαϊκών εφημερίδων Guardian και El Pais, αλλά από διαφορετική σκοπιά καθένας, την οποία και αναλύουν σε συζήτηση με συντονίστρια την συγγραφέα και πρώην διευθύντρια της εφημερίδας Independent, Ρόουζι Μπόικοτ.

Στη συνάντηση που έγινε στο πλαίσιο του Hay Festival της Σεγκόβια, ο διευθυντής του Guardian Αλαν Ράσμπριτζερ δήλωσε ότι «οι σοβαρές εφημερίδες βρίσκονται σε παρακμή, το είδος της δημοσιογραφίας που γίνεται σήμερα αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σαν κάτι πεζό και τετριμμένο». Αν αυτή η τάση διατηρηθεί, εγώ απέχω, λέει.

Ο Χαβιέρ Μορένο, διευθυντής της El Pais, διαφώνησε. «Δεν πιστεύω ότι η δημοσιογραφία διέρχεται κρίση» τόνισε. «Αν πρέπει να ανησυχούμε για κάτι, είναι η μορφή της δημοκρατίας. Η δημοκρατία βασίζεται σε κάποιους δημόσιους χώρους συζήτησης που έχουν δημιουργήσει τις εφημερίδες. Αν οι εφημερίδες δεν είναι ικανές να τροφοδοτούν αυτές τις συζητήσεις, τότε κρίση διέρχεται η δημοκρατία» εκτιμά.

Οι δύο διευθυντές βλέπουν το μέλλον της δημοσιογραφίας να βρίσκεται στο Internet, αλλά από διαφορετική σκοπιά ο καθένας.

Ο διευθυντής του Guardian προβλέπει το τέλος του τυπογραφείου και του χαρτιού. Για τον Μορένο, πάλι, το Διαδίκτυο δεν αποτελεί απειλή. «Το Internet θα σώσει τη δημοσιογραφία» υποστηρίζει. «Αυτή τη στιγμή, το Internet συγκεντρώνει περισσότερο κοινό και έχει μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ. Αν κατορθώσουμε και μεταφέρουμε εκεί το χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης, τότε θα έχουμε προσφέρει μια σπουδαία υπηρεσία στην κοινωνία» δηλώνει.

Η πίεση των συζητήσεων για τα κοινωνικά προβλήματα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Internet, επισημαίνει ο Ράσμπριτζερ. «Οι αναγνώστες θέλουν να συμμετέχουν, θέλουν να συζητούν την επικαιρότητα, και αν δεν τους προσφέρουμε εμείς το βήμα για να το κάνουν, θα το αναζητήσουν αλλού» αναφέρει.

«Η αμεσότητα του Δικτύου ενέχει βέβαια κινδύνους, και ο βασικότερος κίνδυνος είναι ο επιφανειακός χαρακτήρας του περιεχομένου» συμπληρώνει.

«Μια εφημερίδα δεν είναι το χαρτί της»

Πολλά από αυτά που εμφανίζονται στο Internet είναι τετριμμένα πράγματα, τονίζει ο Μορένο. «Όμως εμείς δίνουμε τη δική μας μάχη. Εγώ ελέγχω κάθε μέρα τι διαβάζεται περισσότερο στην elpais.com, και αν εξαιρέσουμε ορισμένα πράγματα -όπως το σεξ- αισθάνομαι υπερήφανος, γιατί μεταξύ των δέκα θεμάτων με τις περισσότερες επισκέψεις υπάρχουν σημαντικές ειδήσεις».

Η Βρετανίδα δημοσιογράφος Ρόουζι Μπόικοτ, που χαίρει μεγάλης εκτίμησης στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, θέλησε να μάθει ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο να διαβάζεις μια εφημερίδα στο χαρτί και να το κάνεις στο Διαδίκτυο.

«Θα μου άρεσε οι εφημερίδες σε χάρτινη μορφή να υπάρχουν για πάντα, αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε το μέλλον και να εμποδίσουμε τον κόσμο να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στο Internet» απαντά ο Ράσμπριτζερ, για τον οποίο οι εφημερίδες θα πρέπει να προσαρμοστούν στον άμεσο χαρακτήρα που έχει το Διαδίκτυο.

«Μια εφημερίδα δεν είναι το χαρτί της» απαντά ο Μορένο. «Είναι οι συντάκτες της, οι φωτογράφοι της, οι αρθρογράφοι της, οι αξίες της. Η ματιά που μοιράζεται με τους αναγνώστες. Μια εφημερίδα μπορεί να μεγαλώνει, αλλά πρέπει να συνεχίσει να μοιράζεται τη ματιά της με τους αναγνώστες» λέει.

Το σημείο αναφοράς

Ο Ράσμπριτζερ είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με την τεχνολογία. Στη διάρκεια της συζήτησης έδειξε στο κοινό ένα μικροσκοπικό κινητό τηλέφωνο. «Είναι ένα Iphone» είπε. «Δεν είναι ακόμα τέλειο, αλλά μπορεί κανείς να διαβάσει σε αυτό ένα κανονικό κείμενο. Μια μέρα θα κατασκευαστεί ένα μηχάνημα όπου θα μπορείς να διαβάζεις κείμενα με την ίδια ευκολία που το κάνεις στο χαρτί. Οι εφημερίδες πρέπει να σπεύσουν και να προσαρμοστούν σε αυτή την πραγματικότητα».

Ένας από τους παριστάμενους στη συζήτηση, μεξικανός φοιτητής δημοσιογραφίας στην Ισπανία, είπε ότι το σημείο αναφοράς για τη λατινοαμερικανική δημοσιογραφία είναι η El Pais, μια εφημερίδα που έχει με τη σειρά της ως σημείο αναφοράς τον αγγλοσαξονικό Τύπο και τη New York Times.

Ποιο είναι το σημείο αναφοράς για μια εφημερίδα σαν την Guardian; «Εγώ θαυμάζω τη σοβαρότητα των New York Times, αλλά ώρες-ώρες αισθάνομαι ότι έχουν το μονοπώλιο της αντικειμενικότητας» απάντησε ο Ράσμπριτζερ. «Εμείς διαβάζουμε περισσότερο και εμπνεόμαστε περισσότερο από ευρωπαϊκές εφημερίδες όπως η Monde, Corriere della Sera και η El Pais.

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύθηκε στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

Τhe Guardian
El Pais
The Independent

Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2007

Μπαμπά τι δουλειά κάνεις;

editorial

στο περιοδικό Parallaxi

(...και η συζήτηση ανοίγει και πάλι)

Στην ερώτηση αυτή κλήθηκα πολλές φορές να απαντήσω, καθώς αδυνατώ να κατατάξω τον εαυτό μου με σαφή τρόπο στην κατηγορία δημοσιογράφος. Για την Ένωση Συντακτών δεν υπήρξα ποτέ δημοσιογράφος, καθώς η ένταξη μου στην κατηγορία των μελών της εμποδίστηκε δύο φορές διότι θεωρήθηκα ανεπαρκής για τον τίτλο. Δεκαεννιά χρόνια ακριβώς συμπληρώνω σε αυτή τη δουλειά τον Αύγουστο και έχοντας δουλέψει σε όλα τα μέσα: εφημερίδα, τηλεόραση ραδιόφωνο και περιοδικό και σχεδόν σε όλες τις θέσεις, από συντάκτης ύλης και ανταποκριτής μέχρι αρχισυντάκτης και διευθυντής ενθέτου κυριακάτικης εφημερίδας, δεν κατανόησα ποτέ στην πραγματικότητα ποια είναι τα ουσιαστικά κριτήρια του να ονομάζεται κάποιος επίσημα δημοσιογράφος. Για τις Ενώσεις συντακτών, ας πούμε, μπορεί να είναι το να αντιγράφει κανείς τα προγράμματα της τηλεόρασης σε ένα τηλεπεριοδικό ή να σηκώνει το τηλέφωνο και να πληροφορείται δυο κουτσομπολιά για τις σελίδες της Εσπρέσο! Από την άλλη γνωρίζω δεκάδες συναδέλφους που έδωσαν μάχες από εφημερίδες και μικρόφωνα, δίνοντας αληθινό νόημα στον όρο δημοσιογραφία και εξακολουθούν με γελοίες δικαιολογίες, σκοπιμότητες και αφορμές να βρίσκονται εκτός της επίσημης οικογένειας, θεωρούμενοι διασκεδαστές και όχι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Όχι πως με ένοιαξε και ποτέ που δεν έγινα ποτέ μέλος αυτής της τόσο παρεξηγημένης οικογένειας, μονάχα κάτι χρόνια πεταμένων κρατήσεων στο Ταμείο των δημοσιογράφων, που στέρησαν από τα παιδιά μου τις νόμιμες χαρές μιας κατασκήνωσης ή ενός καλύτερου ιατροφαρμακευτικού φορέα, αλλά δεν βαριέσαι. Ο καθένας κρίνεται από την ιστορία και τα απαρχαιωμένα μυαλά κάποτε βρίσκουν τη θέση τους, μαζί με τα καταστατικά, στις σπηλιές της παλαιοντολογίας.

Τώρα για να επανέλθουμε στην ουσία αυτής της δουλειάς. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, ειδικά τέτοια εποχή που οι μεταγραφές στην τηλεόραση οργιάζουν, αν νιώθω κάποιου είδους επαγγελματικής συγγένειας με τα θεριά των δελτίων των οκτώ που βρίζονται, αγαπιούνται, απειλούν ή απλά εξαργυρώνουν δημόσια, για τα μάτια του κόσμου, τη φήμη τους. Αλλάζοντας στρατόπεδα, συζύγους, αφεντικά, ιδεολογίες, από σεζόν σε σεζόν. Νομίζω πως δεν έχω καμία σχέση έτσι και αλλιώς. Με τα χρόνια έμαθα να είμαι διστακτικός ακόμα και σε ανθρώπους φαινομενικά αψεγάδιαστους σε αυτό το χώρο. Αυτό που σήμερα σου δείχνει το δράμα του κόσμου στην Καμπούλ, αύριο να είσαι σίγουρος θα ξεπουληθεί για καμιά πενηνταριά χιλιάδες ευρώ διαφημίζοντας πολυτελή προϊόντα που παρήγαγαν τα ίδια χέρια των εργατών που έδειχνε να υποφέρουν.

Στη δημοσιογραφία, αυτήν την απόλυτα παρεξηγημένη έννοια, όλα είναι πιθανά. Το να δεις ένα ωραίο πρωί να βαφτίζεται συντάκτρια μια εμφανίσιμη νεαρή που μοιράστηκε το κρεβάτι ενός μεγαλοδημοσιογράφου, αλλά και το να δεις να βγαίνει από το γραφείο ενός επιχειρηματία ή πολιτικού με μια τσάντα γεμάτη λεφτά ένας συνάδελφος υπεράνω πάσης υποψίας.

Από την άλλη υπάρχει ένα νέο αεράκι σε τούτη τη δουλειά που με κάνει και νοιώθω πιο αισιόδοξος. Το ότι ο κόσμος, ας πούμε, διαβάζει κάθε μήνα ένα free press σαν αυτό, σε αριθμούς που δεν πουλάνε μαζί αθροιστικά ημερησίως οι δύο μεγαλύτερες εφημερίδες της πόλης και συζητάει τα θέματα του για βδομάδες, λέει κάτι. Το ότι τα θέματα του αναπαράγονται αυτούσια, επίσης λέει κάτι. Το ότι οι εφημερίδες που αλλάζουν πανικόβλητες θέλουν να μοιάσουν πια στα δωρεάν διανεμόμενα έντυπα και τη φρεσκάδα της ματιάς τους, μας δίνει δύναμη να πάμε παραπέρα. Σε δέκα χρόνια από τώρα, τα στερεότυπα γύρω από την παρεξηγημένη λέξη και έννοια δημοσιογράφος θα έχουν καταρρεύσει. Μαζί και όλοι εκείνοι οι σκουριασμένοι εγκέφαλοι που κατάντησαν αυτή τη δουλειά τον περίγελο του κόσμου. Πάμε παρακάτω.

Γιώργος Τούλας


Οι «μπλοκάκηδες» είναι bloggers;

Τρίτη, Ιουνίου 05, 2007

Blogs: Ο νέος δημόσιος χώρος(;)

Η μπλογκόσφαιρα δεν είναι απλή ιστορία. Είναι τομή
στην παραδοσιακή ταξινόμηση των ειδήσεων από τα ΜΜΕ

Στο Ιράκ τον έλεγαν Αχμέτ. Ηταν αυτός που μέσα από το blog του ενημέρωνε όλον τονκόσμο για αυτά που οι «θεσμικές» κάμερες δεν έδειχναν. Στο τσουνάμι του Ειρηνικού ήταν οι εκατοντάδες bloggers που συνεργάστηκαν για την αναζήτηση αγνοουμένων και πίεσαν για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Στις ΗΠΑ το dailykos του υποψήφιου για το χρίσμα των Δημοκρατικών Χάουαρντ Ντιν, γρήγορα μετατράπηκε σε blog όταν ένας οπαδός τού κατήγγειλε ότι απολύθηκε από τον Ρεπουμπλικανό εργοδότη του λόγω διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων.
Το blog (από το web + log= σημειωματάριο) είναι η προσωπική καταγραφή για τα πάντα. Από τις μύχιες σκέψεις μέχρι τον πόλεμο, αλλά με μια βασική διαφορά από το παλιό προσωπικό ημερολόγιο: Διατηρεί τη δύναμη της προσωπικής ματιάς και ταυτόχρονα δημιουργεί ένα νέο δημόσιο χώρο. Εκεί, η συζήτηση ανάβει και ήδη οι περισσότεροι από 7.500.000 bloggers (στην Ελλάδα είναι ήδη περισσότεροι από 2.000 ) αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη ενημέρωσης και κινητοποίησης. H μπλογκόσφαιρα δεν είναι απλή ιστορία. Δεν έχει να κάνει τόσο με τις δυνατότητες του Ιnternet (το Διαδίκτυο υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά το φαινόμενο των blogs είναι πρόσφατο) όσο με το έλλειμμα ενημέρωσης που εντοπίζουν όλο και
περισσότεροι πολίτες και το αποδίδουν στη λειτουργία των παραδοσιακών ΜΜΕ. Ο κάθε blogger αυτό που κάνει προφανώς δεν το κατανοεί με τον ίδιο τρόπο. Αλλος ως χαβαλέ, άλλο ως παρέμβαση, άλλος ως ψυχαγωγία, άλλος ως συνδυασμό ενός ή όλων από τα προηγούμενα. Ολοι μαζί δείχνουν να κινούνται στα όρια του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο. Και να ακροβατούν μέσα από ένα διαρκές αντάρτικο στην «πραγματικότητα», αμφισβη-
τώντας ή και αναιρώντας πολλά από τα δομικά της στοιχεία.
Αυτή είναι η τομή που κατάφεραν οι bloggers στην παραδοσιακή ταξινόμηση των ειδήσεων από τα ΜΜΕ. Το χαοτικό περιβάλλον του Ιnternet έφερε λύση στη θεμελιώδη μαθηματική εξίσωση η οποία, σύμφωνα με τον Ρεζίς Ντεμπρέ, ορίζει τη σχέση Εξουσίας και Επικοινωνίας. Σε μηδενική επικοινωνία, απεριόριστη εξουσία και αντίστροφα. Σ’ έναν κόσμο που νιώθεις ότι η εξουσία είναι μεγάλη δημιουργείται η ανάγκη για μεγαλύτερη επικοινωνία. Και στην απρόσωπη εικόνα της εξουσίας η επικοινωνία θα στηριχτεί στο πρόσωπο.(Οχι πά-
ντα με επιτυχία). Τελικά φαίνεται πως όσο η μπλογκόσφαιρα δη-
μιουργεί δίκτυα, όπως πρόσφατα γύρω από την Αμαλία, άλλο τόσο οι απαντήσεις θα αναζητούνται σε «…blogspot.com».

tkampylis@e-tipos.com

....

Οι «μπλοκάκηδες» είναι και δεν είναι bloggers: Ανοιχτή επιστολή στον κ. Περικλή Κοροβέση