Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Είπαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Είπαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2008

Το ζήτημα είναι να είμαστε ταυτόχρονα μέσα και ενάντια...

ΑΛΑΙΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ... «Ξέρετε, οι μεγάλες δυσκολίες είναι στην πλευρά του καπιταλισμού, όχι στη δική μας», λέει ο Γάλλος φιλόσοφος στη Λώρη Κέζα...

Από το «Βήμα»:

-«Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου όλα θα σταματήσουν, ο κόσμος θα συνεχίσει όπως είναι. Το κυρίαρχο ρεύμα φοβάται για όσα θα εκδηλωθούν με έναν τρόπο πραγματικά σημαντικό κι ας μην ξέρουμε ακόμη ούτε πώς ούτε πότε. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι θέμα αιώνων».

-«Ολες οι επαναστάσεις ξεκίνησαν μέσα από την καρδιά του συστήματος. Εμείς κρατάμε τον καπιταλισμό, αγοράζοντας άχρηστα πράγματα, δανειζόμενοι και κάνοντας όλα όσα επιτρέπει το σύστημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είμαστε ανίκανοι να εναντιωθούμε. Το ζήτημα είναι να είμαστε ταυτόχρονα μέσα και ενάντια, είναι περίπλοκο αλλά έτσι είναι. Η πολιτική ζωή κινείται από τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε μια κατάσταση αλλά θα ήθελαν να την αντικαταστήσουν με κάποια άλλη».

Μια σύντομη θεώρηση του έργου του φιλοσόφου Αλέν Μπαντιού



Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007

«Ζείτε 30 χρόνια... μποτιλιαρισμένοι»

«Οι μεταρρυθμίσεις στη μεταπολιτευτική Ελλάδα είναι από τα πιο δύσκολα έργα διακυβέρνησης στην Ευρώπη» επισημαίνει ο κάτοχος της έδρας Ελληνικών Σπουδών
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΑ ΠΕΛΩΝΗ

Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

Όλα όσα δεν ξέρεις για τα ασφαλιστικό και την ενοποίηση των ταμείων (…και ντρεπόσουν να ρωτήσεις) από τον ΚΑΙΡΟ


Είμαι βέβαιος πως όσα λέει αυτό το κείμενο οι περισσότεροι τα διαβάζουν για πρώτη φορά. Γι’ αυτό το λόγο το αναδημοσιεύω ολόκληρο και θα το κρατάω ψηλά μέχρι να το διαβάσουν όσο περισσότεροι γίνεται!



Ο ΚΑΙΡΟΣ

Δεν είναι η πρώτη φορά, που η στήλη θα ασχοληθεί με το ασφαλιστικό, αν και είναι η πρώτη φορά που θα ξεστομίσω ανενδοίαστα, ότι για το χέρι που βάζει το Δημόσιο στις κρατήσεις από την εργασία των πολιτών εδώ και δεκαετίες, φταίνε πρώτα-πρώτα οι πολίτες.

Γιατί οι πολίτες, ενώ πληρώνουν κάθε μήνα το κάτι τις τους από τη δουλειά τους στα ταμεία τους για σύνταξη και περίθαλψη, στη συντριπτική τους πλειονότητα ούτε ξέρουν τι πληρώνουν, ούτε γιατί, ούτε πού πάνε τα λεφτά που πληρώνουν. Του γράφοντος μη εξαιρουμένου μέχρι πριν από λίγα χρόνια.

Θα πει κανείς πως είναι μίζερο να 'σαι 30 χρόνων και να ψειρίζεις τα λεφτά για τη σύνταξη και την υγεία, όταν αισθάνεσαι ότι δεν θα πεθάνεις ποτέ κι ότι τα γηρατειά είναι μια βιολογική θέση, που αφορά τους άλλους. Εκεί πατάει η κάθε κυβέρνηση, που μέχρι πριν από 15 χρόνια, και για δεκαετίες, είχε τα χρήματα των εργαζομένων δεσμευμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος άτοκα (!) και τα χρησιμοποιούσε για να κλείνει τις τρύπες της κακοδιαχείρισης στην οικονομία.

Οι κρατήσεις από τις αμοιβές όλων των εργαζομένων πλήρωναν τους μισθούς και τις συντάξεις των δημόσιων υπαλλήλων, επειδή τα ταμεία των υπουργών Οικονομίας ήταν άδεια από την κατάχρησή τους και την κακοδιαχείρισή τους στο όνομα της αρπακόλλας και των ρουσφετιών σε κολλητούς.

Αλλά, και εδώ και 15 χρόνια, με διάφορους νόμους σκοτεινούς οι κυβερνήσεις δεν επιτρέπουν στα ταμεία να δώσουν στους ασφαλισμένους τους αξιοπρεπείς συντάξεις και παροχές που μπορούν, αλλά αντίθετα τα υποχρεώνουν να συσσωρεύουν τα περισσεύματά τους, επενδύοντάς τα σε χαρτιά του ελληνικού Δημοσίου, έτσι ώστε μ' αυτό τον πλάγιο τρόπο να καρπώνεται πάλι το διεθφαρμένο και σπάταλο Δημόσιο τις κρατήσεις από τη δουλειά των πολιτών του.

Γιατί γίνεται όλο αυτό; Γιατί το ελληνικό Δημόσιο ήταν και είναι ανίκανο να διαχειριστεί τις ανάγκες του και τις υποχρεώσεις του, τα έσοδα και τα έξοδά του, επειδή μπλεγμένο καθώς είναι με αρκετούς ανίκανους και διεφθαρμένους λειτουργούς στα γρανάζια της παρανομίας, του λαδώματος και της αφασίας, δημιουργεί το ίδιο την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή απ' όπου στερείται εσόδων.

Για να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις του κάνει ό,τι και ο μέσος κακοδιαχειριστής: Δανείζεται απ' έξω. Επειδή, όμως, δεν είναι ένας μέσος κακοδιαχειριστής παρά ένας διαχειριστής απατεώνας, καταφεύγει εκεί που καταφεύγουν οι απατεώνες: Στην κλοπή. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην κλοπή των αποθεματικών των ταμείων.

Η περίφημη ενοποίηση των ταμείων, που ονειρεύεται η κυβέρνηση διά του υπουργού κ. Μαγγίνα, δεν είναι τίποτε άλλο από δύο πράγματα:

Πρώτον, η απόπειρα του Δημοσίου και των εργοδοτών να πληρώνουν λιγότερα στους εργαζομένους με τη μείωση των εισφορών τους, επομένως και των συντάξεων.

Δεύτερον, η απόπειρα του Δημοσίου να πάρει το 10% από τα αποθεματικά των ταμείων δήθεν για να βοηθήσει άλλα ελλειμματικά ταμεία, που είναι ελλειμματικά, επειδή το Δημόσιο δεν πληρώνει τις εισφορές του και επειδή το Δημόσιο επιτρέπει στους εργοδότες να μην πληρώνουν τις εισφορές τους. Δήθεν για να βοηθήσει, επειδή στην πραγματικότητα θα κάνει αυτό που κάνει εδώ και δεκαετίες. Θα πάρει αυτό το 10% και θα το σπαταλάει, βουλώνοντας τις τρύπες της διεφθαρμένης ανικανότητάς του για χίλιες δύο άλλες δουλειές.

Γιατί ορέγεται τα ταμεία το Δημόσιο; Το περίφημο Ταμείο Επιστημόνων, που θέλει να φτιάξει η κυβέρνηση διά του κ. Μαγγίνα, ενώνοντας γιατρούς, μηχανικούς, νομικούς, δημοσιογράφους, τεχνικούς Τύπου, όλους με υγιέστατα ταμεία, θα έχει αυτομάτως συνενωμένη περιουσία 18 δισεκατομμύρια ευρώ από τις οικονομίες τους: 1,5 δισ. τα ταμεία του Τύπου, 1,5 δισ. των γιατρών, 2,6 των μηχανικών και 11,2 των νομικών.

Η απάτη της κυβέρνησης και του κ. Μαγγίνα φαίνεται περίτρανα απ' αυτά τα νούμερα. Η κυβέρνηση και ο κ. Μαγγίνας διατυμπανίζουν ότι θέλουν την ενοποίηση ώστε να συνεισφέρουν οι ισχυρότεροι στους ασθενέστερους μ' αυτήν. Ποιος θα συνεισφέρει σε ποιον στο Ταμείο Επιστημόνων; Κανείς. Απλώς, με τη ρύθμιση, που συνοδεύει τις ενοποιήσεις και που θέλει το 10% των αποθεματικών να πηγαίνει σ' ένα νέο ταμείο δήθεν αρωγής των ασθενέστερων, η κυβέρνηση και ο κ. Μαγγίνας ορέγονται το 10% των 18 δισεκατομμυρίων του αποθεματικού των, λεγόμενων, επιστημόνων, ανέξοδα, εύκολα και με αυξανόμενο ετήσιο ρυθμό: 1,8 δισ. ευρώ στην τσέπη του κ. Αλογοσκούφη να τα κάνει ό,τι θέλει!

Τα λεφτά, τις κρατήσεις, τις οικονομίες χρόνων 21.500 δημοσιογράφων και τεχνικών, 99.000 μηχανικών, 58.000 νομικών και 93.000 γιατρών και υγειονομικών. Σύνολο 271.000 εργαζομένων.

Αυτή, όμως, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Ξεκινάει από τα glamorus επαγγέλματα η κυβέρνηση για να ελεεινολογήσει επάνω τους και να πουλήσει φτηνή προπαγάνδα στο λαό, ότι παίρνει από τους προνομιούχους για να τα δώσει στο popolo. Θα δώσει στο popolo από τις οικονομίες των υπολοίπων, την ώρα που αρνείται να πληρώσει η ίδια τα 9 δισ. ευρώ που χρωστάει στο ΙΚΑ και τα άλλα ταμεία του popolo, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζεται να του μειώσει κι άλλο τις ίδη γλίσχρες συντάξεις του!

Είναι βέβαιο, πλέον, ότι αν δεν έχουμε να κάνουμε με απατεώνες έχουμε να κάνουμε με ηλίθιους. Οι οποίοι ψάχνουν για άλλους ηλίθιους να τους πιστέψουν.

Η κυβέρνηση διά του κ. Μαγγίνα έχει δώσει στο λαό μια θαυμάσια ευκαιρία να μάθει τι κρύβεται πίσω από τη χρυσόσκονη των επαγγελμάτων.

Να μάθει, ότι ελάχιστοι δικηγόροι βγαίνουν στη σύνταξη -που είναι πενιχρή- και ελάχιστοι είναι εκείνοι που κάνουν κομπόδεμα στη διάρκεια της δουλειάς τους.

Να μάθει, ότι ελάχιστοι γιατροί βγαίνουν στη σύνταξη που είναι πενιχρή. Η σύνταξη ενός γιατρού είναι ό,τι κομπόδεμα προφτάσει να κάνει από τη δουλειά του. Κι αυτό ούτε οι μισοί γιατροί το απολαμβάνουν.

Να μάθει, ότι ελάχιστοι μηχανικοί μπορούν να ζήσουν με τη σύνταξη του 75% του βασικού μισθού δημοσίου υπαλλήλου στον 20ό βαθμό!

Να μάθει, ότι οι δημοσιογράφοι και τεχνικοί Τύπου παίρνουν για σύνταξη το 30% του μισθού τους, που δεν ξεπερνάει σε μέσο όρο τα 2.000 ευρώ (ο μισθός) για 6ήμερη εργασία. Οταν δεν μπορείς να βρεις υπάλληλο ή επαγγελματία στη χώρα από τις 2 το μεσημέρι της Παρασκευής μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Ο λαός έχει συνηθίσει να βλέπει τη βιτρίνα και τις μπιρμπιλωτές παρουσίες στο αποβλακωτήριο της τηλεόρασης. Και νομίζει, ότι οι 100 πλούσια αμειβόμενοι δημοσιογράφοι είναι οι 9.938 μισθωτοί του επαγγέλματος, που πηδιώνται χωρίς ωράρια εργασίας απ' το πρωί ώς τη βαθιά νύχτα.

Νομίζει, ότι οι 500 πλούσια αμειβόμενοι δικηγόροι είναι οι 40.000 του επαγγέλματος, που πηδιώνται χωρίς ωράρια και μισθό από το πρωί ώς το βράδυ.

Νομίζει, ότι οι 400 πλούσια αμειβόμενοι μηχανικοί είναι οι 98.000 του επαγγέλματος, που πηδιώνται χωρίς ωράρια και εκτός έδρας, από το πρωί ώς το βράδυ με δύο δουλειές -αν τις βρουν- για να συμπληρώσουν.

Νομίζει ο λαός, ότι οι 10.000 καλοπληρωμένοι γιατροί είναι οι 45.000 γιατροί, που πετάγονται τις νύχτες από ένα τηλεφώνημα για την οστρακιά του Γιαννάκη. Και νομίζει, ότι οι 45.000 γιατροί είναι τα λίγα γαϊδούρια και οι πολυθεσίτες, που λουφάρουν και του πουλάνε εξουσία στα ιατρεία του ΙΚΑ και του ΕΣΥ.

Οι επιστήμονες, που λέει και η κυβέρνηση, έχουνε πλούσια αποθεματικά και φτωχές συντάξεις χάρη στους νόμους, που επιτρέπουν στο ΙΚΑ να δίνει σύνταξη μέχρι και 4.500 ευρώ το μήνα, αλλά σε κανένα από τα πιο πάνω ταμεία πλην των δικαστικών -για ευνόητους εκ του πονηρού λόγους- να δίνει σύνταξη πάνω από 2.500 ευρώ, κι αυτό το ποσό αν κανείς έχει μηνιαίες αποδοχές 6.500! Δηλαδή, 2.200.000 δρχ.!

Γιατί αν επιτρεπόταν στα ταμεία να αξιοποιήσουν τα αποθεματικά τους για να δίνουν τις συντάξεις που μπορούν, σε ποια αποθεματικά θα έβαζε χέρι η κάθε κυβέρνηση με τα ομόλογα και τα θαλασσοδάνεια, για να ξελασπώνει την ανικανότητα και την ανηθικότητά της;

Αλλά, είπαμε. Ο λαός ψηφίζει τις κυβερνήσεις, ο λαός υφίσταται τις κρατήσεις από τις αμοιβές του, ο λαός παίρνει τις συντάξεις.

Οι βουλευτές, εκείνοι που υπουργεύουν και εκείνοι που ψηφίζουν τους νόμους, τρώνε και πίνουν εις υγείαν του κορόιδου, βγαίνοντας πλουσιότεροι απ' ό,τι μπήκαν στο Κοινοβούλιο, θεμελιώνοντας σύνταξη 1.400 ευρώ με μία (!) τετραετία και ανώτατη 4.500 ευρώ, όπως και ο δημόσιος υπάλληλος πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Επιπλέον της σύνταξης του επαγγέλματός τους!

Εις υγείαν του κορόιδου.


Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

Guardian και El Pais συζητούν για τη δημοσιογραφία και το Διαδίκτυο

Το μέλλον της δημοσιογραφίας βρίσκεται στο Διαδίκτυο εκτιμούν αμφότεροι οι διευθυντές των ευρωπαϊκών εφημερίδων Guardian και El Pais, αλλά από διαφορετική σκοπιά καθένας, την οποία και αναλύουν σε συζήτηση με συντονίστρια την συγγραφέα και πρώην διευθύντρια της εφημερίδας Independent, Ρόουζι Μπόικοτ.

Στη συνάντηση που έγινε στο πλαίσιο του Hay Festival της Σεγκόβια, ο διευθυντής του Guardian Αλαν Ράσμπριτζερ δήλωσε ότι «οι σοβαρές εφημερίδες βρίσκονται σε παρακμή, το είδος της δημοσιογραφίας που γίνεται σήμερα αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σαν κάτι πεζό και τετριμμένο». Αν αυτή η τάση διατηρηθεί, εγώ απέχω, λέει.

Ο Χαβιέρ Μορένο, διευθυντής της El Pais, διαφώνησε. «Δεν πιστεύω ότι η δημοσιογραφία διέρχεται κρίση» τόνισε. «Αν πρέπει να ανησυχούμε για κάτι, είναι η μορφή της δημοκρατίας. Η δημοκρατία βασίζεται σε κάποιους δημόσιους χώρους συζήτησης που έχουν δημιουργήσει τις εφημερίδες. Αν οι εφημερίδες δεν είναι ικανές να τροφοδοτούν αυτές τις συζητήσεις, τότε κρίση διέρχεται η δημοκρατία» εκτιμά.

Οι δύο διευθυντές βλέπουν το μέλλον της δημοσιογραφίας να βρίσκεται στο Internet, αλλά από διαφορετική σκοπιά ο καθένας.

Ο διευθυντής του Guardian προβλέπει το τέλος του τυπογραφείου και του χαρτιού. Για τον Μορένο, πάλι, το Διαδίκτυο δεν αποτελεί απειλή. «Το Internet θα σώσει τη δημοσιογραφία» υποστηρίζει. «Αυτή τη στιγμή, το Internet συγκεντρώνει περισσότερο κοινό και έχει μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ. Αν κατορθώσουμε και μεταφέρουμε εκεί το χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης, τότε θα έχουμε προσφέρει μια σπουδαία υπηρεσία στην κοινωνία» δηλώνει.

Η πίεση των συζητήσεων για τα κοινωνικά προβλήματα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Internet, επισημαίνει ο Ράσμπριτζερ. «Οι αναγνώστες θέλουν να συμμετέχουν, θέλουν να συζητούν την επικαιρότητα, και αν δεν τους προσφέρουμε εμείς το βήμα για να το κάνουν, θα το αναζητήσουν αλλού» αναφέρει.

«Η αμεσότητα του Δικτύου ενέχει βέβαια κινδύνους, και ο βασικότερος κίνδυνος είναι ο επιφανειακός χαρακτήρας του περιεχομένου» συμπληρώνει.

«Μια εφημερίδα δεν είναι το χαρτί της»

Πολλά από αυτά που εμφανίζονται στο Internet είναι τετριμμένα πράγματα, τονίζει ο Μορένο. «Όμως εμείς δίνουμε τη δική μας μάχη. Εγώ ελέγχω κάθε μέρα τι διαβάζεται περισσότερο στην elpais.com, και αν εξαιρέσουμε ορισμένα πράγματα -όπως το σεξ- αισθάνομαι υπερήφανος, γιατί μεταξύ των δέκα θεμάτων με τις περισσότερες επισκέψεις υπάρχουν σημαντικές ειδήσεις».

Η Βρετανίδα δημοσιογράφος Ρόουζι Μπόικοτ, που χαίρει μεγάλης εκτίμησης στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, θέλησε να μάθει ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο να διαβάζεις μια εφημερίδα στο χαρτί και να το κάνεις στο Διαδίκτυο.

«Θα μου άρεσε οι εφημερίδες σε χάρτινη μορφή να υπάρχουν για πάντα, αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε το μέλλον και να εμποδίσουμε τον κόσμο να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στο Internet» απαντά ο Ράσμπριτζερ, για τον οποίο οι εφημερίδες θα πρέπει να προσαρμοστούν στον άμεσο χαρακτήρα που έχει το Διαδίκτυο.

«Μια εφημερίδα δεν είναι το χαρτί της» απαντά ο Μορένο. «Είναι οι συντάκτες της, οι φωτογράφοι της, οι αρθρογράφοι της, οι αξίες της. Η ματιά που μοιράζεται με τους αναγνώστες. Μια εφημερίδα μπορεί να μεγαλώνει, αλλά πρέπει να συνεχίσει να μοιράζεται τη ματιά της με τους αναγνώστες» λέει.

Το σημείο αναφοράς

Ο Ράσμπριτζερ είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με την τεχνολογία. Στη διάρκεια της συζήτησης έδειξε στο κοινό ένα μικροσκοπικό κινητό τηλέφωνο. «Είναι ένα Iphone» είπε. «Δεν είναι ακόμα τέλειο, αλλά μπορεί κανείς να διαβάσει σε αυτό ένα κανονικό κείμενο. Μια μέρα θα κατασκευαστεί ένα μηχάνημα όπου θα μπορείς να διαβάζεις κείμενα με την ίδια ευκολία που το κάνεις στο χαρτί. Οι εφημερίδες πρέπει να σπεύσουν και να προσαρμοστούν σε αυτή την πραγματικότητα».

Ένας από τους παριστάμενους στη συζήτηση, μεξικανός φοιτητής δημοσιογραφίας στην Ισπανία, είπε ότι το σημείο αναφοράς για τη λατινοαμερικανική δημοσιογραφία είναι η El Pais, μια εφημερίδα που έχει με τη σειρά της ως σημείο αναφοράς τον αγγλοσαξονικό Τύπο και τη New York Times.

Ποιο είναι το σημείο αναφοράς για μια εφημερίδα σαν την Guardian; «Εγώ θαυμάζω τη σοβαρότητα των New York Times, αλλά ώρες-ώρες αισθάνομαι ότι έχουν το μονοπώλιο της αντικειμενικότητας» απάντησε ο Ράσμπριτζερ. «Εμείς διαβάζουμε περισσότερο και εμπνεόμαστε περισσότερο από ευρωπαϊκές εφημερίδες όπως η Monde, Corriere della Sera και η El Pais.

Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύθηκε στην ισπανική εφημερίδα El Pais.

Τhe Guardian
El Pais
The Independent

Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2007

Ιστορία δεν σημαίνει νεκροφιλία

Ο Αντώνης Λιάκος εξηγεί γιατί ο ιστορικός, αν πρέπει να είναι ανατόμος χρειάζεται λεπτά εργαλεία ανάλυσης και όχι τον μπαλτά του χασάπη


- Ο ιστορικός πρέπει να είναι ψυχρός ανατόμος και αποστασιοποιημένος;

«Αν συμφωνήσουμε ότι πρέπει να είναι ανατόμος σημαίνει ότι χρειάζεται λεπτά εργαλεία ανάλυσης και όχι τον μπαλτά του χασάπη. Αυτό το τονίζω γιατί πολλές από τις συζητήσεις που αφορούν το παρελθόν χρησιμοποιούν χοντροκομμένες κατηγορίες και εργαλεία τα οποία απλώς αναπαράγουν διχοστασίες του παρελθόντος και δεν οδηγούν σε καινούργιες συνθετικές ερμηνείες. Π.χ., η συζήτηση που διεξάγεται στη χώρα μας για την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Εξυπακούεται ότι ο ιστορικός πρέπει να βάλει τα πάθη του στην άκρη και να είναι νηφάλιος, αλλά το συναίσθημα είναι σύμφυτο με την ιστορική διαδικασία σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο από όσο νομίζουμε. Η διαδικασία της εξιστόρησης περιέχει την αίσθηση της απώλειας, της αποξένωσης και της συμφιλίωσης με το αντικείμενο της μελέτης-επιθυμίας. Πρόκειται και πάλι για μια κοινωνική διαδικασία στην οποία εγγράφεται ο/η ιστορικός ως άτομο. Γι' αυτό και η αναφορά στο παράδειγμα της ψυχανάλυσης και στη διαδικασία του πένθους και της επεξεργασίας στο βιβλίο».



[...]



- Πώς συνδυάζεται αυτή η ας την πούμε επικοινωνιακή έκρηξη της Ιστορίας με την άρνηση της Ιστορίας σε μια σειρά δημόσιες εκδηλώσεις των τελευταίων χρόνων (Μακεδονία, ταυτότητες, εθνικοί μύθοι κτλ.);

«Στο μυαλό όσων πρωτοστάτησαν στις εκδηλώσεις αυτές πρόκειται όχι για άρνηση αλλά για κατάφαση Ιστορίας. Οι κρίσεις αυτές έχουν κοινό ιστορικό υπόβαθρο ότι "η Ιστορία μας κινδυνεύει". Αλλά δεν πρόκειται για Ιστορία. Τα φαντάσματα του παρελθόντος μάς τυραννούν όταν δεν τα ιστορικοποιούμε. Οι μνημονικές κρίσεις ανακύπτουν γιατί είμαστε δέσμιοι ιστορικών αντιλήψεων άλλων εποχών. Δεν μπορείς να βλέπεις τα σημερινά Βαλκάνια με την ιστορία της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων, όταν ο Σπυρίδων Λάμπρος έλεγε ότι η πένα του ήταν και λόγχη του στρατιώτη. Οι ιστορικές ψευδαισθήσεις, οι ανικανοποίητες μνήμες, είναι μέρος του αναδυόμενου ενδιαφέροντος για το παρελθόν. Δεν αρκεί κανείς να αναμασάει αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς ή να επαναλαμβάνει γεγονότα αν δεν μπορεί να τα κατανοήσει, αν δεν καταλαβαίνει τις διαδικασίες της ιστορικοποίησης. Δυστυχώς από την εκπαίδευσή μας, και από την πανεπιστημιακή ακόμη, λείπει ο αναστοχασμός πάνω στην Ιστορία».

- Γιατί έχουμε ανάγκη να ζούμε με ιστορικές ψευδαισθήσεις;

«Και στην προσωπική μας ζωή δεν αφηνόμαστε σε κάποιες ψευδαισθήσεις; Διαφορετικά ο κόσμος θα ήταν δύσκολα υποφερτός. Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι που λέει "αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και λυπούμαι". Η Ιστορία, όπως και η προσωπική μας ιστορία, δεν είναι περιβόλι με ρόδα. Η ψευδαίσθηση έχει πολλές μορφές: αμνησία, αποσιώπηση, απώθηση αλλά και υπεραναπλήρωση με μυθικές εκδοχές της Ιστορίας. Συμπαθητικές βέβαια οι ψευδαισθήσεις όταν ρεμβάζουμε στα αρχαία ερείπια, επικίνδυνες όμως όταν γίνονται όργανο πολιτικής, εξωτερικής ή εκπαιδευτικής, πολιτισμικής κτλ. Ο Σεφέρης έχει αναλύσει πολύ καλά τη νεοελληνική περίπτωση στο ποίημα που λέει ότι ξύπνησα με ένα μαρμάρινο άγαλμα στα χέρια που δεν ξέρω τι να το κάνω, καθώς με τραβάει στο όνειρο ενώ προσπαθώ να βγω από αυτό».

- Η αντιπαράθεση για το βιβλίο της Ιστορίας Στ´ δημοτικού μήπως οδηγήσει σε μια «εκπαιδευτική ιστορία», σε έναν «ιστορικό κανόνα» φτιαγμένο ειδικά για την εκπαίδευση, του τύπου «τι λέμε και τι δεν λέμε στα παιδιά»; Πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο ή όχι;

«Η σχολική ιστορία είναι μια επίσημη ιστορία και λίγη σχέση έχει με τις ιστορικές σπουδές όπως αυτές καλλιεργούνται στην ιστορική κοινότητα, στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα. Τα παιδιά βρίσκουν το μάθημα εξαιρετικά βαρετό. Είναι δύσκολο να ανοίξει ένας δρόμος να διδαχθούν την Ιστορία διαφορετικά και απόδειξη ο ορυμαγδός που ξεσηκώθηκε για το εγχειρίδιο της Στ' δημοτικού μόλις ξέφυγε δειλά δειλά από την πεπατημένη. Ποιος θα τολμήσει κάτι διαφορετικό, κάτι ενδιαφέρον και ρηξικέλευθο με την τρομοκρατία που ασκήθηκε; Τι λέμε και τι δεν λέμε στα παιδιά είναι ασφαλώς πρόβλημα. To ζήτημα είναι πώς θα τους δημιουργήσουμε ιστορική συνείδηση, πώς θα κινητοποιήσουμε το ενδιαφέρον τους για την Ιστορία, πώς θα τα μάθουμε να σκέπτονται ιστορικά. Οχι πώς θα αποστηθίζουν το εθνικό πιστεύω. Αν αποσυρθεί το εγχειρίδιο, η μόνη που θα επωφεληθεί θα είναι η ακραία πολιτική και θρησκευτική Δεξιά και η δημαγωγική ασχετοσύνη».

- Την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, λες σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Αλλά και οι ηττημένοι εκδικούνται. Ποιο είναι το μέσο της εκδίκησής τους;

«Η ιστορική γραφή και η μνημειοποίηση του παρελθόντος υπήρξε στοιχείο της κρατικής συνέχειας. Αν η αλήθεια όμως διαθέτει συμβολική δύναμη, γίνεται και αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα σε εξουσία και αντιεξουσία. Η Ιστορία είναι ένα πεδίο όπου μάχονται για δεύτερη φορά, συμβολικά, οι νικητές με τους ηττημένους. Ο Ηρόδοτος έγραψε από την πλευρά των νικητών, ο Θουκυδίδης όμως από την πλευρά των ηττημένων. Αν οι νικητές ενδιαφέρονται να καταγράψουν και να μνημειοποιήσουν τη νίκη τους, οι νικημένοι ενδιαφέρονται για τις αιτίες της ήττας τους. Δεν τους ενδιαφέρει μόνο το τι έγινε αλλά και το γιατί. Βλέπουν περισσότερες διαστάσεις και έχουν πιο σύνθετο λόγο. Η ανανέωση του προβληματισμού της Ιστορίας προέρχεται από την ιστορία των ηττημένων. Η σύγχρονη εποχή κατέγραψε την επάνοδο των ηττημένων, των κρυμμένων, του απωθημένου σε πολλά πεδία. Η καταγραφή της μνήμης, η προφορική ιστορία, η ιστορία "από τα κάτω", η ιστορία του κύκλου της ζωής, ήταν μερικές από τις μορφές που πήρε αυτή η ιστορία. Αλλωστε μεταβλήθηκε και η σύνθεση του πληθυσμού των ιστορικών. Κάποτε οι ιστορικοί ήταν άνδρες, λευκοί και πλούσιοι. Σήμερα ο ερευνητικός πληθυσμός των ιστορητών μοιάζει στα έμφυλα, κοινωνικά και φυλετικά χαρακτηριστικά του ολοένα και περισσότερο με τον πληθυσμό των ιστορουμένων. Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν γίνεται Ιστορία».

Δευτέρα, Μαΐου 14, 2007

Σαϊεντολογία: απόψε από την εκπομπή «Panorama» του BBC1

Kαστοριάδης: «οι λαοί θα βρουν τη λύση»

[...]

Kοιτάξτε, ασφαλώς θα υπάρξει μια περίοδος σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν διάφορα επιχειρήματα, τα οποία ακούμε διαρκώς εδώ και μερικά χρόνια, ότι αν επιχειρήσει κανείς να αλλάξει αυτή τη φιλελεύθερη καπιταλιστική δημοκρατία, θα καταλήξει στο Γκουλάγκ, στη Σιβηρία κ.λπ. Aυτά θα τα ακούμε για μερικό καιρό ακόμα, φαντάζομαι, και μετά οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι, επειδή πήγε κάποιος σε έναν σχιτζή, εγκληματία, δολοφόνο, σοφιστή γιατρό, αυτό δεν σημαίνει ότι ένας άλλος, ο οποίος είναι λιγότερο εγκληματίας, αλλά εξίσου κακός γιατρός, είναι το ιδεώδες της ιατρικής, δεν είναι έτσι; Θέλω να τονίσω τον παραλογισμό που κάνουν οι άνθρωποι σήμερα, ότι επειδή υπήρξε αυτή η τερατώδης μορφή, η οποία δεν είχε άλλωστε καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό, ή με τη δημοκρατία – παρ’ όλα όσα έλεγε – άρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ακολουθήσουμε την πολιτική του Mπους ή του Mέιτζορ κ.λπ. Kάποτε θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν και οι κάτοικοι των ανατολικών χωρών ότι η πτώση του κομμουνισμού δεν «ασπρίζει» τον καπιταλισμό, ούτε τα προβλήματά του, ούτε τη μιζέρια που υπάρχει στις καπιταλιστικές χώρες, ούτε το γεγονός ότι δεν είναι πραγματικές δημοκρατίες, ότι κυβερνιούνται από μια φιλελεύθερη ολιγαρχία, ούτε την καταστροφή του περιβάλλοντος που επιφέρει η καπιταλιστική οικονομία κ.λπ. Kαι από τη στιγμή εκείνη νομίζω ότι αρχίζουν πάλι, ελπίζω τουλάχιστον, να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων και να αρχίζουν να ξανασκέπτονται πολιτικά, δηλαδή όχι ποιο κόμμα θα εκλέξουν, αλλά πώς θα μπορούσαν να αυτοκυβερνηθούν πραγματικά, να σχηματίσουν συλλογικά δημοκρατικά όργανα και να αλλάξουν τον προσανατολισμό στην κοινωνική ζωή.

[...]

Eγώ νομίζω ότι ένα από τα βασικά καρκινώματα, μπορώ να πω, του εργατικού κινήματος και του λαϊκού κινήματος, τα τελευταία εκατό χρόνια τουλάχιστον, είναι η ιδέα ότι έπρεπε να υπάρχουν οι ηγέτες. Eγώ πιστεύω ότι ο λαός δεν μπορεί να κυβερνηθεί παρά μόνος του. Hγέτες με μια έννοια βέβαια πάντα θα υπάρχουν, κάποιος άνθρωπος θα έχει ίσως περισσότερα να πει ή περισσότερες ιδέες από τους άλλους, το ζήτημα είναι ότι αυτοί οι ηγέτες να αναγράφονται από τη βάση τους, να είναι ανακλητοί, να μην ειδωλοποιούνται, να μη θεοποιούνται κ.τ.λ., συμφωνείτε; Tο αν στην ερχόμενη περίοδο θα υπάρξουν ηγέτες, δυναμικά άτομα που θα πάρουν πρωτοβουλίες, αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς. Aυτό που μπορεί να πει κανείς είναι ότι αν δεν υπάρξει μια πραγματική κίνηση του λαού, ούτε θα αναδειχθούν άνθρωποι εξαιρετικοί, ούτε κι αν υπάρχουν άνθρωποι εξαιρετικοί θα μπορέσουν να κάνουν τίποτε άλλο περισσότερο παρά να είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

[...]

Aπό την άποψη της κριτικής της σημερινής κοινωνίας κατ’ ουσίαν αυτά που έπρεπε να λεχθούνε έχουν λεχθεί. Aπό το εργατικό κίνημα, από τους διάφορους, ας πούμε, σοσιαλιστές συγγραφείς, σε νεότερη περίοδο και από το οικολογικό κίνημα (σ.σ. και τον κ. Kαστοριάδη). Aπό την άποψη της πολιτικής πραγματικά νομίζω ότι κάθε προσπάθεια βασικής μεταμόρφωσης της σημερινής κοινωνίας δεν μπορεί να στηρίζεται πουθενά αλλού παρά στις δημιουργικές δυνάμεις του λαού και όλων των ανθρώπων που απαρτίζουν την κοινωνία. Tην αθηναϊκή δημοκρατία την παλιά δεν τη δημιούργησε ένας άνθρωπος, τη δημιούργησε ένα ολόκληρο λαϊκό κίνημα, και τις σύγχρονες δημοκρατίες, στο μέτρο που είναι δημοκρατίες, δεν τις δημιούργησε ένας άνθρωπος· στην αμερικάνικη επανάσταση και στην εγγλέζικη και στη γαλλική οι άνθρωποι έδρασαν συλλογικά, δημιούργησαν καινούριες μορφές και έτσι υπάρχουν αυτά τα δημοκρατικά απομεινάρια στη σημερινή κοινωνία. Aν πρόκειται να υπάρξει κάποιο καινούριο ξεκίνημα της κοινωνίας, ασφαλώς αυτό το καινούριο ξεκίνημα θα συμβαδίσει με μια αφύπνιση των ανθρώπων, οι οποίοι θα πάψουν να είναι καταναλωτικά ζώα και θα ξαναγίνουν πολιτικά ζώα, δηλαδή άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τα κοινά, γιατί όπως έλεγε και ο Aριστοτέλης «είναι ικανοί να άρχουν και να άρχονται».