Η ιστορική πορεία του «μακεδονικού» ζητήματος κατά τον 19ο ως και τις αρχές του 20ού αιώνα θεμελιώθηκε ουσιαστικά πάνω σε τρεις βασικούς, άρρηκτα αλληλένδετους και διαλεκτικά διαμορφούμενους άξονες: α) Το ρόλο του ελληνικού αστικού εθνικισμού στο πλαίσιο συγκρότησης και διεύρυνσης του νεοσύστατου έθνους - κράτους της Ελλάδας («Μεγάλη Ιδέα»). β) Τις αντίστοιχες ιστορικοπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και γ) τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή (το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα»).
Οι διεργασίες που είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του σημερινού γεωγραφικού - εθνογραφικού χάρτη της περιοχής διήνυσαν μια ιστορική διαδρομή που δεν υπήρξε καθόλου ευθύγραμμη ή ομαλή. Τουναντίον, σημαδεύτηκε από διαρκείς αντιθέσεις και συνθέσεις, έντονες κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις και αδυσώπητους ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστικά, που διαιωνίζονται ως και τις μέρες μας, καθιστώντας τις σελίδες αυτές της Ιστορίας επίκαιρες όσο ποτέ.
Η άνοδος των βαλκανικών αστικών εθνικισμών - Η σύγκρουση των μεγαλοϊδεατισμών
Ο μεγαλοϊδεατισμός - σαφώς με πολλές παραλλαγές - υπήρξε σε γενικές γραμμές κοινός τόπος για τον ανερχόμενο αστικό εθνικισμό σε πολλές χώρες, τόσο της ανατολικής (Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Ουγγαρία, Μεγάλη Ρουμανία, Μεγάλη Αλβανία, κλπ.), όσο και της δυτικής Ευρώπης (Μεγάλη Ολλανδία, Μεγάλη Γερμανία, κλπ.).
Οι ηγέτες των κρατών της Βαλκανικής Συμμαχίας. Λιθογραφία εποχής |
Από τα μέσα - τέλη του 19ου αιώνα, ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός, ο στρατηγικός προσανατολισμός, δηλαδή, της ελληνικής αστικής τάξης προς επέκταση του οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού χώρου, όπου διεκδικούσε ηγεμονεύουσα θέση και ρόλο, άρχισε να «υπονομεύεται» από τις αντίστοιχες εθνικές αστικές τάξεις άλλων αναδυόμενων εθνών - κρατών, οι οποίες εμφανίζονταν ολοένα και πιο επιθετικά ως ανταγωνίστριες δυνάμεις στο μοίρασμα των εδαφών (και αγορών) της κλυδωνιζόμενης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τις αντιθέσεις αυτές υποδαύλιζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, δημιουργώντας πλασματικές προσδοκίες, στρέφοντας τον ένα λαό εναντίον του άλλου, σχηματίζοντας και διαλύοντας συμμαχίες ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Ταυτόχρονα, αδυνάτιζε ο «παμβαλκανικός» χαρακτήρας της ελληνικής αστικής τάξης που κατείχε έως τότε ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή (η θέση του ελληνικού κεφαλαίου συνέδραμε καταλυτικά στην εμφάνιση και άνοδο «επιμέρους» βαλκανικών εθνικισμών, καθώς και στα «ανθελληνικά» χαρακτηριστικά που συχνά έλαβαν).
Από την άλλη, η Βουλγαρία διεκδικούσε ηγεμονική θέση στα Βαλκάνια και διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη, κ.ά.). Η Ρουμανία πρόβαλε αξιώσεις για την περιοχή της Θεσσαλίας, όπου, κατά τις αντιλήψεις της, κατοικούσαν βλάχικοι πληθυσμοί. Η Αλβανία διεκδικούσε την Ηπειρο, ως και την Αρτα. Συνάμα «η κάθε μια εμφανίζει δικές της στατιστικές, αναβιώνει ιστορικά δικαιώματα, κινητοποιεί επιστήμονες και σοφούς».1
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μακεδονίας, όπου ο Γ. Ζέβγος, παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από το έργο του Jacques Angel «Λαοί και Εθνη των Βαλκανίων» (1920), έγραφε: «Ενας Ελληνας, ο Νικολαΐδης, τοποθετεί στα τρία μακεδονικά βιλαέτια (Κόσσοβο, Μοναστήρι, Σαλονίκη) 576.000 τούρκους, 656.000 έλληνες, 454.000 σλαύους. Ενας βούλγαρος, ο Κάντσεφ τοποθετεί 489.000 τούρκους, 225.000 έλληνες, 1.184.000 βούλγαρους, 700.000 σέρβους. Ενας σέρβος, ο Γκόπτσεβιτς, βρίσκει 231.000 τούρκους, 201.000 έλληνες, 57.000 βούλγαρους, 2.048.000 σέρβους.» 2
Σχ
Η ελληνική αποστολή στη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου. Από αριστερά στα δεξιά, καθισμένοι: λοχαγός Κ. Πάλλης, Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος, Ελ. Βενιζέλος, Δ. Πανάς, Ν. Πολίτης. Ορθιοι: Θ. Πετρακόπουλος, Σ. Γεωργόπουλος, Κ. Μαρκαντωνάκης, Σ. Κωνσταντινίδης, λοχαγός Αλ. Εξαδάκτυλος και Μ. Τσαμαδός |
ολιάζοντας τις κινήσεις αυτές, ο Ε. Ροΐδης έγραψε το 1875: «Αλλ' αι επωφελέστερον εσχάτως επιδιωχθείσαι εθνογραφικαί μελέται, αποδεικνύουσι καθ' εκάστην δυσχερεστέραν πάσαν απόπειραν δικαίας διανομής της τουρκικής κληρονομίας. Τας δε δυσχερείας του έργου επαυξάνει, αδύνατον καθιστώσα οιονδήποτε συμβιβασμόν, οι παρά τοις λαοίς τούτοις επιφοίτησις της αρχής των εθνοτήτων. Καθ' ην ώραν οι πλείστοι των κατοίκων της χερσονήσου κηρύσσονται έτοιμοι να υποστώσι πάσαν καταστροφήν και εξόντωσιν μάλλον ή να υπομείνωσι τη στέρησιν του αλβανισμού, βουλγαρισμού ή ρουμανισμού αυτών, τα δε παρέχοντα το πολύτιμον τούτο προνόμιον γεωγραφικά όρια ουδαμού είνε ευχάρακτα και πολλαχού ουδέ καν ορατά, ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί αδελφικής συμβιώσεως εθνών βλεπόντων καθ' ύπνους μεγάλην Βουλγαρίαν, αρχαίαν Σερβίαν, αλβανικόν κράτος, Ρουμανίαν μέχρι Πίνδου και Ελλάδα μέχρι του Αίμου, ήτοι την ανέφικτον ανάγκην ν' αλληλοσφαγώσιν, αφού δεν υπάρχει επί του χάρτου τόπος ικανός να συνυπάρξωσι τα όνειρα ταύτα».
Και αυτό επειδή, ενώ κάθε εθνότητα παρουσίαζε κατά τόπους συμπαγείς πληθυσμούς, στο σύνολο των υπό διεκδίκηση εδαφών, το τότε υπάρχον πολυεθνικό μωσαϊκό σήμαινε αναπόφευκτα πως: «προς διαλλαγήν των φυλών της ανατολής απαιτείται ή να λάβωσιν όσα εκάστη διεκδικεί, όπερ απολύτως ακατόρθωτον ή να παραιτηθώσι του ονείρου των, πεισθείσαι ότι αδύνατος είνε η πραγματοποίησις αυτού. Αλλά προς τοιούτον σωφρονισμόν και χρόνος απαιτείται μακρός και αγώνες πιθανώς αιματηροί...». Μόνη λύση: Η συνεργασία των λαών, αίτημα που μετουσιώθηκε τότε στο όραμα για μια Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία.3
Το ζήτημα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας
«Το ζήτημα της ομοσπονδιακής οργάνωσης εμφανίστηκε εδώ (σημ: στα Βαλκάνια) παράλληλα με αυτό της εθνικής χειραφέτησης. Το κήρυγμα άλλωστε του Ρήγα Βελεστινλή για την εξέγερση όλων των λαών της Ανατολής εναντίον του οθωμανικού δεσποτισμού και τη συγκρότηση μιας ομοσπονδιακού τύπου Δημοκρατίας, αν και ανήκε στα τέλη του 18ου αιώνα, θεωρούνταν ακόμα (τον 19ο αιώνα) από πολλούς επίκαιρο.» 4
Το αίτημα για μια ομόσπονδη Βαλκανική υιοθετήθηκε από πολλά τμήματα της προοδευτικής διανόησης και των αστών δημοκρατών του 19ου αιώνα, τα οποία έβλεπαν στην ενότητα των λαών των Βαλκανίων το μόνο δρόμο για τον υπερκερασμό των «εθνικών διαφορών» (που προμήνυαν εθνικές συγκρούσεις), την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, και την ευημερία όλων των εθνοτήτων στα υπό διαμόρφωση έθνη - κράτη. Η δημοκρατική ομάδα των Πανά και Λυκιαρδόπουλου, για παράδειγμα, διακήρυττε πως «Συμμεριζόμεθα (την ιδέα της βαλκανικής ομοσπονδίας) πληρέστατα, καθ' όσον και ημείς φρονούμεν ότι το πολυθρύλητον ανατολικόν ζήτημα πρέπει να λυθεί ουχί υπό ταύτης ή εκείνης της (ευρωπαϊκής) Δύναμης, αλλ' υπ' αυτών τούτων των ενδιαφερομένων βαλκανικών λαών, εν πνεύματι ομονοίας και αδελφότητος των εργαζομένων.» 5
Ομολογουμένως το αίτημα για μια ομόσπονδη Βαλκανική αδυνάτισε προς τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον Λ. Χασιώτη, οι «βασικές αιτίες για την εξέλιξη αυτή υπήρξαν: α) Η ουσιαστική υπαγωγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις επιλογές των "προστάτιδων" Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας, κυρίως μετά το 1856, και β) η κυριαρχία στο ιδεολογικό τοπίο της Ελλάδας της "Μεγάλης Ιδέας".» 6 Ωστόσο, στη βόρεια Ελλάδα - και ιδιαίτερα στους κόλπους του αναπτυσσόμενου συνδικαλιστικού κινήματος - διατηρούνταν εν πολλοίς η πεποίθηση πως «η λύση του εθνικού προβλήματος των πολλαπλών εθνικών ομάδων των Βαλκανίων θα περνούσε μέσα από τον αγώνα για την κοινωνική απολύτρωση των λαών, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής πολυεθνικής Πολιτείας». Ακολούθως, η πρωτοπόρα συνδικαλιστική οργάνωση της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, αντικατοπτρίζοντας την πολυεθνική γεωγραφία της πόλης, υπήρξε πολυεθνική και στη σύνθεσή της, οργανωμένη σε ομοσπονδιακή βάση.7
Μακεδονία και εθνική ολοκλήρωση
Η επανάσταση του 1821 στο μακεδονικό χώρο περιορίστηκε κυρίως στη Χαλκιδική υπό την ηγεσία του Φιλικού Ε. Παππά και καταπνίγηκε πριν το πέρας του έτους. Στην εξέλιξη αυτή συνηγόρησαν πολλοί παράγοντες: Η ύπαρξη πολυάριθμου μωσαϊκού εθνοτήτων (και συμπαγής μουσουλμανικός πληθυσμός), ισχυρών τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, καθώς και η απροθυμία των προκρίτων (που διατηρούσαν σημαντικά προνόμια) και της Εκκλησίας να στηρίξουν υλικά ή ηθικά τον Αγώνα.8
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφηκε στη Διάσκεψη του Λονδίνου το πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Απαντώντας στο πρώτο από τα 28 ερωτήματα που υπέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στον Ι. Καποδίστρια ενάμιση περίπου χρόνο νωρίτερα (Οκτώβρης 1828) περί των γεωγραφικών / ιστορικών ορίων τού υπό σύσταση ελληνικού κράτους, ο τελευταίος απάντησε: «Εάν οδηγηθώμεν εκ της ιστορίας, εκ των σωζομένων εισέτι μνημείων της αρχαιότητος και εκ της γνώμης των περιηγητών και γεωγράφων, η έκτασις αυτής της χώρας θέλει έχει οροθετικήν γραμμήν προς άρκτον την αρχομένην από τας εκβολάς της Βοϊούσας, εκτεινομένην δε προς τα άνω διά του ποταμού αυτού μέχρι της πηγής του και διερχομένην διά τη σειράς των ορέων του Ζαγορίου και Μετζόβου και διά της του Ολύμπου μέχρι του κόλπου της Θεσσαλονίκης».9 Οι ελληνικές λοιπόν γεωγραφικές και ιστορικές διεκδικήσεις προσδιορίστηκαν αρχικά μέχρι το ύψος του Ολύμπου και του κόλπου της Θεσσαλονίκης.
Στα έτη που ακολούθησαν, το γνήσιο αίτημα των υπόδουλων Ελλήνων για απελευθέρωση διαστρεβλώθηκε από το περιεχόμενο που προσέδωσε σε αυτό ο αστικός εθνικισμός. Οι ζυμώσεις, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις στο μακεδονικό χώρο οξύνθηκαν.
Τον Σεπτέμβρη του 1885 ξέσπασε κίνημα στην ανατολική Ρωμυλία με αίτημα την ένωση της επαρχίας με τη Βουλγαρία. Η κίνηση αυτή θορύβησε τους οπαδούς του μεγαλοϊδεατισμού στην Ελλάδα που οργάνωσαν συλλαλητήρια καταγγέλλοντάς την ως «ανθελληνική» (βλέπε για παράδειγμα ομιλία Γ. Καπετανάκη στην πλατεία Συντάγματος).
Ο Χ. Τρικούπης (πλέον στην αντιπολίτευση) δήλωσε σχετικά σε συνέντευξή του στην αγγλική εφημερίδα «Pal Mall Gazette»: «Η Ελλάς ενδιαφέρεται τετραχώς κατά την ενεστώσαν κρίσιν: Η πρώτη αυτής ασχολία πρέπει να είναι η περί του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, όστις θα απορροφηθεί υπό των Βουλγάρων εάν οι Δυνάμεις αναγνωρίσωσι τη μετά της βουλγαρικής ηγεμονίας ένωσιν της Ρωμυλίας. Κατά δεύτερον λόγον η Ελλάς ενδιαφέρεται διά τη Μακεδονίαν, ήτις δύναται να διαιρεθεί εις τρία τμήματα: Τη μεσημβρινήν ήτις είναι και θα είναι ελληνική, οτιδήποτε και αν συμβεί, την κεντρικήν την περιλαμβάνουσαν ελληνικούς πληθυσμούς και την αρκτικήν τη μη οικούμενην υφ' Ελλήνων. Την Ελλάδα απασχολεί η Κεντρική Μακεδονία ης οι κάτοικοι αναγνωρίζουσι τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και ουχί τη βουλγαρικήν εξαρχίαν, αλλ' επειδή ενταύθα ο ελληνικός πληθυσμός δεν αποτελεί συναφή πληθυσμόν, είναι σχεδόν βέβαιον ότι, εάν η χώρα περιέλθει υπό τη σερβικήν κυριαρχίαν ή τη βουλγάρικην, οι κάτοικοι θα εκσλαβισθώσιν, ενώ εάν υπό την Ελλάδα θα εξελληνισθώσιν ολοσχερώς.» 10
Σε μια άλλη συνέντευξή του, δήλωσε επίσης σχετικά: «Ο Τούρκος εκλείπει και πολύ ταχέως. Οταν έλθει ο μέγας πόλεμος, ως αφεύκτως θα συμβεί μετά τρία, πέντε, οκτώ έτη, η Μακεδονία θα γίνει Ελληνική ή Βουλγάρικη κατά τον νικήσαντα. Αν τη λάβωσιν οι Βούλγαροι, δεν αμφιβάλλω ότι εντός ολίγων ετών θα είναι ικανοί να εκσλαβίσωσι τον πληθυσμόν μέχρι των Θεσσαλικών συνόρων. Αν ημείς τη λάβωμεν, θα τους κάμωμεν όλους Ελληνας μέχρι της Ανατολικής Ρωμυλίας.» 11
Ενόψει μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής επιχείρησης της Ελλάδας στη Μακεδονία (ως απάντηση στις κινήσεις της Βουλγαρίας), κινητοποιήθηκαν προληπτικά ο αγγλικός και ιταλικός στόλος προβαίνοντας σε «ειρηνικό αποκλεισμό» της χώρας. Τελικά, η ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία, τροφοδοτώντας τους μεγαλοϊδεατικούς σχεδιασμούς της ντόπιας άρχουσας τάξης και θέτοντάς τους παράλληλα σε τροχιά σύγκρουσης με τους αντίστοιχους ελληνικούς.
Η κινητικότητα στη Μακεδονία συνεχίστηκε το επόμενο διάστημα: Το φθινόπωρο του 1893 ιδρύθηκε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ή Κομιτάτο των Σαντραλιστών), μέλος της οποίας «μπορούσε να γίνει κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χωρίς καμιά διάκριση γλώσσας, εθνικότητας, θρησκείας και πολιτικοφυλετικών πεποιθήσεων», και που σκοπός της ήταν «η βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής θέσης των κατοίκων της Μακεδονίας», αλλά και η «απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών προς όφελος των ακτημόνων αγροτών και η Αυτονομία της Μακεδονίας». Στο πλαίσιο του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού σχηματίστηκε, δύο χρόνια μετά, η «Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Κομιτάτο των Βερχοβιστών), η οποία και προχώρησε σε δολοφονίες πολιτικών / εθνικών αντιπάλων («οι κομιτατζήδες που ανήκανε στο Κομιτάτο των βερχοβιστών έβγαζαν από τη μέση κάθε Ελληνα ή Τούρκο που δεν εκτελούσε τις εντολές τους»). Στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων στην περιοχή, ιδρύθηκε το 1904 το ελληνικό «Μακεδονικό Κομιτάτο». Οι συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων ομάδων γενικεύτηκαν ως το 1908 (μέχρι την Επανάσταση των Νεότουρκων), ενώ στην ίδια τη Βουλγαρία εντάθηκαν οι διώξεις ενάντια στο ελληνικό στοιχείο (1900-1906).12
Οι «λογαριασμοί» τέθηκαν επί τάπητος κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο (1912). Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτού, όχι μόνο δεν ικανοποίησαν τις επεκτατικές ορέξεις των αρχουσών τάξεων των εμπλεκόμενων κρατών, αλλά δημιούργησαν εκ νέου πρόσθετες επιδιώξεις και διεκδικήσεις. Ενας καινούριος «γύρος» αναδιανομής των εδαφών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτος, με τους μέχρι πρόσφατα «συμμάχους» να μετατρέπονται «εν μία νυκτί» σε εχθρούς και αντίστροφα.
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) ολοκληρώθηκε η γεωγραφική ενσωμάτωση της Μακεδονίας (του ελληνικού τμήματος, όπως το ξέρουμε σήμερα) στην ελληνική επικράτεια. Βέβαια, στο πλαίσιο των παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων για τη συμμετοχή των βαλκανικών χωρών στον πρώτο παγκόσμιο στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, η κυβέρνηση Βενιζέλου δε φαίνεται να είχε ιδιαίτερους ενδοιασμούς να παραχωρήσει στη Βουλγαρία την περιοχή της Καβάλας - Δράμας - Σαριμπασάν, με αντάλλαγμα τη Δυτική Μικρά Ασία. 13
Η γεωγραφική προσάρτηση της Μακεδονίας συνοδεύτηκε από την εθνική - πληθυσμιακή ανασύνθεσή της σχεδόν 10 χρόνια αργότερα. Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων «έλυσε» ριζικά το ζήτημα της εθνικής ανομοιογένειας στη Βόρεια Ελλάδα. Η Εκθεση της Ελληνικής Επιτροπής για την Αποκατάσταση των Προσφύγων είναι αποκαλυπτική ως προς τη μεταβολή στην πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας: Το 1912 οι Ελληνες αποτελούσαν μόλις το 42,6% του συνόλου, με τους μουσουλμάνους να έρχονται από κοντά δεύτεροι (39,4%) και τους Βούλγαρους να ακολουθούν (9,9%). Οι Ελληνες αποτελούσαν πλειοψηφία μόλις στις 11 από τις 25 επαρχίες - νομούς της περιοχής. Τους 300.000 και πλέον μουσουλμάνους «αντικατέστησαν» περίπου 638.000 πρόσφυγες (το 52,2% των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα). Μετά την Ανταλλαγή, οι Ελληνες αποτελούσαν πλέον το 88,8% του συνόλου των πληθυσμών της Μακεδονίας. 14 Βέβαια, εκκρεμούσε η ενσωμάτωση (κοινωνική, πολιτιστική, οικονομική) των ίδιων των προσφύγων στο ελληνικό κράτος, διαδικασία που θα αποδεικνυόταν τόσο δύσκολη όσο και μακρόχρονη (με μια μεγάλη μερίδα των γηγενών πληθυσμών να τους θεωρεί «ξένους», κλπ.).
Επίλογος
Γιατί έχει αξία σήμερα η εξέταση της ιστορικής πορείας του «Μακεδονικού»; Πρώτον, γιατί αποκαλύπτεται η σαθρότητα των επιχειρημάτων του αστικού εθνικισμού (περί «απευθείας απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου», κλπ.), ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται οι καταστροφικές συνέπειες από τη διαχρονική καπήλευση και διαστρέβλωση των εννοιών «πατρίδα» και «πατριωτισμός». Πρόκειται για έναν «εθνικό μανδύα», που αποκρύπτει ή εξευμενίζει τα πραγματικά αίτια πίσω από τις «εθνικές» συγκρούσεις και ανταγωνισμούς στην περιοχή: Τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις, σε συνδυασμό με τις επιμέρους επιδιώξεις των αστικών τάξεων των εμπλεκόμενων μερών στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, ξεσκεπάζεται η υποκρισία του αστικού κοσμοπολιτισμού, που αντιπροτείνει δήθεν ως παράγοντα σταθερότητας την οικονομική διείσδυση και ηγεμονία του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Διαχωρίζει, επίσης, τις «Μεγάλες Δυνάμεις» (ΗΠΑ και ΕΕ) σε καλές και κακές, λες και ο ιμπεριαλισμός μεσολάβησε ποτέ υπέρ οποιουδήποτε άλλου εκτός από τον εαυτό του. Οι διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη στις μέρες μας ελλοχεύουν σοβαρούς κινδύνους για τους λαούς των Βαλκανίων. Η στάση του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού κινήματος σε όλες τις χώρες θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ευόδωση ή κατάργηση των σχεδιασμών αυτών.
1. Ζέβγος Γ. (1946) «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας. Β` μέρος» (Αθήνα: Τα Νέα Βιβλία Α.Ε.) σελ. 93.
2. ό.π. σελ. 133-134.
3. Οπως παρατίθεται στο Ζέβγος Γ. (1946) ό.π. σελ. 94-95.
4. Χασιώτης Λ. (2001) «Η Ανατολική Ομοσπονδία» (Αθήνα: Βάνιας) σελ. 17.
5. Παρατίθεται στο Ζέβγος Γ. (1946) ό.π. σελ. 95-96. Βλέπε επίσης Κιτρομιλίδης Π. (1998) «Ρήγας Βελεστινλής: Θεωρία και Πράξη» (Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων).
6. Χασιώτης Λ. (2001) «Η Ανατολική Ομοσπονδία» (Αθήνα: Βάνιας) σελ. 18.
7. Μπεναρόγια Α. (1986) «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου» (Αθήνα: Κομμούνα / Ιστορική Μνήμη) σελ. 9-10, 22.
8. Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 10, σελ. 261-270.
9. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμος 2, σελ. 244.
10. Στο Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙ, σελ. 478-479.
11. «Μαγχεστριανός Φύλακας», 6 Ιουλίου 1889, ό.π. σελ. 499.
12. Κορδάτος Γ. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙΙ, σελ. 39-45.
13. Ο.π. σελ. 420 και 525.
14. Greek Refugee Settlement Commission (1926) «Greek Refugee Settlement» (Geneva: League of Nations).
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ**Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών