Κυριακή, Νοεμβρίου 23, 2003

Ο πολιτισμός της τηλεόρασης

από το Θανάση Γιαλκέτση
Στις 3 Οκτωβρίου, πέθανε στα 72 του χρόνια ο αμερικανός κοινωνιολόγος Νιλ Πόστμαν. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα βιβλία του «Διασκέδαση μέχρι θανάτου» (Δρομέας), «Τεχνοπώλιο» και «Η πυξίδα του μέλλοντος» (Καστανιώτης).

Η συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό «Reset» τον Αύγουστο του 2001.

- Καθηγητή Πόστμαν, στο βιβλίο σας «Διασκέδαση μέχρι θανάτου» οι θέσεις σας είναι η πιο κλασική διατύπωση των επιπτώσεων που προκαλεί η τηλεόραση στο δημόσιο λόγο και στην πολιτική αντιπαράθεση. Τις διατυπώσατε πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια. Στα χρόνια που ακολούθησαν φαινόταν ότι θα μειωνόταν ο ρόλος της τηλεόρασης σε όφελος νέων τεχνολογιών. Απ' ό,τι φαίνεται όμως η τηλεόραση διατηρεί έναν κυρίαρχο ρόλο στην επικοινωνία σε ολόκληρο τον κόσμο.

«Νομίζω ότι η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη απ' ό,τι ήταν το 1986. Τουλάχιστον στην Αμερική, το να κάνει κανείς τηλεόραση σημαίνει ουσιαστικά να πουλάει το κοινό των θεατών στους διαφημιστές. Περί αυτού πρόκειται. Επομένως ο καλύτερος τρόπος για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα είναι απλώς το να μετατρέπει την τηλεόραση σε συνεχή και αδιάκοπη πηγή διασκέδασης. Το 1986, όταν έγραψα αυτά τα πράγματα, αυτό ήταν ήδη ολότελα φανερό. Αλλά σήμερα, στο 2001, είναι ακόμη περισσότερο πρόδηλο».

- Δεν νομίζετε ότι η τηλεόραση με την κλασική της έννοια πρόκειται να υποχωρήσει σε σημασία σε σχέση με τις άλλες μορφές ηλεκτρονικής επικοινωνίας;

«Τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η παρακολούθηση της τηλεόρασης μειώνεται εξαιτίας της επικράτησης της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτό που άλλαξε προφανώς είναι το άνοιγμα της τηλεόρασης σε πολλά κανάλια, στη συνδρομητική τηλεόραση και σε άλλες μορφές. Ο τρόπος που βλέπουμε τηλεόραση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος, αν και δεν περιορίζεται σε τρία τέσσερα δίκτυα. Οι άνθρωποι έχουν στη διάθεσή τους δεκάδες κανάλια. Μπορεί αλλού τα πράγματα να είναι διαφορετικά, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες οι άνθρωποι συνεχίζουν να βλέπουν τηλεόραση περίπου στα ίδια ποσοστά που έβλεπαν και πριν από τη διάδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών».

- Δεν αναπτύσσεται μια διαφορετική ζήτηση;

«Το κοινό στρέφεται στην τηλεόραση για όλες σχεδόν τις ανάγκες του. Αυτή είναι η κύρια έννοια που προσπάθησα να εξηγήσω στο βιβλίο μου του 1986. Θέλω να πω ότι στα άλλα μέσα, στις εφημερίδες, στον κινηματογράφο ή στα cd καταφεύγουμε για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Βάζουμε ένα cd για να ακούσουμε μουσική, πηγαίνουμε στο θέατρο για να δούμε μια κωμωδία. Αλλά στην τηλεόραση στρεφόμαστε για όλα.

Η τηλεόραση έχει γίνει αυτό που εγώ ορίζω ως το κέντρο διοίκησης της κουλτούρας. Οι άνθρωποι στρέφονται στην τηλεόραση για τη θρησκεία, την πληροφόρηση, τον αθλητισμό, την πολιτική. Η τηλεόραση προμηθεύει τα πάντα και το πρόβλημα γεννιέται από το γεγονός ότι, από τη στιγμή που η τηλεόραση αναφέρεται ουσιαστικά στη διασκέδαση, την ψυχαγωγία, όλες αυτές οι μορφές -η θρησκεία, η πολιτική κ.λπ.- καταλήγουν να γίνονται ψυχαγωγία. Αυτό είναι το πρόβλημα. Η κριτική μου στρέφεται ενάντια στο γεγονός ότι η πληροφόρηση, η θρησκεία, η μουσική και άλλοι σοβαροί τομείς του πολιτισμού γίνονται ψυχαγωγία και μετατρέπονται σε πηγές διασκέδασης. Τα δελτία ειδήσεων, για παράδειγμα, σχεδιάζονται και οργανώνονται με τον ίδιο τρόπο που θα προετοιμαζόταν ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα με ποικιλία θεαμάτων. Αναζητούν τους πιο ελκυστικούς δημοσιογράφους και αυτοί αφιερώνουν στον κομμωτή τους τουλάχιστον τον ίδιο χρόνο με εκείνο που αφιερώνουν στην εργασία τους.

Τα δελτία ειδήσεων έχουν μουσική επένδυση και προβάλλουν τις οπτικά πιο εντυπωσιακές εικόνες, ανεξάρτητα από το αν έχουν ειδησεογραφική σημασία κ.ο.κ.».

- Στο βιβλίο σας υπάρχει ένα πολύ ωραίο κεφάλαιο για την τυπογραφική εποχή, με αναφορές κυρίως στην αμερικανική ιστορία. Οι θεμελιωτές των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν εξαιρετικοί αναγνώστες. Αυτό το κεφάλαιο θα μπορούσε να υποβληθεί σε κριτική επειδή εξιδανικεύει τα πράγματα.

« Δεν είστε ο πρώτος που μου λέει ότι το πορτρέτο με το οποίο σκιαγράφησα την εποχή του έντυπου λόγου είναι μάλλον ιδεαλιστικό. Ο,τι και να πει κανείς, είναι φανερό ότι υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα που δεν πήγαιναν καλά στην εποχή που ο τύπος καθόριζε τον τρόπο σκέψης. Αλλά οι κοινωνικές και φιλοσοφικές ιδέες, που σήμερα θεωρούμε δεδομένες, υπήρξαν το προϊόν ενός κόσμου προσανατολισμένου με βάση τον τύπο. Ακόμη και τα πρόσωπα που επινόησαν τις νέες τεχνολογίες -από το ραδιόφωνο ώς την τηλεόραση και από τα αεροπλάνα ώς τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές- όλα αυτά τα πρόσωπα εκπαιδεύτηκαν σχεδόν αποκλειστικά από την πένα, το χαρτί και τα βιβλία. Ο ίδιος ο Μπιλ Γκέιτς έχει δεχθεί μιαν εκπαίδευση που βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στον γραπτό λόγο.

Ο γραπτός λόγος συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός νέου τρόπου σκέψης, που κατέστησε δυνατή την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Χωρίς τον τύπο δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε όχι μόνο την τεχνολογία που διαθέτουμε, αλλά ούτε και τις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες που συνεχίζουν να μας εμπνέουν. Στον 18ο αιώνα, για παράδειγμα, υπήρχε η δουλεία και υπήρχαν τυραννικές κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι υποχρέωναν τα παιδιά να εργάζονται στα εργοστάσια από την αυγή ώς τη δύση. Αλλά στην εποχή του τύπου, όλες αυτές οι λαθεμένες ιδέες εξαλείφθηκαν και οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο χάρη στη νοημοσύνη του έντυπου λόγου (...)».


7 - 23/11/2003

Κυριακή, Αυγούστου 10, 2003

Προς μια κομμουνιστική κοινωνία της γνώσης

από το Θανάση Γιαλκέτση

Πρόσφατα ο Αντρέ Γκορζ δημοσίευσε στη Γαλλία το νέο του βιβλίο με τίτλο: «L' immateriel. Connaissance, valeur et capital» (Galilee, 2003). Ο ογδοντάχρονος φιλόσοφος μίλησε με αυτήν την αφορμή στην εφημερίδα «Il Manifesto».

- Στο νέο σας βιβλίο αμφισβητήσατε την ύπαρξη μιας καταπληκτικής κοινωνίας της γνώσης. Κατά τη γνώμη σας, η οικονομία της γνώσης και ο καπιταλισμός είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Για ποιο λόγο;

«Επειδή στη λεγόμενη οικονομία της γνώσης οι παραδοσιακές οικονομικές παράμετροι δεν ισχύουν πλέον. Η κύρια παραγωγική δύναμη, η γνώση, δεν μπορεί να μετρηθεί με ποσοτικά κριτήρια. Η εργασιακή απόδοση που βασίζεται στη γνώση δεν μπορεί πλέον να μετριέται με ώρες εργασίας. Και παρ' όλα τα πιθανά τεχνάσματα, ο μετασχηματισμός της γνώσης σε κεφάλαιο -σε χρηματικό κεφάλαιο- συναντάει αξεπέραστα εμπόδια. Με δυο λόγια, οι τρεις θεμελιώδεις έννοιες της πολιτικής οικονομίας, η εργασία, η αξία και το κεφάλαιο, δεν μπορούν πλέον να ορίζονται με αριθμητικούς όρους ούτε και να μετριούνται με ενιαίες παραμέτρους. Επιπλέον, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να μετρηθούν, καθιστούν όλο και πιο δύσκολη την εφαρμογή εννοιών όπως η υπεραξία, η υπερεργασία, η αξία ανταλλαγής, το ακαθάριστο κοινωνικό προϊόν. Οταν οι ειδικοί της μακροοικονομίας προσπαθούν να ποσοτικοποιήσουν με τα παραδοσιακά εργαλεία τα οικονομικά αποτελέσματα και τις τάσεις ανάπτυξης, στην πραγματικότητα προχωρούν στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι.

Η οικονομία της γνώσης εκφράζει εκ των πραγμάτων μια βαθιά κρίση του καπιταλισμού και προεικονίζει μιαν άλλη οικονομία, μια νέα οικονομία που πρέπει να θεμελιώσουμε. Γύρω από αυτό το ζήτημα στρέφεται η συζήτηση που διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο για το τι είναι στην πραγματικότητα ο πλούτος και σε ποια κριτήρια πρέπει να αντιστοιχεί. Η οικονομία χρειάζεται όλο και περισσότερο ποιοτικές μάλλον παρά ποσοτικές παραμέτρους».

- Ο αμερικανός μελετητής Τζέρεμι Ρίφκιν, στο βιβλίο του «Η εποχή της πρόσβασης», υποστήριξε ότι το άυλο κεφάλαιο της γνώσης παίζει ένα κεντρικό ρόλο στη δημιουργία αξίας και αντιπροσωπεύει την πιο σημαντική συνιστώσα του επιχειρηματικού κεφαλαίου.

«Πράγματι, έτσι είναι. Αλλά η λέξη "γνώση" χρησιμοποιείται για να ορίσει πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, για τα οποία δεν διαθέτουμε μιαν ενιαία παράμετρο. Ας δούμε πρώτα απ' όλα τις καλλιτεχνικές ικανότητες, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα, που βρίσκουν μεγάλη ζήτηση στη διαφήμιση, στο μάρκετινγκ, στο σχεδιασμό των προϊόντων, στην ανανέωση, δεδομένου ότι κατορθώνουν να προσδώσουν στα εμπορεύματα -ακόμη και στα πιο συνηθισμένα- μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική και συμβολική αξία. Η διαφήμιση και το μάρκετινγκ αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες ή μάλλον τη μεγαλύτερη βιομηχανία της γνώσης. Στο βαθμό που αποδίδουν στα εμπορεύματα μοναδικές και ασύγκριτες ιδιότητες, οι επιχειρήσεις μπορούν να πουλούν τα προϊόντα τους, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, με αυξημένες τιμές. Κατέχουν ένα είδος μονοπωλίου και εξασφαλίζουν έτσι μια μονοπωλιακή πρόσοδο, υπερφαλαγγίζοντας το νόμο της αξίας. Με άλλα λόγια, φρενάρουν την πτώση της αξίας ανταλλαγής των εμπορευμάτων, ακόμη κια αν αυτά παράγονται με όλο και μικρότερο κόστος με όρους χρόνου εργασίας και προσωπικού».

- Σε αυτή τη διαδικασία ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε ειδίκευση και γνώση;

«Οι γνώσεις, με την έννοια των ειδικεύσεων και των επιστημονικών και τεχνικών μεθόδων, μπορούν να έχουν ένα παρόμοιο ρόλο, αλλά τα αποτελέσματά τους και η αξία χρήσης τους έχουν μια αρκετά πιο άμεση σημασία. Διαφορετικά από τις καλλιτεχνικές και ανανεωτικές ικανότητες, οι ειδικές γνώσεις και μέθοδοι μπορούν να μεταβιβαστούν ή να τυποποιηθούν ακόμη και ξεχωριστά από όποιον τις χρησιμοποιεί. Μπορούν να μεταγραφούν σε ψηφιακή μορφή και να αξιοποιηθούν ως πληροφορία για παραγωγικούς σκοπούς, χωρίς κάποια πρόσθετη ανθρώπινη συμβολή. Από αυτήν την άποψη, η γνώση είναι σταθερό κεφάλαιο, είναι μέσο παραγωγής. Αλλά σε σχέση με τα μέσα παραγωγής του παρελθόντος παρουσιάζει μια καθοριστική διαφορά: μπορεί να αναπαραχθεί, πρακτικά με μηδενικό κόστος, σε άπειρη ποσότητα. Οσο και αν κοστίζουν οι έρευνες για την παραγωγή της, η ψηφιοποιημένη γνώση τείνει να γίνει προσβάσιμη και αξιοποιήσιμη με μηδενικό κόστος. Αν πράγματι αναπαραχθεί και χρησιμοποιηθεί σε δισεκατομμύρια αντίγραφα, το κόστος για την παραγωγή της γίνεται πρακτικά ασήμαντο. Αυτό ισχύει για όλα τα προγράμματα του software, όπως ισχύει και για το περιεχόμενο γνώσης των φαρμάκων. Αν θέλουμε να λειτουργεί ως σταθερό κεφάλαιο και να επιτρέπει την άντληση υπεραξίας, η γνώση πρέπει να γίνει υποχρεωτικά μονοπωλιακά ιδιοκτησία, προστατευόμενη από ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που εξασφαλίζει στον κάτοχό του μια μονοπωλιακή απόδοση. Ο καθορισμός της χρηματιστηριακής τιμής του κεφαλαίου που αποτελείται από τη γνώση θα εξαρτηθεί από την προβλεπόμενη απόδοση. Σε αυτή τη βάση μπορεί να δημιουργηθούν γιγάντιες χρηματιστηριακές φούσκες, που κάποια μέρα θα εκραγούν αιφνιδιαστικά. Το χρηματιστηριακό κραχ, που ήταν προβλέψιμο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90, δείχνει πόσο δύσκολο είναι να μετατρέψουμε τη γνώση σε χρηματιστικό κεφάλαιο και να το κάνουμε να λειτουργήσει ως γνωστικό κεφάλαιο».

- Είπατε ότι η οικονομία της γνώσης προεικονίζει την αναγκαιότητα μιας «άλλης οικονομίας», μιας άλλης κοινωνίας, της οποίας διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα η πρακτική δυνατότητα.

«Ναι. Η γνώση δεν είναι ένα οποιοδήποτε εμπόρευμα και δεν είναι πρόσφορο να αντιμετωπίζεται σαν ιδιωτική περιουσία. Οι κάτοχοί της δεν την στερούνται όταν την μεταβιβάζουν και σε άλλους. Οσο περισσότερο διαδίδεται η γνώση, τόσο πιο πλούσια γίνεται η κοινωνία. Από την ίδια της τη φύση, η γνώση απαιτεί να την αντιμετωπίζουμε ως ένα κοινό αγαθό, να τη θεωρούμε α priori ως το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής και συλλογικής εργασίας. Το να την ιδιωτικοποιούμε σημαίνει ότι περιορίζουμε τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν, την αξία της κοινωνικής της χρήσης. Στα τελευταία δέκα ή είκοσι χρόνια αυτό φαίνεται πιο καθαρά, καθώς σε όλο τον κόσμο έχει συγκροτηθεί ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο πάλης ενάντια στη βιομηχανία της γνώσης, για παράδειγμα τη χημική και φαρμακευτική βιομηχανία, αλλά και εκείνη του software και ιδιαίτερα τη Microsoft.

Στην πραγματικότητα ο γνωστικός καπιταλισμός δεν περιορίζεται στο να ιδιοποιείται τη γνώση, αλλά ιδιωτικοποιεί και αυτό που είναι αδιαμφισβήτητα κοινό αγαθό, όπως το γονίδιο φυτών και ζώων ή ακόμη και το ανθρώπινο γονίδιο. Και σφετερίζεται με μηδενικό κόστος την κοινή πολιτιστική κληρονομιά, για να τη χρησιμοποιήσει ως "πολιτιστικό κεφάλαιο" ή "ανθρώπινο κεφάλαιο". Με τον όρο "ανθρώπινο κεφάλαιο" περιγράφονται κυρίως οι ανθρώπινες ικανότητες και οι μορφές γνώσης που δεν μπορούν να τυποποιηθούν και που τα άτομα αναπτύσσουν μέρα με τη μέρα στις σχέσεις τους με τους συνανθρώπους τους. Ο "γνωστικός καπιταλισμός" αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται επομένως όχι μόνον τις ώρες εργασίας, αλλά και το χρόνο που αφιερώνουν τα άτομα στη δική τους ανθρώπινη και πολιτιστική ανάπτυξη. Ολες οι ατομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται έξω από το χρόνο εργασίας και αποβλέπουν στην αυτοπραγμάτωση των ατόμων μπορούν επομένως να θεωρηθούν παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτές οι δραστηριότητες έχουν γίνει μία από τις κύριες πηγές παραγωγικότητας και δημιουργίας αξίας. Σε μιαν αληθινή κοινωνία της γνώσης η οικονομία έπρεπε να τίθεται στην υπηρεσία της κουλτούρας και της αυτοπραγμάτωσης και όχι το αντίστροφο, όπως συμβαίνει σήμερα. Εξάλλου, αυτήν την έννοια τη βρίσκουμε ήδη στον Μαρξ, ο οποίος γράφει ότι ο αληθινός πλούτος είναι "η ανάπτυξη όλης της ανθρώπινη δημιουργικότητας, που δεν μετριέται με βάση μια προκαθορισμένη παράμετρο". Πάνω σε αυτό βασίζεται η διεκδίκηση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος».

- Είπατε ότι και στο πρακτικό επίπεδο διαγράφεται μιαν άλλη οικονομία, πέρα από τον καπιταλισμό.

«Ναι, για παράδειγμα στα δίκτυα που χρησιμοποιούμε δωρεάν και στην κουλτούρα του software με ελεύθερη πρόσβαση στους κωδικούς και στις πηγές για τους χρήστες του Ιντερνετ. Εξάλλου, οι επιχειρήσεις εργάζονται ήδη σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο δικτύων και συνεννοούνται μεταξύ τους όταν πρέπει να πάρουν μιαν απόφαση. Η αυτοοργάνωση, ο αυτοσυντονισμός και η ελεύθερη ανταλλαγή βρίσκονται σήμερα στη βάση της κοινωνικής παραγωγής. Και μπορούν να υλοποιούνται χωρίς να χρειάζεται ένας κεντρικός σχεδιασμός ούτε η μεσολάβηση της αγοράς. Οι παραγωγοί, που συνδέονται μεταξύ τους στο Διαδίκτυο, θα μπορούσαν να συμφωνούν εκ των προτέρων και με τρόπου που να αποβλέπει στην παραγωγή με βάση τις ανάγκες και θα μπορούσαν να αναπτύξουν την παραγωγική τους λειτουργία ως ένα σύνολο "a priori συλλογικών δραστηριοτήτων", ανταλλάσσοντας αγαθά και υπηρεσίες στα οποία δεν θα αποδίδεται ο χαρακτήρας των εμπορευμάτων. Το χρήμα θα γινόταν επομένως περιττό και από το κεφάλαιο θα αφαιρείτο έτσι η ίδια του η βάση. Δεν υποτιμώ, βέβαια, τα εμπόδια που θα συναντούσε μια παρόμοια εξέλιξη».

- Η κοινωνία της γνώσης που περιγράψατε θα ήταν μια κομμουνιστική κοινωνία...

«Ακριβώς».

- Κατηγορήσατε τους θιασώτες της τεχνητής νοημοσύνης και της τεχνητής ζωής ότι προετοιμάζουν όχι μια κοινωνία της γνώσης αλλά ένα μετα-ανθρώπινο πολιτισμό.

«Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Για παράδειγμα, ο γερμανός φιλόσοφος Εριχ Χερλ έδειξε ότι στην πορεία των τελευταίων 150 ετών η επιστήμη απομακρύνθηκε όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα που μπορούμε να συλλάβουμε διαμέσου των αισθήσεων. Στον πραγματικό κόσμο, μια σκέψη που γίνεται όλο και περισσότερο μαθηματική φωτίζει μόνο τις δομές που μπορούν να αποδοθούν με μαθηματικούς όρους. Για παράδειγμα, η μαθηματική γλώσσα των υπολογισμών που ψηφιοποιούνται συνέβαλε στο να αποξενώσει όχι μόνο την επιστήμη αλλά και τον καπιταλισμό από τα προβλήματα του νοήματος και από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αποκλείοντας ως μη πραγματικό αυτό που δεν μπορεί να υπολογιστεί. Εξαιτίας αυτής της αποξένωσης, φθάσαμε σιγά σιγά σε μια περιβαλλοντική κατάσταση και σε έναν τύπο ζωής που, φυσικά και διανοητικά, δεν είναι πλέον στα μέτρα του ανθρώπου. Από αυτό οι κάτοχοι της εξουσίας συνάγουν την αναγκαιότητα να δημιουργήσουν πιο αποτελεσματικές ανθρώπινες υπάρξεις. Η τρέλα της οικονομικής και στρατιωτικής εξουσίας και η ψύχωση της αποτελεσματικότητας χρειάζονται την τεχνητή νοημοσύνη, χρειάζονται τεχνητές ανθρώπινες μηχανές. Θα μπορούμε να μιλάμε για μία κοινωνία της γνώσης μόνον όταν η επιστήμη και η οικονομία δεν θα υποτάσσονται πλέον στις επιταγές του κεφαλαίου, αλλά θα υπηρετούν πολιτικούς, κοινωνικούς, οικολογικούς και πολιτιστικούς στόχους.


7 - 10/08/2003

Κυριακή, Μαΐου 25, 2003

Παγκόσμια κοινωνία πολιτών

από το Θανάση Γιαλκέτση

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του γερμανού κοινωνιολόγου Ούλριχ Μπεκ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Manifesto» (18-4-03).

- Εχετε υποστηρίξει ότι ένα από τα σημαντικά γνωρίσματα της «δεύτερης νεωτερικότητας» έγκειται στην ικανότητα των κοινωνικών παραγόντων να αναπτύσσουν στρατηγικές και να παίρνουν αποφάσεις έχοντας αναλύσει ήδη εκ των προτέρων τις πιθανές συνέπειες των ενεργειών τους...

«Στο βιβλίο μου "Η κοινωνία του ρίσκου" υποστήριζα ότι δεν υπάρχουν σίγουρες και προκαθορισμένες γραμμές ανάπτυξης. Η ουσία της κοινωνίας του ρίσκου είναι ακριβώς το απρόβλεπτο, το οποίο με τη σειρά του προκαλεί έναν αναστοχασμό των υποκειμένων για τις ενέργειες και τις συμπεριφορές τους, ακριβώς για να αμβλύνουν τα παράπλευρα αποτελέσματα της δράσης τους. Υποστήριζα -και το υποστηρίζω ακόμα- ότι αυτό οφείλεται στη διάλυση των δυϊσμών που χαρακτήριζαν τον πρώτο εκσυγχρονισμό, δυϊσμών όπως είναι τα αναλυτικά ζεύγη κοινωνία/κουλτούρα, εγώ/ο άλλος κ.λπ. Ο μεταμοντερνισμός πανηγύρισε για την κρίση αυτών των δυϊσμών, αλλά ο ενθουσιασμός του μου φαίνεται ελάχιστα κατάλληλος για να κατανοήσουμε τον κόσμο που έχουμε μπροστά μας. Σε όλα τα κοινωνικά πεδία παρακολουθούμε έναν επίπονο και επώδυνο επαναπροσδιορισμό των συνόρων ανάμεσα στο εγώ και στον άλλον, ανάμεσα σε φύση και κουλτούρα».

- Μεταξύ όλων των δυϊσμών που διαλύονται, ένας παραμένει ωστόσο σταθερός: εκείνος που αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή στη σύγκρουση ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργατική δύναμη, που το κίνημα κριτικής στην παγκοσμιοποίηση την ορίζει ως σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν και σε αυτούς που δεν κατέχουν εξουσία, χρήμα, φωνή. Υπάρχει ωστόσο και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ως πολιτικό υποκείμενο.

«Νομίζω ότι ο νεοφιλελευθερισμός πρέπει να θεωρηθεί ένα παροδικό επεισόδιο του ανακλαστικού εκσυγχρονισμού. Είχε μια λειτουργία που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε "προοδευτική". Ανοιξε δηλαδή τα παράθυρα στον κόσμο. Αλλά επιδείνωσε ορισμένα προβλήματα. Ολη αυτή η έμφαση στην αναγκαιότητα να πέσουν τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην ελεύθερη αγορά, συμπεριλαμβανομένου και του συστήματος κοινωνικών εγγυήσεων που συνηθίσαμε να αποκαλούμε "κράτος πρόνοιας", συνεπέφερε υψηλότατο κοινωνικό κόστος. Θεωρώ επομένως ότι ο κοσμοπολιτισμός αντιπροσωπεύει τη λύση στα πλανητικά προβλήματα του κόσμου. Ο κοσμοπολιτισμός συνεπάγεται πράγματι πολιτισμικές επιμειξίες, την επικράτηση πολιτικών πολιτισμών που δεν αποκλείουν την ετερότητα, την επίγνωση ότι τα προβλήματα είναι παγκόσμια. Με άλλα λόγια, ο κοσμοπολιτισμός γεννάει μιαν ιδέα κοινωνίας στην οποία η ετερότητα που εκπροσωπεί ο άλλος θεωρείται ένας δυναμικός κοινωνικός παράγοντας και όχι ένας κίνδυνος, όπως αντίθετα τη θεωρούν πολλοί υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού. Διαφορετική είναι η περίπτωση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Μου προξενεί μεγάλη εντύπωση το ότι η πιο μεγάλη στρατιωτική δύναμη του κόσμου, ίσως και της Ιστορίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αισθάνονται ότι απειλούνται από το θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Στους λόγους της αμερικανικής κυβέρνησης εμφανίζεται η έμμονη ιδέα για την εθνική ασφάλεια, ενώ ούτε μια λέξη δεν αφιερώνεται για την ερμηνεία του φαινομένου. Κατά τη δική μου κρίση, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι η αντίδραση όχι όσων αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση αλλά όσων αποκλείονται από αυτήν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και σε αυτήν την περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά στον πολιτικό κόμβο του επαναπροσδιορισμού των συνόρων ανάμεσα σε αυτούς που είναι μέσα και σε αυτούς που είναι έξω από την παγκόσμια κοινωνία».

- Στο πολιτικό λεξικό κυριαρχεί όλο και περισσότερο ο όρος «Δύση», σαν να είχε τη δύναμη να προσδιορίζει μια μονοσήμαντη πραγματικότητα. Η υπεράσπιση της «Δύσης» και η εξαγωγή της δυτικής δημοκρατίας ήταν τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογηθεί ο πόλεμος ενάντια στο Ιράκ. Στο βάθος, όμως, και ο κοσμοπολιτισμός σχετίζεται πολύ με την οικουμενική ρητορική της Δύσης. Εσείς τι σκέφτεστε γι' αυτό;

«Ναι, όροι όπως "δημοκρατία" και "Δύση" χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογηθεί ο πόλεμος ενάντια στο Ιράκ. Και αυτό επειδή οι δύο όροι συσχετίζονταν πάντοτε. Στο βάθος η "Δύση" συνέπιπτε με την ιδέα δημοκρατικών πολιτικών καθεστώτων. Πέρα από την αμφίβολη ιστορικότητα αυτής της "θεώρησης" του κόσμου, πιστεύω ότι η επιβολή της δημοκρατίας με τον πόλεμο είναι μια κραυγαλέα αντίφαση. Ημουν αντίθετος στην αμερικανική και αγγλική στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, αλλά πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ο πόλεμος τροποποίησε την πραγματικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τη θετικότητά του. Μπορούμε όμως να δούμε στη μεταπολεμική κατάσταση μιαν ευκαιρία για να ευνοήσουμε την ανάπτυξη της δημοκρατίας στο Ιράκ. Ο μόνος πολιτικός παράγοντας που μπορεί να το κάνει αυτό είναι η Ευρώπη. Οταν μιλώ για την Ευρώπη δεν αναφέρομαι σε μια πολιτική οντότητα που προκύπτει απο το άθροισμα των εθνικών κρατών της γηραιάς ηπείρου, αλλά σε αυτό που εγώ θεωρώ "κοσμοπολιτική" τάση της Ευρώπης.

- Η Ευρώπη όμως είναι διαιρεμένη.

«Αυτή είναι η κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των εθνικών κρατών της γηραιάς ηπείρου. Αλλά υπάρχει μια μεταβλητή που θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον επαναπροσδιορισμό του κόσμου στον οποίο προαναφέρθηκα. Αναφέρομαι σε εκείνο το σύνολο των κοινωνικών κινημάτων που συνηθίσαμε να αποκαλούμε "παγκόσμια κοινωνία πολιτών". Τους τελευταίους μήνες είχαμε μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Αν κάποιος με ρωτούσε ποιος μπορεί να αντιταχθεί στην πιο ισχυρή υπερδύναμη που γνώρισε η Ιστορία, η απάντηση θα ήταν απλή: η παγκόσμια κοινωνία πολιτών...».


7 - 25/05/2003

Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2003

Παγκοσμιοποίηση: οδηγίες χρήσης

από το Θανάση Γιαλκέτση

Η παγκοσμιοποίηση είναι το θέμα για το οποίο συνομίλησαν οι ιταλοί φιλόσοφοι Ρομπέρτο Εσπόζιτο και Σαλβατόρε Βέκα με τον Τόνι Νέγκρι. Η συζήτηση αυτή δημοσιεύτηκε στο θεωρητικό περιοδικό «Micromega».

ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΕΣΠΟΖΙΤΟ

Θα ήθελα να ξεκινήσω από ένα προκαταρκτικό σημείο συμφωνίας με το τελευταίο βιβλίο του Νέγκρι (το βιβλίο «Αυτοκρατορία» που έγραψε σε συνεργασία με τον Μάικλ Χαρντ και κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Scripta). Παρά τα τραγικά γεγονότα που άλλαξαν δραστικά τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, και για μένα η παγκοσμιοποίηση καθαυτή φαίνεται να είναι μια ολική και μη αναστρέψιμη διαδικασία. Ολική με την έννοια ότι είναι η μορφή -όχι μόνον η οικονομική ή τεχνολογική αλλά και η λογική και οντολογική- που έχει πάρει σήμερα ο κόσμος.

Παγκοσμιοποίηση, νοούμενη με φιλοσοφικούς όρους, σημαίνει όχι μόνον ότι κάθε σημείο του κόσμου διασυνδέεται σε παρόντα χρόνο με κάθε άλλο σημείο, αλλά και ότι δεν είναι νοητό κανένα σημείο εξωτερικό προς τον κόσμο. Εκτός από ολική, η παγκοσμιοποίηση είναι και μη αναστρέψιμη. Γιατί είναι αλήθεια ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια εποχή, όπως υπήρξε και η νεωτερικότητα ή ο Μεσαίωνας. Αλλά πρόκειται για μιαν εποχή η οποία θέτει τέλος στην ίδια την (ιστορικιστική) ιδέα της γραμμικής διαδοχής των εποχών. Η οποία αναιρεί την ίδια την έννοια της ιστορίας, όπως την έχουμε χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα. Οχι ότι η ιστορία έχει τελειώσει, αλλά σίγουρα έχουμε μπει σε μιαν εντελώς νέα ιστορική διάσταση, οριζόντια και συγκεκριμένη, στην οποία η ταυτόχρονη εκτύλιξη των γεγονότων αποδιαρθρώνει κάθε τάξη διαδοχής ανάμεσα στο πριν και το μετά. Ποτέ δεν είχε συμβεί στο παρελθόν, μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας -μιλώ για το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου- ο κόσμος να αλλάξει τόσο απρόβλεπτα και τόσο ριζικά.

Από αυτήν την άποψη, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο μια διαφορετική εποχή αλλά και ένα διαφορετικό καθεστώς νοήματος. Το ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία ολική και μη αναστρέψιμη αποδεικνύεται εξάλλου και από το γεγονός ότι ακόμη και οι μορφές της πιο σκληρής αντίστασης σε αυτήν κινούνται στο εσωτερικό των δικών της συντεταγμένων, υιοθετούν τα ίδια τη δική της γλώσσα, χρησιμοποιούν τα ίδια τα δικά της όπλα, ιδεολογικά και πραγματικά, τα οποία ωστόσο αμφισβητούν.

Το γεγονός ότι πρόσωπα όπως ο Μπιν Λάντεν όχι μόνον αντλούν τους πόρους τους από χρηματιστικές ροές εσωτερικές στη Δύση αλλά και έχουν εκπαιδευτεί από αμερικανικές και πακιστανικές υπηρεσίες σε έναν αντισοβιετικό ρόλο, δείχνει ότι πρέπει να βλέπουμε τη διεξαγόμενη σύγκρουση όχι σαν μια σύγκρουση ανάμεσα σε σύστημα και αντι-σύστημα, αλλά σαν μια σύγκρουση εσωτερική στο μοναδικό σύστημα-κόσμος και παραγόμενη από αυτό το μοναδικό σύστημα-κόσμος.

Αυτό ισχύει και σε ό,τι αφορά το επίπεδο της εικόνας. Δεν υπάρχουν δύο διαφορετικές και εναλλακτικές αναπαραστάσεις, αλλά μια πάλη για την ηγεμονία στο μοναδικό δυνατό ορίζοντα αναπαράστασης, εκείνον των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από αυτήν την άποψη, δεν κατορθώνω να φανταστώ τίποτα βαθύτερα εγγενές στην παγκόσμια δυναμική από όσα συνέβησαν -και στην πραγματικότητα και στο συλλογικό φαντασιακό- την 11η Σεπτεμβρίου. Θα έλεγα ότι εκείνη η πράξη -η πραγματοποίησή της και η κοινοποίησή της είναι στο βάθος το ίδιο πράγμα- υπήρξε το πιο ακραίο σημείο που άγγιξε το βέλος της παγκοσμιοποίησης. Αν όλα αυτά είναι αληθινά, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να σχεδιάζουμε πολιτικά, οικονομικά και ανθρωπολογικά σενάρια εναλλακτικά προς την πλανητική μορφή που έχει πάρει ο κόσμος. Και αυτό όχι μόνον εξαιτίας του εξωπραγματικού και ουτοπικού τους χαρακτήρα. Αλλά και επειδή όλες οι μορφές του ταυτοτικού νεοτοπικισμού είναι και αυτές οι ίδιες το ανακλαστικό αποτέλεσμα, ένα είδος ιδεολογικού αντικατοπτρισμού, της ίδιας της παγκοσμιοποίησης που θέλουν να αντιπαλέψουν.

Με δυο λόγια, από την παγκοσμιοποίηση δεν μπορούμε να βγούμε, από τη στιγμή που αυτή δεν είναι ένα εσωτερικό, αλλά είναι ακριβώς η κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα σε εσωτερικό και εξωτερικό, η διεθνοποίηση κάθε εσωτερικού. Οπως γνώρισε από πείρα ακόμη και ο Μπους, ούτε και ο αμερικανός απομονωτισμός είναι πλέον δυνατός. Ακόμη και το κέντρο της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να αποφύγει την πλανητική σχέση με τα τμήματα που το περιβάλλουν.

ΤΟΝΙ ΝΕΓΚΡΙ

«Συμφωνώ με τον Εσπόζιτο. Πράγματι, η παγκοσμιοποίηση είναι μη αναστρέψιμη. Από αυτήν την άποψη, νομίζω ότι έχει δίκιο ακόμη και ο Φουκουγιάμα, όταν υποστηρίζει ότι το τωρινό πλαίσιο ορισμού του πολιτισμού δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Οχι μόνον αυτό αλλά, προσθέτω, αυτό το μη αναστρέψιμο είναι και επιθυμητό, επειδή κυοφορεί μέσα του μιαν επαναστατική διαδικασία. Το πρόβλημα είναι ότι ορισμένες δυνάμεις προσπαθούν να την ελέγξουν, να ιεραρχήσουν ξανά τον κόσμο.

Είναι αλήθεια λοιπόν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι καθεαυτή -οντολογικά όπως έλεγε ο Εσπόζιτο- μη αναστρέψιμη, είναι δηλαδή ακαταμάχητη και αμετάκλητη. Παραμένουν όμως τα ζητήματα που αυτή θέτει: ιδιαίτερα τα δύο μεγάλα φαινόμενα του μετασχηματισμού της εργασίας, που γίνεται όλο και περισσότερο άυλη, κινητική, ευέλικτη, και της διάλυσης των περιοχών πάνω στις οποίες μπορεί να ασκηθεί ο έλεγχος των συντελούμενων διαδικασιών. Ο πρώτος μετασχηματισμός κατέστρεψε την παραδοσιακή πειθαρχική διάταξη των εργασιακών διαδικασιών, επειδή επανέφερε την εργασία, τα εργαλεία της, στο κεφάλι των ανθρώπων, τη μετέτρεψε σε προέκταση της σωματικής υπόστασης των εργαζομένων. Το δεύτερο φαινόμενο είναι εκείνο του τέλους του κράτους, αυτού του βάρβαρου κράτους -γιατί βάρβαρο αποκαλύφθηκε ότι είναι το έθνος-κράτος από το Βερντέν ώς το Αουσβιτς.

Ομως, ακριβώς το τέλος του έθνους-κράτους επαναπρότεινε το θέμα της ιεράρχησης του κόσμου, του ελέγχου του, με την αντιμετώπιση των προβλημάτων στα οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Τι να κάνουμε, πώς να παρέμβουμε, πώς να αναδιοργανώσουμε τον κόσμο μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο; Είναι προφανές ότι δεν ήταν δυνατόν τα πράγματα να συνεχίσουν να βαδίζουν με αυτόν τον τρόπο. Η πτώση των αεροπλάνων-βομβών στο Πεντάγωνο και κυρίως στους δίδυμους πύργους αποτελεί αληθινά την ένδειξη του τέλους του προοδευτικού ονείρου της παγκοσμιοποίησης και των πειρασμών της μονομερούς επιβολής, όπου και όπως και αν αυτοί υποκινούνται. Με αυτό το γεγονός αναδείχθηκε με σαφήνεια η σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνους που μετέχουν στο παιχνίδι της παρούσας παγκοσμιοποίησης και -στην αντίθετη πλευρά- στις εγκάρσιες δυνάμεις που θέλουν, αντίθετα, να σταματήσουν αυτή τη διαδικασία.

ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΒΕΚΑ

Με ορισμένα πράγματα από όσα έχουν λεχθεί συμφωνώ κι εγώ. Το ότι οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης έχουν κατά κάποιον τρόπο διαφοροποιήσει και τροποποιήσει ριζικά το τοπίο στο οποίο είχαμε συνηθίσει είναι γεγονός. Το ότι αυτό γέννησε, μεταξύ των άλλων, τα δύο αποτελέσματα για τα οποία μίλησε ο Νέγκρι -τα σχετικά με το ζήτημα της εργασίας και με εκείνο του έθνους-κράτους, με τη συναφή κρίση ή, απλούστερα, με τη συναφή μεταβολή στους τρόπους και στην εμβέλεια της άσκησης της κυριαρχίας- είναι άλλο ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο νομίζω ότι είναι ορθό να εισφέρουμε στη συζήτηση ορισμένα στοιχεία στοχασμού πιο προβληματικού και διανοητικά πιο σκεπτικιστικού σε σχέση με τις απόψεις που ο Εσπόζιτο και ο Νέγκρι φαίνεται να συμμερίζονται αναφορικά με αυτό που όρισαν ως «οντολογικό» χαρακτήρα της διαδικασίας η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν μου είναι σαφές το τι θέλει να πει αυτή η αναφορά στην οντολογία ή σε μιαν οντολογία και, γενικά, τείνω να υποστηρίζω φιλοσοφικά μια πιο φειδωλή χρήση αυτής της έκφρασης για άλλους θεωρητικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, είναι αλήθεια ότι συντελούνται μετασχηματισμοί της εργασίας που τείνουν να την καθιστούν άυλη και ότι αυτό προκαλεί μια κατάρρευση των μεθόδων πειθάρχησης της ίδιας της εργασίας όπως τις είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι, σε αυτόν τον ενοποιημένο αλλά και διαιρεμένο και κατακερματισμένο από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης πλανήτη, υπάρχει ένας μεγάλος, πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων τα οποία στην πραγματικότητα βρίσκονται σε συνθήκες δουλείας.

Από αυτήν την άποψη φαίνεται αληθινά να υπάρχει πολύ λίγο το άυλο στοιχείο. Θέλω να πω με αυτό ότι σε αυτόν το μετασχηματισμό της εργασίας σε ένα τμήμα του κόσμου αντιστοιχούν πελώριοι έρημοι υποβάθμισης των ανθρώπινων υπάρξεων, αποκλεισμού, εκμετάλλευσης, φτώχειας και δυστυχίας σε ένα άλλο τμήμα του κόσμου. Οσο για την κρίση της κυριαρχίας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παγκοσμιοποίηση διαφοροποιεί τη σταθερή γεωγραφία των συνόρων και αυτό φυσικά διαβρώνει και περιορίζει την ακτίνα και την ισχύ της δράσης εκείνων των μηχανισμών που έχουν τις ρίζες τους στην εδαφική επικράτεια των εθνών-κρατών. Αλλά είναι επίσης αληθινό το ότι στη μείωση της ικανότητας δράσης των κρατών αντιστοιχεί η ανάδυση νέων αιτημάτων για κρατική παρέμβαση. Με δύο λόγια, μολονότι μετασχηματίζονται βαθιά, οι ελίτ της εξουσίας διατηρούνται ως τέτοιες έστω και σε ένα πλαίσιο το οποίο από ορισμένες απόψεις έχει μεταβληθεί δραστικά.

Από την άλλη μεριά, για να απαντήσουμε στο ερώτημα που έθεσε ο Νέγκρι για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, νομίζω ότι διανοητικά είναι προτιμότερο να μην την κατανοούμε ως μια διαδικασία ή ένα σύνολο διαδικασιών που βασίζονται σε έναν σιδερένιο και αναπόφευκτο νόμο της ιστορίας -διαφορετικά δεν θα μας απέμενε άλλη δυνατότητα από το να ακολουθούμε την προκαθορισμένη πορεία χωρίς να μπορούμε να παρέμβουμε με κανέναν τρόπο.

Το μοναδικό κριτήριο για να δράσουμε και να προσανατολιστούμε στον επίμαχο πλανήτη θα ήταν τότε εκείνο που θα μας υπαγόρευε μια κάποια «ηθική του τοκετού».

Είμαι πεισμένος ότι η καλύτερη πολιτική φιλοσοφία πρέπει να εκτεθεί στη δοκιμασία της αναζήτησης των κριτηρίων του δίκαιου και του άδικου στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης. Τέλος, ας πάρουμε υπόψη μας ότι ο ίδιος ο όρος «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι διόλου μονοσήμαντος.

Αντίθετα, μάλιστα, γνωρίζουμε ότι για το νόημά του διεξάγεται εδώ και καιρό μια μεγάλη διαμάχη. Γιατί είναι αλήθεια ότι συντελείται μια διαδικασία χρηματιστικής, παραγωγικής και τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν στον ίδιο το διαιρεμένο και κοινό μας κόσμο δισεκατομμύρια πρόσωπα των οποίων οι ζωές είναι αυστηρά και σκληρά εγκλωβισμένες σε τοπικά όστρακα.

Και από την άλλη μεριά, είναι γνωστό ότι διαμορφώνονται συλλογικές ταυτότητες που συγκροτούνται σε κινήματα, τα οποία, αν και είναι μπολιασμένα από τις ίδιες τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, έρχονται σε σύγκρουση με αυτήν. Συμπερασματικά, βλέπω έναν κόσμο ο οποίος παρουσιάζει μεν τα γνωρίσματα που υπογράμμισαν ο Εσπόζιτο και ο Νέγκρι, αλλά ο οποίος διαθέτει στοιχεία αδιαφάνειας και αμφισημίας, που γεννιούνται από την ταυτόχρονη παρουσία άλλων γνωρισμάτων, τα οποία καθιστούν τη συνολική εικόνα πολύ πιο αντιφατική και εκτεθειμένη στην αβεβαιότητα...


7 - 12/01/2003