μία εξομολόγηση
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ
11/3/2004 - www.liberty.net
Η ιστορία της φιλελεύθερης σκέψης και της ανοιχτής κοινωνίας στην Ελλάδα, είναι μία ιστορία ματαιώσεων, παλινδρομήσεων και απογοητεύσεων. Η προτελευταία ήταν η αυτοδιάλυση των Φιλελεύθερων. Η τελευταία ήταν η αποτυχία του φιλελεύθερου ανοίγματος που επιχείρησε ο Γιώργος Παπανδρέου στις πρόσφατες εκλογές.
Οι πρώτες ιδέες του Διαφωτισμού ήρθαν στη χώρα μας στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα. Ήταν τότε που την πνευματική Ελλάδα την «σκίαζε η φοβέρα και την πλάκωνε η σκλαβιά». Όχι όμως των Τούρκων – αλλά της Εκκλησίας. Τους Τούρκους δεν τους ενδιέφεραν οι ιδέες και οι απόψεις των Ελλήνων – αρκεί να πλήρωναν το χαράτσι.
Το «κρυφό σχολειό» ήταν ο πιο δόλιος προπαγανδιστικός μύθος που εξυφάνθηκε ποτέ. Ουδέποτε υπήρξε. Ο πίνακας του Γύζη απεικονίζει ένα ζωτικό ψεύδος. Η εκκλησία όχι μόνο δεν μάθαινε τους Έλληνες γράμματα αλλά προσπαθούσε να τους κρατήσει στο σκοτάδι, απαγορεύοντας (αιώνες μετά) τις διδασκαλίες του Κοπέρνικου, του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με τις επίσημες απόψεις του πατριαρχείου, ήταν ευλογία για τους Έλληνες το ότι βρίσκονταν κάτω από τον ζυγό των Τούρκων. Ονόμαζε την Τουρκική κατοχή «δώρο Θεού». Ο εχθρός δεν ήταν οι Οθωμανοί, αλλά οι ξενόφερτες ιδέες της Δύσης περί ελευθερίας και δημοκρατίας. (Εξ ου και έσπευσε να αφορίσει την Ελληνική Επανάσταση). Ωστόσο οι δυτικόφρονες διαφωτιστές ελευθέρωσαν τελικά την Ελλάδα. Αλλά η μοίρα τους (και των συνοδοιπόρων τους) δεν ήταν ρόδινη.
Ο πρόδρομος πάντων των διαφωτιστών, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης εξοντώθηκε, ο Ευγένιος Βούλγαρης αυτοεξορίστηκε, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ εδιώχθη, ο Δημήτριος Καταρτζής αναγκάστηκε να απαρνηθεί την δημοτική, ο Αδαμάντιος Κοραής ακόμα και σήμερα δέχεται επιθέσεις, ο Ρήγας εισέπραξε το επίσημο πατριαρχικό ανάθεμα. Οι συνεχιστές τους είχαν ανάλογες τύχες. Ο Θεόφιλος Καΐρης αφανίστηκε, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, και ο Ανδρέας Λασκαράτος, αφορίστηκαν.
Στην πολιτική, όσοι ηγέτες εκπροσωπούσαν τον εκσυγχρονισμό, την ανοιχτή κοινωνία, την φιλελεύθερη και ορθολογική σκέψη δεν τα πήγαν καλύτερα: Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε, ο Τρικούπης κατέληξε στο «ανθ’ ημών Γουλιμής», ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναθεματίστηκε. Οι δυνάμεις του ανορθολογισμού, του εθνοκεντρισμού, της ανασφάλειας και της συντήρησης, εκπροσωπούμενες από επιδέξιους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία στην πιο κλειστή της Ευρώπης.
Οι δημαγωγοί έκαναν καλά την δουλειά τους. Εκμεταλλεύθηκαν όλα τα ιστορικά σύνδρομα – από το Σχίσμα μέχρι την Χούντα – για να μας κάνουν αντιδυτικούς, συντηρητικούς, κρατικοδίαιτους, φοβικούς. To όνειρό μας είναι ο διορισμός και το πιστεύω μας η θεωρία της συνομωσίας.
Οι έρευνες δείχνουν πως, όσο περνάει ο καιρός, η κατάσταση γίνεται χειρότερη. Μετά την χρεοκοπία της αριστεράς (που κρατούσε μία επίφαση ορθολογισμού και κοσμοπολιτισμού) πολλοί αριστεροί έκλιναν προς τα ακρο-δεξιά. Οι τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι οι Έλληνες γίνονται όλο και πιο συντηρητικοί, μισαλλόδοξοι, ξενόφοβοι, καχύποπτοι (βλ. και άλλα σχετικά κείμενα στα "Επίκαιρα"). Φυσικό αποτέλεσμα ήταν η επικράτηση της συντηρητικής παράταξης στις τελευταίες εκλογές.
Ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε ένα γενναίο άνοιγμα προς τον ορθολογισμό και την ανοιχτή κοινωνία. Ξέχασε μόνο να επινοήσει και ένα λαό που θα επικροτούσε και θα υπερψήφιζε αυτό το άνοιγμα.
Πολλοί επισκέπτες των σελίδων μου ρωτάνε γιατί απέσυρα όλα τα προεκλογικά μου κείμενα. Θα απαντήσω: δεν αντέχω να τα ξαναθυμάμαι. Η διάψευση άλλης μίας ελπίδας ήταν πολύ οδυνηρή. Εύχομαι να έχει δίκιο ο Διονύσης Σαββόπουλος που είπε για τον Γιώργο Παπανδρέου πως: «είτε χάσει είτε κερδίσει, αυτός είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος». Μόνο που είμαι εξήντα εννέα χρόνων και δεν ξέρω αν θα προλάβω αυτό το μέλλον.
Υ. Γ. Από τον υπογράψαντα για τις ταυτότητες, δεν περιμένω πολλά. Διότι είτε πίστευε σε αυτό που έκανε - οπότε πράγματι ανήκει στην εποχή πριν από την Γαλλική Επανάσταση - είτε το έκανε από καιροσκοπισμό και δημαγωγία, οπότε…
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2004
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2004
Tsunami blogs launched for help services, missing persons inquiries
The group responsible for tsunamihelp.blogspot.com have launched two new collaborative blogs: tsunami enquiry, with numbers for emergency help services in affected areas, and tsunami missing persons, which aims to assist people in connecting with loved ones.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 28, 2004
Η επανάσταση λέγεται Aνοιχτός Kώδικας
ΟPΕΝ 1
Στην εποχή της ιδιοκτησίας και της ατομικότητας, κάποιοι επιλέγουν ένα άλλο μοντέλο δημιουργίας: τη συνδημιουργία σε μαζική -συνήθως, παγκόσμια- κλίμακα.
Η Jenny Everywhere πέρασε σαν αστραπή από τις σελίδες του Αντιλόγου Νοεμβρίου, αφήνοντας πίσω της κάτι από την αύρα αυτού που ονομάσαμε «νέο ήθος της κοινοκτημοσύνης». H Τζένι είναι μια ηρωίδα κόμικς την οποία όποιος σχεδιαστής θέλει μπορεί να ενσωματώσει στη δική του ιστορία, χωρίς να καταβάλει πνευματικά δικαιώματα στο δημιουργό της. H Τζένι ενσαρκώνει τη φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα.
Αυτή η σύγχρονη εκδοχή της κοινοκτημοσύνης αξίζει λίγη περισσότερη προσοχή... Ίσως να μην έχουμε να κάνουμε απλώς με μια νέα ιδέα, αλλά με μια νέα εποχή, όπως εκτιμά το αμερικανικό περιοδικό Wired που αφιέρωσε το τεύχος Νοεμβρίου στον ανοιχτό κώδικα, open source στα αγγλικά.
Αν στον 20ό αιώνα η αλυσίδα παραγωγής ήταν η ιδέα πίσω από τη μαζική παραγωγή, στον 21ο αιώνα ο ανοιχτός κώδικας είναι η ιδέα που δημιουργεί τη μαζική καινοτομία. Εδώ, η λέξη-σύμβολο δεν είναι ο συνεταιρισμός, αλλά η συνδημιουργία.
O όρος «ανοιχτός κώδικας» προέρχεται, βέβαια, από την πληροφορική και το software. Κάθε πρόγραμμα γράφεται σε έναν κώδικα, ο οποίος παραμένει συνήθως μυστικός (ώστε κανείς να μην μπορεί να τον αντιγράψει) και αποτελεί ιδιοκτησία της εταιρείας που τον δημιούργησε ή, ακριβέστερα, χρηματοδότησε τη δημιουργία του. Αντίθετα, ο ανοιχτός κώδικας είναι... ανοιχτός σε όλους. Το πρόγραμμα συνδιαμορφώνεται από όσους προγραμματιστές θέλουν να συμμετάσχουν. Απέναντι στο μυστικό κώδικα των Windows της Microsoft, σύμβολο του ανοιχτού κώδικα είναι το λειτουργικό σύστημα Linux. Σήμερα, το Linux χρησιμοποιείται από 18 εκατομμύρια χρήστες και αναπτύσσεται επτά φορές πιο γρήγορα από τα Windows της Microsoft.
Η ίδια φιλοσοφία εμποτίζει όλους τους τομείς δημιουργίας: από τη βιολογία και το διάστημα μέχρι τη φιλολογία και τη... μαγειρική, όπως φαίνεται, άλλωστε, και στον πίνακα με τα πιο ενδιαφέροντα project κοινοκτημοσύνης που επέλεξε το Wired.
Η φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα έχει δύο άκρες: κοινοκτημοσύνη στη δημιουργία, κοινοκτημοσύνη στη χρήση.
Στη μια άκρη, η συνεργασία των δημιουργών. Το έργο τεμαχίζεται σε πολλά μικρά κομμάτια. Ο κάθε συντελεστής αναλαμβάνει ένα μικρό κομμάτι ή συμβάλλει στη βελτίωση των κομματιών των άλλων. Οι συμμετέχοντες στη συνεργασία μπορεί να είναι ιδιώτες ή μεγάλες πολυεθνικές. Ή και τα δύο! Η μέθοδος, αλλά και το αποτέλεσμα θυμίζουν αποικία μυρμηγκιών. Το όλον είναι καλύτερο από τα μέρη του. Το συλλογικό αποτέλεσμα ξεπερνά το άθροισμα της δουλειάς κάθε συντελεστή.
Στην άλλη άκρη, η ελεύθερη χρήση. Όσοι περισσότεροι έχουν πρόσβαση στο προϊόν τόσο καλύτερο μπορεί να γίνει. Και επειδή η εμπορική λογική δεν είναι κατ? ανάγκη αντίθετη με τη φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα, όσο περισσότερο διαδοθεί το προϊόν τόσο μεγαλύτερη γίνεται η αγορά του...
Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Οι ίδιοι οι οπαδοί του ανοιχτού κώδικα τοποθετούν τις ιστορικές του ρίζες στον Πτολεμαίο, το 150 π.Χ.! Λίγο πιο... πρόσφατα, το 19ο αιώνα, οι πιο σπουδαίοι ετυμολόγοι του κόσμου συνεργάστηκαν μέσω... ταχυδρομείου, για να δημιουργήσουν το διάσημο αγγλικό λεξικό Oxford.
Η νέα δυναμική του ανοιχτού κώδικα οφείλεται σε δύο παράλληλα φαινόμενα: Πρώτον, στην άνοδο του Ίντερνετ, που επέτρεψε τη συνεργασία των δημιουργών και δίνει τη βιομηχανική-μαζική διάσταση στη νέα φιλοσοφία. Δεύτερον, στις υπερβολές των νόμων της πνευματικής ιδιοκτησίας που έσπρωξαν τους δημιουργούς να αναζητήσουν νέους τρόπους συνεργασίας μεταξύ τους και επαφής με το κοινό.
Για όσους νομίζουν ότι όλα αυτά είναι αφελή σε μια εποχή ιδιοκτησίας και ατομικότητας, αξίζει να σημειωθούν οι πρώτες εντυπωσιακές νίκες της κουλτούρας της κοινοκτημοσύνης· δεν είναι μόνο το Linux.
― Η Wikipedia, μια εγκυκλοπαίδεια ανοιχτού κώδικα με 150.000 λήμματα on line, δέχεται πλέον περισσότερες επισκέψεις από την Britannica, το ιερό τέρας του χώρου.
― Το Human Genome Project, δηλαδή η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, έγινε δυνατό μόνον όταν η ιδιωτική έρευνα μεταβλήθηκε σε project ανοιχτού κώδικα.
― Και το πιο πρόσφατο παράδειγμα: η έγκαιρη αναχαίτιση του SARS οφείλεται ακριβώς σε μια open source συνεργασία (για πρώτη φορά) μεταξύ των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων εργαστηρίων του κόσμου, υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (βλ. Αντίλογο Ιουνίου). Θα μπορούσε να είναι αντιαμερικανικό ή αντικαπιταλιστικό σύνθημα άλλης εποχής. Γίνεται, όμως, πράξη με αφετηρία την καπιταλιστική Αμερική σήμερα. «Η συμμετοχή των πολλών κερδίζει την ιδιοκτησία των λίγων».
OPEN 2
Πλανήτης Άρης, Σαίξπηρ, αριθμός π, χολέρα, ταινίες θρίλερ...
Project Αντικείμενο Ηλεκτρονική διεύθυνση Μars Global Surveyor Map
Συνολικά 85.000 εθελοντές εντοπίζουν πάνω σε έναν ηλεκτρονικό χάρτη τους κρατήρες του πλανήτη Άρη. Η χαρτογράφηση θα βοηθήσει τη ΝΑSA να επιλέξει σημείο προσγείωσης.
International E. Coli Alliance Βιο-μηχανικοί από όλο τον κόσμο συνδημιουργούν μια
εξομοίωση βακτηρίων για γενετική έρευνα.
«Nothing so strange» Τίτλος φιλμ του οποίου το μοντάζ είναι ανοιχτό σε όλους. Στην υπόθεση περιλαμβάνεται και η δολοφoνία του Mπιλ Γκέιτς! nothingsostrange.com/open_source
Υπολογίζοντας το π Μαθηματικοί υπολογίζουν συλλογικά τα υπόλοιπα δεκαδικά ψηφία του
αριθμού Π. projectpi.sourceforge.net
Doe Network H open source βερσιόν της Αγγ. Νικολούλη. Δίκτυο εντοπισμού εξαφανισμένων και αναγνώρισης θυμάτων που σε τέσσερα χρόνια έχει διεκπεραιώσει εκατό υποθέσεις.
doenetwork.org
Open Textbook Project Δωρεάν εγχειρίδια για ευρεία γκάμα αντικειμένων. Εκπαίδευση χαμηλού κόστους / υψηλής ποιότητας. otp.inlimine.org
Open Source Cookbook «Αυτοσχέδιοι» σεφ από όλο τον κόσμο βελτιώνουν ο ένας τη συνταγή του άλλου. ibiblio.org/oscookbook
Project Gutenberg Η πρώτη open source βιβλιοθήκη με 65.000 τίτλους διαθέσιμους on line.
Εθελοντές πληκτρολογούν σελίδα σελίδα τους κλασικούς και διορθωτές ελέγχουν την ακρίβεια των κειμένων.
Think Cycle Μηχανικοί, σχεδιαστές, ακαδημαϊκοί και γιατροί αντάλλαξαν ιδέες μέσω Ίντερνετ και σχεδίασαν ένα εξαιρετικά φτηνό και απλό εργαλείο κατά της χολέρας.
Πηγή: Περιοδικό Wired, Nοέμβριος 2003
... και άλλα 65.000 software ανοιχτού κώδικα στη διεύθυνση www.sourceforge.com
Στην εποχή της ιδιοκτησίας και της ατομικότητας, κάποιοι επιλέγουν ένα άλλο μοντέλο δημιουργίας: τη συνδημιουργία σε μαζική -συνήθως, παγκόσμια- κλίμακα.
Η Jenny Everywhere πέρασε σαν αστραπή από τις σελίδες του Αντιλόγου Νοεμβρίου, αφήνοντας πίσω της κάτι από την αύρα αυτού που ονομάσαμε «νέο ήθος της κοινοκτημοσύνης». H Τζένι είναι μια ηρωίδα κόμικς την οποία όποιος σχεδιαστής θέλει μπορεί να ενσωματώσει στη δική του ιστορία, χωρίς να καταβάλει πνευματικά δικαιώματα στο δημιουργό της. H Τζένι ενσαρκώνει τη φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα.
Αυτή η σύγχρονη εκδοχή της κοινοκτημοσύνης αξίζει λίγη περισσότερη προσοχή... Ίσως να μην έχουμε να κάνουμε απλώς με μια νέα ιδέα, αλλά με μια νέα εποχή, όπως εκτιμά το αμερικανικό περιοδικό Wired που αφιέρωσε το τεύχος Νοεμβρίου στον ανοιχτό κώδικα, open source στα αγγλικά.
Αν στον 20ό αιώνα η αλυσίδα παραγωγής ήταν η ιδέα πίσω από τη μαζική παραγωγή, στον 21ο αιώνα ο ανοιχτός κώδικας είναι η ιδέα που δημιουργεί τη μαζική καινοτομία. Εδώ, η λέξη-σύμβολο δεν είναι ο συνεταιρισμός, αλλά η συνδημιουργία.
O όρος «ανοιχτός κώδικας» προέρχεται, βέβαια, από την πληροφορική και το software. Κάθε πρόγραμμα γράφεται σε έναν κώδικα, ο οποίος παραμένει συνήθως μυστικός (ώστε κανείς να μην μπορεί να τον αντιγράψει) και αποτελεί ιδιοκτησία της εταιρείας που τον δημιούργησε ή, ακριβέστερα, χρηματοδότησε τη δημιουργία του. Αντίθετα, ο ανοιχτός κώδικας είναι... ανοιχτός σε όλους. Το πρόγραμμα συνδιαμορφώνεται από όσους προγραμματιστές θέλουν να συμμετάσχουν. Απέναντι στο μυστικό κώδικα των Windows της Microsoft, σύμβολο του ανοιχτού κώδικα είναι το λειτουργικό σύστημα Linux. Σήμερα, το Linux χρησιμοποιείται από 18 εκατομμύρια χρήστες και αναπτύσσεται επτά φορές πιο γρήγορα από τα Windows της Microsoft.
Η ίδια φιλοσοφία εμποτίζει όλους τους τομείς δημιουργίας: από τη βιολογία και το διάστημα μέχρι τη φιλολογία και τη... μαγειρική, όπως φαίνεται, άλλωστε, και στον πίνακα με τα πιο ενδιαφέροντα project κοινοκτημοσύνης που επέλεξε το Wired.
Η φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα έχει δύο άκρες: κοινοκτημοσύνη στη δημιουργία, κοινοκτημοσύνη στη χρήση.
Στη μια άκρη, η συνεργασία των δημιουργών. Το έργο τεμαχίζεται σε πολλά μικρά κομμάτια. Ο κάθε συντελεστής αναλαμβάνει ένα μικρό κομμάτι ή συμβάλλει στη βελτίωση των κομματιών των άλλων. Οι συμμετέχοντες στη συνεργασία μπορεί να είναι ιδιώτες ή μεγάλες πολυεθνικές. Ή και τα δύο! Η μέθοδος, αλλά και το αποτέλεσμα θυμίζουν αποικία μυρμηγκιών. Το όλον είναι καλύτερο από τα μέρη του. Το συλλογικό αποτέλεσμα ξεπερνά το άθροισμα της δουλειάς κάθε συντελεστή.
Στην άλλη άκρη, η ελεύθερη χρήση. Όσοι περισσότεροι έχουν πρόσβαση στο προϊόν τόσο καλύτερο μπορεί να γίνει. Και επειδή η εμπορική λογική δεν είναι κατ? ανάγκη αντίθετη με τη φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα, όσο περισσότερο διαδοθεί το προϊόν τόσο μεγαλύτερη γίνεται η αγορά του...
Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Οι ίδιοι οι οπαδοί του ανοιχτού κώδικα τοποθετούν τις ιστορικές του ρίζες στον Πτολεμαίο, το 150 π.Χ.! Λίγο πιο... πρόσφατα, το 19ο αιώνα, οι πιο σπουδαίοι ετυμολόγοι του κόσμου συνεργάστηκαν μέσω... ταχυδρομείου, για να δημιουργήσουν το διάσημο αγγλικό λεξικό Oxford.
Η νέα δυναμική του ανοιχτού κώδικα οφείλεται σε δύο παράλληλα φαινόμενα: Πρώτον, στην άνοδο του Ίντερνετ, που επέτρεψε τη συνεργασία των δημιουργών και δίνει τη βιομηχανική-μαζική διάσταση στη νέα φιλοσοφία. Δεύτερον, στις υπερβολές των νόμων της πνευματικής ιδιοκτησίας που έσπρωξαν τους δημιουργούς να αναζητήσουν νέους τρόπους συνεργασίας μεταξύ τους και επαφής με το κοινό.
Για όσους νομίζουν ότι όλα αυτά είναι αφελή σε μια εποχή ιδιοκτησίας και ατομικότητας, αξίζει να σημειωθούν οι πρώτες εντυπωσιακές νίκες της κουλτούρας της κοινοκτημοσύνης· δεν είναι μόνο το Linux.
― Η Wikipedia, μια εγκυκλοπαίδεια ανοιχτού κώδικα με 150.000 λήμματα on line, δέχεται πλέον περισσότερες επισκέψεις από την Britannica, το ιερό τέρας του χώρου.
― Το Human Genome Project, δηλαδή η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, έγινε δυνατό μόνον όταν η ιδιωτική έρευνα μεταβλήθηκε σε project ανοιχτού κώδικα.
― Και το πιο πρόσφατο παράδειγμα: η έγκαιρη αναχαίτιση του SARS οφείλεται ακριβώς σε μια open source συνεργασία (για πρώτη φορά) μεταξύ των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων εργαστηρίων του κόσμου, υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (βλ. Αντίλογο Ιουνίου). Θα μπορούσε να είναι αντιαμερικανικό ή αντικαπιταλιστικό σύνθημα άλλης εποχής. Γίνεται, όμως, πράξη με αφετηρία την καπιταλιστική Αμερική σήμερα. «Η συμμετοχή των πολλών κερδίζει την ιδιοκτησία των λίγων».
OPEN 2
Πλανήτης Άρης, Σαίξπηρ, αριθμός π, χολέρα, ταινίες θρίλερ...
Project Αντικείμενο Ηλεκτρονική διεύθυνση Μars Global Surveyor Map
Συνολικά 85.000 εθελοντές εντοπίζουν πάνω σε έναν ηλεκτρονικό χάρτη τους κρατήρες του πλανήτη Άρη. Η χαρτογράφηση θα βοηθήσει τη ΝΑSA να επιλέξει σημείο προσγείωσης.
International E. Coli Alliance Βιο-μηχανικοί από όλο τον κόσμο συνδημιουργούν μια
εξομοίωση βακτηρίων για γενετική έρευνα.
«Nothing so strange» Τίτλος φιλμ του οποίου το μοντάζ είναι ανοιχτό σε όλους. Στην υπόθεση περιλαμβάνεται και η δολοφoνία του Mπιλ Γκέιτς! nothingsostrange.com/open_source
Υπολογίζοντας το π Μαθηματικοί υπολογίζουν συλλογικά τα υπόλοιπα δεκαδικά ψηφία του
αριθμού Π. projectpi.sourceforge.net
Doe Network H open source βερσιόν της Αγγ. Νικολούλη. Δίκτυο εντοπισμού εξαφανισμένων και αναγνώρισης θυμάτων που σε τέσσερα χρόνια έχει διεκπεραιώσει εκατό υποθέσεις.
doenetwork.org
Open Textbook Project Δωρεάν εγχειρίδια για ευρεία γκάμα αντικειμένων. Εκπαίδευση χαμηλού κόστους / υψηλής ποιότητας. otp.inlimine.org
Open Source Cookbook «Αυτοσχέδιοι» σεφ από όλο τον κόσμο βελτιώνουν ο ένας τη συνταγή του άλλου. ibiblio.org/oscookbook
Project Gutenberg Η πρώτη open source βιβλιοθήκη με 65.000 τίτλους διαθέσιμους on line.
Εθελοντές πληκτρολογούν σελίδα σελίδα τους κλασικούς και διορθωτές ελέγχουν την ακρίβεια των κειμένων.
Think Cycle Μηχανικοί, σχεδιαστές, ακαδημαϊκοί και γιατροί αντάλλαξαν ιδέες μέσω Ίντερνετ και σχεδίασαν ένα εξαιρετικά φτηνό και απλό εργαλείο κατά της χολέρας.
Πηγή: Περιοδικό Wired, Nοέμβριος 2003
... και άλλα 65.000 software ανοιχτού κώδικα στη διεύθυνση www.sourceforge.com
Όλα για μια ιδέα
(Μία συζήτηση για το Ανοιχτό Λογισμικό)
Πυρά εναντίον του λογισμικού ανοιχτού πηγαίου κώδικα -θέτοντας το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων- εξαπέλυσα ένα ακόμη υψηλόβαθμο στέλεχος της Microsoft στις αρχές Μαΐου, μιλώντας στη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων της Νέας Υόρκης, Stern School of Business.
Ο Γκρεγκ Μαντί, ένας από του αντιπροέδρους της μεγαλύτερης εταιρείας ανάπτυξης ιδιόκτητου λογισμικού, προσπάθησε να καταδείξει ότι η φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα δεν εξυπηρετεί μακροχρόνια την ανάγκη για εισαγωγή καινοτομιών στην ανάπτυξη λογισμικού. Επίσης, υποστήριξε ότι η διάθεση του πηγαίου κώδικα θέτει σε κίνδυνο τα πνευματικά δικαιώματα των εταιρειών που τον ενστερνίζονται.
Ο Μαντί καταφέρθηκε εναντίον της GPL, της Δημόσιας Γενικής Άδειας GΝU (GNU General Public License) που προβλέπει ότι το λογισμικό επιτρέπεται να αντιγράφεται, να αναδιανέμεται και να υπόκειται σε αλλαγές. Στην άδεια αυτή υπάρχουν όμως και ορισμένοι περιορισμοί. Πρέπει πάντα να γίνεται αναφορά σε όλους τους ανθρώπους που έχουν δουλέψει ή συνεχίζουν να δουλεύουν για την ανάπτυξη του κώδικα ενώ , όποτε γίνεται αναδιανομή, απαγορεύεται να χρησιμοποιείται κάποια άλλη περιοριστική άδεια χρήσης. Τέλος, εργασία που έχει προέλθει από λογισμικό "copylefted" πρέπει να είναι επίσης "copylefted (λογοπαίγνιο με τη λέξη "copyright" , προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων του δημιουργού). Αυτό, μεταξύ άλλων , σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται κώδικας GΡL για την παραγωγή ιδιόκτητου λογισμικού .
Σύμφωνα με το στέλεχος της Micrοsοft η άδεια GΡL μπορεί να αποδειχθεί παγίδα που υπονομεύει τις επιχειρήσεις ανάπτυξης εμπορικού λογισμικού. Ο Μαντί θεωρεί ότι η παραπάνω απαγόρευση θέτει σε κίνδυνο τα πνευματικά δικαιώματα οποιουδήποτε οργανισμού ή επιχείρησης τον υιοθετεί. Υποστήριξε επίσης ότι το ανοιχτό λογισμικό δεν προάγει το νεωτερισμό, αφού δεν υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια που θα κάνουν εφικτή την πραγματική καινοτομία. Είπε τέλος ότι αποτέλεσμα του ανοιχτού μοντέλου ανάπτυξης, με τη συμμετοχή εθελοντών προγραμματιστών, είναι η δημιουργία πολλών ασύμβατων μεταξύ τους εκδόσεων προγραμμάτων.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΡΒΑΛΝΤΣ.
Η ομιλία του Μαντί πυροδότησε καυστικά σχόλια από διακεκριμένα μέλη της κοινότητας ανοιχτού κώδικα μεταξύ των οποίων και ο Λάινους Tόρβαλντς πατέρας του ανοιχτού λειτουργικού Linuχ. Κατά τον Tόρβαλντς η ελεύθερη ανταλλαγή τεχνογνωσίας όχι μόνο δεν θίγει τα πνευματικά δικαιώματα των εταιρειών λογισμικού αλλά συνεισφέρει στην εξέλιξη της τεχνολογίας στα πρότυπα της επιστημονικής έρευνας.
« [Ο Mαντί] μίλησε για την ανάγκη προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων , τη στιγμή που ο κώδικας στον οποίο αναφέρεται δεν είναι καν πνευματική ιδιοκτησία. Πώς είναι δυνατόν να προκαλέσω την αποτυχία της Micοsοft θέτοντας την πνευματική μου ιδιοκτησία στη διάθεση οποιουδήποτε συμπεριλαμβανομένης της Μicrοsοft;» απάντησε ο Tόρβαλντς σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Αντέκρουσε παράλληλα την άποψη της Μicrοsοft ότι η φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα δεν εξυπηρετεί μακροχρόνια την ανάγκη για εισαγωγή καινοτομιών στην ανάπτυξη λογισμικού, δεδομένων της οικονομικής ύφεσης και της έλλειψης πόρων. Συγκεκριμένα τόνισε: «Υπάρχει διαφορά μεταξύ προϊόντος και γνώσης. Ο ανοιχτός κώδικας εντάσσεται στην παράδοση της ανταλλαγής πληροφοριών και της πνευματικής ελευθερίας η οποία εφαρμόζεται στη δυτική επιστήμη από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Δεν χάνεις χρήματα ανταλλάσσοντας γνώση, τη στιγμή που υπάρχει η προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης των πληροφοριών αυτών πρέπει να μοιραστεί και τη δική του γνώση». Παραλλήλισε την ανάπτυξη λογισμικού με την επιστημονική έρευνα, στην οποία η ανταλλαγή πληροφοριών βοηθά να επιβεβαιωθούν η επαναληψιμότητα και η εγκυρότητα οποιουδήποτε πειράματος.
Υποστήριξε ότι ο ανοιχτός κώδικας αντιπροσωπεύει την εργασία που επέζησε του ανταγωνισμού και των αλλεπάλληλων δοκιμών από πολλούς προγραμματιστές, και επομένως συμβάλλει στην εξέλιξη της τεχνολογίας. «Θεωρώ τον εαυτό μου επιστήμονα και φαντάζομαι ότι δεν θα κερδίσω ποτέ εκατομμύρια δολάρια. Το Linux δεν πρόκειται να γίνει ένα προϊόν υψηλής κερδοφορίας» δήλωσε, διευκρινίζοντας όμως ότι το λειτουργικό σύστημα που δημιούργησε θα βοηθήσει στην ανάπτυξη καλύτερων προϊόντων.
Είπε επίσης: «Ο Μπιλ Γκέιτς θεωρεί δεδομένο ότι ολόκληρη η υποδομή που έχει δημιουργηθεί, και στην οποία βασίζεται η Μicrοsοft ανήκει στην ίδια. Η παράδοση της ανοιχτής επιστήμης έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της μοντέρνας οικονομίας περισσότερο από ό,τι θα συμβάλει ποτέ η Microsoft.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό RAM, Ιούνιος 2001
Πυρά εναντίον του λογισμικού ανοιχτού πηγαίου κώδικα -θέτοντας το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων- εξαπέλυσα ένα ακόμη υψηλόβαθμο στέλεχος της Microsoft στις αρχές Μαΐου, μιλώντας στη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων της Νέας Υόρκης, Stern School of Business.
Ο Γκρεγκ Μαντί, ένας από του αντιπροέδρους της μεγαλύτερης εταιρείας ανάπτυξης ιδιόκτητου λογισμικού, προσπάθησε να καταδείξει ότι η φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα δεν εξυπηρετεί μακροχρόνια την ανάγκη για εισαγωγή καινοτομιών στην ανάπτυξη λογισμικού. Επίσης, υποστήριξε ότι η διάθεση του πηγαίου κώδικα θέτει σε κίνδυνο τα πνευματικά δικαιώματα των εταιρειών που τον ενστερνίζονται.
Ο Μαντί καταφέρθηκε εναντίον της GPL, της Δημόσιας Γενικής Άδειας GΝU (GNU General Public License) που προβλέπει ότι το λογισμικό επιτρέπεται να αντιγράφεται, να αναδιανέμεται και να υπόκειται σε αλλαγές. Στην άδεια αυτή υπάρχουν όμως και ορισμένοι περιορισμοί. Πρέπει πάντα να γίνεται αναφορά σε όλους τους ανθρώπους που έχουν δουλέψει ή συνεχίζουν να δουλεύουν για την ανάπτυξη του κώδικα ενώ , όποτε γίνεται αναδιανομή, απαγορεύεται να χρησιμοποιείται κάποια άλλη περιοριστική άδεια χρήσης. Τέλος, εργασία που έχει προέλθει από λογισμικό "copylefted" πρέπει να είναι επίσης "copylefted (λογοπαίγνιο με τη λέξη "copyright" , προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων του δημιουργού). Αυτό, μεταξύ άλλων , σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται κώδικας GΡL για την παραγωγή ιδιόκτητου λογισμικού .
Σύμφωνα με το στέλεχος της Micrοsοft η άδεια GΡL μπορεί να αποδειχθεί παγίδα που υπονομεύει τις επιχειρήσεις ανάπτυξης εμπορικού λογισμικού. Ο Μαντί θεωρεί ότι η παραπάνω απαγόρευση θέτει σε κίνδυνο τα πνευματικά δικαιώματα οποιουδήποτε οργανισμού ή επιχείρησης τον υιοθετεί. Υποστήριξε επίσης ότι το ανοιχτό λογισμικό δεν προάγει το νεωτερισμό, αφού δεν υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια που θα κάνουν εφικτή την πραγματική καινοτομία. Είπε τέλος ότι αποτέλεσμα του ανοιχτού μοντέλου ανάπτυξης, με τη συμμετοχή εθελοντών προγραμματιστών, είναι η δημιουργία πολλών ασύμβατων μεταξύ τους εκδόσεων προγραμμάτων.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΡΒΑΛΝΤΣ.
Η ομιλία του Μαντί πυροδότησε καυστικά σχόλια από διακεκριμένα μέλη της κοινότητας ανοιχτού κώδικα μεταξύ των οποίων και ο Λάινους Tόρβαλντς πατέρας του ανοιχτού λειτουργικού Linuχ. Κατά τον Tόρβαλντς η ελεύθερη ανταλλαγή τεχνογνωσίας όχι μόνο δεν θίγει τα πνευματικά δικαιώματα των εταιρειών λογισμικού αλλά συνεισφέρει στην εξέλιξη της τεχνολογίας στα πρότυπα της επιστημονικής έρευνας.
« [Ο Mαντί] μίλησε για την ανάγκη προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων , τη στιγμή που ο κώδικας στον οποίο αναφέρεται δεν είναι καν πνευματική ιδιοκτησία. Πώς είναι δυνατόν να προκαλέσω την αποτυχία της Micοsοft θέτοντας την πνευματική μου ιδιοκτησία στη διάθεση οποιουδήποτε συμπεριλαμβανομένης της Μicrοsοft;» απάντησε ο Tόρβαλντς σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Αντέκρουσε παράλληλα την άποψη της Μicrοsοft ότι η φιλοσοφία του ανοιχτού κώδικα δεν εξυπηρετεί μακροχρόνια την ανάγκη για εισαγωγή καινοτομιών στην ανάπτυξη λογισμικού, δεδομένων της οικονομικής ύφεσης και της έλλειψης πόρων. Συγκεκριμένα τόνισε: «Υπάρχει διαφορά μεταξύ προϊόντος και γνώσης. Ο ανοιχτός κώδικας εντάσσεται στην παράδοση της ανταλλαγής πληροφοριών και της πνευματικής ελευθερίας η οποία εφαρμόζεται στη δυτική επιστήμη από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Δεν χάνεις χρήματα ανταλλάσσοντας γνώση, τη στιγμή που υπάρχει η προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης των πληροφοριών αυτών πρέπει να μοιραστεί και τη δική του γνώση». Παραλλήλισε την ανάπτυξη λογισμικού με την επιστημονική έρευνα, στην οποία η ανταλλαγή πληροφοριών βοηθά να επιβεβαιωθούν η επαναληψιμότητα και η εγκυρότητα οποιουδήποτε πειράματος.
Υποστήριξε ότι ο ανοιχτός κώδικας αντιπροσωπεύει την εργασία που επέζησε του ανταγωνισμού και των αλλεπάλληλων δοκιμών από πολλούς προγραμματιστές, και επομένως συμβάλλει στην εξέλιξη της τεχνολογίας. «Θεωρώ τον εαυτό μου επιστήμονα και φαντάζομαι ότι δεν θα κερδίσω ποτέ εκατομμύρια δολάρια. Το Linux δεν πρόκειται να γίνει ένα προϊόν υψηλής κερδοφορίας» δήλωσε, διευκρινίζοντας όμως ότι το λειτουργικό σύστημα που δημιούργησε θα βοηθήσει στην ανάπτυξη καλύτερων προϊόντων.
Είπε επίσης: «Ο Μπιλ Γκέιτς θεωρεί δεδομένο ότι ολόκληρη η υποδομή που έχει δημιουργηθεί, και στην οποία βασίζεται η Μicrοsοft ανήκει στην ίδια. Η παράδοση της ανοιχτής επιστήμης έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της μοντέρνας οικονομίας περισσότερο από ό,τι θα συμβάλει ποτέ η Microsoft.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό RAM, Ιούνιος 2001
The Open Source Definition
Bruce Perens
Treasurer, Open Source Initiative
The typical computer user owns lots of software that he bought years ago, and no longer uses today. He may have upgraded his computer or changed brands, and then the program wouldn't work any longer. The software might have become obsolete. The program may simply not do what he needs. He may have bought two or more computers, and doesn't want to pay for a second copy of the software. Whatever the reason, the software that he paid for years ago isn't up to the task today. Does that really need to happen?
What if you had the right to get a free upgrade whenever your software needed it? What if, when you switched from a Mac to a PC, you could switch software versions for free? What if, when the software doesn't work or isn't powerful enough, you can have it improved or even fix it yourself? What if the software was still maintained even if the company that produced it went out of business? What if you can use your software on your office workstation, and your home desktop computer, and your portable laptop, instead of just one computer? You'd probably still be using the software you paid for years ago. These are some of the rights that Open Source gives you.
The Open Source Definition is a bill of rights for the computer user. It defines certain rights that a software license must grant you to be certified as Open Source. Those who don't make their programs Open Source are finding it difficult to compete with those who do, as users gain a new appreciation of rights they always should have had. Programs like the Linux operating system and Netscape's web browser have become extremely popular, displacing other software with more restrictive licenses. Companies that use Open Source software have the advantage of its very rapid development, often by several collaborating companies, and much of it contributed by individuals who simply need an improvement to serve their own needs.
The volunteers who made products like Linux possible are only there, and the companies are only able to cooperate, because of the rights that come with Open Source. The average computer programmer would feel stupid if he put lots of work into a program, only to have the owner of the program sell his improvement without giving anything back. Those same programmers feel comfortable contributing to Open Source because they are assured of these rights:
The reason for the success of this somewhat communist-sounding strategy, while the failure of communism itself is visible around the world, is that the economics of information are fundamentaly different from those of other products. There is very little cost associated with copying a piece of information like a computer program. The electricity involved costs less than a penny, and the use of the equipment not much more. In comparison, you can't copy a loaf of bread without a pound of flour.
History
The concept of free software is an old one. When computers first reached universities, they were research tools. Software was freely passed around, and programmers were paid for the act of programming, not for the programs themselves. Only later on, when computers reached the business world, did programmers begin to support themselves by restricting the rights to their software and charging fees for each copy. Free Software as a political idea has been popularized by Richard Stallman since 1984, when he formed the Free Software Foundation and its GNU Project. Stallman's premise is that people should have more freedom, and should appreciate their freedom. He designed a set of rights that he felt all users should have, an codified them in the GNU General Public License or GPL. Stallman punningly cristened his license the Copyleft because it leaves the right to copy in place. Stallman himself developed seminal works of free software such as the GNU C Compiler, and GNU Emacs, an editor so alluring to some that it is spoken of as it it were a religion. His work inspired many others to contribute free software under the GPL. Although it is not promoted with the same libertarian fervor, the Open Source Definition includes many of Stallman's ideas, and can be considered a derivative of his work.
The Open Source Definition started life as a policy document of the Debian GNU/Linux Distribution. Debian, an early Linux system and one still popular today, was built entirely of free software. However, since there were other licenses than the Copyleft that purported to be free, Debian had some problem defining what was free, and they had never made their free software policy clear to the rest of the world. I was the leader of the Debian project, at that time, and I addressed these problems by proposing a Debian Social Contract and a Debian Free Software Guidelines in July, 1997. Many Debian developers had criticisms and improvements that I incorporated into the documents. The Social Contract documented Debian's intent to compose their system entirely of free software, and the Free Software Guidelines made it possible to classify software into free and non-free easily, by comparing the software license to the guidelines.
Debian's guidelines were lauded in the free software community, especially among Linux developers, who were working their own free software revolution at the time in developing the first practical free operating system. When Netscape decided to make their web browser free software, they contacted Eric Raymond. Raymond is the Margaret Meade of free software: he has written several anthropological articles explaining the free software phenomenon and the culture that has grown around it, works that are the first of their kind and have shown a spotlight on this formerly little-known phenomenon. Netscape management was impressed with Raymond's essay The Cathedral and the Bazaar, a chronicle of a successful free software development using unpaid volunteer contributors, and asked him to consult, under a non-disclosure agreement, while they developed a license for their free software. Raymond insisted that Netscape's license comply with Debian's guidelines for it to be taken seriously as free software.
Raymond and I had met occassionally at the Hacker's Conference, a by-invitation-only gathering of creative and unconventional programmers. We had corresponded on various subjects via e-mail. He contacted me in February of 1997 with the idea for Open Source. Raymond was concerned that conservative business people were put off by Stallman's freedom pitch, which was, in contrast, very popular among the more liberal programmers. He felt this was stifling the development of Linux in the business world while it flourished in research. He met with business people in the fledgeling Linux industry, and together they concieved of a program to market the free software concept to people who wore ties. Larry Augustin of VA Research and Sam Ockman (who later left VA to form Penguin Computing) were involved, and others who aren't known to me.
Some months before Open Source, I had concieved of the idea of Open Hardware, a similar concept but for hardware devices and their interfaces rather than software programs. Open Hardware has not been as successful as Open Source to date, but it is still operating and you can find information on it at http://www.openhardware.org/(σ.b. δεν λειτουργεί).
Raymond felt that the Debian Free Software Guidelines were the right document to define Open Source, but that they needed a more general name and the removal of Debian-specific references. I edited the Guidelines to form The Open Source Definition. I had formed a corporation for Debian called Software in the Public Interest, and I offered to register a trademark for Open Source so that we could couple its use to the definition. Raymond agreed, and I registered a certification mark, a special form of trademark meant to be applied to other people's products, on the term. About a month after I registered the mark, it became clear that Software in the Public Interest might not be the best home of the Open Source mark, and I transferred ownership of the mark to Raymond. Raymond and I have since formed the Open Source Initiative, an organization exclusively for managing the Open Source campaign and its certification mark. At this writing, the Open Source Initiative is governed by a 6-person board chosen from well-known free software contributors, and seeks to expand its board to about 10 people.
At the time of its conception there was much criticism for the Open Source campaign, even among the Linux contingient who were already bought-in to the free software concept. Many pointed to the existing use of the term Open Source in the political intelligence industry. Others felt the term Open was already over-used. Many simply preferred the established name Free Software. I contended that the over-use of Open could never be as bad as the dual meaning of Free in the English language - either liberty or price, with price being the most oft-used meaning in the commercial world of computers and software. Richard Stallman later took exception to the campaign's lack of an emphasis on freedom, and the fact that as Open Source became more popular, his role in the genesis of free software, and that of his Free Software Foundation were being ignored - he complained of being "written out of history". This situation was made worse by a tendency for people in the industry to compare Raymond and Stallman as if they were proponents of competing philosophies rather than people who were using different methods to market the same concept. I probably exacerbated the situation by pitting Stallman and Raymond against each other in debates at Linux Expo and Open Source Expo. It became so popular to type-cast the two as advesaries that an email debate, never intended for publication, appeared the online journal Salon. At that point, I asked Raymond to tone down a dialogue that it had never been his intent to enter.
When the Open Source Definition was written, there were already a large number of products that fit the definition. The problem was programs that did not meet the definition, yet were seductive to users.
KDE, Qt, and Troll Tech
The case of KDE, Qt, and Troll Tech is relevant to this chapter because the KDE group and Troll Tech tried to place a non-Open-Source product in the infrastructure of Linux, and met with unexpected resistance. Public outcry and the threat of a fully Open Source replacement for their product eventually convinced Troll to switch to a fully Open Source license. It's an interesting example of the community's enthusiastic acceptance of the Open Source Definition that Troll Tech had to make its license comply, if their product was to succeed.
KDE was the first attempt at a free graphical desktop for Linux. The KDE applications were themselves under the GPL, but they depended on a proprietary graphical library called Qt, from Troll Tech. Qt's license terms prohibited modification or use with any display software other than the senescent X Window System. Other use required a $1500 developer's license. Troll Tech provided versions of Qt for Microsoft Windows and the Macintosh, and this was its main revenue source. The pseudo-free license for X systems was meant to leverage the contributions of Linux developers into demos, examples, and accessories for their pricey Windows and Mac products. Although the problems with the Qt license were clear, the prospect of a graphical desktop for Linux was so attractive that many users were willing to overlook its non-Open-Source nature. Open Source proponents found KDE objectionable because they percieved that the KDE developers were trying blur the definition of what was free software to include partially-free items like Qt. The KDE developers contended that their programs were Open Source, even though there were no runnable versions of the programs that did not require a non-Open-Source library. I, and others, asserted that KDE applications were only Open Source fragments of non-Open-Source programs, and that an Open Source version of Qt would be necessary before KDE could be referred to as Open Source. The KDE developers attempted to partially address the problem of Qt's license by negociating a KDE Free Qt Foundation agreement with Troll Tech, in which Troll and KDE would jointly control releases of the free version of Qt, and Troll Tech would release Qt under an Open-Source-complaint license if the company was ever purchased or went out of business. Another group initiated the GNOME project, a fully Open Source competitor of KDE that aimed to provide more features and sophistication, and a separate group initiated a Harmony project to produce a fully Open Source clone of Qt that would support KDE. As GNOME was being demonstrated to accolades and Harmony was about to become useful, Troll Tech realized Qt would not be successful in the Linux market without a chance in license. Troll Tech released a fully Open Source license for Qt, defusing the conflict and removing the motivation for the Harmony project. The GNOME project continues, and now aims to best KDE in terms of functionality and sophistication rather than its license.
Before they released their new Open Source license, Troll Tech provided me with a copy for auditing, with the request that it be kept confidential until they could announce it. In my enthusiasm to make peace with the KDE group and an embarassing feat of self-deception, I pre-announced their license eight hours early on a KDE mailing list. That email was almost immediately picked up by Slashdot and other online news magazines, to my chagrin.
Troll Tech's new license is notable in that it takes advantage of a loophole in the Open Source Definition that allows patch files to be treated differently from other software. I would like to address this loophole in a future revision of the Open Source Definition, but the new text should not place Qt outside of Open Source.
At this writing, proponents of Open Source are increasing exponentially. The recent Open Source contributions of IBM and Ericsson have been in the headlines. Two Linux distributions, Yggdrasil and Debian, are distributing complete Linux system distributions, including many applications, that are entirely Open Source, and several others including Red Hat are very close. With the completion of the GNOME system, an Open Source GUI desktop OS capable of competing with Microsoft NT will have been realized.
Analysis of the Open Source Definition
In this section, I'll present the entire text of the Open Source Definition, with commentary. You can find the canonical version of the Open Source Definition at http://www.opensource.org/osd.html.
Pedants have pointed out minor ambiguities in the Open Source Definition. I've held off revising it as it's little more than a year old and I'd like people to consider it stable. The future will bring slight language changes, but only the most minor of changes in the intent of the doucment.
The Open Source Definition
(Version 1.0)
Open source doesn't just mean access to the source code. The distribution terms of an open-source program must comply with the following criteria:
Note that the Open Source Definition is not itself a software license. It is a specification of what is permissible in a software license for that software to be referred to as Open Source. The Open Source Definition was not intended to be a legal document. The inclusion of the Open Source Definition in software licenses, such as a proposed license of the Linux Documentation Project, has tempted me to write a more rigorous version that would be appropriate for that use.
To be Open Source, all of the terms below must be applied together, and in all cases. For example, they must be applied to derived versions of a program as well as the original program. It's not sufficient to apply some and not others, and it's not sufficient for the terms to only apply some of the time. After working through some particularly naive' interpretations of the Open Source Definition, I feel tempted to add this means you!
1. Free Redistribution
The license may not restrict any party from selling or giving away the software as a component of an aggregate software distribution containing programs from several different sources. The license may not require a royalty or other fee for such sale.
This means that you can make any number of copies of the software, and sell or give them away, and you don't have to pay anyone for that privilege.
The "aggregate software distribution containing programs from several different sources" was intended to fit a loophole in the Artistic License, a rather sloppy license in my opinion, originally designed for Perl. Today, almost all programs that use the Artistic License are also available under the GPL. That provision is thus no longer necessary, and may be removed from a future version of the Open Source Definition.
2. Source Code
The program must include source code, and must allow distribution in source code as well as compiled form. Where some form of a product is not distributed with source code, there must be a well-publicized means of downloading the source code, without charge, via the Internet. The source code must be the preferred form in which a programmer would modify the program. Deliberately obfuscated source code is not allowed. Intermediate forms such as the output of a preprocessor or translator are not allowed.
Source code is a necessary preliminary for the repair or modification of a program. The intent here is for source code to be distributed with the initial work, and all derived works.
3. Derived Works
The license must allow modifications and derived works, and must allow them to be distributed under the same terms as the license of the original software.
Software has little use if you can't maintain it (fix bugs, port to new systems, make improvements), and modification is necessary for maintainance. The intent here is for modification of any sort to be allowed. It must be allowed for a modified work to be distributed under the same license terms as the original work. However, it is not required that any producer of a derived work must use the same license terms, only that the option to do so be open to them. Various licenses speak differently on this subject - the BSD license allows you to take modificiations private, while the GPL does not.
A concern among some software authors is that this provision could allow unscrupulous people to modify their software in ways that would embarass the original author. They fear someone deliberately making the software perform incorrectly in a way that would make it look as if the author was a poor programmer. Others are concerned that software could be modified for criminal use, by the addition of trojan horse functions or localy-banned technologies such as cryptography. All of these actions, however, are covered by criminal law. A common misunderstanding about software licenses is that they must specify everything, including things like "don't use this software to commit a crime". However, no license has any valid existence outside of the body of civil and criminal law. Considering a license as something apart from the body of applicable law is as silly as considering an English-language document as being apart from the dictionary, in which case none of the words would have any defined meaning.
4. Integrity of The Author's Source Code.
The license may restrict source-code from being distributed in modified form only if the license allows the distribution of "patch files" with the source code for the purpose of modifying the program at build time.
Some authors were afraid that others would distribute source code with modifications that would be percieved as the work of the original author, and would reflect poorly on that author. This gives them a way to enforce a separation between modifications and their own work without prohibiting modifications. Some consider it un-esthetic that modifications might have to be distributed in a separate "patch" file from the source code, even though Linux distributions like Debian and Red Hat use this procedure for all of the modifications they make to the programs they distribute. There are programs that automaticaly merge patches into the main source, and one can have these programs run automaticaly when extracting a source package. Thus, this provision should cause little or no hardship.
Note also that this provision says that in the case of patch files, the modification takes place at build-time. This loophole is employed in the Qt Public License to mandate a different, though less restrictive, license for the patch files, in contradiction of section 3 of the Open Source Definition. There is a proposal to clean up this loophole in the definition while keeping Qt within Open Source.
The license must explicitly permit distribution of software built from modified source code. The license may require derived works to carry a different name or version number from the original software.
This means that Netscape, for example, can insist that only they can name a version of the program Netscape Navigator(tm) while all free versions of the program must be called Mozilla or something else.
5. No Discrimination Against Persons or Groups.
The license must not discriminate against any person or group of persons.
A license provided by the Regents of the University of California, Berkeley, prohibited an electronic design program from being used by the police of South Africa. While this was a laudable sentiment in the time of apartheid, it makes little sense today. Some people are still stuck with software that they acquired under that license, and their derived versions must carry the same restriction. Open Source licenses may not contain such provisions, no matter how laudable their intent.
6. No Discrimination Against Fields of Endeavor.
The license must not restrict anyone from making use of the program in a specific field of endeavor. For example, it may not restrict the program from being used in a business, or from being used for genetic research.
Your software must be equally usable in an abortion clinic, or by an anti-abortion organization. These political arguments belong on the floor of congress, not in software licenses. Sone people find this lack of discrimination extremely offensive!
7. Distribution of License.
The rights attached to the program must apply to all to whom the program is redistributed without the need for execution of an additional license by those parties.
The license must be automatic, no signature required. Unfortunately, there has not been a good court test in the U.S. of the power of a no-signature-required license when it is passed from a second party to a third. However, this argument considers the license in the body of contract law, while some argue that it should be considered as copyright law, where there is more precedent for no-signature licenses. A good court test will no doubt happen in the next few years, given the popularity of this sort of license and the booming nature of Open Source.
8. License Must Not Be Specific to a Product.
The rights attached to the program must not depend on the program's being part of a particular software distribution. If the program is extracted from that distribution and used or distributed within the terms of the program's license, all parties to whom the program is redistributed should have the same rights as those that are granted in conjunction with the original software distribution.
This means you can't restrict a product that is identified as Open Source to only be free if you use it with a particular brand of Linux distribution, etc. It must remain free if you separate it from the software distribution it came with.
9. License Must Not Contaminate Other Software.
The license must not place restrictions on other software that is distributed along with the licensed software. For example, the license must not insist that all other programs distributed on the same medium must be open-source software.
A version of GhostScript (a PostScript rendering program) requires that the media on which it is distributed contain only free software programs. This isn't permissible for Open Source licenses. Fortunately, the GhostScript author distributes another (somewhat older) version of the program with a true Open Source license.
Note that there is a difference between derivation and aggregation. Derivation is when a program actually incorporates part of another program into itself. Aggregation is when you include two programs on the same CD-ROM. This section of the Open Source Definition is concerned with aggregation, not derivation. Section 4 is concerned with derivation.
10. Example Licenses.
The GNU GPL, BSD, X Consortium, and Artistic licenses are examples of licenses that we consider conformant to the Open Source Definition. So is the MPL.
This would get us in trouble if any of these licenses are ever changed to be non-Open-Source - we'd have to issue a revision of the Open Source Definition immediately. It really belongs in explanatory text, not in the Open Source Definition itself.
Analysis of Licenses and their Open Source Compliance
Public Domain
A common misconception is that much free software is public-domain. This happens simply because the idea of free software or Open Source is confusing to many people, and they mistakenly describe these programs as public-domain because that's the closest concept that they understand. The programs, however, are clearly copyrighted and covered by a license, just a license that gives people more rights than they are used to.
A public-domain program is one upon which the author has deliberately surrendered his copyright rights. It can't really be said to come with a license, it's your personal property to use as you see fit. Because you can treat it as your personal property, you can do what you want with a public-domain program. You can even re-license a public-domain program, removing that version from the public domain, or you can remove the author's name and treat it as your own work.
If you are doing a lot of work on a public-domain program, consider applying your own copyright to the program and re-licensing it. For example, if you don't want a third party to make their own modifications that they then keep private, apply the GPL or a similar license to your version of the program. The version that you started with will still be in the public domain, but your version will be under a license that others must heed if they use it or derive from it.
You can easily take a public-domain program private, by declaring a copyright and applying your own license to it or simply declaring "All Rights Reserved".
Free Software Licenses In General
If you have a free software collection like a Linux disk, you may consider the programs on that disk are your property. That's not entirely true. Copyrighted programs are the property of the copyright holder, even when they have an Open Source license like the GPL. The program's license grants you some rights, and you have other rights under the definition of fair use in copyright law.
It's important to note that an author does not have to issue a program with just one license. You can GPL a program, and also sell a version of the same program with a commercial, non-Open-Source license. This exact strategy is used by many people who want to make a program Open Source and still make some money from it. Those who do not wish an Open Source license may pay for the privilege, providing a revenue stream for the author.
All of the licenses we will examine have a common feature: they each disclaim all warranties. The intent is to protect the software owner from any liability conencted with the program. Since the program is often being given away at no cost, this is a reasonable requirement - the author doesn't have a sufficient revenue stream from the program to fund liability insurance and legal fees.
If free-software authors lose the right to disclaim all warranties and find themselves getting sued over the performance of the programs that they've written, they'll stop contributing free software to the world. It's to our advantage as users to help the author protect this right.
The GNU General Public License
Please see appendix XXX for the full text of the GPL. The GPL is a political manifesto as well as a software license, and much of its text is concerned with explaining the rationale behind the license. This political dialogue has put some people off, and thus provided some of the reason that people have written other free software licenses. However, the GPL was assembled with the assistance of law professors, and is much better written than most of its ilk. I'd strongly urge that you use the GPL, or its library variant the LGPL, if you can. If you choose another license, or write your own, be sure about your reasons. People who write their own licenses should consider that this is not a step to be taken lightly. The unexpected complications of an ill-considered license can create a decades-long burden for software users.
The text of the GPL is not itself under the GPL. Its license is simple: Everyone is permitted to copy and distribute verbatim copies of this license document, but changing it is not allowed. An important point here is that the text of the licenses of Open Source software are generally not themselves Open Source. Obviously, a license would offer no protection if anyone could change it.
The provisions of the GPL satisfy the Open Source Definition. The GPL does not require any of the provisions permitted by paragraph 4 of the Open Source Definition, Integrity of the Author's Source Code.
The GPL does not allow you to take modifications private. Your modifications must be distributed under the GPL.
Thus, the author of a GPL-ed program is likely to recieve improvements from others, including commercial companies who modify his software for their own purposes.
The GPL doesn't allow the incorporation of a GPL-ed program into a proprietary program. The GPL's definition of a proprietary program is any program with a license that doesn't give you as many rights as the GPL.
There are a few loopholes in the GPL that allow it to be used in programs that are not entirely Open Source. Software libraries that are normaly distributed with the compiler or operating system you are using may be linked with GPL-ed software, the result is a partially-free program. The copyright holder (generally the author of the program) is the person who places the GPL on the program and has the right to violate his own license. This was used by the KDE authors to distribute their programs with Qt before Troll Tech placed an Open Source license on Qt. However, this right does not extend to any third parties who redistribute the program - they must follow all of the terms of the license, even the ones that the copyright holder violates, and thus it's problematical to redistribute a GPL-ed program containing Qt. The KDE developers appear to be addressing this problem by applying the LGPL, rather than the GPL, to their software.
The political rhetoric in the GPL puts some people off. Some of them have chosen a less-appropriate license for their software simply because they eschew Richard Stallman's ideas and don't want to see them repeated in their own software packages.
The GNU Library General Public License
The full text of the LGPL is printed in appendix XXX. The LGPL is a derivative of the GPL that was designed for software libraries. Unlike the GPL, a LGPL-ed program can be incorporated into a proprietary program. The C-language library provided with Linux systems is an example of LGPL-ed software - it can be used to build proprietary programs, otherwise Linux would only be useful for free software authors.
An instance of an LGPL-ed program can be converted into a GPL-ed one at any time. Once that happens, you can't convert that instance, or anything derived from it, back into an LGPL-ed program.
The rest of the provisions of the LGPL are similar to those in the GPL - in fact, it includes the GPL by reference.
The X, BSD, and Apache Licenses
You can find these licenses in appendix XXX. The X license and its relatives the BSD and Apache licenses are very different from the GPL and LGPL. These licenses let you do nearly anything with the software licensed under them. This is because the software that the X and BSD licenses originally covered was funded by monetary grants of the U.S. Government. Since the U.S. citizen had already paid for the software with their taxes, they were granted permission to make use of that software as they pleased.
The most important permission, and one missing from the GPL, is that you can take X-licensed modifications private. In other words, you can get the source code for a X-licensed program, modify it, and then sell binary versions of the program without distributing the source code of your modifications, and without applying the X license to those modifications. This is still Open Source, however, as the Open Source Definition does not require that modifications always carry the original license.
Many other developers have adopted the X license and its variants, including the BSD (Berkeley System Distribution) and the Apache web server project. An annoying feature of the BSD license is a provision that requires you to mention (generally in a footnote) that the software was developed at the University of California any time you mention a feature of a BSD-licensed program in advertising. Keeping track of which software is BSD-licensed in something huge like a Linux distribution, and then remembering to mention the University whenever any of those programs are mentioned in advertising, is somewhat of a headache for business people. At this writing the Debian GNU/Linux distribution contains over 2500 software packages, and if even a fraction of them were BSD-licensed, advertising for a Linux system like Debian might contain many pages of foodnotes! However, the X Consortium license does not have that advertising provision. If you are considering using a BSD-style license, use the X license instead.
The Artistic License
Please see appendix XXX for the full text of the Artistic License. Although this license was originally developed for Perl, it's since been used for other software. It is, in my opinion, a sloppily-worded license, in that it makes requirements and then gives you loopholes that make it easy to bypass the requirements. Perhaps that's why almost all Artistic-license software is now dual-licensed, offering the choice of the Artistic License or the GPL.
Section 5 of the Artistic License prohibits sale of the software, yet allows an aggregate software distribution of more than one program to be sold. So, if you bundle an Artistic-licensed program with a 5-line hello-world.c, you can sell the bundle. This feature of the Artistic License was the sole cause of the "aggregate" loophole in paragraph 1 of the Open Source Definition. As use of the Artistic License wanes, we are considering removing the loophole. That would make the Artistic a non-Open-Source license. This isn't a step we would take lightly, and there will probably be more than a year of consideration and debate before it happens.
The Artistic License requires you to make modifications free, but then gives you a loophole (in section 7) that allows you to take modifications private or even place parts of the Artistic-licensed program in the public domain!
The Netscape Public License and the Mozilla Public License
The text of these licenses is in appendix XXX. The NPL was developed by Netscape when they made their product Netscape Navigator Open Source. Actually, the Open-Source version is called Mozilla, Netscape reserves the trademark Navigator for their own product. Eric Raymond and I acted as unpaid consultants during the development of this license. I tried, unsuccessfully, to persuade Netscape to use the GPL, and when they declined, I helped them compose a license that would comply with the Open Source Definition.
An important feature of the NPL is that it contains special privileges that apply to Netscape and nobody else. It gives Netscape the privilege of re-licensing modifications that you've made to their software. They can take those modifications private, improve them, and refuse to give you the result. This provision was necessary because when Netscape decided to go Open Source, it had contracts with other companies that committed it to provide Navigator to them under a non-Open-Source license.
Netscape created the MPL or Mozilla Public License to address this concern. The MPL is much like the NPL, but does not contain the clause that allows Netscape to re-license your modifications.
The NPL and MPL allow you to take modifications private.
Many companies have adopted a variation of the MPL for their own programs. This is unfortunate, becuase the NPL was designed for the specific business situation that Netscape was in at the time it was written, and is not necessarily appropriate for others to use. It should remain the license of Netscape and Mozilla, and others should use the GPL or the or X licenses.
Choosing a License
Do not write a new license if it is possible to use one of the ones listed here. The propogation of many different and incompatible licenses works to the detriment of Open Source software because fragments of one program can not be used in another program with an incompatible license.
Steer clear of the Artistic license unless you are willing to study it carefully and edit out its loopholes. Then, make a few decisions:
The Future
As this chapter went to press, IBM joined the Open Source world, and the venture capital community is discovering Open Source. Intel and Netscape have invested in Red Hat, a Linux distributor. VA Research, an integrator of Linux server and workstation hardware, has announced an outside investor. Sendmail Inc., created to commercialize the ubiquitous Sendmail e-mail delivery program, has announced 6 Million dollars in funding. IBM's Postfix secure mailer has an Open Source license, and another IBM product, the Jikes Java compiler, has a license that, at this writing, tries but doesn't quite meet the intent of the Open Source Definition. IBM appears to be willing to modify the Jikes license to be fully Open Source, and is collecting comments from the community as I write this.
Two internal Microsoft memos, referred to as the Haloween Documents, were leaked to the online public. These memos clearly document that Microsoft is threatened by Open Source and Linux, and that MS will launch an offensive against them to protect its markets. Obviously, we are in for some interesting times. I think we'll see Microsoft use two main strategies: copyrighted interfaces, and patents. Microsoft will extend networking protocols, including Microsoft-specific features in them that will not be made available to free software. They, and other companies, will aggressively research new directions in computer science and will patent whatever they can before we can first use those techniques in free software, and then they'll lock us out with patent royalty fees. I've written an essay for the webzine Linux World on how to fight Open Source's enemies on the patent front.
The good news is that Microsoft is scared! In the second Haloween memo, a MS staffer writes about the exhilirating feeling that he could easily change part of the Linux system to do exactly what he wanted, and that it was so much easier to do this on Linux than it was for a Microsoft employee to change NT!
Efforts to hurt us from inside are the most dangerous. I think we'll also see more attempts to dilute the definition of Open Source to include partially-free products, as we saw with the Qt library in KDE before Troll Tech saw the light and released an Open Source license. Microsoft and others could hurt us by releasing a lot of software that's just free enough to attract users without having the full freedoms of Open Source. It's conceivable that they could kill off development of some categories of Open Source software by releasing "good enough", "almost-free-enough" solution. However, the strong reaction against the KDE project before the Qt library went fully Open Source bodes poorly for similar efforts by MS and its ilk.
We've escaped trojan horses so far. Suppose that someone who doesn't like us contributes software that contains trojan horse, a hidden way to defeat the security of a Linux system. Suppose, then, that this person waits for the trojan-horse software to be widely distributed, and then publicizes its vulnerability to security exploits. The public will then have seen that our Open Source system may leave us more vulnerable to this sort of exploit than the closed system of Microsoft, and this may reduce the public's trust in Open Source software. We can argue that Microsoft has its share of security bugs even if they don't allow outsiders to insert them, and that the disclosed source-code model of Open Source makes these bugs easier to find. Any bug like this that comes up on Linux will be fixed the day after it's announced, while a similar bug in Windows might go undetected or un-repaired for years. But we still need to beef up our defense against trojan horses. Having good identification of the people who submit software and modifications is our best defense, as it allows us to use criminal law against the perpetrators of trojan horses. While I was manager of the Debian GNU/Linux distribution, we instituted a system for all of our software maintainers to be reliably identified, and for them to participate in a public-key cryptography network that would allow us to verify whom our software came from. This sort of system has to be expanded to include all Open Source developers.
We have tremendous improvements to make before Linux is ready for the average person to use. The graphical user interface is an obvious deficit, and the KDE and GNOME projects are addressing this. System administration is the next frontier: while linuxconf partially addresses this issue, if falls far short of being a comprehensive system-administration tool for the naive' user. If Caldera's COAS system is successful, it could become the basis of a full solution to the system administration problem. However, Caldera has had trouble keeping sufficient resources allocated to COAS to finish its development, and other participants have dropped off of the bandwagon due to the lack of progress.
The plethora of Linux distributions appear to be going through a shake-out, with Red Hat as the percieved winner and Caldera coming in second. Red Hat has shown a solid committment to the concept of Open Source so far, but a new president and rumors of an IPO could mean a weakening of this committement, especially if competitors like Caldera, who are not nearly as concerned about Open Source, make inroads into Red Hat's markets. If the committment of commercial Linux distributions to Open Source became a problem, that would probably spawn an effort to replace them with pure Open Source efforts similar to Debian GNU/Linux, but ones more directed to the commercial market than Debian has been.
Dispite these challenges, I predict that Open Source will win. Linux has become the testbed of the computer-science student, and they will carry those systems with them into the workplace as they graduate. Research laboratories have adopted the Open Source model because the sharing of information is essential to the scientific method, and Open Source allows software to be shared easily. Businesses are adopting the Open Source model becuase it allows groups of companies to collaborate in solving a problem without the threat of an anti-trust lawsuit, and because of the leverage they gain when the computer-programming public contributes free improvements to their software. Some large corporations have adopted Open Source as a strategy to combat Microsoft and to assure that another Microsoft does not come to dominate the computer industry. But the most reliable indication of the future of Open Source is its past: in just a few years, we have gone from nothing to a robust body of software that solves many different problems and is reaching the million-user count. There's no reason for us to slow down now.
Treasurer, Open Source Initiative
The typical computer user owns lots of software that he bought years ago, and no longer uses today. He may have upgraded his computer or changed brands, and then the program wouldn't work any longer. The software might have become obsolete. The program may simply not do what he needs. He may have bought two or more computers, and doesn't want to pay for a second copy of the software. Whatever the reason, the software that he paid for years ago isn't up to the task today. Does that really need to happen?
What if you had the right to get a free upgrade whenever your software needed it? What if, when you switched from a Mac to a PC, you could switch software versions for free? What if, when the software doesn't work or isn't powerful enough, you can have it improved or even fix it yourself? What if the software was still maintained even if the company that produced it went out of business? What if you can use your software on your office workstation, and your home desktop computer, and your portable laptop, instead of just one computer? You'd probably still be using the software you paid for years ago. These are some of the rights that Open Source gives you.
The Open Source Definition is a bill of rights for the computer user. It defines certain rights that a software license must grant you to be certified as Open Source. Those who don't make their programs Open Source are finding it difficult to compete with those who do, as users gain a new appreciation of rights they always should have had. Programs like the Linux operating system and Netscape's web browser have become extremely popular, displacing other software with more restrictive licenses. Companies that use Open Source software have the advantage of its very rapid development, often by several collaborating companies, and much of it contributed by individuals who simply need an improvement to serve their own needs.
The volunteers who made products like Linux possible are only there, and the companies are only able to cooperate, because of the rights that come with Open Source. The average computer programmer would feel stupid if he put lots of work into a program, only to have the owner of the program sell his improvement without giving anything back. Those same programmers feel comfortable contributing to Open Source because they are assured of these rights:
* The right to make copies of the program, and distribute those copies.These rights are important to the software contributor because they keep all contributors at the same level relative to each other. Everyone who wants to is allowed to sell an Open Source program, so prices will be low and development to reach new markets will be rapid. Anyone who invests the time to build knowledge in an Open Source program can support it, and this provides users with the option of providing their own support, or the economy of a number of competing support providers. Any programmer can tailor an Open Source program to specific markets in order to reach new customers. People who do these things aren't compelled to pay royalties or license fees.
* The right to have access to the software's source code, a necessary preliminary before you can change it.
* The right to make improvements to the program.
The reason for the success of this somewhat communist-sounding strategy, while the failure of communism itself is visible around the world, is that the economics of information are fundamentaly different from those of other products. There is very little cost associated with copying a piece of information like a computer program. The electricity involved costs less than a penny, and the use of the equipment not much more. In comparison, you can't copy a loaf of bread without a pound of flour.
History
The concept of free software is an old one. When computers first reached universities, they were research tools. Software was freely passed around, and programmers were paid for the act of programming, not for the programs themselves. Only later on, when computers reached the business world, did programmers begin to support themselves by restricting the rights to their software and charging fees for each copy. Free Software as a political idea has been popularized by Richard Stallman since 1984, when he formed the Free Software Foundation and its GNU Project. Stallman's premise is that people should have more freedom, and should appreciate their freedom. He designed a set of rights that he felt all users should have, an codified them in the GNU General Public License or GPL. Stallman punningly cristened his license the Copyleft because it leaves the right to copy in place. Stallman himself developed seminal works of free software such as the GNU C Compiler, and GNU Emacs, an editor so alluring to some that it is spoken of as it it were a religion. His work inspired many others to contribute free software under the GPL. Although it is not promoted with the same libertarian fervor, the Open Source Definition includes many of Stallman's ideas, and can be considered a derivative of his work.
The Open Source Definition started life as a policy document of the Debian GNU/Linux Distribution. Debian, an early Linux system and one still popular today, was built entirely of free software. However, since there were other licenses than the Copyleft that purported to be free, Debian had some problem defining what was free, and they had never made their free software policy clear to the rest of the world. I was the leader of the Debian project, at that time, and I addressed these problems by proposing a Debian Social Contract and a Debian Free Software Guidelines in July, 1997. Many Debian developers had criticisms and improvements that I incorporated into the documents. The Social Contract documented Debian's intent to compose their system entirely of free software, and the Free Software Guidelines made it possible to classify software into free and non-free easily, by comparing the software license to the guidelines.
Debian's guidelines were lauded in the free software community, especially among Linux developers, who were working their own free software revolution at the time in developing the first practical free operating system. When Netscape decided to make their web browser free software, they contacted Eric Raymond. Raymond is the Margaret Meade of free software: he has written several anthropological articles explaining the free software phenomenon and the culture that has grown around it, works that are the first of their kind and have shown a spotlight on this formerly little-known phenomenon. Netscape management was impressed with Raymond's essay The Cathedral and the Bazaar, a chronicle of a successful free software development using unpaid volunteer contributors, and asked him to consult, under a non-disclosure agreement, while they developed a license for their free software. Raymond insisted that Netscape's license comply with Debian's guidelines for it to be taken seriously as free software.
Raymond and I had met occassionally at the Hacker's Conference, a by-invitation-only gathering of creative and unconventional programmers. We had corresponded on various subjects via e-mail. He contacted me in February of 1997 with the idea for Open Source. Raymond was concerned that conservative business people were put off by Stallman's freedom pitch, which was, in contrast, very popular among the more liberal programmers. He felt this was stifling the development of Linux in the business world while it flourished in research. He met with business people in the fledgeling Linux industry, and together they concieved of a program to market the free software concept to people who wore ties. Larry Augustin of VA Research and Sam Ockman (who later left VA to form Penguin Computing) were involved, and others who aren't known to me.
Some months before Open Source, I had concieved of the idea of Open Hardware, a similar concept but for hardware devices and their interfaces rather than software programs. Open Hardware has not been as successful as Open Source to date, but it is still operating and you can find information on it at http://www.openhardware.org/(σ.b. δεν λειτουργεί).
Raymond felt that the Debian Free Software Guidelines were the right document to define Open Source, but that they needed a more general name and the removal of Debian-specific references. I edited the Guidelines to form The Open Source Definition. I had formed a corporation for Debian called Software in the Public Interest, and I offered to register a trademark for Open Source so that we could couple its use to the definition. Raymond agreed, and I registered a certification mark, a special form of trademark meant to be applied to other people's products, on the term. About a month after I registered the mark, it became clear that Software in the Public Interest might not be the best home of the Open Source mark, and I transferred ownership of the mark to Raymond. Raymond and I have since formed the Open Source Initiative, an organization exclusively for managing the Open Source campaign and its certification mark. At this writing, the Open Source Initiative is governed by a 6-person board chosen from well-known free software contributors, and seeks to expand its board to about 10 people.
At the time of its conception there was much criticism for the Open Source campaign, even among the Linux contingient who were already bought-in to the free software concept. Many pointed to the existing use of the term Open Source in the political intelligence industry. Others felt the term Open was already over-used. Many simply preferred the established name Free Software. I contended that the over-use of Open could never be as bad as the dual meaning of Free in the English language - either liberty or price, with price being the most oft-used meaning in the commercial world of computers and software. Richard Stallman later took exception to the campaign's lack of an emphasis on freedom, and the fact that as Open Source became more popular, his role in the genesis of free software, and that of his Free Software Foundation were being ignored - he complained of being "written out of history". This situation was made worse by a tendency for people in the industry to compare Raymond and Stallman as if they were proponents of competing philosophies rather than people who were using different methods to market the same concept. I probably exacerbated the situation by pitting Stallman and Raymond against each other in debates at Linux Expo and Open Source Expo. It became so popular to type-cast the two as advesaries that an email debate, never intended for publication, appeared the online journal Salon. At that point, I asked Raymond to tone down a dialogue that it had never been his intent to enter.
When the Open Source Definition was written, there were already a large number of products that fit the definition. The problem was programs that did not meet the definition, yet were seductive to users.
KDE, Qt, and Troll Tech
The case of KDE, Qt, and Troll Tech is relevant to this chapter because the KDE group and Troll Tech tried to place a non-Open-Source product in the infrastructure of Linux, and met with unexpected resistance. Public outcry and the threat of a fully Open Source replacement for their product eventually convinced Troll to switch to a fully Open Source license. It's an interesting example of the community's enthusiastic acceptance of the Open Source Definition that Troll Tech had to make its license comply, if their product was to succeed.
KDE was the first attempt at a free graphical desktop for Linux. The KDE applications were themselves under the GPL, but they depended on a proprietary graphical library called Qt, from Troll Tech. Qt's license terms prohibited modification or use with any display software other than the senescent X Window System. Other use required a $1500 developer's license. Troll Tech provided versions of Qt for Microsoft Windows and the Macintosh, and this was its main revenue source. The pseudo-free license for X systems was meant to leverage the contributions of Linux developers into demos, examples, and accessories for their pricey Windows and Mac products. Although the problems with the Qt license were clear, the prospect of a graphical desktop for Linux was so attractive that many users were willing to overlook its non-Open-Source nature. Open Source proponents found KDE objectionable because they percieved that the KDE developers were trying blur the definition of what was free software to include partially-free items like Qt. The KDE developers contended that their programs were Open Source, even though there were no runnable versions of the programs that did not require a non-Open-Source library. I, and others, asserted that KDE applications were only Open Source fragments of non-Open-Source programs, and that an Open Source version of Qt would be necessary before KDE could be referred to as Open Source. The KDE developers attempted to partially address the problem of Qt's license by negociating a KDE Free Qt Foundation agreement with Troll Tech, in which Troll and KDE would jointly control releases of the free version of Qt, and Troll Tech would release Qt under an Open-Source-complaint license if the company was ever purchased or went out of business. Another group initiated the GNOME project, a fully Open Source competitor of KDE that aimed to provide more features and sophistication, and a separate group initiated a Harmony project to produce a fully Open Source clone of Qt that would support KDE. As GNOME was being demonstrated to accolades and Harmony was about to become useful, Troll Tech realized Qt would not be successful in the Linux market without a chance in license. Troll Tech released a fully Open Source license for Qt, defusing the conflict and removing the motivation for the Harmony project. The GNOME project continues, and now aims to best KDE in terms of functionality and sophistication rather than its license.
Before they released their new Open Source license, Troll Tech provided me with a copy for auditing, with the request that it be kept confidential until they could announce it. In my enthusiasm to make peace with the KDE group and an embarassing feat of self-deception, I pre-announced their license eight hours early on a KDE mailing list. That email was almost immediately picked up by Slashdot and other online news magazines, to my chagrin.
Troll Tech's new license is notable in that it takes advantage of a loophole in the Open Source Definition that allows patch files to be treated differently from other software. I would like to address this loophole in a future revision of the Open Source Definition, but the new text should not place Qt outside of Open Source.
At this writing, proponents of Open Source are increasing exponentially. The recent Open Source contributions of IBM and Ericsson have been in the headlines. Two Linux distributions, Yggdrasil and Debian, are distributing complete Linux system distributions, including many applications, that are entirely Open Source, and several others including Red Hat are very close. With the completion of the GNOME system, an Open Source GUI desktop OS capable of competing with Microsoft NT will have been realized.
Analysis of the Open Source Definition
In this section, I'll present the entire text of the Open Source Definition, with commentary. You can find the canonical version of the Open Source Definition at http://www.opensource.org/osd.html.
Pedants have pointed out minor ambiguities in the Open Source Definition. I've held off revising it as it's little more than a year old and I'd like people to consider it stable. The future will bring slight language changes, but only the most minor of changes in the intent of the doucment.
The Open Source Definition
(Version 1.0)
Open source doesn't just mean access to the source code. The distribution terms of an open-source program must comply with the following criteria:
Note that the Open Source Definition is not itself a software license. It is a specification of what is permissible in a software license for that software to be referred to as Open Source. The Open Source Definition was not intended to be a legal document. The inclusion of the Open Source Definition in software licenses, such as a proposed license of the Linux Documentation Project, has tempted me to write a more rigorous version that would be appropriate for that use.
To be Open Source, all of the terms below must be applied together, and in all cases. For example, they must be applied to derived versions of a program as well as the original program. It's not sufficient to apply some and not others, and it's not sufficient for the terms to only apply some of the time. After working through some particularly naive' interpretations of the Open Source Definition, I feel tempted to add this means you!
1. Free Redistribution
The license may not restrict any party from selling or giving away the software as a component of an aggregate software distribution containing programs from several different sources. The license may not require a royalty or other fee for such sale.
This means that you can make any number of copies of the software, and sell or give them away, and you don't have to pay anyone for that privilege.
The "aggregate software distribution containing programs from several different sources" was intended to fit a loophole in the Artistic License, a rather sloppy license in my opinion, originally designed for Perl. Today, almost all programs that use the Artistic License are also available under the GPL. That provision is thus no longer necessary, and may be removed from a future version of the Open Source Definition.
2. Source Code
The program must include source code, and must allow distribution in source code as well as compiled form. Where some form of a product is not distributed with source code, there must be a well-publicized means of downloading the source code, without charge, via the Internet. The source code must be the preferred form in which a programmer would modify the program. Deliberately obfuscated source code is not allowed. Intermediate forms such as the output of a preprocessor or translator are not allowed.
Source code is a necessary preliminary for the repair or modification of a program. The intent here is for source code to be distributed with the initial work, and all derived works.
3. Derived Works
The license must allow modifications and derived works, and must allow them to be distributed under the same terms as the license of the original software.
Software has little use if you can't maintain it (fix bugs, port to new systems, make improvements), and modification is necessary for maintainance. The intent here is for modification of any sort to be allowed. It must be allowed for a modified work to be distributed under the same license terms as the original work. However, it is not required that any producer of a derived work must use the same license terms, only that the option to do so be open to them. Various licenses speak differently on this subject - the BSD license allows you to take modificiations private, while the GPL does not.
A concern among some software authors is that this provision could allow unscrupulous people to modify their software in ways that would embarass the original author. They fear someone deliberately making the software perform incorrectly in a way that would make it look as if the author was a poor programmer. Others are concerned that software could be modified for criminal use, by the addition of trojan horse functions or localy-banned technologies such as cryptography. All of these actions, however, are covered by criminal law. A common misunderstanding about software licenses is that they must specify everything, including things like "don't use this software to commit a crime". However, no license has any valid existence outside of the body of civil and criminal law. Considering a license as something apart from the body of applicable law is as silly as considering an English-language document as being apart from the dictionary, in which case none of the words would have any defined meaning.
4. Integrity of The Author's Source Code.
The license may restrict source-code from being distributed in modified form only if the license allows the distribution of "patch files" with the source code for the purpose of modifying the program at build time.
Some authors were afraid that others would distribute source code with modifications that would be percieved as the work of the original author, and would reflect poorly on that author. This gives them a way to enforce a separation between modifications and their own work without prohibiting modifications. Some consider it un-esthetic that modifications might have to be distributed in a separate "patch" file from the source code, even though Linux distributions like Debian and Red Hat use this procedure for all of the modifications they make to the programs they distribute. There are programs that automaticaly merge patches into the main source, and one can have these programs run automaticaly when extracting a source package. Thus, this provision should cause little or no hardship.
Note also that this provision says that in the case of patch files, the modification takes place at build-time. This loophole is employed in the Qt Public License to mandate a different, though less restrictive, license for the patch files, in contradiction of section 3 of the Open Source Definition. There is a proposal to clean up this loophole in the definition while keeping Qt within Open Source.
The license must explicitly permit distribution of software built from modified source code. The license may require derived works to carry a different name or version number from the original software.
This means that Netscape, for example, can insist that only they can name a version of the program Netscape Navigator(tm) while all free versions of the program must be called Mozilla or something else.
5. No Discrimination Against Persons or Groups.
The license must not discriminate against any person or group of persons.
A license provided by the Regents of the University of California, Berkeley, prohibited an electronic design program from being used by the police of South Africa. While this was a laudable sentiment in the time of apartheid, it makes little sense today. Some people are still stuck with software that they acquired under that license, and their derived versions must carry the same restriction. Open Source licenses may not contain such provisions, no matter how laudable their intent.
6. No Discrimination Against Fields of Endeavor.
The license must not restrict anyone from making use of the program in a specific field of endeavor. For example, it may not restrict the program from being used in a business, or from being used for genetic research.
Your software must be equally usable in an abortion clinic, or by an anti-abortion organization. These political arguments belong on the floor of congress, not in software licenses. Sone people find this lack of discrimination extremely offensive!
7. Distribution of License.
The rights attached to the program must apply to all to whom the program is redistributed without the need for execution of an additional license by those parties.
The license must be automatic, no signature required. Unfortunately, there has not been a good court test in the U.S. of the power of a no-signature-required license when it is passed from a second party to a third. However, this argument considers the license in the body of contract law, while some argue that it should be considered as copyright law, where there is more precedent for no-signature licenses. A good court test will no doubt happen in the next few years, given the popularity of this sort of license and the booming nature of Open Source.
8. License Must Not Be Specific to a Product.
The rights attached to the program must not depend on the program's being part of a particular software distribution. If the program is extracted from that distribution and used or distributed within the terms of the program's license, all parties to whom the program is redistributed should have the same rights as those that are granted in conjunction with the original software distribution.
This means you can't restrict a product that is identified as Open Source to only be free if you use it with a particular brand of Linux distribution, etc. It must remain free if you separate it from the software distribution it came with.
9. License Must Not Contaminate Other Software.
The license must not place restrictions on other software that is distributed along with the licensed software. For example, the license must not insist that all other programs distributed on the same medium must be open-source software.
A version of GhostScript (a PostScript rendering program) requires that the media on which it is distributed contain only free software programs. This isn't permissible for Open Source licenses. Fortunately, the GhostScript author distributes another (somewhat older) version of the program with a true Open Source license.
Note that there is a difference between derivation and aggregation. Derivation is when a program actually incorporates part of another program into itself. Aggregation is when you include two programs on the same CD-ROM. This section of the Open Source Definition is concerned with aggregation, not derivation. Section 4 is concerned with derivation.
10. Example Licenses.
The GNU GPL, BSD, X Consortium, and Artistic licenses are examples of licenses that we consider conformant to the Open Source Definition. So is the MPL.
This would get us in trouble if any of these licenses are ever changed to be non-Open-Source - we'd have to issue a revision of the Open Source Definition immediately. It really belongs in explanatory text, not in the Open Source Definition itself.
Analysis of Licenses and their Open Source Compliance
Public Domain
A common misconception is that much free software is public-domain. This happens simply because the idea of free software or Open Source is confusing to many people, and they mistakenly describe these programs as public-domain because that's the closest concept that they understand. The programs, however, are clearly copyrighted and covered by a license, just a license that gives people more rights than they are used to.
A public-domain program is one upon which the author has deliberately surrendered his copyright rights. It can't really be said to come with a license, it's your personal property to use as you see fit. Because you can treat it as your personal property, you can do what you want with a public-domain program. You can even re-license a public-domain program, removing that version from the public domain, or you can remove the author's name and treat it as your own work.
If you are doing a lot of work on a public-domain program, consider applying your own copyright to the program and re-licensing it. For example, if you don't want a third party to make their own modifications that they then keep private, apply the GPL or a similar license to your version of the program. The version that you started with will still be in the public domain, but your version will be under a license that others must heed if they use it or derive from it.
You can easily take a public-domain program private, by declaring a copyright and applying your own license to it or simply declaring "All Rights Reserved".
Free Software Licenses In General
If you have a free software collection like a Linux disk, you may consider the programs on that disk are your property. That's not entirely true. Copyrighted programs are the property of the copyright holder, even when they have an Open Source license like the GPL. The program's license grants you some rights, and you have other rights under the definition of fair use in copyright law.
It's important to note that an author does not have to issue a program with just one license. You can GPL a program, and also sell a version of the same program with a commercial, non-Open-Source license. This exact strategy is used by many people who want to make a program Open Source and still make some money from it. Those who do not wish an Open Source license may pay for the privilege, providing a revenue stream for the author.
All of the licenses we will examine have a common feature: they each disclaim all warranties. The intent is to protect the software owner from any liability conencted with the program. Since the program is often being given away at no cost, this is a reasonable requirement - the author doesn't have a sufficient revenue stream from the program to fund liability insurance and legal fees.
If free-software authors lose the right to disclaim all warranties and find themselves getting sued over the performance of the programs that they've written, they'll stop contributing free software to the world. It's to our advantage as users to help the author protect this right.
The GNU General Public License
Please see appendix XXX for the full text of the GPL. The GPL is a political manifesto as well as a software license, and much of its text is concerned with explaining the rationale behind the license. This political dialogue has put some people off, and thus provided some of the reason that people have written other free software licenses. However, the GPL was assembled with the assistance of law professors, and is much better written than most of its ilk. I'd strongly urge that you use the GPL, or its library variant the LGPL, if you can. If you choose another license, or write your own, be sure about your reasons. People who write their own licenses should consider that this is not a step to be taken lightly. The unexpected complications of an ill-considered license can create a decades-long burden for software users.
The text of the GPL is not itself under the GPL. Its license is simple: Everyone is permitted to copy and distribute verbatim copies of this license document, but changing it is not allowed. An important point here is that the text of the licenses of Open Source software are generally not themselves Open Source. Obviously, a license would offer no protection if anyone could change it.
The provisions of the GPL satisfy the Open Source Definition. The GPL does not require any of the provisions permitted by paragraph 4 of the Open Source Definition, Integrity of the Author's Source Code.
The GPL does not allow you to take modifications private. Your modifications must be distributed under the GPL.
Thus, the author of a GPL-ed program is likely to recieve improvements from others, including commercial companies who modify his software for their own purposes.
The GPL doesn't allow the incorporation of a GPL-ed program into a proprietary program. The GPL's definition of a proprietary program is any program with a license that doesn't give you as many rights as the GPL.
There are a few loopholes in the GPL that allow it to be used in programs that are not entirely Open Source. Software libraries that are normaly distributed with the compiler or operating system you are using may be linked with GPL-ed software, the result is a partially-free program. The copyright holder (generally the author of the program) is the person who places the GPL on the program and has the right to violate his own license. This was used by the KDE authors to distribute their programs with Qt before Troll Tech placed an Open Source license on Qt. However, this right does not extend to any third parties who redistribute the program - they must follow all of the terms of the license, even the ones that the copyright holder violates, and thus it's problematical to redistribute a GPL-ed program containing Qt. The KDE developers appear to be addressing this problem by applying the LGPL, rather than the GPL, to their software.
The political rhetoric in the GPL puts some people off. Some of them have chosen a less-appropriate license for their software simply because they eschew Richard Stallman's ideas and don't want to see them repeated in their own software packages.
The GNU Library General Public License
The full text of the LGPL is printed in appendix XXX. The LGPL is a derivative of the GPL that was designed for software libraries. Unlike the GPL, a LGPL-ed program can be incorporated into a proprietary program. The C-language library provided with Linux systems is an example of LGPL-ed software - it can be used to build proprietary programs, otherwise Linux would only be useful for free software authors.
An instance of an LGPL-ed program can be converted into a GPL-ed one at any time. Once that happens, you can't convert that instance, or anything derived from it, back into an LGPL-ed program.
The rest of the provisions of the LGPL are similar to those in the GPL - in fact, it includes the GPL by reference.
The X, BSD, and Apache Licenses
You can find these licenses in appendix XXX. The X license and its relatives the BSD and Apache licenses are very different from the GPL and LGPL. These licenses let you do nearly anything with the software licensed under them. This is because the software that the X and BSD licenses originally covered was funded by monetary grants of the U.S. Government. Since the U.S. citizen had already paid for the software with their taxes, they were granted permission to make use of that software as they pleased.
The most important permission, and one missing from the GPL, is that you can take X-licensed modifications private. In other words, you can get the source code for a X-licensed program, modify it, and then sell binary versions of the program without distributing the source code of your modifications, and without applying the X license to those modifications. This is still Open Source, however, as the Open Source Definition does not require that modifications always carry the original license.
Many other developers have adopted the X license and its variants, including the BSD (Berkeley System Distribution) and the Apache web server project. An annoying feature of the BSD license is a provision that requires you to mention (generally in a footnote) that the software was developed at the University of California any time you mention a feature of a BSD-licensed program in advertising. Keeping track of which software is BSD-licensed in something huge like a Linux distribution, and then remembering to mention the University whenever any of those programs are mentioned in advertising, is somewhat of a headache for business people. At this writing the Debian GNU/Linux distribution contains over 2500 software packages, and if even a fraction of them were BSD-licensed, advertising for a Linux system like Debian might contain many pages of foodnotes! However, the X Consortium license does not have that advertising provision. If you are considering using a BSD-style license, use the X license instead.
The Artistic License
Please see appendix XXX for the full text of the Artistic License. Although this license was originally developed for Perl, it's since been used for other software. It is, in my opinion, a sloppily-worded license, in that it makes requirements and then gives you loopholes that make it easy to bypass the requirements. Perhaps that's why almost all Artistic-license software is now dual-licensed, offering the choice of the Artistic License or the GPL.
Section 5 of the Artistic License prohibits sale of the software, yet allows an aggregate software distribution of more than one program to be sold. So, if you bundle an Artistic-licensed program with a 5-line hello-world.c, you can sell the bundle. This feature of the Artistic License was the sole cause of the "aggregate" loophole in paragraph 1 of the Open Source Definition. As use of the Artistic License wanes, we are considering removing the loophole. That would make the Artistic a non-Open-Source license. This isn't a step we would take lightly, and there will probably be more than a year of consideration and debate before it happens.
The Artistic License requires you to make modifications free, but then gives you a loophole (in section 7) that allows you to take modifications private or even place parts of the Artistic-licensed program in the public domain!
The Netscape Public License and the Mozilla Public License
The text of these licenses is in appendix XXX. The NPL was developed by Netscape when they made their product Netscape Navigator Open Source. Actually, the Open-Source version is called Mozilla, Netscape reserves the trademark Navigator for their own product. Eric Raymond and I acted as unpaid consultants during the development of this license. I tried, unsuccessfully, to persuade Netscape to use the GPL, and when they declined, I helped them compose a license that would comply with the Open Source Definition.
An important feature of the NPL is that it contains special privileges that apply to Netscape and nobody else. It gives Netscape the privilege of re-licensing modifications that you've made to their software. They can take those modifications private, improve them, and refuse to give you the result. This provision was necessary because when Netscape decided to go Open Source, it had contracts with other companies that committed it to provide Navigator to them under a non-Open-Source license.
Netscape created the MPL or Mozilla Public License to address this concern. The MPL is much like the NPL, but does not contain the clause that allows Netscape to re-license your modifications.
The NPL and MPL allow you to take modifications private.
Many companies have adopted a variation of the MPL for their own programs. This is unfortunate, becuase the NPL was designed for the specific business situation that Netscape was in at the time it was written, and is not necessarily appropriate for others to use. It should remain the license of Netscape and Mozilla, and others should use the GPL or the or X licenses.
Choosing a License
Do not write a new license if it is possible to use one of the ones listed here. The propogation of many different and incompatible licenses works to the detriment of Open Source software because fragments of one program can not be used in another program with an incompatible license.
Steer clear of the Artistic license unless you are willing to study it carefully and edit out its loopholes. Then, make a few decisions:
- Do you want people to be able to take modifications private or not? If you want to get the source code for modifications back from the people who make them, apply a license that mandates this. The GPL and LGPL would be good choices. If you don't mind people taking modifications private, use the X or Apache license.
- Do you want to allow someone to merge your program with their own proprietary software? If so, use the LGPL, which explicitly allows this without allowing people to make modifications to your own code private, or use the X or Apache licenses, which do allow modifications to be kept private.
- Do you want some people to be able to buy commercial-licensed versions of your program that are not Open Source? If so, dual-license your software. I recommend the GPL as the Open Source license, you can find a commercial license appropriate for you to use in books like Copyright Your Software from Nolo Press.
- Do you want everyone who uses your program to pay for the privilege? If so, perhaps Open Source isn't for you. If you're satisfied with having only some people pay you, you can work that and keep your program Open Source. Most of the Open Source authors consider their programs to be contributions to the public good, and don't care if they are paid at all.
License | Can be mixed with
non-free software. | Modifications can be taken private and not returned to you. | Can be re-licensed
by anyone | Contains special
privileges for the original copyright holder over your modifications. |
GPL | no | no | no | no |
LGPL | yes | no | no | no |
BSD | yes | yes | no | no |
NPL | yes | yes | no | yes |
MPL | yes | yes | no | no |
Public Domain | yes | yes | yes | no |
The Future
As this chapter went to press, IBM joined the Open Source world, and the venture capital community is discovering Open Source. Intel and Netscape have invested in Red Hat, a Linux distributor. VA Research, an integrator of Linux server and workstation hardware, has announced an outside investor. Sendmail Inc., created to commercialize the ubiquitous Sendmail e-mail delivery program, has announced 6 Million dollars in funding. IBM's Postfix secure mailer has an Open Source license, and another IBM product, the Jikes Java compiler, has a license that, at this writing, tries but doesn't quite meet the intent of the Open Source Definition. IBM appears to be willing to modify the Jikes license to be fully Open Source, and is collecting comments from the community as I write this.
Two internal Microsoft memos, referred to as the Haloween Documents, were leaked to the online public. These memos clearly document that Microsoft is threatened by Open Source and Linux, and that MS will launch an offensive against them to protect its markets. Obviously, we are in for some interesting times. I think we'll see Microsoft use two main strategies: copyrighted interfaces, and patents. Microsoft will extend networking protocols, including Microsoft-specific features in them that will not be made available to free software. They, and other companies, will aggressively research new directions in computer science and will patent whatever they can before we can first use those techniques in free software, and then they'll lock us out with patent royalty fees. I've written an essay for the webzine Linux World on how to fight Open Source's enemies on the patent front.
The good news is that Microsoft is scared! In the second Haloween memo, a MS staffer writes about the exhilirating feeling that he could easily change part of the Linux system to do exactly what he wanted, and that it was so much easier to do this on Linux than it was for a Microsoft employee to change NT!
Efforts to hurt us from inside are the most dangerous. I think we'll also see more attempts to dilute the definition of Open Source to include partially-free products, as we saw with the Qt library in KDE before Troll Tech saw the light and released an Open Source license. Microsoft and others could hurt us by releasing a lot of software that's just free enough to attract users without having the full freedoms of Open Source. It's conceivable that they could kill off development of some categories of Open Source software by releasing "good enough", "almost-free-enough" solution. However, the strong reaction against the KDE project before the Qt library went fully Open Source bodes poorly for similar efforts by MS and its ilk.
We've escaped trojan horses so far. Suppose that someone who doesn't like us contributes software that contains trojan horse, a hidden way to defeat the security of a Linux system. Suppose, then, that this person waits for the trojan-horse software to be widely distributed, and then publicizes its vulnerability to security exploits. The public will then have seen that our Open Source system may leave us more vulnerable to this sort of exploit than the closed system of Microsoft, and this may reduce the public's trust in Open Source software. We can argue that Microsoft has its share of security bugs even if they don't allow outsiders to insert them, and that the disclosed source-code model of Open Source makes these bugs easier to find. Any bug like this that comes up on Linux will be fixed the day after it's announced, while a similar bug in Windows might go undetected or un-repaired for years. But we still need to beef up our defense against trojan horses. Having good identification of the people who submit software and modifications is our best defense, as it allows us to use criminal law against the perpetrators of trojan horses. While I was manager of the Debian GNU/Linux distribution, we instituted a system for all of our software maintainers to be reliably identified, and for them to participate in a public-key cryptography network that would allow us to verify whom our software came from. This sort of system has to be expanded to include all Open Source developers.
We have tremendous improvements to make before Linux is ready for the average person to use. The graphical user interface is an obvious deficit, and the KDE and GNOME projects are addressing this. System administration is the next frontier: while linuxconf partially addresses this issue, if falls far short of being a comprehensive system-administration tool for the naive' user. If Caldera's COAS system is successful, it could become the basis of a full solution to the system administration problem. However, Caldera has had trouble keeping sufficient resources allocated to COAS to finish its development, and other participants have dropped off of the bandwagon due to the lack of progress.
The plethora of Linux distributions appear to be going through a shake-out, with Red Hat as the percieved winner and Caldera coming in second. Red Hat has shown a solid committment to the concept of Open Source so far, but a new president and rumors of an IPO could mean a weakening of this committement, especially if competitors like Caldera, who are not nearly as concerned about Open Source, make inroads into Red Hat's markets. If the committment of commercial Linux distributions to Open Source became a problem, that would probably spawn an effort to replace them with pure Open Source efforts similar to Debian GNU/Linux, but ones more directed to the commercial market than Debian has been.
Dispite these challenges, I predict that Open Source will win. Linux has become the testbed of the computer-science student, and they will carry those systems with them into the workplace as they graduate. Research laboratories have adopted the Open Source model because the sharing of information is essential to the scientific method, and Open Source allows software to be shared easily. Businesses are adopting the Open Source model becuase it allows groups of companies to collaborate in solving a problem without the threat of an anti-trust lawsuit, and because of the leverage they gain when the computer-programming public contributes free improvements to their software. Some large corporations have adopted Open Source as a strategy to combat Microsoft and to assure that another Microsoft does not come to dominate the computer industry. But the most reliable indication of the future of Open Source is its past: in just a few years, we have gone from nothing to a robust body of software that solves many different problems and is reaching the million-user count. There's no reason for us to slow down now.
Open Arms for Open-Source News
WIRED NEWS. By Daniel Terdiman
A small California newspaper has undertaken a first-of-its-kind experiment in participatory journalism in which nearly all the content published in a regularly updated online edition and a weekly print edition is submitted by community members. It's all free.
Following in the footsteps of past community journalism projects that sought to give individuals a voice in local news, as well as the growing trend in news-like blogs, The Northwest Voice is giving residents of Bakersfield's northwest neighborhoods near-total control of content. An editor is on hand largely to ensure that articles, letters and photographs submitted through the publication's Web-based content-management system adhere to a minimal set of standards, and to choose the best submissions for inclusion in the print edition.
"What's different about the Northwest Voice is that we're taking the explicit approach of asking people in the community to be the writers and photographers," said the Voice's publisher, Mary Lou Fulton. The people say what's important to them "rather than having a handful of journalists make those judgments on behalf of the community."
Fulton explained that any submission that meets the Voice's standards -- which effectively require that work be original, non-libelous, accurate and suitable for a family publication -- goes up immediately on its website. Then, a small editorial team decides what content the 22,000 households in the area will receive in the newspaper version each week.
For years, publications have been looking for ways to get community members more directly involved in the news process. Papers across the country have experimented with giving readers blogs, as well as other forms of community-contributed content. In Korea, OhmyNews has for several years relied on reader submissions. But according to several media experts, there has never been a project in the United States in which a newspaper company has turned the reins over to the community.
"I think it's a really good idea," said Paul Grabowicz, the new-media program director at the UC Berkeley Graduate School of Journalism. "I think it's a good example of how a newspaper can re-establish connections with the community it's supposed to be serving. The media in general has evolved to the point where we started talking down to people. To me, this is re-establishing the connection that was there long ago."
Grabowicz also pointed out that while there have been varied attempts at getting readers more involved in reporting on the happenings in their communities, individuals have been slow to respond to such entreaties. Until now.
"Weblogs and social networking have kind of softened things up," he said, "and that will probably make it more successful this time."
Jonathan Dube, the publisher of CyberJournalist.net, agreed that increasingly easy-to-use technology is encouraging a new generation of community journalists.
"Participatory journalism, or citizen journalism -- the idea of people in the community actually gathering and porting information to other people -- is a new and evolving concept that increasingly is becoming more common with the rise of the Internet and, in particular, the rise of tools like weblogs."
Fulton sees the project as the first step in getting newspaper companies around the country to see the value of leveraging the observational and writing skills of their communities, all while making a profit.
As such, she has created a website in which she discusses the origins of the Northwest Voice, as well as how the business was built. On the one hand, she's trying to give other publishers the fodder for extending her experiment, and on the other she's evangelizing for the concept of what she calls "open source journalism."
The concept, she said, is based on "this idea that collectively, we know a lot more about what's going on in the community than any one person, an editor, possibly could."
In any case, while the print edition of the Voice is the flagship, everyone seems to agree that the Web version offers the true glimpse into the future of community journalism. That's because of the immediacy of the medium and the fact that any content that fits a publication's standards can be published, unlike in the paper edition.
"The website is key to this," said Dube, who wrote about the Voice project on CyberJournalist.net. "You could not possibly do something like this that involves the community without the Internet. It makes it extremely efficient to get all this information from these citizen reporters."
Meanwhile, some may be surprised that such a groundbreaking project is coming out of a rural area of Bakersfield and not, say, San Francisco or New York. But not Dube, who thinks that large cities are not ready for such projects -- and may never be.
"The whole idea of using the Internet to interact with the community better and to tap people as journalistic resources probably has the most potential not on the national level or even the regional level, but on the hyper-local level," he said. "Because there's such a keen interest among people who live in a small community for information about very, very local events, such as small school news, church news (and) youth sports scores. And those types of things are rarely covered well by mainstream media, primarily because mainstream media's aiming at a much wider market."
The Voice's coverage is very much as Dube describes. According to Fulton, 36 percent of the content is photographs, while 13 percent is school news, 11 percent is community events, 7 percent is youth sports and 2 percent is church news. Ten percent of coverage is columns written by locals selected by Fulton for their expertise on things like horses, cars, schools and outdoor life.
But because an editor is required to check submissions for accuracy and suitability, there is a limit to the number of submissions the Voice can handle. And that limit meshes well with a community the size of northwest Bakersfield.
However, a larger city, or even the entire Bakersfield area in the case of the Voice, could well prove to be too big for this kind of project, said Grabowicz.
The Voice isn't going to get bigger any time soon. Its print circulation is expected to stay steady, though Fulton does say the Web traffic is growing rapidly.
"If you think something in your community is worthy of attention, then it's incumbent on you to bring it to our attention," said Fulton. "It's also your responsibility to make sure what you submitted is accurate, so that the responsibility is not between the publisher and the reader, it's reader to reader. And that's really what we're going for here."
A small California newspaper has undertaken a first-of-its-kind experiment in participatory journalism in which nearly all the content published in a regularly updated online edition and a weekly print edition is submitted by community members. It's all free.
Following in the footsteps of past community journalism projects that sought to give individuals a voice in local news, as well as the growing trend in news-like blogs, The Northwest Voice is giving residents of Bakersfield's northwest neighborhoods near-total control of content. An editor is on hand largely to ensure that articles, letters and photographs submitted through the publication's Web-based content-management system adhere to a minimal set of standards, and to choose the best submissions for inclusion in the print edition.
"What's different about the Northwest Voice is that we're taking the explicit approach of asking people in the community to be the writers and photographers," said the Voice's publisher, Mary Lou Fulton. The people say what's important to them "rather than having a handful of journalists make those judgments on behalf of the community."
Fulton explained that any submission that meets the Voice's standards -- which effectively require that work be original, non-libelous, accurate and suitable for a family publication -- goes up immediately on its website. Then, a small editorial team decides what content the 22,000 households in the area will receive in the newspaper version each week.
For years, publications have been looking for ways to get community members more directly involved in the news process. Papers across the country have experimented with giving readers blogs, as well as other forms of community-contributed content. In Korea, OhmyNews has for several years relied on reader submissions. But according to several media experts, there has never been a project in the United States in which a newspaper company has turned the reins over to the community.
"I think it's a really good idea," said Paul Grabowicz, the new-media program director at the UC Berkeley Graduate School of Journalism. "I think it's a good example of how a newspaper can re-establish connections with the community it's supposed to be serving. The media in general has evolved to the point where we started talking down to people. To me, this is re-establishing the connection that was there long ago."
Grabowicz also pointed out that while there have been varied attempts at getting readers more involved in reporting on the happenings in their communities, individuals have been slow to respond to such entreaties. Until now.
"Weblogs and social networking have kind of softened things up," he said, "and that will probably make it more successful this time."
Jonathan Dube, the publisher of CyberJournalist.net, agreed that increasingly easy-to-use technology is encouraging a new generation of community journalists.
"Participatory journalism, or citizen journalism -- the idea of people in the community actually gathering and porting information to other people -- is a new and evolving concept that increasingly is becoming more common with the rise of the Internet and, in particular, the rise of tools like weblogs."
Fulton sees the project as the first step in getting newspaper companies around the country to see the value of leveraging the observational and writing skills of their communities, all while making a profit.
As such, she has created a website in which she discusses the origins of the Northwest Voice, as well as how the business was built. On the one hand, she's trying to give other publishers the fodder for extending her experiment, and on the other she's evangelizing for the concept of what she calls "open source journalism."
The concept, she said, is based on "this idea that collectively, we know a lot more about what's going on in the community than any one person, an editor, possibly could."
In any case, while the print edition of the Voice is the flagship, everyone seems to agree that the Web version offers the true glimpse into the future of community journalism. That's because of the immediacy of the medium and the fact that any content that fits a publication's standards can be published, unlike in the paper edition.
"The website is key to this," said Dube, who wrote about the Voice project on CyberJournalist.net. "You could not possibly do something like this that involves the community without the Internet. It makes it extremely efficient to get all this information from these citizen reporters."
Meanwhile, some may be surprised that such a groundbreaking project is coming out of a rural area of Bakersfield and not, say, San Francisco or New York. But not Dube, who thinks that large cities are not ready for such projects -- and may never be.
"The whole idea of using the Internet to interact with the community better and to tap people as journalistic resources probably has the most potential not on the national level or even the regional level, but on the hyper-local level," he said. "Because there's such a keen interest among people who live in a small community for information about very, very local events, such as small school news, church news (and) youth sports scores. And those types of things are rarely covered well by mainstream media, primarily because mainstream media's aiming at a much wider market."
The Voice's coverage is very much as Dube describes. According to Fulton, 36 percent of the content is photographs, while 13 percent is school news, 11 percent is community events, 7 percent is youth sports and 2 percent is church news. Ten percent of coverage is columns written by locals selected by Fulton for their expertise on things like horses, cars, schools and outdoor life.
But because an editor is required to check submissions for accuracy and suitability, there is a limit to the number of submissions the Voice can handle. And that limit meshes well with a community the size of northwest Bakersfield.
However, a larger city, or even the entire Bakersfield area in the case of the Voice, could well prove to be too big for this kind of project, said Grabowicz.
The Voice isn't going to get bigger any time soon. Its print circulation is expected to stay steady, though Fulton does say the Web traffic is growing rapidly.
"If you think something in your community is worthy of attention, then it's incumbent on you to bring it to our attention," said Fulton. "It's also your responsibility to make sure what you submitted is accurate, so that the responsibility is not between the publisher and the reader, it's reader to reader. And that's really what we're going for here."
Αριστεροδεξιός συντηρητισμός
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 30/12/2004
Ενα βασανιστικό ερώτημα, σαν φάντασμα, θα πλανάται επάνω από την Eλλάδα το 2005: Tι μπορεί να παράγει στην Eλλάδα μία επιχείρηση που δεν θα μπορεί να το κάνει πολύ πιο φθηνά στη Bουλγαρία ή την Tουρκία; Yπάρχει ακόμη κάποιο συγκριτικό της πλεονέκτημα και πού; Στη ναυτιλία; Eντάξει. Στον τουρισμό, με πολλά ?αν?. Στις νέες υπηρεσίες; Δύσκολο. Eδώ οι Aμερικάνοι έχουν αρχίσει να ανησυχούν με την παγκοσμιοποίηση και να θέτουν το ερώτημα τι μπορεί να φέρουν στην αγορά τα επόμενα δέκα χρόνια που δεν θα το παράγει η Kίνα και η Iνδία. Iσως βιοτεχνολογία και νανοτεχνολογία, και βέβαια προωθημένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Ως εδώ, τίποτε παραπάνω.
O κλασικός νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος δεν θα λειτουργεί υπέρ των αναπτυγμένων χωρών όταν οι χώρες υποδοχής ξένου κεφαλαίου, όπως η Kίνα, θα αποκτούν ταυτόχρονα συγκριτικό πλεονέκτημα και στους παραδοσιακούς τομείς της φθηνής και ανειδίκευτης εργατικής δύναμης και στους καινοτόμους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και των νέων υπηρεσιών. O νόμος της ?δημιουργικής καταστροφής? μπορεί να λειτουργήσει σε ορισμένες χώρες μόνον στο σκέλος της ?καταστροφής? και όχι της ?δημιουργίας? ή σ� άλλες μπορεί να πέσει η καταστροφή και σ� άλλες η δημιουργία. Iστορικά, η παγκοσμιοποίηση είναι μια ?win - win? διαδικασία, αλλά άμεσα θα υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι, πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές και τα δογματικά κουτάκια που έχουμε στο μυαλό μας.
H εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό θα είναι ωφέλιμη για την οικονομία της χώρας που το εξάγει μόνον εάν το 70% των θέσεων εργασίας που χάνονται αναπληρώνονται σ� ένα το πολύ χρόνο και με μισθούς που θα φθάνουν τουλάχιστον στο 90% των προηγούμενων.
H Aμερική είναι στο όριο ασφαλείας. H Γερμανία αναπληρώνει μόνο το 40% των χαμένων θέσεων εργασίας. H Eλλάδα; Δεν ξέρουμε... είναι στον κόσμο της. O,τι νομοθετεί, ό,τι συζητεί αυτόν τον καιρό ανήκει στην ατζέντα του χθες. H ακινησία, η αντιμεταρρύθμιση, το status quo, ο φόβος των ώριμων αλλαγών, ο αριστεροδεξιός συντηρητισμός διαπερνούν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, όλο το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό φάσμα. Tα πράγματα αλλάζουν για να μείνουν τα ίδια. H ατζέντα του 2005 μπορεί να περιμένει.
O,τι νομοθετεί, ό,τι συζητεί αυτόν τον καιρό η κυβέρνηση ανήκει στην ατζέντα του χθες. H ακινησία, η αντι-μεταρρύθμιση, το status quo, ο φόβος των ώριμων αλλαγών, ο αριστεροδεξιός συντηρητισμός διαπερνούν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, όλο το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό φάσμα.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 26, 2004
The Digital Artisans Manifesto
Making The Future
part 1
1. We are the digital artisans. We celebrate the Promethean power of our labour and imagination to shape the virtual world. By hacking, coding, designing and mixing, we build the wired future through our own efforts and inventiveness.
2. We are not the passive victims of uncontrollable market forces and technological changes. Without our daily work, there would be no goods or services to trade. Without our animating presence, information technologies would just be inert metal, plastic and silicon. Nothing can happen inside cyberspace without our creative labour. We are the only subjects of history.
3. The emergence of the Net signifies neither the final triumph of economic alienation nor the replacement of humanity by machines. On the contrary, the information revolution is the latest stage in the emancipatory project of modernity. History is nothing but the development of human freedom.
4. We will shape the new information technologies in our own interests. Although they were originally developed to reinforce hierarchical power, the full potential of the Net and computing can only be realised through our autonomous and creative labour. We will transform the machines of domination into the technologies of liberation.
5. We will contribute to the process of democratic emancipation. As digital artisans, we will come together to promote the development of our trade. As citizens, we will participate within republican politics. As Europeans, we will help to break down national and ethnic barriers both inside and outside of our continent.
The Present Moment
part 2
6. Freedom today is now often just the choice between commodities rather the ability to determine our own lives. Over the past two hundred years, the factory system has dramatically increased our material wealth at the cost of removing all meaningful participation in work. Even poorer members of European societies can now live better than the kings and aristocrats of earlier times. However the joys of consumerism are usually constrained by the boredom of most jobs.
7. Since 1968, the desire for increased monetary rewards has increasingly been supplemented by demands for increased autonomy at work. In the European Union and elsewhere, neo-liberals have tried to recuperate these aspirations through their policies of marketisation and privatisation. If we are talented workers in the 'cutting-edge' industries like hypermedia and computing, we are promised the possibility of becoming hip and rich entrepreneurs by the Californian ideologues. They want to recruit us as members of the 'virtual class' which seeks to dominate the hypermedia and computing industries.
8. Yet these neo-liberal panaceas provide no real solutions. Free market policies don't just brutalise our societies and ignore environmental degradation. Above all, they cannot remove alienation within the workplace. Under neo- liberalism, individuals are only allowed to exercise their own autonomy in deal-making rather than through making things. We cannot express ourselves directly by constructing useful and beautiful virtual artifacts.
9. For those of us who want to be truly creative in hypermedia and computing, the only practical solution is to become digital artisans. The rapid spread of personal computing and now the Net are the technological expressions of this desire for autonomous work. Escaping from the petty controls of the shopfloor and the office, we can rediscover the individual independence enjoyed by craftspeople during proto-industrialism. We rejoice in the privilege of becoming digital artisans.
10. We create virtual artifacts for money and for fun. We work both in the money-commodity economy and in the gift economy of the Net. When we take a contract, we are happy to earn enough to pay for our necessities and luxuries through our labours as digital artisans. At the same time, we also enjoy exercising our abilities for our own amusement and for the wider community. Whether working for money or for fun, we always take pride in our craft skills. We take pleasure in pushing the cultural and technical limits as far forward as possible. We are the pioneers of the modern.
11. The revival of artisanship is not a return to a low-tech and impoverished past. Skilled workers are best able to assert their autonomy precisely within the most technologically advanced industries. The new artisans are better educated and can earn much more money. In earlier stages of modernity, factory labourers symbolised of the promise of industrialism. Today, as digital artisans, we now express the emancipatory potential of the information age. We are the promise of history.
12. We not only admire the individualism of our artisan forebears, but also we will learn from their sociability. We are not petit-bourgeois egoists. We live within the highly collective institutions of the market and the state. For many people, autonomy over their working lives has often also involved accepting the insecurity of short- term contracts and the withdrawal of welfare provisions. We can only mitigate these problems through our own collective action. As digital artisans, we need to come together to promote our common interests.
13. We believe that digital artisans within this continent now need to form their own craft organisation. In early modernity, artisans enhanced their individual autonomy by organising themselves into trade associations. We proclaim that the collective expression of our trade will be: the European Digital Artisans Network (EDAN).
The Aims of EDAN
part 3
14. We urge everyone who is working within hypermedia, computing and associated professions on this continent to join EDAN. We call on digital artisans to form branches of the network in each of the member states of the European Union and its associated countries. By forming EDAN, we will also be creating a means of forging links between European digital artisans and those from elsewhere in the world. We will strive for cooperation in work and in play with our fellow artisans in all countries.
15. We believe that the principal task of EDAN is to enhance the exercise of our craft skills. By collaborating together, we can protect ourselves against those who wish to impose their self- interests upon us. By having a strong collective identity, we will enjoy more individual autonomy over our own working lives.
16. EDAN will celebrate our creative genius as digital artisans. The network will act as the collective memory about the achievements of digital artisans within Europe. It will publicise outstanding 'masterpieces' of craft skill made by its members among the trade and to the wider public.
17. The network will be the social meeting-place for digital artisans from across Europe. EDAN will organise festivals, conferences and congresses where we can meet to organise, discuss and party. We believe that digital artisans should express their collective identity by regularly celebrating together in private and public.
18. EDAN will collect detailed knowledge about the trade in the different regions of Europe. It will aim to provide information about best practice in contracts, copyright agreements and other business arrangements to its members. The network will also be a source of contacts in each locality for digital artisans looking for work in different areas of Europe.
19. We believe that what cannot be organised by our own autonomous efforts can only be provided through democratic political institutions. The network will lobby for changes in local, national and European legislation which can enhance our working lives as digital artisans. As concerned citizens, we will also support the fullest development of public welfare services.
20. EDAN will campaign for European governments to put more resources into the theoretical and practical education of digital artisans in schools and universities. The network will facilitate links between educational institutions teaching hypermedia and computing across the continent. EDAN also believes that publicly-funded research is necessary for the fullest development of our industry.
21. EDAN will urge the European Union to launch a public works programme to build a broadband fibre- optic network linking all households and businesses. We believe in the principle of universal service: everyone should have Net access at the cheapest possible price. No society can call itself truly democratic until all citizens can directly exercise their right to media freedom over the Net.
22. We will campaign for the creation of 'electronic public libraries' where on-line educational and cultural resources are made accessible to everyone for free. Public investment in digital methods of delivering life-long learning is needed to create an information society. The Net should become the encyclopedia of all knowledge: the primary resource for the new Enlightenment.
23. We believe that the role of the hi-tech gift economy should be further enhanced. As the history of the Net has shown, d.i.y. culture is now an essential part of the process of social development. Without hacking, piracy, shareware and open architecture systems, the limitations of the money-commodity economy would have prevented the construction of the Net. EDAN also supports open access as means of people beginning to learn the skills of hypermedia and computing. The promotion of d.i.y. culture within the Net is now a precondition for the successful construction of cyberspace.
24. We are the digital artisans. We are building the information society of the future. We have come together to advance our collective interests and those of our fellow citizens. We are organised as the European Network of Digital Artisans. Join us.
Digital Artisans of Europe Unite!
part 1
1. We are the digital artisans. We celebrate the Promethean power of our labour and imagination to shape the virtual world. By hacking, coding, designing and mixing, we build the wired future through our own efforts and inventiveness.
2. We are not the passive victims of uncontrollable market forces and technological changes. Without our daily work, there would be no goods or services to trade. Without our animating presence, information technologies would just be inert metal, plastic and silicon. Nothing can happen inside cyberspace without our creative labour. We are the only subjects of history.
3. The emergence of the Net signifies neither the final triumph of economic alienation nor the replacement of humanity by machines. On the contrary, the information revolution is the latest stage in the emancipatory project of modernity. History is nothing but the development of human freedom.
4. We will shape the new information technologies in our own interests. Although they were originally developed to reinforce hierarchical power, the full potential of the Net and computing can only be realised through our autonomous and creative labour. We will transform the machines of domination into the technologies of liberation.
5. We will contribute to the process of democratic emancipation. As digital artisans, we will come together to promote the development of our trade. As citizens, we will participate within republican politics. As Europeans, we will help to break down national and ethnic barriers both inside and outside of our continent.
The Present Moment
part 2
6. Freedom today is now often just the choice between commodities rather the ability to determine our own lives. Over the past two hundred years, the factory system has dramatically increased our material wealth at the cost of removing all meaningful participation in work. Even poorer members of European societies can now live better than the kings and aristocrats of earlier times. However the joys of consumerism are usually constrained by the boredom of most jobs.
7. Since 1968, the desire for increased monetary rewards has increasingly been supplemented by demands for increased autonomy at work. In the European Union and elsewhere, neo-liberals have tried to recuperate these aspirations through their policies of marketisation and privatisation. If we are talented workers in the 'cutting-edge' industries like hypermedia and computing, we are promised the possibility of becoming hip and rich entrepreneurs by the Californian ideologues. They want to recruit us as members of the 'virtual class' which seeks to dominate the hypermedia and computing industries.
8. Yet these neo-liberal panaceas provide no real solutions. Free market policies don't just brutalise our societies and ignore environmental degradation. Above all, they cannot remove alienation within the workplace. Under neo- liberalism, individuals are only allowed to exercise their own autonomy in deal-making rather than through making things. We cannot express ourselves directly by constructing useful and beautiful virtual artifacts.
9. For those of us who want to be truly creative in hypermedia and computing, the only practical solution is to become digital artisans. The rapid spread of personal computing and now the Net are the technological expressions of this desire for autonomous work. Escaping from the petty controls of the shopfloor and the office, we can rediscover the individual independence enjoyed by craftspeople during proto-industrialism. We rejoice in the privilege of becoming digital artisans.
10. We create virtual artifacts for money and for fun. We work both in the money-commodity economy and in the gift economy of the Net. When we take a contract, we are happy to earn enough to pay for our necessities and luxuries through our labours as digital artisans. At the same time, we also enjoy exercising our abilities for our own amusement and for the wider community. Whether working for money or for fun, we always take pride in our craft skills. We take pleasure in pushing the cultural and technical limits as far forward as possible. We are the pioneers of the modern.
11. The revival of artisanship is not a return to a low-tech and impoverished past. Skilled workers are best able to assert their autonomy precisely within the most technologically advanced industries. The new artisans are better educated and can earn much more money. In earlier stages of modernity, factory labourers symbolised of the promise of industrialism. Today, as digital artisans, we now express the emancipatory potential of the information age. We are the promise of history.
12. We not only admire the individualism of our artisan forebears, but also we will learn from their sociability. We are not petit-bourgeois egoists. We live within the highly collective institutions of the market and the state. For many people, autonomy over their working lives has often also involved accepting the insecurity of short- term contracts and the withdrawal of welfare provisions. We can only mitigate these problems through our own collective action. As digital artisans, we need to come together to promote our common interests.
13. We believe that digital artisans within this continent now need to form their own craft organisation. In early modernity, artisans enhanced their individual autonomy by organising themselves into trade associations. We proclaim that the collective expression of our trade will be: the European Digital Artisans Network (EDAN).
The Aims of EDAN
part 3
14. We urge everyone who is working within hypermedia, computing and associated professions on this continent to join EDAN. We call on digital artisans to form branches of the network in each of the member states of the European Union and its associated countries. By forming EDAN, we will also be creating a means of forging links between European digital artisans and those from elsewhere in the world. We will strive for cooperation in work and in play with our fellow artisans in all countries.
15. We believe that the principal task of EDAN is to enhance the exercise of our craft skills. By collaborating together, we can protect ourselves against those who wish to impose their self- interests upon us. By having a strong collective identity, we will enjoy more individual autonomy over our own working lives.
16. EDAN will celebrate our creative genius as digital artisans. The network will act as the collective memory about the achievements of digital artisans within Europe. It will publicise outstanding 'masterpieces' of craft skill made by its members among the trade and to the wider public.
17. The network will be the social meeting-place for digital artisans from across Europe. EDAN will organise festivals, conferences and congresses where we can meet to organise, discuss and party. We believe that digital artisans should express their collective identity by regularly celebrating together in private and public.
18. EDAN will collect detailed knowledge about the trade in the different regions of Europe. It will aim to provide information about best practice in contracts, copyright agreements and other business arrangements to its members. The network will also be a source of contacts in each locality for digital artisans looking for work in different areas of Europe.
19. We believe that what cannot be organised by our own autonomous efforts can only be provided through democratic political institutions. The network will lobby for changes in local, national and European legislation which can enhance our working lives as digital artisans. As concerned citizens, we will also support the fullest development of public welfare services.
20. EDAN will campaign for European governments to put more resources into the theoretical and practical education of digital artisans in schools and universities. The network will facilitate links between educational institutions teaching hypermedia and computing across the continent. EDAN also believes that publicly-funded research is necessary for the fullest development of our industry.
21. EDAN will urge the European Union to launch a public works programme to build a broadband fibre- optic network linking all households and businesses. We believe in the principle of universal service: everyone should have Net access at the cheapest possible price. No society can call itself truly democratic until all citizens can directly exercise their right to media freedom over the Net.
22. We will campaign for the creation of 'electronic public libraries' where on-line educational and cultural resources are made accessible to everyone for free. Public investment in digital methods of delivering life-long learning is needed to create an information society. The Net should become the encyclopedia of all knowledge: the primary resource for the new Enlightenment.
23. We believe that the role of the hi-tech gift economy should be further enhanced. As the history of the Net has shown, d.i.y. culture is now an essential part of the process of social development. Without hacking, piracy, shareware and open architecture systems, the limitations of the money-commodity economy would have prevented the construction of the Net. EDAN also supports open access as means of people beginning to learn the skills of hypermedia and computing. The promotion of d.i.y. culture within the Net is now a precondition for the successful construction of cyberspace.
24. We are the digital artisans. We are building the information society of the future. We have come together to advance our collective interests and those of our fellow citizens. We are organised as the European Network of Digital Artisans. Join us.
Digital Artisans of Europe Unite!
Ετικέτες
ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ,
Ιστολογική Δεοντολογία,
blogs,
Internet
Κοινωνική δημιουργία και πολιτική
Συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στο γαλλικό περιοδικό Esprit (1979). Ελληνικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εποπτεία τον Φεβρουάριο του 1980 σε μετάφραση του Σπύρου Γεωργαντά.
Εμμανουέλ Τερρέ: Ενα φάντασμα καταδιώκει τους διανοούμενους της Ευρώπης: Το φάντασμα του ολοκληρωτισμού. Απ' αυτό το γεγονός απορρέει μια αναδίπλωση των Ευρωπαίων που διαθέτουν μια δημοκρατική εμπειρία την οποία αντιπαραθέτουν σ' ένα τρίτο κόσμο που για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρείτο ελπιδοφόρος ενώ σήμερα μοιάζει εκτεθειμένος σε όλους τους ολοκληρωτικούς πειρασμούς και εκτροχιασμούς. Τον στρατευμένο διανοούμενο, γεμάτο βεβαιότητες καθώς και γενναιοφροσύνη, διαδέχεται ένας πιο συγκρατημένος διανοούμενος αλλά ταυτόχρονα περίφροντις για την ηθική. Τί σκέπτεσθε γι' αυτή τη διπλή αναδίπλωση;
Κορνήλιος Καστοριάδης: Μια αναδίπλωση στην Ευρώπη δεν είναι δυνατή. Είναι αυταπάτη, είναι πολιτική στρουθοκαμήλου. Η "αναδίπλωση" μερικών διανοούμενων δεν πρόκειται να αλλάξει το ελάχιστο στη σύγχρονη πραγματικότητα, που είναι ουσιαστικά παγκόσμια. Ταυτόχρονα αποτελεί στάση εντελώς "αντι-ευρωπαϊκή". Υπάρχει μία, και μόνο μία, ποιοτική ιδιαιτερότητα της Ευρώπης, του Ελληνο-δυτικού κόσμου, που μετράει για μας: Είναι η δημιουργία της καθολικότητας, το άνοιγμα. Η κριτική αμφισβήτηση της υπόστασής μας και της ίδιας μας της παράδοσης.
Οι "διανοούμενοι της αριστεράς" προσπάθησαν από καιρό να παρακάμψουν το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα. Αναζητούσαν διαρκώς να βρουν κάπου μια "πραγματική οντότητα" που θα 'παιζε το ρόλο του σωτήρα της ανθρωπότητας και του λυτρωτή της ιστορίας. Πίστεψαν αρχικά ότι τη βρήκαν στο ιδεώδες και εξιδανικευμένο "προλεταριάτο" και στη συνέχεια στο κομμουνιστικό κόμμα που το "εκπροσωπούσε". Υστερα, χωρίς ανάλυση των αιτίων της αποτυχίας, προσωρινής ή οριστικής, αδιάφορο, του επαναστατικού εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες, διέγραψαν τις χώρες αυτές και μετέφεραν την πίστη τους στις χώρες του τρίτου κόσμου. Διατηρώντας από το σχήμα του Μαρξ τις πιο μηχανιστικές απόψεις, θέλησαν να βάλουν στη θέση του βιομηχανικού προλεταριάτου τους Αφρικανούς ή Βιετναμέζους αγρότες και να τους αποδώσουν τον ίδιο ρόλο. Σήμερα ορισμένοι, ακολουθώντας αυτή την παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στο ναι και το όχι που συγκαλύπτει την έλλειψη σχέσης, αποποιούνται τον τρίτο κόσμο για εξίσου ανόητους λόγους με αυτούς που υπαγόρευαν τη λατρεία του. Εξηγούσαν παλιότερα ότι η δημοκρατία, η ελευθερία κλπ. ήταν δυτικοί και αστικοί φενακισμοί, τους οποίους οι Κινέζοι δεν είχαν ανάγκη. Σήμερα αφήνουν να εννοηθεί ότι οι βάρβαροι αυτοί δεν είναι ακόμα ώριμοι γι' αυτά τα εξαιρετικά πολύτιμα αγαθά. Ομως άρκεσε ένα μικρό άνοιγμα της ολοκληρωτικής καταπακτής στο Πεκίνο εδώ και λίγους μήνες για να δούμε, ω του θαύματος, ότι παρά τους Pereyfilte (1), Sollers και Kristeva (2) Κινέζοι δεν ήταν και τόσο διαφορετικοί από εμάς, απ' αυτή την άποψη, και ότι διεκδικούσαν δημοκρατικά δικαιώματα μόλις η ευκαιρία παρουσιαζόταν.
Ε.Τ.: Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι ξέκοψαν από τη στράτευση και απασχολούνται περισσότερο με την ηθική. Κατά ποιο τρόπο πιστεύετε ότι θα μπορούσαν οι διανοούμενοι να δημιουργήσουν δεσμούς μεταξύ τους και με το κοινωνικό κίνημα;
Κ.Κ.: Αυτή η "αναδίπλωση στην ηθική" είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα "λανθασμένο συμπέρασμα" βγαλμένο από την εμπειρία του ολοκληρωτισμού και λειτουργεί αυτή τη στιγμή σαν φενάκη. Τι δείχνει; Αυτό που έδειχνε από καιρό: Την εμπειρία των χωρών του τρίτου κόσμου. Οτι οι λαϊκές εξεγέρσεις που στις χώρες αυτές προκαλούν ή συνοδεύουν την κατάρρευση των παραδοσιακών κοινωνιών καθοδηγήθηκαν πάντοτε μέχρι σήμερα και έγιναν κτήμα μιας γραφειοκρατίας (τις πιο πολλές φορές "μαρξιστικού-λενινιστικού" τύπου, αν και τώρα πλέον μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα υπάρξουν επίσης και μονοθεϊκές γραφειοκρατίες), μιας γραφειοκρατίας που σφετερίζεται τις εξεγέρσεις αυτές για να καταλάβει την εξουσία και να εγκαθιδρύσει ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το γεγονός αυτό θέτει το πολιτικό πρόβλημα του ολοκληρωτισμού -- πρόβλημα το οποίο έχει επίσης τεθεί στην Ευρώπη πάνω στη βάση άλλων εξελίξεων. Προφανώς, μπροστά σ' αυτό το πρόβλημα, όλες οι κληρονομημένες αντιλήψεις (μαρξισμός και φιλελευθερισμός) βρίσκονται σε πλήρη έκπτωση τόσο στις χώρες αυτές όσο και εδώ.
Ακριβώς αυτό το πρόβλημα οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε στο θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Η "αναδίπλωση πάνω στην ηθική" είναι από την άποψη αυτή μια υπεκφυγή και μια γελοιοποίηση της ίδιας της ηθικής. Δεν υπάρχει ηθική που να περιορίζεται στη ζωή του ατόμου. Από τη στιγμή που το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα έχει τεθεί, η ηθική επικοινωνεί με την πολιτική. Το "τι πρέπει να κάνω" δεν αφορά και δεν μπορεί να αφορά μονάχα την ατομική μου ύπαρξη αλλά την ύπαρξή μου σαν ατόμου που συμμετέχει σε μια κοινωνία, στην οποία δεν υπάρχει ιστορική ηρεμία αλλά όπου το πρόβλημα της οργάνωσής της, της θέσμισής της, έχει τεθεί ανοιχτά. Και έχει τεθεί τόσο στις "δημοκρατικές" όσο και στις ολοκληρωτικές χώρες. Η ίδια ακριβώς εμπειρία του ολοκληρωτισμού και η διαρκώς παρούσα δυνατότητα εγκαθίδρυσής του δείχνει το επείγον του πολιτικού προβλήματος σαν πρόβλημα συνολικής θέσμισης της κοινωνίας. Το να διαλύσουμε αυτό το πρόβλημα σε στάσεις τάχα "ηθικές" ισοδυναμεί στα πράγματα με ένα φενακισμό.
Σήμερα, προκειμένου να μιλήσουμε για το ρόλο και τη λειτουργία των διανοούμενων στη σύγχρονη κοινωνία, πρέπει να θέσουμε ορισμένες διακρίσεις και ν' αποφύγουμε τις απλουστεύσεις και επιφανειακότητες, που αρχίζουν να εξαπλώνονται. Τείνουν ορισμένοι αυτή τη στιγμή να θεωρήσουν τους διανοούμενους σαν μια ξεχωριστή "τάξη" και φτάνουν ακόμα να ισχυρίζονται ότι η τάξη αυτή βρίσκεται στη διαδικασία αναρρίχησης στην εξουσία. Χρησιμοποιούν, για άλλη μια φορά, το ξεχειλωμένο μαρξιστικό σχήμα και το μπαλώνουν τοποθετώντας τους "διανοούμενους" σαν "ανερχόμενη τάξη". Είναι μια παραλλαγή της ίδιας ρηχότητας όπως η "τεχνοκρατία" και η "τεχνοδομή". Και στις δύο περιπτώσεις αγνοείται πράγματι η ιδιαιτερότητα ενός κατ' εξοχήν σύγχρονου γεγονότος -- της ανάδυσης και της κυριαρχίας του γραφειοκρατικού μηχανισμού, που επικαλείται την "τεχνοκρατία" ή τη "θεωρία" σαν κάλυμμα της εξουσία του, αλλά δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τη μια ούτε με την άλλη.
Μπορούμε να το δούμε ξεκάθαρα στις δυτικές χώρες: Αυτοί που διοικούν το Λευκό Οίκο, το Ανάκτορο των Ηλυσίων (3) τις μεγάλες καπιταλιστικές εταιρίες ή τα κράτη δεν είναι καθόλου οι τεχνικοί. Οταν, δε, καταλαμβάνουν θέσεις εξουσίας, το κριτήριο δεν είναι οι ικανότητές τους ως τεχνικών αλλά οι ικανότητες σε κομπίνες και ίντριγκες. Ο Ζισκάρ ντ' Εσταίν είναι αμελητέος σαν οικονομολόγος, αλλά εξαιρετικά πολυμήχανος όταν πρόκειται για πολιτικές τρικλοποδιές.
Μπορούμε να το δούμε επίσης σε όλα τα κόμματα και σε όλες τις χώρες της "μαρξιστικής" ή της "μαρξιστικο-λενινιστικής" περιοχής. Μια από τις φάρσες με τις αλλεπάλληλες επαναλήψεις που επιφυλάσσει η ιστορία -- που δείχνει πόσο γελοίο είναι να αντικαθίσταται η κοινωνική και ιστορική ανάλυση από απλές έρευνες πάνω στη γενεαλογία των ιδεών -- είναι το ζήτημα των σχέσεων της "θεωρίας" και του πραγματικού κινήματος της εργατικής τάξης. Είναι γνωστή η αντίληψη των Κάουτσκυ - Λένιν, σύμφωνα με την οποία εκείνοι που εισάγουν απ' έξω το σοσιαλισμό στην εργατική τάξη είναι οι μικροαστοί διανοούμενοι. Πολύ σωστά έχει κατακριθεί αυτή η θεωρία, και από μένα μεταξύ άλλων. Αλλά πρέπει να δούμε ότι, παραδόξως, είναι ψευδής και αληθής ταυτόχρονα. Ψευδής, διότι ό,τι υπάρξε σαν σοσιαλισμός έχει παραχθεί από το προλεταριάτο και όχι από μια οποιαδήποτε "θεωρία" και διότι εάν οι σοσιαλιστικές αντιλήψεις έπρεπε να εισαχθούν "εκ των έξω" στο προλατεριάτο, θα έπαυαν, από το ίδιο αυτό γεγονός, να έχουν οποιαδήποτε σχέση με το σοσιαλισμό. Αλλά είναι και αληθής, εάν με τη λέξη "σοσιαλισμός" εννοούμε το μαρξισμό, διότι αυτόν χρειάστηκε, ωραία και καλά, να τον μπολιάσουν, να τον εισαγάγουν επ' έξω, να τον επιβάλουν τελικά, σχεδόν διά της βίας στο προλεταριάτο. Τώρα -- άλλη σκηνή -- στο όνομα αυτής της αντίληψης τα μαρξιστικά κόμματα ισχυρίζονταν ανέκαθεν ότι είναι τα κόμματα της εργατικής τάξης, που την αντιπροσώπευαν "ουσιαστικά" ή "αποκλειστικά", αλλά εν ονόματι μιας θεωρίας που κατέχουν, η οποία σαν θεωρία δεν μπορεί μόνο να αποτελεί κτήμα των διανοούμενων.
Αυτό ήδη είναι αρκετά κωμικό. Υπάρχει όμως και το κωμικότερο: Στα κόμματα αυτά, στην πραγματικότητα ούτε οι εργάτες ούτε οι διανοούμενοι ήταν αυτοί που δέσποζαν και δεσπόζουν. Ενας νέος τύπος ανθρώπου εμφανίστηκε, ο πολιτικός μηχανάνθρωπος, που δεν ήταν ένας διανοούμενος αλλά ένας μισο-αναλφάβητος -- όπως ο Τορέζ στη Γαλλία ή ο Ζαχαριάδης στην Ελλάδα. Στην 3η Διεθνή υπήρχε ένας διανοούμενος που είναι δυνατόν να τον διαβάσει κανείς ακόμα και σήμερα. Ηταν ο Λούκατς. Δεν μέτραγε καθόλου. Αντίθετα, ο Στάλιν που έγραφε παιδαριώδη και δυσανάγνωστα πράγματα ήταν το παν. Ιδού, λοιπόν, οι πραγματικές σχέσεις μεταξύ θεωρίας και πρακτικής διά μέσου των πολλαπλών αντιστροφών που υφίστανται μέσα στην camera obscura της ιστορίας.
Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου ασφαλώς η παραγωγή και η χρησιμοποίηση "γνώσεων" έχει πάρει μια τεράστια θέση, υπάρχει πολλαπλασιασμός των διανοούμενων. Αλλά σαν άτομα που συμμετέχουν σ' αυτή την παραγωγή και χρησιμοποίηση οι διανοούμενοι έχουν πολύ περιορισμένη ιδιαιτερότητα. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία εντάσσονται στις υπάρχουσες δομές εργασίας και αμοιβής, συνήθως δε στις γραφειοκρατικές ιεραρχικές δομές. Και απ' αυτό ακριβώς το γεγονός παύουν να έχουν, είτε πράγματι είτε δικαίως, μια ιδιαίτερη θέση, μια λειτουργία, μια αποστολή. Το γεγονός ότι κάποιος είναι ειδικός στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή στον τάδε κλάδο της βιολογίας, της αλγεβρικής τοπολογίας ή της ιστορίας των Ινκα δεν σημαίνει πως έχει κάτι το ιδιαίτερο να πει πάνω στην κοινωνία.
Η σύγχυση δημιουργείται διότι υπάρχει μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, αριθμητικά πολύ περιορισμένη, που ασχολείται, ενδεχομένως ξεκινώντας από μια ειδίκευση, με τις "γενικές ιδέες" και λόγω αυτού διεκδικούν ή μπορούν να διεκδικήσουν ένα άλλο λειτούργημα -- ένα λειτούργημα "καθολικό". Πρόκειται για μια μακρόβια παράδοση, τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ευρώπη. Βεβαίως, η παράδοση αυτή αρχίζει από την αρχαιότητα, όταν ο φιλόσοφος παύει να είναι φιλόσοφος-πολίτης (Σωκράτης) και βγαίνοντας έξω από την κοινωνία ομιλεί περί αυτής (Πλάτων). Είναι γνωστό το πώς την ξαναδέχτηκε η Δύση και το απόγειο στο οποίο έφτασε κατά τον αιώνα του Διαφωτισμού αλλά και μετέπειτα (Μαρξ). Στη Γαλλία, έγινε ένα είδος χαριτωμένου εθνικού ελαττώματος με καταγέλαστες μορφές: Κάθε απόφοιτος της Normale (4) ή επί πτυχίω φοιτητής της φιλοσοφίας ξεκινά στη ζωή με την ιδέα ότι μπορεί να έχει τον ιστορικό ρόλο του Βολταίρου ή του Ρουσώ. Τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια προσφέρουν ένα κατάλογο παραδειγμάτων που προκαλούν θυμηδία.
Οπως και να 'ναι, είναι φανερό ότι το πρόβλημα της κοινωνίας και της ιστορίας -- και της πολιτικής -- δεν είναι δυνατό να επιμεριστεί σε ένα κατάλογο ειδικών και κατά συνέπεια να γίνει αντικείμενο απασχόλησης και εργασίας μερικών -- είτε αυτοί ξεκινούν από μια ειδίκευση είτε όχι. Εάν μιλούμε γι' αυτούς, οφείλουμε να κατανοήσουμε την περίεργη, διφορούμενη και αντιφατική σχέση που διατηρούν με την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα, που είναι εξ άλλου το προνομιακό αντικείμενό τους. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της σχέσης είναι βεβαίως η απόσταση που έχουν αναγκαστικά από την πραγματική κίνηση της κοινωνίας. Αυτή η απόσταση τους επιτρέπει να μην πνίγονται μέσα στα πράγματα, να μπορούν να επιχειρούν την εξαγωγή των κύριων κατευθύνσεων και τάσεων. Αλλά ταυτόχρονα τους καθιστά λίγο πολύ ξένους προς ό,τι συμβαίνει πραγματικά. Και μέχρι τώρα, σ' αυτή τη διφορούμενη, αντιθετική σχέση, που συντίθεται από δύο αντινομικούς όρους, ο ένας από τους όρους είναι υπερφορτισμένος σε συνάρτηση με όλη τη "θεωρητιστική" κληρονομιά που αρχίζει με τον Πλάτωνα και διαβιβάζεται διά μέσου των αιώνων και την οποία ο ίδιος ο Μαρξ κληρονόμησε, παρά κάποιες προσπάθειές του να απαλλαγεί απ' αυτήν. Ο διανοούμενος που ασχολείται με γενικές ιδέες ωθείται απ' όλη την παράδοσή του και από όλη τη μαθητεία του να δώσει προνομιούχα θέση στη δική του θεωρητική διεργασία. Σκέφτεται πώς μπορεί να βρει την αλήθεια πάνω στην κοινωνία και την ιστορία μέσα στο Λόγο ή μέσα στη θεωρία και όχι στην πραγματική κίνηση της ίδιας της ιστορίας και στη ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων. Συγκαλύπτει εκ των προτέρων το χαρακτήρα δημιουργίας που έχει η κίνηση της ιστορίας. Ετσι μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει εδώ απόλυτο αδιέξοδο. Διότι μπορεί επίσης να συμμετέχει σ' αυτή την κίνηση υπό τον όρο να καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτή η συμμετοχή: Να δρα δηλαδή σαν πολίτης και όχι να εγγράφεται σ' ένα κόμμα για να ακολουθεί ευπειθώς τη γραμμή του ή να δίνει υπογραφές.
Ε.Τ.: Είχατε πει στο Esprit το Φεβρουάριο του 1977 ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει μια αυστηρή γνώση της κοινωνίας. Από τότε παριστάμεθα μάρτυρες σε μια εκατόμβη των σφαιρικών γνώσεων (μαρξισμός, ψυχανάλυση, φιλοσοφία της επιθυμίας), πράγμα που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό σας. Μένει το θέμα του να σκεφτούμε το παρόν. Αυτό το παρόν είναι συνυφασμένο με κρίσεις. Είναι δυνατό να σκεφτούμε αυτές τις κρίσεις κατά τρόπο μη-σφαιρικό, αλλά παρ' όλα αυτά ικανοποιητικό; Η πρέπει να αποδεχτούμε τη σκέψη μέσα στην κρίση; Και στην περίπτωση αυτή, με ποιο τρόπο;
Κ.Κ.: Ας αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Το ότι δεν υπάρχει καμιά αυστηρή γνώση της κοινωνίας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμιά γνώση της κοινωνίας, ότι μπορούμε να λέμε οτιδήποτε, ότι όλα αξίζουν το ίδιο. Υπάρχει μια σειρά επιμέρους και "ανακριβών" γνώσεων (με την έννοια της αντίθεσης στις "ακριβείς"), που δεν είναι καθόλου αμελητέες σε σχέση με τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν στην προσπάθειά μας να διαυγάσουμε τον κοινωνικο-ιστορικό κόσμο.
Αλλος κίνδυνος παρεξηγήσεων: Χρησιμοποιείτε τον όρο "σφαιρικό", φανερά με μια κριτική ή υποτιμητική διάθεση. Είμαστε σύμφωνοι στην καταδίκη της ιδέας μιας σφαιρικής γνώσης με την έννοια της ολικής ή απόλυτης γνώσης. Αλλά όταν σκεφτόμαστε την κοινωνία (δεν ομιλώ πια για γνώση, αλλά για σκέψη), αυτή η κίνηση-σκέψη στοχεύει αφ' εαυτής στο όλον της κοινωνίας. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στη φιλοσοφία. Μια φιλοσοφική σκέψη είναι μια σκέψη η οποία υποχρεωτικά στοχεύει το όλον στο αντικείμενό της. Η εγκατάλειψη της αυταπάτης του "συστήματος" δεν σημαίνει παραίτηση να σκεφτούμε το ον ή τη γνώση, για παράδειγμα.
Από την άλλη πλευρά, η ιδέα ενός "καταμερισμού της εργασίας" είναι φανερά παράλογη. Φαντάζεται κανείς φιλοσόφους που να αποφασίζουν "εσύ θα σκεφτείς αυτή την άποψη του όντος και εγώ την άλλη"; Φαντάζεται κανείς ένα ψυχαναλυτή που να λέει στον ασθενή του "θα μου μιλήσετε για τα προβλήματά σας τα σχετικά με τον πρωκτό, αλλά για τα στοματικά θα σας συστήσω στο Χ συνάδελφό μου"; Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει με την κοινωνία και την ιστορία: Μια πραγματική ολότητα είναι παρούσα ήδη αφ' εαυτής και αυτή είναι ο στόχος. Η πρωταρχική ερώτηση της σκέψης για την κοινωνική συγκρότηση, όπως τη διατύπωσα στο βιβλίο μου "Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας", είναι: Τι συνέχει μια κοινωνία, σε τι οφείλεται το γεγονός ότι υπάρχει μια κοινωνία και όχι διασκορπισμός και διάλυση; Και όταν ακόμα υπάρχει διασκορπισμός και διάλυση, πρόκειται και πάλι για κοινωνικό διασκορπισμό και κοινωνική διάλυση και όχι για το διασκορπισμό των μορίων ενός αερίου.
Το όλον σαν στόχος, όταν σκεφτόμαστε την κοινωνία, είναι αναπόφευκτο, είναι συστατικό της σκέψης. Και παραμένει όταν σκεφτόμαστε την κοινωνία, όχι σε μια θεωρητική αλλά σε μια πολιτική προοπτική. Το πολιτικό πρόβλημα είναι το πρόβλημα της ολικής θέσμισης της κοινωνίας. Εάν τοποθετηθούμε σ' αυτό το επίπεδο και όχι στο επίπεδο, για παράδειγμα, των ευρωπαϊκών εκλογών, είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε στους εαυτούς μας το ερώτημα της θέσμισης, της θεσμίζουσας και της θεσμισμένης κοινωνίας, της σχέσης της μιας προς την άλλη και της συγκεκριμενοποίησης όλων αυτών στην υπάρχουσα φάση. Πρέπει να ξεπεράσουμε την αντίθεση ανάμεσα στην αυταπάτη μιας σφαιρικής γνώσης της κοινωνίας και στην αυταπάτη ότι θα μπορούσαμε να καταφύγουμε σε μια σειρά ειδικευμένων και τμηματικών ειδικοτήτων. Πρέπει να καταστραφεί αυτός ακριβώς ο χώρος πάνω στον οποίο υπάρχει αυτή η αντίθεση.
Να σκεφτούμε την κρίση ή να σκεφτούμε μέσα στην κρίση; Ασφαλώς οφείλουμε να σκεφτούμε την κρίση της κοινωνίας και ασφαλώς η σκέψη μας δεν είναι εξωτερική σε σχέση μ' αυτή την κοινωνία, όντας ριζωμένη -- αν έχει κάποια αξία -- σ' αυτό τον κοινωνικο-ιστορικό κόσμο. Αυτή η σκέψη δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η ίδια σε κρίση. Σ' εμάς έγκειται να την κάνουμε κάτι.
Ε.Τ.: Και η γαλλική κοινωνία; Αυτή ακριβώς μας απασχολεί. Σύμφωνα με την άποψή σας, υπάρχει ένα επαναστατικό πρόταγμα δύο αιώνων. Οι σημασίες αυτών των εξεγέρσεων είναι ομόλογες και παρέπεμπαν σ' αυτό το πρόταγμα. Τι συμβαίνει σήμερα με τις επαναστάσεις; Αναφέρεται πάντοτε σαν παράδειγμα ο αγώνας των γυναικών, οι μετανάστες, ο κοινωνικός πειραματισμός, οι αντι-πυρηνικοί αγώνες. Αλλά αυτοί οι χώροι έντασης, αυτά τα πεδία συγκρούσεων δεν αντιστοιχούν άραγε σε αδυναμίες του κοινωνικού συστήματος επιδεχόμενες ρύθμιση ή ακόμα και εξάλειψη μακροπρόθεσμα;
Κ.Κ.: Θα άρχιζα από μια πιο γενική παρατήρηση. Το κύριο μάθημα που μπορούμε να βγάλουμε από την εμπειρία του περασμένου αιώνα, από τη μοίρα του μαρξισμού, από την εξέλιξη του εργατικού κινήματος -- που είναι εξ άλλου ένα διόλου πρωτότυπο μάθημα -- είναι πως η ιστορία αποτελεί πεδίο κινδύνου και τραγωδίας. Οι άνθρωποι τρέφουν την αυταπάτη ότι μπορούν να βγουν απ' αυτή και την εκφράζουν με το εξής αίτημα: Κατασκευάστε μου ένα θεσμικό σύστημα που να εγγυάται ότι τα πράγματα δεν θα πάρουν ποτέ άσχημη τροπή, αποδείξτε μου πως μια επανάσταση δεν θα εκφυλιστεί ποτέ ή πως το υπάρχον καθεστώς δεν θα οικειοποιηθεί ποτέ το τάδε κίνημα. Η διατύπωση όμως αυτού του αιτήματος σημαίνει πως παραμένουμε στο χώρο του πιο απόλυτου φενακισμού. Σημαίνει πως πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να υπάρξουν μέτρα πάνω στο χαρτί ικανά, ανεξάρτητα από την πραγματική δραστηριότητα των ανδρών και των γυναικών μέσα στην κοινωνία, να εξασφαλίσουν ένα ειρηνικό μέλλον ή την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα όταν αναζητούμε -- πρόκειται για μαρξιστική αυταπάτη -- μέσα στην ιστορία ένα παράγοντα που θα ήταν θετικός και μόνο θετικός -- με άλλα λόγια, στη μαρξιστική διαλεκτική, αρνητικός και μόνο αρνητικός, δηλαδή μη αξιοποιήσιμος ούτε θετικοποιήσιμος από θεσπισμένο σύστημα. Αυτή η θέση, που αποδόθηκε από τον Μαρξ στο προλεταριάτο, συνεχίζει συχνά να δεσπόζει στο πνεύμα των ανθρώπων είτε θετικά (έτσι μερικές φεμινίστριες μοιάζουν να λένε πως υπάρχει στο κίνημα των γυναικών ένας ασφετέριστος και αδιάφθορος ριζοσπαστισμός) είτε αρνητικά όταν μερικοί λένε "για να πιστέψουμε σ' αυτό το κίνημα, θα πρέπει να μας αποδείξουν πως από τη φύση του δεν είναι δυνατό να το οικειοποιηθούν άλλοι".
Οχι μόνο δεν υπάρχουν παρόμοια κινήματα, αλλά συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικότερο. Κάθε επιμέρους κίνημα όχι μόνο μπορεί να γίνει κτήμα του συστήματος, αλλά για όσο διάστημα το σύστημα δεν έχει καταργηθεί να συμμετέχει σε κάποιο βαθμό στη συνέχιση της λειτουργίας αυτού του συστήματος. Μπόρεσα να το αποδείξω από καιρό με το παράδειγμα των εργατικών αγώνων(5). Ευρισκόμενος εν αμύνει ο καπιταλισμός κατόρθωσε να λειτουργήσει όχι παρά τους εργατικούς αγώνες, αλλά χάρη σ' αυτούς. Δεν μπορούμε όμως να σταθούμε σ' αυτή τη διατύπωση. Χωρίς αυτούς τους αγώνες δεν θα ζούσαμε στην κοινωνία που ζούμε, αλλά σε μια κοινωνία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία βιομηχανικών σκλάβων. Και οι αγώνες αυτοί έθεσαν υπό αμφισβήτηση κάποιες κεντρικές φαντασιακές σημασίες του καπιταλισμού: Ιδιοκτησία, ιεραρχία κλπ.
Μπορούμε να πούμε το ίδιο για το κίνημα των γυναικών, το κίνημα των νέων, παρά την ιδιαίτερη σύγχυσή τους, το οικολογικό κίνημα. Αμφισβητούν τις κεντρικές φαντασιακές σημασίες της θεσμισμένης κοινωνίας και ταυτόχρονα δημιουργούν κάτι. Το κίνημα των γυναικών τείνει να καταργήσει την ιδέα της ιεραρχικής σχέσης ανάμεσα στα φύλα. Εκφράζει την πάλη των ατόμων γυναικείου φύλου για την αυτονομία τους. Καθώς οι σχέσεις των φύλων είναι πυρηνικές σε κάθε οικογένεια, το κίνημα αυτό επηρεάζει όλη την κοινωνική ζωή και οι επιπτώσεις του παραμένουν ανυπολόγιστες. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά την αλλαγή των σχέσεων μεταξύ γενεών. Και ταυτόχρονα, νέοι και γυναίκες (και κατά συνέπεια, άνδρες και γονείς) είναι υποχρεωμένοι να συνεχίσουν να ζουν, άρα να ζουν διαφορετικά, να κάνουν, να ψάχνουν, να δημιουργούν κάτι. Βεβαίως, αυτό που κάνουν μένει αναγκαστικά ενταγμένο στο σύστημα για όλο το διάστημα που υπάρχει το σύστημα -- πρόκειται δηλαδή για μια ταυτολογία. (Η φαρμακοβιομηχανία πραγματοποιεί κέρδη από τα αντισυλληπτικά -- και λοιπόν;) Αλλά την ίδια στιγμή το σύστημα υποσκάπτεται στα βασικά σημεία που το υποβαστάζουν: Στις συγκεκριμένες μορφές κυριαρχίας, καθώς και σ' αυτή την ίδια την ιδέα της κυριαρχίας.
Επανέρχομαι τώρα στην πρώτη πτυχή της ερώτησής σας: Αυτά τα κινήματα είναι δυνατό να ενοποιηθούν; Είναι προφανές στο αφηρημένο επίπεδο ότι πρέπει να ενοποιηθούν. Και το πολύ σημαντικό γεγονός είναι ότι δεν είναι ενοποιημένα και τούτο δεν είναι τυχαίο. Εάν το κίνημα των γυναικών ή το οικολογικό κίνημα ανθίστανται τόσο πολύ σε ό,τι θα αποκαλούσαν πιθανώς "πολιτικοποίηση", τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στη σύγχρονη κοινωνία υπάρχει η εμπειρία του εκφυλισμού των πολιτικών οργανώσεων, μια ιστορία που πάει πολύ μακριά. Δεν πρόκειται μόνο για τον οργανωτικό τους εκφυλισμό, για τη γραφειοκρατικοποίησή τους, αλλά και για τις πρακτικές τους, για το γεγονός ότι οι "πολιτικές" οργανώσεις δεν έχουν τίποτα το κοινό πλέον με την πραγματική πολιτική, για το ότι η μόνη τους ενασχόληση είναι η διείσδυση στον κρατικό μηχανισμό ή η κατάκτησή του. Α παρούσα αδυναμία ενοποίησης αυτών των διαφόρων κινημάτων εκφράζει ένα πρόβλημα απείρως γενικότερο και σοβαρότερο: Το πρόβλημα της πολιτικής δράσης και οργάνωσης στη σύγχρονη κοινωνία.
Γκιγιώμ Μαλωρί: Μπορούμε να το δούμε σε ό,τι συμβαίνει στη γαλλική άκρα αριστερά ή στους οικολόγους που διστάζουν να συνταχθούν με ένα κόμμα...
Κ.Κ.: Δεν ζητάει κανείς από τους οικολόγους να συσταθούν σε κόμμα. Τους ζητάει να δουν ξεκάθαρα ότι οι θέσεις τους θέτουν υπό αμφισβήτηση, και πολύ σωστά, το σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού και πως αυτό που τόσο επιθυμούν δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς τη ριζική μεταβολή της κοινωνίας.
Το βλέπουν ή όχι; Εάν το βλέπουν και λένε "για την ώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ο αγώνας ενάντια στην κατασκευή του τάδε πυρηνικού σταθμού", έχει καλώς. Αλλά πολύ συχνά έχει κανείς την εντύπωση πως δεν το βλέπουν. Εξ άλλου, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα πυρηνικό σταθμό, το γενικό πρόβλημα εμφανίζεται αμέσως: Η πρέπει ταυτόχρονα να πει κανείς ότι είναι εναντίον του ηλεκτρισμού ή πρέπει να προτάξει μια άλλη ενεργειακή πολιτική και τότε θέτει σε αμφισβήτηση ολόκληρη την οικονομία και ολόκληρο τον πολιτισμό. Η συνεχώς αυξανόμενη σπατάλη ενέργειας και των υπόλοιπων είναι οργανικά ενσωματωμένη στο σύγχρονο καπιταλισμό, στην οικονομία του, ακόμα και στον ίδιο τον ψυχισμό των ατόμων. Γνωρίζω οικολόγους που δεν σβήνουν το φως όταν βγαίνουν από ένα δωμάτιο...
Ε.Τ.: Εχετε γράψει ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι η κοινωνία της αύξουσας ιδιωτικοποίησης (privatisation) των ατόμων, που δεν είναι πια αλληλέγγυα, αλλά εξατομικευμένα. Ιδιωτικοποίηση και πέρασμα από μια γόνιμη, ζωντανή κοινωνία σε μια άτονη κοινωνία, δεν είναι συνυφασμένα;
Γ.Μ.: Η γαλλική κοινωνία δεν έχει αλλάξει πολύ βαθιά για να είναι ακόμα δυνατή μια γενική ανατροπή;
Κ.Κ.: Το να πούμε ότι μια άτονη κοινωνία αντικατέστησε μια γόνιμη κοινωνία, ότι κάθε ριζική αλλαγή είναι στο εξής αδιανόητη, θα σήμαινε πως μια ολόκληρη φάση της ιστορίας, που άρχισε ίσως το 12ο αιώνα, βρίσκεται στο τέλος της, πως μπαίνουμε σε δεν ξέρω ποιο νέο Μεσαίωνα, που τον χαρακτηρίζει είτε η ιστορική ηρεμία (όταν βλέπουμε τα γεγονότα, η ιδέα αυτή φαίνεται κωμική) είτε οι βίαιες συγκρούσεις και αποσυνθέσεις και ο οποίος στερείται ιστορικής παραγωγικότητας -- εν τέλει, σε μια κλειστή κοινωνία που τελματώνεται ή που δεν γνωρίζει τίποτα άλλο από το να ξεσχίζεται χωρίς να δημιουργεί τίποτα. (Παρενθετικά, αυτή είναι η σημασία που έδινα πάντα στον όρο "βαρβαρότητα" στην έκφραση "Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα").
Δεν πρόκειται για προφητείες. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν σκέφτομαι πως ζούμε σε μια κοινωνία όπου δεν συμβαίνει τίποτα πια. Αρχικά πρέπει να δούμε τον βαθιά αντινομικό χαρακτήρα της διαδικασίας. Το παρόν καθεστώς ωθεί τα άτομα προς την ιδιωτικοποίηση. Την ευνοεί, την ενισχύει, την υποστηρίζει. Τα ίδια τα άτομα, στο μέτρο που δεν βλέπουν μια συλλογική δραστηριότητα που να τους προσφέρει μια διέξοδο ή που απλώς να συντηρεί ένα νόημα, αποσύρονται στην "ιδιωτική" σφαίρα. Αλλά επίσης το ίδιο ακριβώς σύστημα πέρα από κάποιο όριο δεν μπορεί να ανεχτεί αυτή την ιδιωτικοποίηση διότι η πλήρης κονιορτοποίηση της κοινωνίας θα κατέληγε στην κατάρρευσή της. Ετσι το βλέπουμε να επιδίδεται περιοδικά σε προσπάθειες εκ νέου προσέλκυσης των ανθρώπων σε συλλογικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Και τα ίδια τα άτομα, κάθε φορά που επιθυμούν να αγωνιστούν, "συλλογικοποιούνται" εκ νέου.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να κρίνουμε θέματα αυτής της τάξης σε μια βραχυπρόθεσμη προοπτική. Διατύπωσα για πρώτη φορά αυτή την ανάλυση πάνω στην ιδιωτικοποίηση και στην αντινομία, για την οποία μόλις μιλήσαμε, το 1959(6). Αρκετοί "μαρξιστές" εκείνης της εποχής και έκτοτε δεν είδαν σ' αυτήν παρά μόνο την ιδέα της ιδιωτικοποίησης και έσπευσαν να δηλώσουν πως εκποιούσα τις επαναστατικές θέσεις και ότι η ανάλυσή μου είχε ανασκευαστεί από τα γεγονότα της δεκαετίας του '60. Φυσικά, αυτά τα γεγονότα επιβεβαίωναν τις αναλύσεις μου τόσο με το "μη κλασικού" τύπου περιεχόμενό τους (και τους πρωταγωνιστές τους) όσο και από το ότι προσέκρουσαν ακριβώς πάνω στο σφαιρικό πολιτικό πρόβλημα. Και η δεκαετία του '70, παρά τις μεγάλες δονήσεις που υπέστη το καθεστώς, υπήρξε εκ νέου περίοδος αναδίπλωσης των ανθρώπων στην "ιδιωτική" τους σφαίρα.
Γ.Μ.: Καθορίζετε την αυτό-θέσμιση που μένει να πραγματωθεί στο μέλλον σαν απομυθοποιημένη. Πρόκειται για ένα προσωρινό corpus που η κοινωνία μπορεί να ξανακαθορίζει και να μεταβάλλει πάντα κατά την κρίση της. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι μεγάλοι πολιτισμοί, όπως και οι μεγάλες εξεγέρσεις, βιάζουν την ιστορία ξεκινώντας από ένα συμφιλιωτικό μύθο των αντιθέσεων. Οι λαοί φαίνεται να γίνονται πραγματικές και αποτελεσματικές δυνάμεις όταν σκιαγραφείται μια εσχατολογική προοπτική. Τούτο φαίνεται ότι καθιστά όλότελα τυχαία την προσφυγή μας στο κριτικό δυναμικό. Είναι δυνατό να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους με ένα θεσμισμένο φαντασιακό, προσωρινό και εύθραυστο; Μπορούμε να θεμελιώσουμε μια σχέση με το θεσμό αποκλειστικά πάνω στο Λόγο;
Κ.Κ.: Η απομυθοποίηση της θέσμισης έχει πραγματωθεί από τον καπιταλισμό ήδη από τον 19ο αιώνα. Ο καπιταλισμός είναι ένας καθεστώς που αποκόπτει δυνάμει κάθε σχέση της θέσμισης με μια εξω-κοινωνική αρχή. Η μόνη αρχή που επικαλείται είναι ο Λόγος, στον οποίο προσδίδει ένα σαφώς ειδικό περιεχόμενο. Απ' αυτή την άποψη υπάρχει μια σημαντική αμφισημία των επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα: Ο κοινωνικός νόμος τίθεται σαν έργο της κοινωνίαςκαι ταυτόχρονα υποτίθεται ότι θεμελιώνεται πάνω σε μια ορθολογική "φύση" ή πάνω σε έναν "ορθό λόγο" φυσικό ή υπερ-ιστορικό. Αυτό παραμένει επίσης τελικά και η αυταπάτη του Μαρξ. Αυταπάτη που είναι μια ακόμα από τις μάσκες και τις μορφές της ετερονομίας: Ο νόμος υπαγορεύεται είτε από το θεό είτε από τη φύση είτε από τους "νόμους της ιστορίας" -- υπαγορεύεται όμως πάντοτε.
Η ιδέα πως υπάρχει μια πηγή και μια εηω-κοινωνική θεμελίωση του νόμου είναι αυταπάτη. Ο νόμος, ο θεσμός, είναι δημιουργία της κοινωνίας. Κάθε κοινωνία είναι αυτοθεσμισμένη, αλλά μέχρι τώρα κατοχύρωνε τη θέσμισή της ορίζοντας μια εξω-κοινωνική πηγή της ίδιας της της υπόστασης και της θέσμισής της. Αυτό που αποκαλώ ρητή αυτό-θέσμιση, δηλαδή την αναγνώριση εκ μέρους της κοινωνίας ότι η θέσμιση είναι έργο της, διόλου δεν συνεπάγεται έναν "εύθραυστο" χαρακτήρα του θεσμού ή των σημασιών που αυτός ενσαρκώνει. Το ότι αναγνωρίζω την Τέχνη της φούγκας ή τις Ελεγείες του Ντουίνου σαν έργα ανθρώπινα, κοινωνικο-ιστορικές δημιουργίες, δεν με υποχρεώνει να τις αναγνωρίσω και ως "εύθραυστες". Εργα ανθρώπινα -- απλώς ανθρώπινα; Το θέμα είναι τι εννοούμε μ' αυτό. Ο άνθρωπος είναι "απλώς ανθρώπινος"; Εάν ήταν έτσι, δεν θα ήταν άνθρωπος, δεν θα ήταν τίποτα. Ο καθένας από μας είναι ένα απύθμενο πηγάδι κι αυτό το "απύθμενο" είναι προφανώς ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου. Σε κανονικούς καιρούς αρπαζόμαστε με όλη μας τη δύναμη από το χείλος του πηγαδιού και εκεί περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Αλλά το Συμπόσιο, το Ρέκβιεμ και ο Πύργος έρχονται απ' αυτό το "απύθμενο" και μας αναγκάζουν να το δούμε. Δεν έχω ανάγκη από ένα ιδιαίτερο μύθο για να αναγνωρίσω αυτό το γεγονός. Οι ίδιοι οι μύθοι, όπως και οι θρησκείες, έχουν ταυτόχρονα σχέση μ' αυτό το "απύθμενο" και στοχεύουν στην κάλυψή του. Του δίνουν μια καθορισμένη και συγκεκριμένη μορφή που ταυτόχρονα αναγνωρίζει το "απύθμενο" και στην πραγματικότητα τείνει να το καλύψει παγιώνοντάς το. Το "ιερό" είναι ένα θεσμισμένο ομοίωμα του "απύθμενου". Δεν έχω ανάγκη από ομοιώματα και η μετριοφροσύνη μου με οδηγεί στη σκέψη πως αυτό που μπορώ εγώ από την άποψη αυτή, το μπορούν όλοι. Πίσω από τις ερωτήσεις σας υπάρχει η ιδέα πως μόνο ένας μύθος θα μπορούσε να θεμελιώσει τη συνοχή της κοινωνίας με τους θεσμούς της. Ξέρετε πως αυτό ήταν ήδη η ιδέα του Πλάτωνος: Το "θείον ψεύδος". Αλλά το θέμα είναι απλό. Από τη στιγμή που γίνεται λόγος για "θείον ψεύδος", το ψεύδος μένει ψεύδος και ο χαρακτηρισμός "θείον" δεν αλλάζει τίποτα.
Το βλέπουμε σήμερα με τις γελοίες χειρονομίες αυτών που θέλουν να κατασκευάσουν επί παραγγελία μια αναγέννηση της θρησκευτικότητας για υποτειθέμενους "πολιτικούς" λόγους. Υποθέτω ότι αυτές οι εμπορικές δραστηριότητες πρέπει να προκαλούν τη ναυτία όσων μένουν πραγματικά πιστοί. Πραγματευτάδες θέλουν να πλασάρουν τη βαθιά φιλοσοφία ένός ελευθεριάζοντος διευθυντού της Ασφάλειας: "Εγώ το ξέρω ότι ο ουρανός είναι άδειος, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν πως κατοικείται, διαφορετικά δεν θα υπακούουν στο νόμο". Τι αθλιότητα! Οταν υπήρχε, όταν μπορούσε να υπάρχει η θρησκεία, ήταν μια άλλη υπόθεση. Δεν υπήρξα ποτέ θρήσκος, αλλά ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να ακούσω τα Κατά Ματθαίον Πάθη μένοντας στην κανονική μου κατάσταση. Η αναγέννηση όμως του στοιχείου μέσω του οποίου τα Κατά Ματθαίον Πάθη ήρθαν στον κόσμο ξεπερνά τις δυνατότητες του οίκου Grasset και του τραστ Hachette(7). Φαντάζομαι ότι πιστοί και μη θα συμφωνήσουμε να προσθέσουμε "ευτυχώς".
Γ.Μ.: Αλλά με εξαίρεση την περίπτωση της Αρχαίας Ελλάδας, που αναφέρετε συχνά σαν παράδειγμα, είναι αλήθεια πως στην ιστορία οι μύθοι έχουν συχνά θεμελιώσει προσχώρηση της κοινωνίας στους θεσμούς της.
Κ.Κ.: Είναι αναμφισβήτητο. Και όχι μόνο συχνά, αλλά σχεδόν πάντοτε. Εάν προβάλλω την περίπτωση της Αρχαίας Ελλάδας, είναι γιατί υπήρξε η πρώτη, απ' όσα ξέρω, ρήξη αυτής της τάξης των πραγμάτων, ρήξη που παραμένει παραδειγματική και που ξαναρχίζει στη Δύση τον 17ο αιώνα με το Διαφωτισμό και την Επανάσταση. Το σημαντικό στην Αρχαία Ελλάδα είναι το πραγματικό κίνημα εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, που είναι ταυτόχρονα μια έργω φιλοσοφία και συμβαδίζει με τη γέννηση της φιλοσοφίας, με την αυστηρή έννοια της λέξης. Οταν ο δήμος εγκαθιδρύει τη δημοκρατία, φιλοσοφεί: Ανοίγει την ερώτηση της αρχής και του θεμελίου του νόμου. Και ανοίγει ένα δημόσιο χώρο σκέψης, κοινωνικό και ιστορικό, μέσα στον οποίο υπάρχουν φιλόσοφοι, οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι και συμπεριλαμβανομένου του Σωκράτη) παραμένουν πολίτες. Με αφετηρία ακριβώς την αποτυχία της δημοκρατίας, της αθηναϊκής δημοκρατίας, ο Πλάτων πρώτος επεξεργάζεται μια "πολιτική φιλοσοφία" που θεμελιώνεται ολόκληρη πάνω στην παραγνώριση και συγκάλυψη της ιστορικής δημιουργικότητας, η οποία χαρακτηρίζει την κοινότητα και δημιουργικότητα που ο "Επιτάφιος" του Περικλή στον Θουκυδίδη εκφράζει με ένα αξεπέραστο βάθος. Αυτή η πολιτική φιλοσοφία, όπως και όλες οι "πολιτικές φιλοσοφίες" που θα την ακολουθήσουν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φιλοσοφία περί της πολιτικής, εξωτερική από την πολιτική και τη θεσμίζουσα δραστηριότητα της κοινότητας.
Το 18ο αιώνα υπάρχει βεβαίως το κίνημα της κοινότητας που παίρνει φανταστικές διαστάσεις στη Γαλλική Επανάσταση. Και υπάρχει η αναγέννηση μιας πολιτικής φιλοσοφίας που είναι διφορούμενη: Από τη μια μεριά είναι, όπως ξέρουμε, βαθύτατα κριτική και απελευθερωτική. Ταυτόχρονα όμως παραμένει στο σύνολό της κάτω από την κυριαρχία μιας ορθολογιστικής μεταφυσικής, τόσο ως προς τις θέσεις της πάνω σ' αυτό που είναι όσο και ως προς τη θεμελίωση του κριτηρίου γι' αυτό που πρέπει να είναι. Θέτει γενικά ένα "άτομο-ουσία" με πάγιους καθορισμούς και από το άτομο αυτό θέλει να παραγάγει το κοινωνικό. Και επικαλείται ένα λόγο, το Λόγο (ελάχιστα ενδιαφέρει αν τον ονομάζει σε κάποιες στιγμές φύση ή θεό) σαν τελική και εξω-κοινωνική θεμελίωση του κοινωνικού νόμου.
Η συνέχιση του ριζικά κριτικού, δημοκρατικού, επαναστατικού κινήματος που πραγματοποιείται από τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα και το Διαφωτισμό στην αρχή και από το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα κατόπιν παρουσιάζει σε σχέση με την Ελλάδα του 6ου και 5ου αιώνα σημαντικά "πλέον" και "μείον". Τα "πλέον" είναι καταφανή: Η αμφισβήτηση του θεσμισμένου κοινωνικού φαντασιακού από το εργατικό κίνημα πηγαίνει πολύ πιο μακριά. Η αμφισβήτηση των πραγματικών θεσμισμένων συνθηκών της κοινωνικής ύπαρξης (οικονομία, εργασία κλπ.) καθολικεύεται έχοντας σαν στόχο κατ' αρχή όλες τις κοινωνίες και όλους τους λαούς. Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα "μείον": Είναι σπάνιες οι στιγμές που το κίνημα κατορθώνει να ξεφύγει τελείως από την εξουσία της θεσμισμένης κοινωνίας και προπαντός, από μια στιγμή και πέρα, το κίνημα πέφτει, σαν οργανωμένο κίνημα, κάτω από την αποκλειστική ή κυρίαρχη, ακόμα και όταν είναι έμμεση, επίδραση του μαρξισμού. Ο μαρξισμός όμως στο βαθύτερο υπόστρωμά τουδεν κάνει τίποτα άλλο από το να οικειοποιείται και να φέρνει στο όριο τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες που έχουν θεσμισθεί από τον καπιταλισμό: Κεντρικότητα της παραγωγής και της θρησκείας, ισοπεδωτική θρησκεία της "προόδου", κοινωνικό φάντασμα της απεριόριστης επέκτασης της "ορθολογικής" κυριαρχίας. Αυτές οι σημασίες και τα αντίστοιχα οργανωτικά πρότυπα επανεισάγονται στο εργατικό κίνημα μέσω του μαρξισμού. Και πίσω απ' όλα αυτά υπάρχει πάντα η θεωρητικίστικη αυταπάτη: Ολη η ανάλυση και όλη η προοπτική επικαλείται τους "νόμους της ιστορίας", που η θεωρία ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε μια για πάντα.
Αλλά ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε και "θετικά". Η προέκταση των απελευθερωτικών κινημάτων που γνωρίζουμε -- εργάτες, γυναίκες, νέοι, κάθε είδους μειονότητες -- υποβαστάζει το πρόταγμα εγκαθίδρυσης μιας αυτόνομης κοινωνίας, αυτό-διαχειριζόμενης, αυτό-οργανωμένης, αυτό-κυβερνώμενης, αυτό-θεσμισμένης. Αυτό που εκφράζω κατ' αυτό τον τρόπο στο επίπεδο του θεσμού και του τρόπου θέσμισης μπορώ επίσης να το εκφράσω και ως προς τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες, που αυτή η θέσμιση θα ενσαρκώσει. Κοινωνική και ατομική αυτονομία -- δηλαδή, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Είναι δυνατό να αποκαλέσει κανείς αυτές τις ιδέες "μύθους"; Οχι. Δεν είναι μορφές και σχήματα καθορισμένα και καθοριστέα άπαξ διά παντός. Δεν κλείνουν την ερώτηση, αντίθετα την ανοίγουν. Δεν έχουν στόχο την κάλυψη του πηγαδιού, για το οποίο μιλούσα πριν λίγο, αφήνοντάς του στην καλύτερη περίπτωση μια στενή διέξοδο. Υπενθυμίζουν επίμονα στην κοινωνία το ανεξάντλητο "απύθμενο" που αποτελεί το βάθος της. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ιδέα της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ μια κοινωνία που θα είναι δίκαιη μια και για πάντα. Μια δίκαιη κοινωνία είναι μια κοινωνία όπου η πραγματική ερώτηση της πραγματικής δικαιοσύνης είναι πάντοτε πραγματικά ανοιχτή. Δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει ποτέ "νόμος" που να ρυθμίζει το θέμα της δικαιοσύνης μια για πάντα, ώστε να είναι για πάντα δίκαιος. Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία που αλλοτριώνεται από το νόμο της άπαξ και αυτός τεθεί. Οπως μπορεί να υπάρξει και μια κοινωνία η οποία, αναγνωρίζοντας τη διαρκώς επαναδημιουργούμενη απόσταση μεταξύ των "νόμων" της και του αιτήματος δικαιοσύνης, ξέρει αφ' ενός πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόμους αφ' ετέρου ότι αυτοί οι νόμοι είναι δικό της δημιούργημα και συνεπώς μπορεί συνεχώς να τους αναθεωρεί. Μπορούμε να πούμε το ίδιο για το αίτημα της ισότητας -- απόλυτα ισοδύναμο με αυτό της ελευθερίας από τη στιγμή που αυτή καθολικοποιείται. Μόλις βγω από τον καθαρά "νομικό" χώρο ενδιαφερόμενος για την πραγματική ισότητα και την πραγματική ελευθερία, είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω ότι οι ίδιοι οι νόμοι εξαρτώνται από από ολόκληρη τη θέσμιση της κοινωνίας. Πώς είναι δυνατό να είμαστε ελεύθεροι, εάν υπάρχει πραγματική ανισότητα συμμετοχής στην εξουσία; Γι' αυτό το λόγο, ειρήσθω εν παρόδω, ο "αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα", όσο σημαντικός και αν είναι, όχι μόνο δεν είναι πολιτική, αλλά κινδυνεύει εάν περιοριστεί σ' αυτά να γίνει μια σισσύφεια εργασία, ένας πίθος των Δαναΐδων, ένας ιστός της Πηνελόπης(8).
Η ελευθερία, η ισότητα και η δικαιοσύνη δεν είναι μύθοι ούτε και "καντιανές ιδέες", πολιτικοί πολικοί αστέρες που καθοδηγούν τη ναυσιπλοΐα μας, και τους οποίους δεν τίθεται κατ' αρχή θέμα να πλησιάσουμε. Μπορούν να υλοποιηθούν πραγματικά στην ιστορία -- έχουν ήδη πραγματωθεί. Υπάρχει μια ριζική και πραγματική διαφορά ανάμεσα στο Αθηναίο πολίτη και τον υπήκοο ενός Ασιάτη μονάρχη. Το να πούμε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν "ολοκληρωμένα" και πως ποτέ δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δείχνει απλώς ότι δεν γίνεται κατανοητό το πώς τίθεται η ερώτηση και τούτο διότι παραμένουμε πάντοτε αιχμάλωτοι της κληρονομημένης φιλοσοφίας και οντολογίας, δηλαδή του πλατωνισμού γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ καμιά άλλη. Υπάρχει άραγε ποτέ "ολοκληρωμένη αλήθεια"; Οχι. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ποτέ πραγματική αλήθεια στην ιστορία, μήπως αυτό καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές; Μήπως η αθλιότητα της δυτικής δημοκρατίας καταργεί τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματική κατάσταση ενός Γάλλου ή Αγγλου ή Αμερικανού και την πραγματική κατάσταση ενός Κινέζου υπό τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό;
Γιατί άραγε η ελευθερία, η ισότητα και η διακιοσύνη δεν είναι καντιανές ιδέες και συνπώς κατ' αρχήν απραγματοποίητες; Οταν έχουμε κατανοήσει περί τίνος πρόκειται από φιλοσοφική άποψη, η απάντηση είναι προφανής και άμεση: Αυτές οι ιδέες δεν μπορούν να είναι "αλλού", "εξωτερικές" από την ιστορία, διότι είναι κοινωνικο-ιστορικά δημιουργήματα. Παραλληλισμός: Η "Τέχνη της φούγκας" του Μπαχ δεν είναι μια εμπειρική και ατελής προσέγγιση της "ιδέας της μουσικής". Είναι μουσική στο βαθμό που οποιοδήποτε πράγμα μπορεί να είναι μουσική. Και η μουσική είναι ένα κοινωνικο-ιστορικό δημιούργημα. Πρόκειται για ένα προσεγγιστικό παραλληλισμό ασφαλώς: Η τέχνη πραγματώνει πράγματι μέσα στο αριστούργημα το έργο από το οποίο δεν λείπει τίποτα και το οποίο κατά κάποιο τρόπο στηρίζεται πάνω στον εαυτό του. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την ύπαρξή μας, την ατομική ή τη συλλογική. Αλλά ο παραλληλισμός είναι έγκυρος και το ουσιώδες, δηλαδή η απαίτηση αλήθειας ή δικαιοσύνης, είναι δικό μας δημιούργημα, όπως είναι και η αναγνώριση της απόστασης ανάμεσα στην απαίτηση και σ' αυτό που είμαστε.
Λοιπόν, δεν θα είχαμε καμιά αντίληψη αυτής της διάστασης, θα είμαστε σαν ένα σφουγγάρι, αν δεν είμαστε επίσης ικανοί να απαντήσουμε πράγματι σ' αυτή την απαίτηση, την οποία εμείς οι ίδιοι φέραμε στον κόσμο. Ούτε μπορεί επίσης να τεθεί ζήτημα λογικής θεμελίωσης αυτών των ιδεών και τούτο για τον ίδιο σχεδόν λόγο που δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα λογικής θεμελίωσης της ιδέας της αλήθειας: Είναι κάτι που προϋποτίθεται σε κάθε προσπάθεια θεμελίωσής της. Και το σημαντικότερο: Προϋποτίθεται όχι μόνο η ιδέα της αλήθειας, αλλά και μια στάση απέναντι στην αλήθεια. Οπως δεν θα μπορέσετε αντιμετωπίζοντας ένα σοφιστή, ένα ψεύστη, έναν απατεώνα να τον υποχρεώσετε να αποδεχτεί την αλήθεια (σε κάθε επιχείρημά σας θα απαντά με δέκα νέα σοφίσματα, ψεύδη και απάτες), έτσι δεν θα μπορέσετε να "αποδείξετε" σε ένα ναζί ή σ' ένα σταλινικό το έξοχον της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης. Ο δεσμός ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται εύθραυστος, αλλά είναι στέρεος και τελείως διαφορετικός απ' αυτόν που υποθέτουν οι καντιανο-μαρξιστές που εμφανίζονται τελευταία. Δεν μπορούμε να "συναγάγουμε" το σοσιαλισμό από την απαίτηση της αλήθειας -- ή από την "κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας"(9)-- όχι μόνο διότι αυτοί που καταπολεμούν την ελευθερία και την ισότητα αδιαφορούν τελείως για την αλήθεια ή για την "κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας", αλλά διότι αυτές οι δύο απαιτήσεις, της αλήθειας και της ανοιχτής ερώτησης από τη μια, της ελευθερίας και της ισότητας από την άλλη, πηγαίνουν μαζί, γεννιούνται, δημιουργούνται μαζί και έχουν νόημα τελικά μόνο όταν βρίσκονται μαζί.
Αυτή το νόημα δεν υπάρχει παρά μόνο για μας που ερχόμαστε μετά από την πρώτη δημιουργία αυτής της απαίτησης και θέλουμε να την υψώσουμε σε ένα άλλο επίπεδο. Δεν υπάρχει παρά μόνο στη δική μας παράδοση -- που έχει γίνει σήμερα λίγο πολύ παγκόσμια -- μια παράδοση που δημιούργησε αυτές τα νοήματα, αυτές τις μήτρες σημασιών ταυτόχρονα με τις αντίθετές τους. Από εδώ πηγάζει ολόκληρο το πρόβλημα της σχέσης μας με την παράδοση, ένα πρόβλημα τελείως επιλυμένο σήμερα, παρά τα φαινόμενα. Τη σχέση αυτή με την παράδοση οφείλουμε να την αναδημιουργούμε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Στο εσωτερικό της παράδοσης διαλέγουμε, αλλά δεν διαλέγουμε μόνο. Ρωτάμε την παράδοση και αφηνόμαστε στις ερωτήσεις που αυτή μας υποβάλλει, πράγμα που διόλου δεν είναι μια παθητική στάση . Το να επιτρέπεις στην παράδοση να σε ρωτά είναι κάτι το διαμετρικά αντίθετο από το να υφίστασαι αυτή την παράδοση. Διαλέγουμε το δήμο και όχι τους τυράννους ή τους ολίγους. Είμαστε υπέρ των εργατών στις φάμπρικες και ενάντια στο μπολσεβίκικο κόμμα, είμαστε υπέρ του κινεζικού λαού και ενάντια στη γραφειοκρατία του Κ. Κ. Κίνας.
Με ρωτάτε, όμως: Μπορούν αυτές οι σημασίες και οι θεσμοί που είναι οι φορείς τους να επενδυθούν από τους ανθρώπους; Ερώτηση σημαντική και βαθιά, συναφής με αυτή που μου έθεσε, πάνε δυο χρόνια, ο Πωλ Θιμπώ: Μια κοινωνία αγαπά τους θεσμούς της ή τους απεχθάνεται;(10)Τελικά, μπορούν άραγε οι άνδρες και οι γυναίκες να παθιαστούν από τις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης -- της αυτονομίας; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σήμερα δεν παθιάζονται και τόσο. Αλλά είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι συχνά παθιάστηκαν στην ιστορία, σε σημείο που να θυσιαστούν γι' αυτές. Θα ήθελα ωστόσο να επωφεληθώ απ' αυτή τη συζήτηση για να εμβαθύνω κάπως το πρόβλημα.
Εάν η αλήθεια, η ελευθερία και η δικαιοσύνη ήταν αδύνατο να γίνουν αντικείμενο "επένδυσης", δεν θα είχαν εμφανιστεί ή δεν θα είχαν επιζήσει στην ιστορία. Είναι όμως γεγονός ότι ήταν πάντα συνδεδεμένες επίσης και με κάτι άλλο: Με την ιδέα της "καλής ζωής", το "ευ ζειν" του Αριστοτέλη, που δεν εξαντλείται σε αυτές και από αυτές. Για να το πούμε διαφορετικά: Αυτόνομη κοινωνία, κοινωνία που αυτό-θεσμίζεται ρητά -- σύμφωνοι, αλλά προς τι; Για την αυτονομία της κοινωνίας και των ατόμων, ασφαλώς. Διότι θέλω την αυτονομία μου και δεν υπάρχει αυτόνομη ζωή παρά μόνο σε μια αυτόνομη κοινωνία (πρόκειται εδώ για μια πρόταση που διαυγάζεται εύκολα). Αλλά θέλω την αυτονομία μου ταυτόχρονα τόσο για την ίδια όσο και για να την κάνω κάτι. Θέλουμε μια αυτόνομη κοινωνία διότι θέλουμε αυτόνομα άτομα και θέλουμε τους εαυτούς μας σαν αυτόνομα άτομα. Αλλά αν παραμείνουμε απλώς εκεί, κινδυνεύουμε να παρεκτραπούμε προς ένα φορμαλισμό, πραγματικά καντιανού τύπου αυτή τη φορά. Ούτε το άτομο ούτε η κοινωνία μπορούν να ζήσουν καλλιεργώντας απλώς την αυτονομία τους για την αυτονομία. Με άλλα λόγια, υπάρχει το ζήτημα των "κατά περιεχόμενο" αξιών, των "ουσιαστικών" αξιών μιας νέας κοινωνίας -- ή, με άλλα λόγια, ενός καινούργιου πολιτιστικού δημιουργήματος. Δεν εναπόκειται φυσικά σ' εμάς να το λύσουμε, αλλά μερικές σκέψεις πάνω σ' αυτό δεν μου φάινονται άχρηστες.
Εάν μια παραδοσιακή κοινωνία -- ας πούμε, η ιουδαϊκή ή η χριστιανική -- είναι ετερόνομη, δεν θέτει η ίδια τον εαυτό της σαν ετερόνομο για να είναι ετερόνομος. Η ετερονομία της -- που δεν τη σκέφτεται φυσικά σαν τέτοια και πάντως όχι όπως τη σκεφτόμαστε εμείς -- υπάρχει για κάτι άλλο, δεν υφίσταται στο φαντασιακό της κόσμο παρά σαν άποψη της κεντρικής "κατά περιεχόμενο" αξίας και του κεντρικού της φαντασιακού νοήματος, του θεού. Είναι και επιθυμεί να είναι δούλη του θεού μέσω της χάριτος και για την υπηρεσία του οποίου σκέφτεται η ίδια την ύπαρξή της, διότι "καταναλώνει" απεριόριστα αυτό το "εξωτερικό" για την ίδια προβολικό σημείο, που το δημιούργησε ως τη σημασία θεός. Η, όταν η δημοκρατία εμφανίζεται στις ελληνικές πόλεις, οι ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας είναι αδιαχώριστες από ένα σύνολο "ουσιαστικών" αξιών, όπως ο καλός καγαθός πολίτης, η φήμη (κύδος και κλέος) και προπαντός η αρετή.
Πιο πρόσφατα, όταν παρατηρούμε τη μακρά ανάδυση και άνοδο της αστικής τάξης στη Δύση, διαπιστώνουμε ότι δεν θέσπισε μόνο ένα νέο οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Πολύ πριν φτάσει στην κυριαρχία της κοινωνίας, η αστική τάξη υπήρξε φορέας μιας τεράστιας πολιτιστικής δημιουργίας. Ας σημειώσουμε εν παρόδω ένα από τα σημεία στα οποία ο Μαρξ μένει, κατά τον πιο παράδοξο τρόπο, τυφλός: Εξυμνεί την αστική τάξη διότι αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις και δεν σταματά ούτε ένα δευτερόλεπτο για να δει ότι ολόκληρος ο πολιτιστικός κόσμος μέσα στον οποίο ο ίδιος ζει, οι ιδέες, οι μέθοδοι σκέψεις, τα μνημεία, οι πίνακες, η μουσική, τα βιβλία, όλα αυτά, με την εξαίρεση μερικών Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, είναι αποκλειστικά δημιουργήματα της δυτικής αστικής τάξης. Οι κάποιες ενδείξεις που μας δίνει μας ωθούν να σκεφτούμε ότι δεν βλέπει την "κομμουνιστική κοινωνία" παρά σαν εξάπλωση και διεύρυνση αυτού του ίδιου πολιτισμού. Η αστική τάξη -- αυτή η κοινωνία η αυστηρά προσδιορισμένη από την ανάδυση, τη δραστηριότητα και την άνοδο των αστών από το 12ο αιώνα -- δημιούργησε ταυτόχρονα ένα "τρόπο παραγωγής", το κεφάλαιο, τη σύγχρονη επιστήμη, την αντίστιξη στη μουσική, τη ζωγραφική προοπτική, το μυθιστόρημα, το "κοσμικό" θέατρο κλπ. Η προεπαναστατική γαλλική κοινωνία δεν κυοφορούσε μονάχα ένα "νέο τρόπο παραγωγής". Κυοφορούσε, και η έκφραση αυτή είναι ασθενής γιατί η αστική τάξη είχε ήδη ξεγεννήσει, έναν απέραντο πολιτιστικό κόσμο.
Από αυτή την άποψη, πρέπει πιστεύω να συμφωνήσουμε ότι τα πράγματα υπήρξαν και μένουν διαφορετικά εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια. Δεν υπάρχει νέος πολιτισμός, δεν υπάρχει πραγματικός λαϊκός πολιτισμός που να αντιτίθεται στον επίσημο πολιτισμό, ο οποίος φαίνεται πως παρασύρει τα πάντα στην ανασύνθεσή του. Συμβαίνουν βέβαια πράγματα, αλλά είναι ισχνά. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες που πραγματώνονται ελάχιστα. Η "αντι-κουλτούρα" είναι μονάχα μια λέξη. Για μένα η ερώτηση πάνω σ' αυτό το θέμα είναι τόσο κρίσιμη όσο και αυτή που αφορά τη θέληση και την ικανότητα των ανθρώπων να εγκαθιδρύσουν μια αυτόνομη κοινωνία. Στα βάθος είναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια ερώτηση(11).
Παρ' όλα αυτά, αυτό που διαδραματίζεται στη σύγχρονη κοινωνία, ταυτόχρονα "θετικά" και "αρνητικά" -- η αναζήτηση νέων ανθρώπινων σχέσεων, η πρόσκρουση πάνω στο τείχος που αποτελεί το πεπερασμένο του "δια θεσμού κόσμου" -- μου φαίνεται ότι προσφέρει μια βάση σε ό,τι ανέκαθεν σκεφτόμουν για την "αξία" και τον κεντρικό στόχο μιας νέας κοινωνίας. Πρέπει να τελειώνουμε με τις "αλλαγές του κόσμου" και τα εξωτερικά έργα και πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν κύριο σκοπό την ίδια μας τη μεταμόρφωση. Μπορούμε να δούμε μια κοινωνία που δεν θα βάζει σαν στόχο της ούτε την κατασκευή πυραμίδων ούτε τη λατρεία του θεού ούτε την κυριαρχία και την κατάκτηση της φύσης, αλλά το ίδιο το ανθρώπινο ον , που δεν θα ήταν ανθρώπινο αν δεν ήταν κάτι παραπάνω από ανθρώπινο.
Γ.Μ.: Μπορείτε να διευκρινίσετε;
Κ.Κ.: Είμαι πεπεισμένος ότι το ανθρώπινο ον έχει ένα τεράστιο δυναμικό που έχει μείνει ώς τώρα τερατωδώς περιορισμένο. Η κοινωνική κατασκευή του ατόμου σε όλες τις γνωστές κοινωνίες συνίστατο μέχρι τώρα σε μια καταπίεση, περισσότερο από ακρωτηριαστική, της ριζικής φαντασίας της ψυχής μέσω της υποχρεωτικής και βίαιης επιβολής μιας δομής "διάνοιας", που είναι η ίδια αφάνταστα μονόπλευρη και ειδικά προσανατολισμένη. Ωστόσο, δεν υπάρχει σ' αυτό καμιά "ενδογενής αναγκαιότητα", άλλη από το έτσι-είναι των ετερόνομων θεσμών της κοινωνίας.
Στο "Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία", μιλούσα για την αυτονομία με την ατομική έννοια, σαν εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Αυτή η σχέση δεν είναι η κυριαρχία του συνειδητού πάνω στο ασυνείδητο. Ξαναέπαιρνα τη διατύπωση του Φρόυντ, "οπου είμαι εγώ, αυτό πρέπει να αναδυθεί". Τούτο όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις απάτες που άνθισαν έκτοτε: Τις "φιλοσοφίες της επιθυμίας", τη βασιλεία της libido κλπ. Η κοινωνικοποίηση της ψυχής -- και απλώς η ίδια της η επιβίωση -- απαιτεί την εκ μέρους της αναγνώριση και αποδοχή του γεγονότος ότι η επιθυμία στην πραγματική έννοια της λέξης, η πρωταρχική επιθυμία, είναι απραγματοποίητη. Και η παραδοχή αυτή επιτεύχθηκε πάντα στις ετερόνομες κοινωνίες με την επιβολή απαγόρευσης στην παράσταση, με τη δέσμευση της αναπαραστατικής ροής, της ριζικής φαντασίας. Συνοψίζοντας, η κοινωνία εφάρμοσε ανάποδα το ίδιο το σχήμα λειτουργίας του πρωταρχικού ασυνειδήτου: Στην "παντοδυναμία της ασύνειδης σκέψης" απάντησε προσπαθώντας να πραγματοποιήσει την ανικανότητα αυτής της σκέψης, δηλαδή της σκέψης σαν μόνο μέσο περιορισμού των πράξεων. Τούτο πηγαίνει πολύ μακρύτερα από το "αυστηρό και σκληρό υπερ-εγώ" του Φρόυντ. Πραγματοποιήθηκε πάντοτε μέσω ενός ακρωτηριασμού της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Είμαι πεπεισμένος ότι απ' αυτή την άποψη πολύ σημαντικές μεταβολές είναι δυνατό να αναβιωθούν και να πραγματοποιηθούν. Υπάρχει, και είναι στο χέρι μας να τη φτάσουμε, απέραντα περισσότερη αυθορμησία και απέραντα περισσότερη διαύγεια απ' όσο μπορούμε να φτάσουμε σήμερα. Και τα δύο όχι μόνο δεν είναι ασυμβίβαστα, αλλά το ένα απαιτεί το άλλο.
Γ.Μ.: Μιλάτε σαν ψυχαναλυτής ή με βάση κοινωνιολογικές και ιστορικές θεωρήσεις;
Κ.Κ.: Και τα δύο. Εξ άλλου είναι αξεδιάλυτα. Αλλά αυτό που βλέπω στην εμπειρία μου σαν αναλυτής με ωθεί όλο και περισσότερο σ' αυτή την κατεύθυνση. Είμαι εξαιρετικά εντυπωσιασμένος όταν βλέπω πόσο λίγο πραγματοποιούμε αυτό που είμαστε. Καθώς επίσης όταν παρατηρώ σε μια ψυχανάλυση που γίνεται πραγματικά τον φυλακισμένο που ξεσφίγγει βαθμηδόν τα δεσμά στα οποία είχε εμπλακεί, για να απελευθερωθεί τελικά απ' αυτά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Εμμανουέλ Τερρέ: Ενα φάντασμα καταδιώκει τους διανοούμενους της Ευρώπης: Το φάντασμα του ολοκληρωτισμού. Απ' αυτό το γεγονός απορρέει μια αναδίπλωση των Ευρωπαίων που διαθέτουν μια δημοκρατική εμπειρία την οποία αντιπαραθέτουν σ' ένα τρίτο κόσμο που για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρείτο ελπιδοφόρος ενώ σήμερα μοιάζει εκτεθειμένος σε όλους τους ολοκληρωτικούς πειρασμούς και εκτροχιασμούς. Τον στρατευμένο διανοούμενο, γεμάτο βεβαιότητες καθώς και γενναιοφροσύνη, διαδέχεται ένας πιο συγκρατημένος διανοούμενος αλλά ταυτόχρονα περίφροντις για την ηθική. Τί σκέπτεσθε γι' αυτή τη διπλή αναδίπλωση;
Κορνήλιος Καστοριάδης: Μια αναδίπλωση στην Ευρώπη δεν είναι δυνατή. Είναι αυταπάτη, είναι πολιτική στρουθοκαμήλου. Η "αναδίπλωση" μερικών διανοούμενων δεν πρόκειται να αλλάξει το ελάχιστο στη σύγχρονη πραγματικότητα, που είναι ουσιαστικά παγκόσμια. Ταυτόχρονα αποτελεί στάση εντελώς "αντι-ευρωπαϊκή". Υπάρχει μία, και μόνο μία, ποιοτική ιδιαιτερότητα της Ευρώπης, του Ελληνο-δυτικού κόσμου, που μετράει για μας: Είναι η δημιουργία της καθολικότητας, το άνοιγμα. Η κριτική αμφισβήτηση της υπόστασής μας και της ίδιας μας της παράδοσης.
Οι "διανοούμενοι της αριστεράς" προσπάθησαν από καιρό να παρακάμψουν το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα. Αναζητούσαν διαρκώς να βρουν κάπου μια "πραγματική οντότητα" που θα 'παιζε το ρόλο του σωτήρα της ανθρωπότητας και του λυτρωτή της ιστορίας. Πίστεψαν αρχικά ότι τη βρήκαν στο ιδεώδες και εξιδανικευμένο "προλεταριάτο" και στη συνέχεια στο κομμουνιστικό κόμμα που το "εκπροσωπούσε". Υστερα, χωρίς ανάλυση των αιτίων της αποτυχίας, προσωρινής ή οριστικής, αδιάφορο, του επαναστατικού εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες, διέγραψαν τις χώρες αυτές και μετέφεραν την πίστη τους στις χώρες του τρίτου κόσμου. Διατηρώντας από το σχήμα του Μαρξ τις πιο μηχανιστικές απόψεις, θέλησαν να βάλουν στη θέση του βιομηχανικού προλεταριάτου τους Αφρικανούς ή Βιετναμέζους αγρότες και να τους αποδώσουν τον ίδιο ρόλο. Σήμερα ορισμένοι, ακολουθώντας αυτή την παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στο ναι και το όχι που συγκαλύπτει την έλλειψη σχέσης, αποποιούνται τον τρίτο κόσμο για εξίσου ανόητους λόγους με αυτούς που υπαγόρευαν τη λατρεία του. Εξηγούσαν παλιότερα ότι η δημοκρατία, η ελευθερία κλπ. ήταν δυτικοί και αστικοί φενακισμοί, τους οποίους οι Κινέζοι δεν είχαν ανάγκη. Σήμερα αφήνουν να εννοηθεί ότι οι βάρβαροι αυτοί δεν είναι ακόμα ώριμοι γι' αυτά τα εξαιρετικά πολύτιμα αγαθά. Ομως άρκεσε ένα μικρό άνοιγμα της ολοκληρωτικής καταπακτής στο Πεκίνο εδώ και λίγους μήνες για να δούμε, ω του θαύματος, ότι παρά τους Pereyfilte (1), Sollers και Kristeva (2) Κινέζοι δεν ήταν και τόσο διαφορετικοί από εμάς, απ' αυτή την άποψη, και ότι διεκδικούσαν δημοκρατικά δικαιώματα μόλις η ευκαιρία παρουσιαζόταν.
Ε.Τ.: Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι ξέκοψαν από τη στράτευση και απασχολούνται περισσότερο με την ηθική. Κατά ποιο τρόπο πιστεύετε ότι θα μπορούσαν οι διανοούμενοι να δημιουργήσουν δεσμούς μεταξύ τους και με το κοινωνικό κίνημα;
Κ.Κ.: Αυτή η "αναδίπλωση στην ηθική" είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα "λανθασμένο συμπέρασμα" βγαλμένο από την εμπειρία του ολοκληρωτισμού και λειτουργεί αυτή τη στιγμή σαν φενάκη. Τι δείχνει; Αυτό που έδειχνε από καιρό: Την εμπειρία των χωρών του τρίτου κόσμου. Οτι οι λαϊκές εξεγέρσεις που στις χώρες αυτές προκαλούν ή συνοδεύουν την κατάρρευση των παραδοσιακών κοινωνιών καθοδηγήθηκαν πάντοτε μέχρι σήμερα και έγιναν κτήμα μιας γραφειοκρατίας (τις πιο πολλές φορές "μαρξιστικού-λενινιστικού" τύπου, αν και τώρα πλέον μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα υπάρξουν επίσης και μονοθεϊκές γραφειοκρατίες), μιας γραφειοκρατίας που σφετερίζεται τις εξεγέρσεις αυτές για να καταλάβει την εξουσία και να εγκαθιδρύσει ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το γεγονός αυτό θέτει το πολιτικό πρόβλημα του ολοκληρωτισμού -- πρόβλημα το οποίο έχει επίσης τεθεί στην Ευρώπη πάνω στη βάση άλλων εξελίξεων. Προφανώς, μπροστά σ' αυτό το πρόβλημα, όλες οι κληρονομημένες αντιλήψεις (μαρξισμός και φιλελευθερισμός) βρίσκονται σε πλήρη έκπτωση τόσο στις χώρες αυτές όσο και εδώ.
Ακριβώς αυτό το πρόβλημα οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε στο θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Η "αναδίπλωση πάνω στην ηθική" είναι από την άποψη αυτή μια υπεκφυγή και μια γελοιοποίηση της ίδιας της ηθικής. Δεν υπάρχει ηθική που να περιορίζεται στη ζωή του ατόμου. Από τη στιγμή που το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα έχει τεθεί, η ηθική επικοινωνεί με την πολιτική. Το "τι πρέπει να κάνω" δεν αφορά και δεν μπορεί να αφορά μονάχα την ατομική μου ύπαρξη αλλά την ύπαρξή μου σαν ατόμου που συμμετέχει σε μια κοινωνία, στην οποία δεν υπάρχει ιστορική ηρεμία αλλά όπου το πρόβλημα της οργάνωσής της, της θέσμισής της, έχει τεθεί ανοιχτά. Και έχει τεθεί τόσο στις "δημοκρατικές" όσο και στις ολοκληρωτικές χώρες. Η ίδια ακριβώς εμπειρία του ολοκληρωτισμού και η διαρκώς παρούσα δυνατότητα εγκαθίδρυσής του δείχνει το επείγον του πολιτικού προβλήματος σαν πρόβλημα συνολικής θέσμισης της κοινωνίας. Το να διαλύσουμε αυτό το πρόβλημα σε στάσεις τάχα "ηθικές" ισοδυναμεί στα πράγματα με ένα φενακισμό.
Σήμερα, προκειμένου να μιλήσουμε για το ρόλο και τη λειτουργία των διανοούμενων στη σύγχρονη κοινωνία, πρέπει να θέσουμε ορισμένες διακρίσεις και ν' αποφύγουμε τις απλουστεύσεις και επιφανειακότητες, που αρχίζουν να εξαπλώνονται. Τείνουν ορισμένοι αυτή τη στιγμή να θεωρήσουν τους διανοούμενους σαν μια ξεχωριστή "τάξη" και φτάνουν ακόμα να ισχυρίζονται ότι η τάξη αυτή βρίσκεται στη διαδικασία αναρρίχησης στην εξουσία. Χρησιμοποιούν, για άλλη μια φορά, το ξεχειλωμένο μαρξιστικό σχήμα και το μπαλώνουν τοποθετώντας τους "διανοούμενους" σαν "ανερχόμενη τάξη". Είναι μια παραλλαγή της ίδιας ρηχότητας όπως η "τεχνοκρατία" και η "τεχνοδομή". Και στις δύο περιπτώσεις αγνοείται πράγματι η ιδιαιτερότητα ενός κατ' εξοχήν σύγχρονου γεγονότος -- της ανάδυσης και της κυριαρχίας του γραφειοκρατικού μηχανισμού, που επικαλείται την "τεχνοκρατία" ή τη "θεωρία" σαν κάλυμμα της εξουσία του, αλλά δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τη μια ούτε με την άλλη.
Μπορούμε να το δούμε ξεκάθαρα στις δυτικές χώρες: Αυτοί που διοικούν το Λευκό Οίκο, το Ανάκτορο των Ηλυσίων (3) τις μεγάλες καπιταλιστικές εταιρίες ή τα κράτη δεν είναι καθόλου οι τεχνικοί. Οταν, δε, καταλαμβάνουν θέσεις εξουσίας, το κριτήριο δεν είναι οι ικανότητές τους ως τεχνικών αλλά οι ικανότητες σε κομπίνες και ίντριγκες. Ο Ζισκάρ ντ' Εσταίν είναι αμελητέος σαν οικονομολόγος, αλλά εξαιρετικά πολυμήχανος όταν πρόκειται για πολιτικές τρικλοποδιές.
Μπορούμε να το δούμε επίσης σε όλα τα κόμματα και σε όλες τις χώρες της "μαρξιστικής" ή της "μαρξιστικο-λενινιστικής" περιοχής. Μια από τις φάρσες με τις αλλεπάλληλες επαναλήψεις που επιφυλάσσει η ιστορία -- που δείχνει πόσο γελοίο είναι να αντικαθίσταται η κοινωνική και ιστορική ανάλυση από απλές έρευνες πάνω στη γενεαλογία των ιδεών -- είναι το ζήτημα των σχέσεων της "θεωρίας" και του πραγματικού κινήματος της εργατικής τάξης. Είναι γνωστή η αντίληψη των Κάουτσκυ - Λένιν, σύμφωνα με την οποία εκείνοι που εισάγουν απ' έξω το σοσιαλισμό στην εργατική τάξη είναι οι μικροαστοί διανοούμενοι. Πολύ σωστά έχει κατακριθεί αυτή η θεωρία, και από μένα μεταξύ άλλων. Αλλά πρέπει να δούμε ότι, παραδόξως, είναι ψευδής και αληθής ταυτόχρονα. Ψευδής, διότι ό,τι υπάρξε σαν σοσιαλισμός έχει παραχθεί από το προλεταριάτο και όχι από μια οποιαδήποτε "θεωρία" και διότι εάν οι σοσιαλιστικές αντιλήψεις έπρεπε να εισαχθούν "εκ των έξω" στο προλατεριάτο, θα έπαυαν, από το ίδιο αυτό γεγονός, να έχουν οποιαδήποτε σχέση με το σοσιαλισμό. Αλλά είναι και αληθής, εάν με τη λέξη "σοσιαλισμός" εννοούμε το μαρξισμό, διότι αυτόν χρειάστηκε, ωραία και καλά, να τον μπολιάσουν, να τον εισαγάγουν επ' έξω, να τον επιβάλουν τελικά, σχεδόν διά της βίας στο προλεταριάτο. Τώρα -- άλλη σκηνή -- στο όνομα αυτής της αντίληψης τα μαρξιστικά κόμματα ισχυρίζονταν ανέκαθεν ότι είναι τα κόμματα της εργατικής τάξης, που την αντιπροσώπευαν "ουσιαστικά" ή "αποκλειστικά", αλλά εν ονόματι μιας θεωρίας που κατέχουν, η οποία σαν θεωρία δεν μπορεί μόνο να αποτελεί κτήμα των διανοούμενων.
Αυτό ήδη είναι αρκετά κωμικό. Υπάρχει όμως και το κωμικότερο: Στα κόμματα αυτά, στην πραγματικότητα ούτε οι εργάτες ούτε οι διανοούμενοι ήταν αυτοί που δέσποζαν και δεσπόζουν. Ενας νέος τύπος ανθρώπου εμφανίστηκε, ο πολιτικός μηχανάνθρωπος, που δεν ήταν ένας διανοούμενος αλλά ένας μισο-αναλφάβητος -- όπως ο Τορέζ στη Γαλλία ή ο Ζαχαριάδης στην Ελλάδα. Στην 3η Διεθνή υπήρχε ένας διανοούμενος που είναι δυνατόν να τον διαβάσει κανείς ακόμα και σήμερα. Ηταν ο Λούκατς. Δεν μέτραγε καθόλου. Αντίθετα, ο Στάλιν που έγραφε παιδαριώδη και δυσανάγνωστα πράγματα ήταν το παν. Ιδού, λοιπόν, οι πραγματικές σχέσεις μεταξύ θεωρίας και πρακτικής διά μέσου των πολλαπλών αντιστροφών που υφίστανται μέσα στην camera obscura της ιστορίας.
Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου ασφαλώς η παραγωγή και η χρησιμοποίηση "γνώσεων" έχει πάρει μια τεράστια θέση, υπάρχει πολλαπλασιασμός των διανοούμενων. Αλλά σαν άτομα που συμμετέχουν σ' αυτή την παραγωγή και χρησιμοποίηση οι διανοούμενοι έχουν πολύ περιορισμένη ιδιαιτερότητα. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία εντάσσονται στις υπάρχουσες δομές εργασίας και αμοιβής, συνήθως δε στις γραφειοκρατικές ιεραρχικές δομές. Και απ' αυτό ακριβώς το γεγονός παύουν να έχουν, είτε πράγματι είτε δικαίως, μια ιδιαίτερη θέση, μια λειτουργία, μια αποστολή. Το γεγονός ότι κάποιος είναι ειδικός στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή στον τάδε κλάδο της βιολογίας, της αλγεβρικής τοπολογίας ή της ιστορίας των Ινκα δεν σημαίνει πως έχει κάτι το ιδιαίτερο να πει πάνω στην κοινωνία.
Η σύγχυση δημιουργείται διότι υπάρχει μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, αριθμητικά πολύ περιορισμένη, που ασχολείται, ενδεχομένως ξεκινώντας από μια ειδίκευση, με τις "γενικές ιδέες" και λόγω αυτού διεκδικούν ή μπορούν να διεκδικήσουν ένα άλλο λειτούργημα -- ένα λειτούργημα "καθολικό". Πρόκειται για μια μακρόβια παράδοση, τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ευρώπη. Βεβαίως, η παράδοση αυτή αρχίζει από την αρχαιότητα, όταν ο φιλόσοφος παύει να είναι φιλόσοφος-πολίτης (Σωκράτης) και βγαίνοντας έξω από την κοινωνία ομιλεί περί αυτής (Πλάτων). Είναι γνωστό το πώς την ξαναδέχτηκε η Δύση και το απόγειο στο οποίο έφτασε κατά τον αιώνα του Διαφωτισμού αλλά και μετέπειτα (Μαρξ). Στη Γαλλία, έγινε ένα είδος χαριτωμένου εθνικού ελαττώματος με καταγέλαστες μορφές: Κάθε απόφοιτος της Normale (4) ή επί πτυχίω φοιτητής της φιλοσοφίας ξεκινά στη ζωή με την ιδέα ότι μπορεί να έχει τον ιστορικό ρόλο του Βολταίρου ή του Ρουσώ. Τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια προσφέρουν ένα κατάλογο παραδειγμάτων που προκαλούν θυμηδία.
Οπως και να 'ναι, είναι φανερό ότι το πρόβλημα της κοινωνίας και της ιστορίας -- και της πολιτικής -- δεν είναι δυνατό να επιμεριστεί σε ένα κατάλογο ειδικών και κατά συνέπεια να γίνει αντικείμενο απασχόλησης και εργασίας μερικών -- είτε αυτοί ξεκινούν από μια ειδίκευση είτε όχι. Εάν μιλούμε γι' αυτούς, οφείλουμε να κατανοήσουμε την περίεργη, διφορούμενη και αντιφατική σχέση που διατηρούν με την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα, που είναι εξ άλλου το προνομιακό αντικείμενό τους. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της σχέσης είναι βεβαίως η απόσταση που έχουν αναγκαστικά από την πραγματική κίνηση της κοινωνίας. Αυτή η απόσταση τους επιτρέπει να μην πνίγονται μέσα στα πράγματα, να μπορούν να επιχειρούν την εξαγωγή των κύριων κατευθύνσεων και τάσεων. Αλλά ταυτόχρονα τους καθιστά λίγο πολύ ξένους προς ό,τι συμβαίνει πραγματικά. Και μέχρι τώρα, σ' αυτή τη διφορούμενη, αντιθετική σχέση, που συντίθεται από δύο αντινομικούς όρους, ο ένας από τους όρους είναι υπερφορτισμένος σε συνάρτηση με όλη τη "θεωρητιστική" κληρονομιά που αρχίζει με τον Πλάτωνα και διαβιβάζεται διά μέσου των αιώνων και την οποία ο ίδιος ο Μαρξ κληρονόμησε, παρά κάποιες προσπάθειές του να απαλλαγεί απ' αυτήν. Ο διανοούμενος που ασχολείται με γενικές ιδέες ωθείται απ' όλη την παράδοσή του και από όλη τη μαθητεία του να δώσει προνομιούχα θέση στη δική του θεωρητική διεργασία. Σκέφτεται πώς μπορεί να βρει την αλήθεια πάνω στην κοινωνία και την ιστορία μέσα στο Λόγο ή μέσα στη θεωρία και όχι στην πραγματική κίνηση της ίδιας της ιστορίας και στη ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων. Συγκαλύπτει εκ των προτέρων το χαρακτήρα δημιουργίας που έχει η κίνηση της ιστορίας. Ετσι μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει εδώ απόλυτο αδιέξοδο. Διότι μπορεί επίσης να συμμετέχει σ' αυτή την κίνηση υπό τον όρο να καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτή η συμμετοχή: Να δρα δηλαδή σαν πολίτης και όχι να εγγράφεται σ' ένα κόμμα για να ακολουθεί ευπειθώς τη γραμμή του ή να δίνει υπογραφές.
Ε.Τ.: Είχατε πει στο Esprit το Φεβρουάριο του 1977 ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει μια αυστηρή γνώση της κοινωνίας. Από τότε παριστάμεθα μάρτυρες σε μια εκατόμβη των σφαιρικών γνώσεων (μαρξισμός, ψυχανάλυση, φιλοσοφία της επιθυμίας), πράγμα που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό σας. Μένει το θέμα του να σκεφτούμε το παρόν. Αυτό το παρόν είναι συνυφασμένο με κρίσεις. Είναι δυνατό να σκεφτούμε αυτές τις κρίσεις κατά τρόπο μη-σφαιρικό, αλλά παρ' όλα αυτά ικανοποιητικό; Η πρέπει να αποδεχτούμε τη σκέψη μέσα στην κρίση; Και στην περίπτωση αυτή, με ποιο τρόπο;
Κ.Κ.: Ας αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Το ότι δεν υπάρχει καμιά αυστηρή γνώση της κοινωνίας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμιά γνώση της κοινωνίας, ότι μπορούμε να λέμε οτιδήποτε, ότι όλα αξίζουν το ίδιο. Υπάρχει μια σειρά επιμέρους και "ανακριβών" γνώσεων (με την έννοια της αντίθεσης στις "ακριβείς"), που δεν είναι καθόλου αμελητέες σε σχέση με τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν στην προσπάθειά μας να διαυγάσουμε τον κοινωνικο-ιστορικό κόσμο.
Αλλος κίνδυνος παρεξηγήσεων: Χρησιμοποιείτε τον όρο "σφαιρικό", φανερά με μια κριτική ή υποτιμητική διάθεση. Είμαστε σύμφωνοι στην καταδίκη της ιδέας μιας σφαιρικής γνώσης με την έννοια της ολικής ή απόλυτης γνώσης. Αλλά όταν σκεφτόμαστε την κοινωνία (δεν ομιλώ πια για γνώση, αλλά για σκέψη), αυτή η κίνηση-σκέψη στοχεύει αφ' εαυτής στο όλον της κοινωνίας. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στη φιλοσοφία. Μια φιλοσοφική σκέψη είναι μια σκέψη η οποία υποχρεωτικά στοχεύει το όλον στο αντικείμενό της. Η εγκατάλειψη της αυταπάτης του "συστήματος" δεν σημαίνει παραίτηση να σκεφτούμε το ον ή τη γνώση, για παράδειγμα.
Από την άλλη πλευρά, η ιδέα ενός "καταμερισμού της εργασίας" είναι φανερά παράλογη. Φαντάζεται κανείς φιλοσόφους που να αποφασίζουν "εσύ θα σκεφτείς αυτή την άποψη του όντος και εγώ την άλλη"; Φαντάζεται κανείς ένα ψυχαναλυτή που να λέει στον ασθενή του "θα μου μιλήσετε για τα προβλήματά σας τα σχετικά με τον πρωκτό, αλλά για τα στοματικά θα σας συστήσω στο Χ συνάδελφό μου"; Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει με την κοινωνία και την ιστορία: Μια πραγματική ολότητα είναι παρούσα ήδη αφ' εαυτής και αυτή είναι ο στόχος. Η πρωταρχική ερώτηση της σκέψης για την κοινωνική συγκρότηση, όπως τη διατύπωσα στο βιβλίο μου "Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας", είναι: Τι συνέχει μια κοινωνία, σε τι οφείλεται το γεγονός ότι υπάρχει μια κοινωνία και όχι διασκορπισμός και διάλυση; Και όταν ακόμα υπάρχει διασκορπισμός και διάλυση, πρόκειται και πάλι για κοινωνικό διασκορπισμό και κοινωνική διάλυση και όχι για το διασκορπισμό των μορίων ενός αερίου.
Το όλον σαν στόχος, όταν σκεφτόμαστε την κοινωνία, είναι αναπόφευκτο, είναι συστατικό της σκέψης. Και παραμένει όταν σκεφτόμαστε την κοινωνία, όχι σε μια θεωρητική αλλά σε μια πολιτική προοπτική. Το πολιτικό πρόβλημα είναι το πρόβλημα της ολικής θέσμισης της κοινωνίας. Εάν τοποθετηθούμε σ' αυτό το επίπεδο και όχι στο επίπεδο, για παράδειγμα, των ευρωπαϊκών εκλογών, είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε στους εαυτούς μας το ερώτημα της θέσμισης, της θεσμίζουσας και της θεσμισμένης κοινωνίας, της σχέσης της μιας προς την άλλη και της συγκεκριμενοποίησης όλων αυτών στην υπάρχουσα φάση. Πρέπει να ξεπεράσουμε την αντίθεση ανάμεσα στην αυταπάτη μιας σφαιρικής γνώσης της κοινωνίας και στην αυταπάτη ότι θα μπορούσαμε να καταφύγουμε σε μια σειρά ειδικευμένων και τμηματικών ειδικοτήτων. Πρέπει να καταστραφεί αυτός ακριβώς ο χώρος πάνω στον οποίο υπάρχει αυτή η αντίθεση.
Να σκεφτούμε την κρίση ή να σκεφτούμε μέσα στην κρίση; Ασφαλώς οφείλουμε να σκεφτούμε την κρίση της κοινωνίας και ασφαλώς η σκέψη μας δεν είναι εξωτερική σε σχέση μ' αυτή την κοινωνία, όντας ριζωμένη -- αν έχει κάποια αξία -- σ' αυτό τον κοινωνικο-ιστορικό κόσμο. Αυτή η σκέψη δεν μπορεί παρά να βρίσκεται η ίδια σε κρίση. Σ' εμάς έγκειται να την κάνουμε κάτι.
Ε.Τ.: Και η γαλλική κοινωνία; Αυτή ακριβώς μας απασχολεί. Σύμφωνα με την άποψή σας, υπάρχει ένα επαναστατικό πρόταγμα δύο αιώνων. Οι σημασίες αυτών των εξεγέρσεων είναι ομόλογες και παρέπεμπαν σ' αυτό το πρόταγμα. Τι συμβαίνει σήμερα με τις επαναστάσεις; Αναφέρεται πάντοτε σαν παράδειγμα ο αγώνας των γυναικών, οι μετανάστες, ο κοινωνικός πειραματισμός, οι αντι-πυρηνικοί αγώνες. Αλλά αυτοί οι χώροι έντασης, αυτά τα πεδία συγκρούσεων δεν αντιστοιχούν άραγε σε αδυναμίες του κοινωνικού συστήματος επιδεχόμενες ρύθμιση ή ακόμα και εξάλειψη μακροπρόθεσμα;
Κ.Κ.: Θα άρχιζα από μια πιο γενική παρατήρηση. Το κύριο μάθημα που μπορούμε να βγάλουμε από την εμπειρία του περασμένου αιώνα, από τη μοίρα του μαρξισμού, από την εξέλιξη του εργατικού κινήματος -- που είναι εξ άλλου ένα διόλου πρωτότυπο μάθημα -- είναι πως η ιστορία αποτελεί πεδίο κινδύνου και τραγωδίας. Οι άνθρωποι τρέφουν την αυταπάτη ότι μπορούν να βγουν απ' αυτή και την εκφράζουν με το εξής αίτημα: Κατασκευάστε μου ένα θεσμικό σύστημα που να εγγυάται ότι τα πράγματα δεν θα πάρουν ποτέ άσχημη τροπή, αποδείξτε μου πως μια επανάσταση δεν θα εκφυλιστεί ποτέ ή πως το υπάρχον καθεστώς δεν θα οικειοποιηθεί ποτέ το τάδε κίνημα. Η διατύπωση όμως αυτού του αιτήματος σημαίνει πως παραμένουμε στο χώρο του πιο απόλυτου φενακισμού. Σημαίνει πως πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να υπάρξουν μέτρα πάνω στο χαρτί ικανά, ανεξάρτητα από την πραγματική δραστηριότητα των ανδρών και των γυναικών μέσα στην κοινωνία, να εξασφαλίσουν ένα ειρηνικό μέλλον ή την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα όταν αναζητούμε -- πρόκειται για μαρξιστική αυταπάτη -- μέσα στην ιστορία ένα παράγοντα που θα ήταν θετικός και μόνο θετικός -- με άλλα λόγια, στη μαρξιστική διαλεκτική, αρνητικός και μόνο αρνητικός, δηλαδή μη αξιοποιήσιμος ούτε θετικοποιήσιμος από θεσπισμένο σύστημα. Αυτή η θέση, που αποδόθηκε από τον Μαρξ στο προλεταριάτο, συνεχίζει συχνά να δεσπόζει στο πνεύμα των ανθρώπων είτε θετικά (έτσι μερικές φεμινίστριες μοιάζουν να λένε πως υπάρχει στο κίνημα των γυναικών ένας ασφετέριστος και αδιάφθορος ριζοσπαστισμός) είτε αρνητικά όταν μερικοί λένε "για να πιστέψουμε σ' αυτό το κίνημα, θα πρέπει να μας αποδείξουν πως από τη φύση του δεν είναι δυνατό να το οικειοποιηθούν άλλοι".
Οχι μόνο δεν υπάρχουν παρόμοια κινήματα, αλλά συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικότερο. Κάθε επιμέρους κίνημα όχι μόνο μπορεί να γίνει κτήμα του συστήματος, αλλά για όσο διάστημα το σύστημα δεν έχει καταργηθεί να συμμετέχει σε κάποιο βαθμό στη συνέχιση της λειτουργίας αυτού του συστήματος. Μπόρεσα να το αποδείξω από καιρό με το παράδειγμα των εργατικών αγώνων(5). Ευρισκόμενος εν αμύνει ο καπιταλισμός κατόρθωσε να λειτουργήσει όχι παρά τους εργατικούς αγώνες, αλλά χάρη σ' αυτούς. Δεν μπορούμε όμως να σταθούμε σ' αυτή τη διατύπωση. Χωρίς αυτούς τους αγώνες δεν θα ζούσαμε στην κοινωνία που ζούμε, αλλά σε μια κοινωνία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία βιομηχανικών σκλάβων. Και οι αγώνες αυτοί έθεσαν υπό αμφισβήτηση κάποιες κεντρικές φαντασιακές σημασίες του καπιταλισμού: Ιδιοκτησία, ιεραρχία κλπ.
Μπορούμε να πούμε το ίδιο για το κίνημα των γυναικών, το κίνημα των νέων, παρά την ιδιαίτερη σύγχυσή τους, το οικολογικό κίνημα. Αμφισβητούν τις κεντρικές φαντασιακές σημασίες της θεσμισμένης κοινωνίας και ταυτόχρονα δημιουργούν κάτι. Το κίνημα των γυναικών τείνει να καταργήσει την ιδέα της ιεραρχικής σχέσης ανάμεσα στα φύλα. Εκφράζει την πάλη των ατόμων γυναικείου φύλου για την αυτονομία τους. Καθώς οι σχέσεις των φύλων είναι πυρηνικές σε κάθε οικογένεια, το κίνημα αυτό επηρεάζει όλη την κοινωνική ζωή και οι επιπτώσεις του παραμένουν ανυπολόγιστες. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά την αλλαγή των σχέσεων μεταξύ γενεών. Και ταυτόχρονα, νέοι και γυναίκες (και κατά συνέπεια, άνδρες και γονείς) είναι υποχρεωμένοι να συνεχίσουν να ζουν, άρα να ζουν διαφορετικά, να κάνουν, να ψάχνουν, να δημιουργούν κάτι. Βεβαίως, αυτό που κάνουν μένει αναγκαστικά ενταγμένο στο σύστημα για όλο το διάστημα που υπάρχει το σύστημα -- πρόκειται δηλαδή για μια ταυτολογία. (Η φαρμακοβιομηχανία πραγματοποιεί κέρδη από τα αντισυλληπτικά -- και λοιπόν;) Αλλά την ίδια στιγμή το σύστημα υποσκάπτεται στα βασικά σημεία που το υποβαστάζουν: Στις συγκεκριμένες μορφές κυριαρχίας, καθώς και σ' αυτή την ίδια την ιδέα της κυριαρχίας.
Επανέρχομαι τώρα στην πρώτη πτυχή της ερώτησής σας: Αυτά τα κινήματα είναι δυνατό να ενοποιηθούν; Είναι προφανές στο αφηρημένο επίπεδο ότι πρέπει να ενοποιηθούν. Και το πολύ σημαντικό γεγονός είναι ότι δεν είναι ενοποιημένα και τούτο δεν είναι τυχαίο. Εάν το κίνημα των γυναικών ή το οικολογικό κίνημα ανθίστανται τόσο πολύ σε ό,τι θα αποκαλούσαν πιθανώς "πολιτικοποίηση", τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στη σύγχρονη κοινωνία υπάρχει η εμπειρία του εκφυλισμού των πολιτικών οργανώσεων, μια ιστορία που πάει πολύ μακριά. Δεν πρόκειται μόνο για τον οργανωτικό τους εκφυλισμό, για τη γραφειοκρατικοποίησή τους, αλλά και για τις πρακτικές τους, για το γεγονός ότι οι "πολιτικές" οργανώσεις δεν έχουν τίποτα το κοινό πλέον με την πραγματική πολιτική, για το ότι η μόνη τους ενασχόληση είναι η διείσδυση στον κρατικό μηχανισμό ή η κατάκτησή του. Α παρούσα αδυναμία ενοποίησης αυτών των διαφόρων κινημάτων εκφράζει ένα πρόβλημα απείρως γενικότερο και σοβαρότερο: Το πρόβλημα της πολιτικής δράσης και οργάνωσης στη σύγχρονη κοινωνία.
Γκιγιώμ Μαλωρί: Μπορούμε να το δούμε σε ό,τι συμβαίνει στη γαλλική άκρα αριστερά ή στους οικολόγους που διστάζουν να συνταχθούν με ένα κόμμα...
Κ.Κ.: Δεν ζητάει κανείς από τους οικολόγους να συσταθούν σε κόμμα. Τους ζητάει να δουν ξεκάθαρα ότι οι θέσεις τους θέτουν υπό αμφισβήτηση, και πολύ σωστά, το σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού και πως αυτό που τόσο επιθυμούν δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς τη ριζική μεταβολή της κοινωνίας.
Το βλέπουν ή όχι; Εάν το βλέπουν και λένε "για την ώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ο αγώνας ενάντια στην κατασκευή του τάδε πυρηνικού σταθμού", έχει καλώς. Αλλά πολύ συχνά έχει κανείς την εντύπωση πως δεν το βλέπουν. Εξ άλλου, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα πυρηνικό σταθμό, το γενικό πρόβλημα εμφανίζεται αμέσως: Η πρέπει ταυτόχρονα να πει κανείς ότι είναι εναντίον του ηλεκτρισμού ή πρέπει να προτάξει μια άλλη ενεργειακή πολιτική και τότε θέτει σε αμφισβήτηση ολόκληρη την οικονομία και ολόκληρο τον πολιτισμό. Η συνεχώς αυξανόμενη σπατάλη ενέργειας και των υπόλοιπων είναι οργανικά ενσωματωμένη στο σύγχρονο καπιταλισμό, στην οικονομία του, ακόμα και στον ίδιο τον ψυχισμό των ατόμων. Γνωρίζω οικολόγους που δεν σβήνουν το φως όταν βγαίνουν από ένα δωμάτιο...
Ε.Τ.: Εχετε γράψει ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι η κοινωνία της αύξουσας ιδιωτικοποίησης (privatisation) των ατόμων, που δεν είναι πια αλληλέγγυα, αλλά εξατομικευμένα. Ιδιωτικοποίηση και πέρασμα από μια γόνιμη, ζωντανή κοινωνία σε μια άτονη κοινωνία, δεν είναι συνυφασμένα;
Γ.Μ.: Η γαλλική κοινωνία δεν έχει αλλάξει πολύ βαθιά για να είναι ακόμα δυνατή μια γενική ανατροπή;
Κ.Κ.: Το να πούμε ότι μια άτονη κοινωνία αντικατέστησε μια γόνιμη κοινωνία, ότι κάθε ριζική αλλαγή είναι στο εξής αδιανόητη, θα σήμαινε πως μια ολόκληρη φάση της ιστορίας, που άρχισε ίσως το 12ο αιώνα, βρίσκεται στο τέλος της, πως μπαίνουμε σε δεν ξέρω ποιο νέο Μεσαίωνα, που τον χαρακτηρίζει είτε η ιστορική ηρεμία (όταν βλέπουμε τα γεγονότα, η ιδέα αυτή φαίνεται κωμική) είτε οι βίαιες συγκρούσεις και αποσυνθέσεις και ο οποίος στερείται ιστορικής παραγωγικότητας -- εν τέλει, σε μια κλειστή κοινωνία που τελματώνεται ή που δεν γνωρίζει τίποτα άλλο από το να ξεσχίζεται χωρίς να δημιουργεί τίποτα. (Παρενθετικά, αυτή είναι η σημασία που έδινα πάντα στον όρο "βαρβαρότητα" στην έκφραση "Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα").
Δεν πρόκειται για προφητείες. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν σκέφτομαι πως ζούμε σε μια κοινωνία όπου δεν συμβαίνει τίποτα πια. Αρχικά πρέπει να δούμε τον βαθιά αντινομικό χαρακτήρα της διαδικασίας. Το παρόν καθεστώς ωθεί τα άτομα προς την ιδιωτικοποίηση. Την ευνοεί, την ενισχύει, την υποστηρίζει. Τα ίδια τα άτομα, στο μέτρο που δεν βλέπουν μια συλλογική δραστηριότητα που να τους προσφέρει μια διέξοδο ή που απλώς να συντηρεί ένα νόημα, αποσύρονται στην "ιδιωτική" σφαίρα. Αλλά επίσης το ίδιο ακριβώς σύστημα πέρα από κάποιο όριο δεν μπορεί να ανεχτεί αυτή την ιδιωτικοποίηση διότι η πλήρης κονιορτοποίηση της κοινωνίας θα κατέληγε στην κατάρρευσή της. Ετσι το βλέπουμε να επιδίδεται περιοδικά σε προσπάθειες εκ νέου προσέλκυσης των ανθρώπων σε συλλογικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Και τα ίδια τα άτομα, κάθε φορά που επιθυμούν να αγωνιστούν, "συλλογικοποιούνται" εκ νέου.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να κρίνουμε θέματα αυτής της τάξης σε μια βραχυπρόθεσμη προοπτική. Διατύπωσα για πρώτη φορά αυτή την ανάλυση πάνω στην ιδιωτικοποίηση και στην αντινομία, για την οποία μόλις μιλήσαμε, το 1959(6). Αρκετοί "μαρξιστές" εκείνης της εποχής και έκτοτε δεν είδαν σ' αυτήν παρά μόνο την ιδέα της ιδιωτικοποίησης και έσπευσαν να δηλώσουν πως εκποιούσα τις επαναστατικές θέσεις και ότι η ανάλυσή μου είχε ανασκευαστεί από τα γεγονότα της δεκαετίας του '60. Φυσικά, αυτά τα γεγονότα επιβεβαίωναν τις αναλύσεις μου τόσο με το "μη κλασικού" τύπου περιεχόμενό τους (και τους πρωταγωνιστές τους) όσο και από το ότι προσέκρουσαν ακριβώς πάνω στο σφαιρικό πολιτικό πρόβλημα. Και η δεκαετία του '70, παρά τις μεγάλες δονήσεις που υπέστη το καθεστώς, υπήρξε εκ νέου περίοδος αναδίπλωσης των ανθρώπων στην "ιδιωτική" τους σφαίρα.
Γ.Μ.: Καθορίζετε την αυτό-θέσμιση που μένει να πραγματωθεί στο μέλλον σαν απομυθοποιημένη. Πρόκειται για ένα προσωρινό corpus που η κοινωνία μπορεί να ξανακαθορίζει και να μεταβάλλει πάντα κατά την κρίση της. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι μεγάλοι πολιτισμοί, όπως και οι μεγάλες εξεγέρσεις, βιάζουν την ιστορία ξεκινώντας από ένα συμφιλιωτικό μύθο των αντιθέσεων. Οι λαοί φαίνεται να γίνονται πραγματικές και αποτελεσματικές δυνάμεις όταν σκιαγραφείται μια εσχατολογική προοπτική. Τούτο φαίνεται ότι καθιστά όλότελα τυχαία την προσφυγή μας στο κριτικό δυναμικό. Είναι δυνατό να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους με ένα θεσμισμένο φαντασιακό, προσωρινό και εύθραυστο; Μπορούμε να θεμελιώσουμε μια σχέση με το θεσμό αποκλειστικά πάνω στο Λόγο;
Κ.Κ.: Η απομυθοποίηση της θέσμισης έχει πραγματωθεί από τον καπιταλισμό ήδη από τον 19ο αιώνα. Ο καπιταλισμός είναι ένας καθεστώς που αποκόπτει δυνάμει κάθε σχέση της θέσμισης με μια εξω-κοινωνική αρχή. Η μόνη αρχή που επικαλείται είναι ο Λόγος, στον οποίο προσδίδει ένα σαφώς ειδικό περιεχόμενο. Απ' αυτή την άποψη υπάρχει μια σημαντική αμφισημία των επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα: Ο κοινωνικός νόμος τίθεται σαν έργο της κοινωνίαςκαι ταυτόχρονα υποτίθεται ότι θεμελιώνεται πάνω σε μια ορθολογική "φύση" ή πάνω σε έναν "ορθό λόγο" φυσικό ή υπερ-ιστορικό. Αυτό παραμένει επίσης τελικά και η αυταπάτη του Μαρξ. Αυταπάτη που είναι μια ακόμα από τις μάσκες και τις μορφές της ετερονομίας: Ο νόμος υπαγορεύεται είτε από το θεό είτε από τη φύση είτε από τους "νόμους της ιστορίας" -- υπαγορεύεται όμως πάντοτε.
Η ιδέα πως υπάρχει μια πηγή και μια εηω-κοινωνική θεμελίωση του νόμου είναι αυταπάτη. Ο νόμος, ο θεσμός, είναι δημιουργία της κοινωνίας. Κάθε κοινωνία είναι αυτοθεσμισμένη, αλλά μέχρι τώρα κατοχύρωνε τη θέσμισή της ορίζοντας μια εξω-κοινωνική πηγή της ίδιας της της υπόστασης και της θέσμισής της. Αυτό που αποκαλώ ρητή αυτό-θέσμιση, δηλαδή την αναγνώριση εκ μέρους της κοινωνίας ότι η θέσμιση είναι έργο της, διόλου δεν συνεπάγεται έναν "εύθραυστο" χαρακτήρα του θεσμού ή των σημασιών που αυτός ενσαρκώνει. Το ότι αναγνωρίζω την Τέχνη της φούγκας ή τις Ελεγείες του Ντουίνου σαν έργα ανθρώπινα, κοινωνικο-ιστορικές δημιουργίες, δεν με υποχρεώνει να τις αναγνωρίσω και ως "εύθραυστες". Εργα ανθρώπινα -- απλώς ανθρώπινα; Το θέμα είναι τι εννοούμε μ' αυτό. Ο άνθρωπος είναι "απλώς ανθρώπινος"; Εάν ήταν έτσι, δεν θα ήταν άνθρωπος, δεν θα ήταν τίποτα. Ο καθένας από μας είναι ένα απύθμενο πηγάδι κι αυτό το "απύθμενο" είναι προφανώς ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου. Σε κανονικούς καιρούς αρπαζόμαστε με όλη μας τη δύναμη από το χείλος του πηγαδιού και εκεί περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Αλλά το Συμπόσιο, το Ρέκβιεμ και ο Πύργος έρχονται απ' αυτό το "απύθμενο" και μας αναγκάζουν να το δούμε. Δεν έχω ανάγκη από ένα ιδιαίτερο μύθο για να αναγνωρίσω αυτό το γεγονός. Οι ίδιοι οι μύθοι, όπως και οι θρησκείες, έχουν ταυτόχρονα σχέση μ' αυτό το "απύθμενο" και στοχεύουν στην κάλυψή του. Του δίνουν μια καθορισμένη και συγκεκριμένη μορφή που ταυτόχρονα αναγνωρίζει το "απύθμενο" και στην πραγματικότητα τείνει να το καλύψει παγιώνοντάς το. Το "ιερό" είναι ένα θεσμισμένο ομοίωμα του "απύθμενου". Δεν έχω ανάγκη από ομοιώματα και η μετριοφροσύνη μου με οδηγεί στη σκέψη πως αυτό που μπορώ εγώ από την άποψη αυτή, το μπορούν όλοι. Πίσω από τις ερωτήσεις σας υπάρχει η ιδέα πως μόνο ένας μύθος θα μπορούσε να θεμελιώσει τη συνοχή της κοινωνίας με τους θεσμούς της. Ξέρετε πως αυτό ήταν ήδη η ιδέα του Πλάτωνος: Το "θείον ψεύδος". Αλλά το θέμα είναι απλό. Από τη στιγμή που γίνεται λόγος για "θείον ψεύδος", το ψεύδος μένει ψεύδος και ο χαρακτηρισμός "θείον" δεν αλλάζει τίποτα.
Το βλέπουμε σήμερα με τις γελοίες χειρονομίες αυτών που θέλουν να κατασκευάσουν επί παραγγελία μια αναγέννηση της θρησκευτικότητας για υποτειθέμενους "πολιτικούς" λόγους. Υποθέτω ότι αυτές οι εμπορικές δραστηριότητες πρέπει να προκαλούν τη ναυτία όσων μένουν πραγματικά πιστοί. Πραγματευτάδες θέλουν να πλασάρουν τη βαθιά φιλοσοφία ένός ελευθεριάζοντος διευθυντού της Ασφάλειας: "Εγώ το ξέρω ότι ο ουρανός είναι άδειος, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν πως κατοικείται, διαφορετικά δεν θα υπακούουν στο νόμο". Τι αθλιότητα! Οταν υπήρχε, όταν μπορούσε να υπάρχει η θρησκεία, ήταν μια άλλη υπόθεση. Δεν υπήρξα ποτέ θρήσκος, αλλά ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να ακούσω τα Κατά Ματθαίον Πάθη μένοντας στην κανονική μου κατάσταση. Η αναγέννηση όμως του στοιχείου μέσω του οποίου τα Κατά Ματθαίον Πάθη ήρθαν στον κόσμο ξεπερνά τις δυνατότητες του οίκου Grasset και του τραστ Hachette(7). Φαντάζομαι ότι πιστοί και μη θα συμφωνήσουμε να προσθέσουμε "ευτυχώς".
Γ.Μ.: Αλλά με εξαίρεση την περίπτωση της Αρχαίας Ελλάδας, που αναφέρετε συχνά σαν παράδειγμα, είναι αλήθεια πως στην ιστορία οι μύθοι έχουν συχνά θεμελιώσει προσχώρηση της κοινωνίας στους θεσμούς της.
Κ.Κ.: Είναι αναμφισβήτητο. Και όχι μόνο συχνά, αλλά σχεδόν πάντοτε. Εάν προβάλλω την περίπτωση της Αρχαίας Ελλάδας, είναι γιατί υπήρξε η πρώτη, απ' όσα ξέρω, ρήξη αυτής της τάξης των πραγμάτων, ρήξη που παραμένει παραδειγματική και που ξαναρχίζει στη Δύση τον 17ο αιώνα με το Διαφωτισμό και την Επανάσταση. Το σημαντικό στην Αρχαία Ελλάδα είναι το πραγματικό κίνημα εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, που είναι ταυτόχρονα μια έργω φιλοσοφία και συμβαδίζει με τη γέννηση της φιλοσοφίας, με την αυστηρή έννοια της λέξης. Οταν ο δήμος εγκαθιδρύει τη δημοκρατία, φιλοσοφεί: Ανοίγει την ερώτηση της αρχής και του θεμελίου του νόμου. Και ανοίγει ένα δημόσιο χώρο σκέψης, κοινωνικό και ιστορικό, μέσα στον οποίο υπάρχουν φιλόσοφοι, οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι και συμπεριλαμβανομένου του Σωκράτη) παραμένουν πολίτες. Με αφετηρία ακριβώς την αποτυχία της δημοκρατίας, της αθηναϊκής δημοκρατίας, ο Πλάτων πρώτος επεξεργάζεται μια "πολιτική φιλοσοφία" που θεμελιώνεται ολόκληρη πάνω στην παραγνώριση και συγκάλυψη της ιστορικής δημιουργικότητας, η οποία χαρακτηρίζει την κοινότητα και δημιουργικότητα που ο "Επιτάφιος" του Περικλή στον Θουκυδίδη εκφράζει με ένα αξεπέραστο βάθος. Αυτή η πολιτική φιλοσοφία, όπως και όλες οι "πολιτικές φιλοσοφίες" που θα την ακολουθήσουν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φιλοσοφία περί της πολιτικής, εξωτερική από την πολιτική και τη θεσμίζουσα δραστηριότητα της κοινότητας.
Το 18ο αιώνα υπάρχει βεβαίως το κίνημα της κοινότητας που παίρνει φανταστικές διαστάσεις στη Γαλλική Επανάσταση. Και υπάρχει η αναγέννηση μιας πολιτικής φιλοσοφίας που είναι διφορούμενη: Από τη μια μεριά είναι, όπως ξέρουμε, βαθύτατα κριτική και απελευθερωτική. Ταυτόχρονα όμως παραμένει στο σύνολό της κάτω από την κυριαρχία μιας ορθολογιστικής μεταφυσικής, τόσο ως προς τις θέσεις της πάνω σ' αυτό που είναι όσο και ως προς τη θεμελίωση του κριτηρίου γι' αυτό που πρέπει να είναι. Θέτει γενικά ένα "άτομο-ουσία" με πάγιους καθορισμούς και από το άτομο αυτό θέλει να παραγάγει το κοινωνικό. Και επικαλείται ένα λόγο, το Λόγο (ελάχιστα ενδιαφέρει αν τον ονομάζει σε κάποιες στιγμές φύση ή θεό) σαν τελική και εξω-κοινωνική θεμελίωση του κοινωνικού νόμου.
Η συνέχιση του ριζικά κριτικού, δημοκρατικού, επαναστατικού κινήματος που πραγματοποιείται από τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα και το Διαφωτισμό στην αρχή και από το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα κατόπιν παρουσιάζει σε σχέση με την Ελλάδα του 6ου και 5ου αιώνα σημαντικά "πλέον" και "μείον". Τα "πλέον" είναι καταφανή: Η αμφισβήτηση του θεσμισμένου κοινωνικού φαντασιακού από το εργατικό κίνημα πηγαίνει πολύ πιο μακριά. Η αμφισβήτηση των πραγματικών θεσμισμένων συνθηκών της κοινωνικής ύπαρξης (οικονομία, εργασία κλπ.) καθολικεύεται έχοντας σαν στόχο κατ' αρχή όλες τις κοινωνίες και όλους τους λαούς. Αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα "μείον": Είναι σπάνιες οι στιγμές που το κίνημα κατορθώνει να ξεφύγει τελείως από την εξουσία της θεσμισμένης κοινωνίας και προπαντός, από μια στιγμή και πέρα, το κίνημα πέφτει, σαν οργανωμένο κίνημα, κάτω από την αποκλειστική ή κυρίαρχη, ακόμα και όταν είναι έμμεση, επίδραση του μαρξισμού. Ο μαρξισμός όμως στο βαθύτερο υπόστρωμά τουδεν κάνει τίποτα άλλο από το να οικειοποιείται και να φέρνει στο όριο τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες που έχουν θεσμισθεί από τον καπιταλισμό: Κεντρικότητα της παραγωγής και της θρησκείας, ισοπεδωτική θρησκεία της "προόδου", κοινωνικό φάντασμα της απεριόριστης επέκτασης της "ορθολογικής" κυριαρχίας. Αυτές οι σημασίες και τα αντίστοιχα οργανωτικά πρότυπα επανεισάγονται στο εργατικό κίνημα μέσω του μαρξισμού. Και πίσω απ' όλα αυτά υπάρχει πάντα η θεωρητικίστικη αυταπάτη: Ολη η ανάλυση και όλη η προοπτική επικαλείται τους "νόμους της ιστορίας", που η θεωρία ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε μια για πάντα.
Αλλά ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε και "θετικά". Η προέκταση των απελευθερωτικών κινημάτων που γνωρίζουμε -- εργάτες, γυναίκες, νέοι, κάθε είδους μειονότητες -- υποβαστάζει το πρόταγμα εγκαθίδρυσης μιας αυτόνομης κοινωνίας, αυτό-διαχειριζόμενης, αυτό-οργανωμένης, αυτό-κυβερνώμενης, αυτό-θεσμισμένης. Αυτό που εκφράζω κατ' αυτό τον τρόπο στο επίπεδο του θεσμού και του τρόπου θέσμισης μπορώ επίσης να το εκφράσω και ως προς τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες, που αυτή η θέσμιση θα ενσαρκώσει. Κοινωνική και ατομική αυτονομία -- δηλαδή, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Είναι δυνατό να αποκαλέσει κανείς αυτές τις ιδέες "μύθους"; Οχι. Δεν είναι μορφές και σχήματα καθορισμένα και καθοριστέα άπαξ διά παντός. Δεν κλείνουν την ερώτηση, αντίθετα την ανοίγουν. Δεν έχουν στόχο την κάλυψη του πηγαδιού, για το οποίο μιλούσα πριν λίγο, αφήνοντάς του στην καλύτερη περίπτωση μια στενή διέξοδο. Υπενθυμίζουν επίμονα στην κοινωνία το ανεξάντλητο "απύθμενο" που αποτελεί το βάθος της. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ιδέα της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ μια κοινωνία που θα είναι δίκαιη μια και για πάντα. Μια δίκαιη κοινωνία είναι μια κοινωνία όπου η πραγματική ερώτηση της πραγματικής δικαιοσύνης είναι πάντοτε πραγματικά ανοιχτή. Δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει ποτέ "νόμος" που να ρυθμίζει το θέμα της δικαιοσύνης μια για πάντα, ώστε να είναι για πάντα δίκαιος. Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία που αλλοτριώνεται από το νόμο της άπαξ και αυτός τεθεί. Οπως μπορεί να υπάρξει και μια κοινωνία η οποία, αναγνωρίζοντας τη διαρκώς επαναδημιουργούμενη απόσταση μεταξύ των "νόμων" της και του αιτήματος δικαιοσύνης, ξέρει αφ' ενός πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόμους αφ' ετέρου ότι αυτοί οι νόμοι είναι δικό της δημιούργημα και συνεπώς μπορεί συνεχώς να τους αναθεωρεί. Μπορούμε να πούμε το ίδιο για το αίτημα της ισότητας -- απόλυτα ισοδύναμο με αυτό της ελευθερίας από τη στιγμή που αυτή καθολικοποιείται. Μόλις βγω από τον καθαρά "νομικό" χώρο ενδιαφερόμενος για την πραγματική ισότητα και την πραγματική ελευθερία, είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω ότι οι ίδιοι οι νόμοι εξαρτώνται από από ολόκληρη τη θέσμιση της κοινωνίας. Πώς είναι δυνατό να είμαστε ελεύθεροι, εάν υπάρχει πραγματική ανισότητα συμμετοχής στην εξουσία; Γι' αυτό το λόγο, ειρήσθω εν παρόδω, ο "αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα", όσο σημαντικός και αν είναι, όχι μόνο δεν είναι πολιτική, αλλά κινδυνεύει εάν περιοριστεί σ' αυτά να γίνει μια σισσύφεια εργασία, ένας πίθος των Δαναΐδων, ένας ιστός της Πηνελόπης(8).
Η ελευθερία, η ισότητα και η δικαιοσύνη δεν είναι μύθοι ούτε και "καντιανές ιδέες", πολιτικοί πολικοί αστέρες που καθοδηγούν τη ναυσιπλοΐα μας, και τους οποίους δεν τίθεται κατ' αρχή θέμα να πλησιάσουμε. Μπορούν να υλοποιηθούν πραγματικά στην ιστορία -- έχουν ήδη πραγματωθεί. Υπάρχει μια ριζική και πραγματική διαφορά ανάμεσα στο Αθηναίο πολίτη και τον υπήκοο ενός Ασιάτη μονάρχη. Το να πούμε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν "ολοκληρωμένα" και πως ποτέ δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δείχνει απλώς ότι δεν γίνεται κατανοητό το πώς τίθεται η ερώτηση και τούτο διότι παραμένουμε πάντοτε αιχμάλωτοι της κληρονομημένης φιλοσοφίας και οντολογίας, δηλαδή του πλατωνισμού γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ καμιά άλλη. Υπάρχει άραγε ποτέ "ολοκληρωμένη αλήθεια"; Οχι. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ποτέ πραγματική αλήθεια στην ιστορία, μήπως αυτό καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές; Μήπως η αθλιότητα της δυτικής δημοκρατίας καταργεί τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματική κατάσταση ενός Γάλλου ή Αγγλου ή Αμερικανού και την πραγματική κατάσταση ενός Κινέζου υπό τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό;
Γιατί άραγε η ελευθερία, η ισότητα και η διακιοσύνη δεν είναι καντιανές ιδέες και συνπώς κατ' αρχήν απραγματοποίητες; Οταν έχουμε κατανοήσει περί τίνος πρόκειται από φιλοσοφική άποψη, η απάντηση είναι προφανής και άμεση: Αυτές οι ιδέες δεν μπορούν να είναι "αλλού", "εξωτερικές" από την ιστορία, διότι είναι κοινωνικο-ιστορικά δημιουργήματα. Παραλληλισμός: Η "Τέχνη της φούγκας" του Μπαχ δεν είναι μια εμπειρική και ατελής προσέγγιση της "ιδέας της μουσικής". Είναι μουσική στο βαθμό που οποιοδήποτε πράγμα μπορεί να είναι μουσική. Και η μουσική είναι ένα κοινωνικο-ιστορικό δημιούργημα. Πρόκειται για ένα προσεγγιστικό παραλληλισμό ασφαλώς: Η τέχνη πραγματώνει πράγματι μέσα στο αριστούργημα το έργο από το οποίο δεν λείπει τίποτα και το οποίο κατά κάποιο τρόπο στηρίζεται πάνω στον εαυτό του. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την ύπαρξή μας, την ατομική ή τη συλλογική. Αλλά ο παραλληλισμός είναι έγκυρος και το ουσιώδες, δηλαδή η απαίτηση αλήθειας ή δικαιοσύνης, είναι δικό μας δημιούργημα, όπως είναι και η αναγνώριση της απόστασης ανάμεσα στην απαίτηση και σ' αυτό που είμαστε.
Λοιπόν, δεν θα είχαμε καμιά αντίληψη αυτής της διάστασης, θα είμαστε σαν ένα σφουγγάρι, αν δεν είμαστε επίσης ικανοί να απαντήσουμε πράγματι σ' αυτή την απαίτηση, την οποία εμείς οι ίδιοι φέραμε στον κόσμο. Ούτε μπορεί επίσης να τεθεί ζήτημα λογικής θεμελίωσης αυτών των ιδεών και τούτο για τον ίδιο σχεδόν λόγο που δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα λογικής θεμελίωσης της ιδέας της αλήθειας: Είναι κάτι που προϋποτίθεται σε κάθε προσπάθεια θεμελίωσής της. Και το σημαντικότερο: Προϋποτίθεται όχι μόνο η ιδέα της αλήθειας, αλλά και μια στάση απέναντι στην αλήθεια. Οπως δεν θα μπορέσετε αντιμετωπίζοντας ένα σοφιστή, ένα ψεύστη, έναν απατεώνα να τον υποχρεώσετε να αποδεχτεί την αλήθεια (σε κάθε επιχείρημά σας θα απαντά με δέκα νέα σοφίσματα, ψεύδη και απάτες), έτσι δεν θα μπορέσετε να "αποδείξετε" σε ένα ναζί ή σ' ένα σταλινικό το έξοχον της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης. Ο δεσμός ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται εύθραυστος, αλλά είναι στέρεος και τελείως διαφορετικός απ' αυτόν που υποθέτουν οι καντιανο-μαρξιστές που εμφανίζονται τελευταία. Δεν μπορούμε να "συναγάγουμε" το σοσιαλισμό από την απαίτηση της αλήθειας -- ή από την "κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας"(9)-- όχι μόνο διότι αυτοί που καταπολεμούν την ελευθερία και την ισότητα αδιαφορούν τελείως για την αλήθεια ή για την "κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας", αλλά διότι αυτές οι δύο απαιτήσεις, της αλήθειας και της ανοιχτής ερώτησης από τη μια, της ελευθερίας και της ισότητας από την άλλη, πηγαίνουν μαζί, γεννιούνται, δημιουργούνται μαζί και έχουν νόημα τελικά μόνο όταν βρίσκονται μαζί.
Αυτή το νόημα δεν υπάρχει παρά μόνο για μας που ερχόμαστε μετά από την πρώτη δημιουργία αυτής της απαίτησης και θέλουμε να την υψώσουμε σε ένα άλλο επίπεδο. Δεν υπάρχει παρά μόνο στη δική μας παράδοση -- που έχει γίνει σήμερα λίγο πολύ παγκόσμια -- μια παράδοση που δημιούργησε αυτές τα νοήματα, αυτές τις μήτρες σημασιών ταυτόχρονα με τις αντίθετές τους. Από εδώ πηγάζει ολόκληρο το πρόβλημα της σχέσης μας με την παράδοση, ένα πρόβλημα τελείως επιλυμένο σήμερα, παρά τα φαινόμενα. Τη σχέση αυτή με την παράδοση οφείλουμε να την αναδημιουργούμε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Στο εσωτερικό της παράδοσης διαλέγουμε, αλλά δεν διαλέγουμε μόνο. Ρωτάμε την παράδοση και αφηνόμαστε στις ερωτήσεις που αυτή μας υποβάλλει, πράγμα που διόλου δεν είναι μια παθητική στάση . Το να επιτρέπεις στην παράδοση να σε ρωτά είναι κάτι το διαμετρικά αντίθετο από το να υφίστασαι αυτή την παράδοση. Διαλέγουμε το δήμο και όχι τους τυράννους ή τους ολίγους. Είμαστε υπέρ των εργατών στις φάμπρικες και ενάντια στο μπολσεβίκικο κόμμα, είμαστε υπέρ του κινεζικού λαού και ενάντια στη γραφειοκρατία του Κ. Κ. Κίνας.
Με ρωτάτε, όμως: Μπορούν αυτές οι σημασίες και οι θεσμοί που είναι οι φορείς τους να επενδυθούν από τους ανθρώπους; Ερώτηση σημαντική και βαθιά, συναφής με αυτή που μου έθεσε, πάνε δυο χρόνια, ο Πωλ Θιμπώ: Μια κοινωνία αγαπά τους θεσμούς της ή τους απεχθάνεται;(10)Τελικά, μπορούν άραγε οι άνδρες και οι γυναίκες να παθιαστούν από τις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης -- της αυτονομίας; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σήμερα δεν παθιάζονται και τόσο. Αλλά είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι συχνά παθιάστηκαν στην ιστορία, σε σημείο που να θυσιαστούν γι' αυτές. Θα ήθελα ωστόσο να επωφεληθώ απ' αυτή τη συζήτηση για να εμβαθύνω κάπως το πρόβλημα.
Εάν η αλήθεια, η ελευθερία και η δικαιοσύνη ήταν αδύνατο να γίνουν αντικείμενο "επένδυσης", δεν θα είχαν εμφανιστεί ή δεν θα είχαν επιζήσει στην ιστορία. Είναι όμως γεγονός ότι ήταν πάντα συνδεδεμένες επίσης και με κάτι άλλο: Με την ιδέα της "καλής ζωής", το "ευ ζειν" του Αριστοτέλη, που δεν εξαντλείται σε αυτές και από αυτές. Για να το πούμε διαφορετικά: Αυτόνομη κοινωνία, κοινωνία που αυτό-θεσμίζεται ρητά -- σύμφωνοι, αλλά προς τι; Για την αυτονομία της κοινωνίας και των ατόμων, ασφαλώς. Διότι θέλω την αυτονομία μου και δεν υπάρχει αυτόνομη ζωή παρά μόνο σε μια αυτόνομη κοινωνία (πρόκειται εδώ για μια πρόταση που διαυγάζεται εύκολα). Αλλά θέλω την αυτονομία μου ταυτόχρονα τόσο για την ίδια όσο και για να την κάνω κάτι. Θέλουμε μια αυτόνομη κοινωνία διότι θέλουμε αυτόνομα άτομα και θέλουμε τους εαυτούς μας σαν αυτόνομα άτομα. Αλλά αν παραμείνουμε απλώς εκεί, κινδυνεύουμε να παρεκτραπούμε προς ένα φορμαλισμό, πραγματικά καντιανού τύπου αυτή τη φορά. Ούτε το άτομο ούτε η κοινωνία μπορούν να ζήσουν καλλιεργώντας απλώς την αυτονομία τους για την αυτονομία. Με άλλα λόγια, υπάρχει το ζήτημα των "κατά περιεχόμενο" αξιών, των "ουσιαστικών" αξιών μιας νέας κοινωνίας -- ή, με άλλα λόγια, ενός καινούργιου πολιτιστικού δημιουργήματος. Δεν εναπόκειται φυσικά σ' εμάς να το λύσουμε, αλλά μερικές σκέψεις πάνω σ' αυτό δεν μου φάινονται άχρηστες.
Εάν μια παραδοσιακή κοινωνία -- ας πούμε, η ιουδαϊκή ή η χριστιανική -- είναι ετερόνομη, δεν θέτει η ίδια τον εαυτό της σαν ετερόνομο για να είναι ετερόνομος. Η ετερονομία της -- που δεν τη σκέφτεται φυσικά σαν τέτοια και πάντως όχι όπως τη σκεφτόμαστε εμείς -- υπάρχει για κάτι άλλο, δεν υφίσταται στο φαντασιακό της κόσμο παρά σαν άποψη της κεντρικής "κατά περιεχόμενο" αξίας και του κεντρικού της φαντασιακού νοήματος, του θεού. Είναι και επιθυμεί να είναι δούλη του θεού μέσω της χάριτος και για την υπηρεσία του οποίου σκέφτεται η ίδια την ύπαρξή της, διότι "καταναλώνει" απεριόριστα αυτό το "εξωτερικό" για την ίδια προβολικό σημείο, που το δημιούργησε ως τη σημασία θεός. Η, όταν η δημοκρατία εμφανίζεται στις ελληνικές πόλεις, οι ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας είναι αδιαχώριστες από ένα σύνολο "ουσιαστικών" αξιών, όπως ο καλός καγαθός πολίτης, η φήμη (κύδος και κλέος) και προπαντός η αρετή.
Πιο πρόσφατα, όταν παρατηρούμε τη μακρά ανάδυση και άνοδο της αστικής τάξης στη Δύση, διαπιστώνουμε ότι δεν θέσπισε μόνο ένα νέο οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Πολύ πριν φτάσει στην κυριαρχία της κοινωνίας, η αστική τάξη υπήρξε φορέας μιας τεράστιας πολιτιστικής δημιουργίας. Ας σημειώσουμε εν παρόδω ένα από τα σημεία στα οποία ο Μαρξ μένει, κατά τον πιο παράδοξο τρόπο, τυφλός: Εξυμνεί την αστική τάξη διότι αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις και δεν σταματά ούτε ένα δευτερόλεπτο για να δει ότι ολόκληρος ο πολιτιστικός κόσμος μέσα στον οποίο ο ίδιος ζει, οι ιδέες, οι μέθοδοι σκέψεις, τα μνημεία, οι πίνακες, η μουσική, τα βιβλία, όλα αυτά, με την εξαίρεση μερικών Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, είναι αποκλειστικά δημιουργήματα της δυτικής αστικής τάξης. Οι κάποιες ενδείξεις που μας δίνει μας ωθούν να σκεφτούμε ότι δεν βλέπει την "κομμουνιστική κοινωνία" παρά σαν εξάπλωση και διεύρυνση αυτού του ίδιου πολιτισμού. Η αστική τάξη -- αυτή η κοινωνία η αυστηρά προσδιορισμένη από την ανάδυση, τη δραστηριότητα και την άνοδο των αστών από το 12ο αιώνα -- δημιούργησε ταυτόχρονα ένα "τρόπο παραγωγής", το κεφάλαιο, τη σύγχρονη επιστήμη, την αντίστιξη στη μουσική, τη ζωγραφική προοπτική, το μυθιστόρημα, το "κοσμικό" θέατρο κλπ. Η προεπαναστατική γαλλική κοινωνία δεν κυοφορούσε μονάχα ένα "νέο τρόπο παραγωγής". Κυοφορούσε, και η έκφραση αυτή είναι ασθενής γιατί η αστική τάξη είχε ήδη ξεγεννήσει, έναν απέραντο πολιτιστικό κόσμο.
Από αυτή την άποψη, πρέπει πιστεύω να συμφωνήσουμε ότι τα πράγματα υπήρξαν και μένουν διαφορετικά εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια. Δεν υπάρχει νέος πολιτισμός, δεν υπάρχει πραγματικός λαϊκός πολιτισμός που να αντιτίθεται στον επίσημο πολιτισμό, ο οποίος φαίνεται πως παρασύρει τα πάντα στην ανασύνθεσή του. Συμβαίνουν βέβαια πράγματα, αλλά είναι ισχνά. Υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες που πραγματώνονται ελάχιστα. Η "αντι-κουλτούρα" είναι μονάχα μια λέξη. Για μένα η ερώτηση πάνω σ' αυτό το θέμα είναι τόσο κρίσιμη όσο και αυτή που αφορά τη θέληση και την ικανότητα των ανθρώπων να εγκαθιδρύσουν μια αυτόνομη κοινωνία. Στα βάθος είναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια ερώτηση(11).
Παρ' όλα αυτά, αυτό που διαδραματίζεται στη σύγχρονη κοινωνία, ταυτόχρονα "θετικά" και "αρνητικά" -- η αναζήτηση νέων ανθρώπινων σχέσεων, η πρόσκρουση πάνω στο τείχος που αποτελεί το πεπερασμένο του "δια θεσμού κόσμου" -- μου φαίνεται ότι προσφέρει μια βάση σε ό,τι ανέκαθεν σκεφτόμουν για την "αξία" και τον κεντρικό στόχο μιας νέας κοινωνίας. Πρέπει να τελειώνουμε με τις "αλλαγές του κόσμου" και τα εξωτερικά έργα και πρέπει να αντιμετωπίσουμε σαν κύριο σκοπό την ίδια μας τη μεταμόρφωση. Μπορούμε να δούμε μια κοινωνία που δεν θα βάζει σαν στόχο της ούτε την κατασκευή πυραμίδων ούτε τη λατρεία του θεού ούτε την κυριαρχία και την κατάκτηση της φύσης, αλλά το ίδιο το ανθρώπινο ον , που δεν θα ήταν ανθρώπινο αν δεν ήταν κάτι παραπάνω από ανθρώπινο.
Γ.Μ.: Μπορείτε να διευκρινίσετε;
Κ.Κ.: Είμαι πεπεισμένος ότι το ανθρώπινο ον έχει ένα τεράστιο δυναμικό που έχει μείνει ώς τώρα τερατωδώς περιορισμένο. Η κοινωνική κατασκευή του ατόμου σε όλες τις γνωστές κοινωνίες συνίστατο μέχρι τώρα σε μια καταπίεση, περισσότερο από ακρωτηριαστική, της ριζικής φαντασίας της ψυχής μέσω της υποχρεωτικής και βίαιης επιβολής μιας δομής "διάνοιας", που είναι η ίδια αφάνταστα μονόπλευρη και ειδικά προσανατολισμένη. Ωστόσο, δεν υπάρχει σ' αυτό καμιά "ενδογενής αναγκαιότητα", άλλη από το έτσι-είναι των ετερόνομων θεσμών της κοινωνίας.
Στο "Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία", μιλούσα για την αυτονομία με την ατομική έννοια, σαν εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Αυτή η σχέση δεν είναι η κυριαρχία του συνειδητού πάνω στο ασυνείδητο. Ξαναέπαιρνα τη διατύπωση του Φρόυντ, "οπου είμαι εγώ, αυτό πρέπει να αναδυθεί". Τούτο όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις απάτες που άνθισαν έκτοτε: Τις "φιλοσοφίες της επιθυμίας", τη βασιλεία της libido κλπ. Η κοινωνικοποίηση της ψυχής -- και απλώς η ίδια της η επιβίωση -- απαιτεί την εκ μέρους της αναγνώριση και αποδοχή του γεγονότος ότι η επιθυμία στην πραγματική έννοια της λέξης, η πρωταρχική επιθυμία, είναι απραγματοποίητη. Και η παραδοχή αυτή επιτεύχθηκε πάντα στις ετερόνομες κοινωνίες με την επιβολή απαγόρευσης στην παράσταση, με τη δέσμευση της αναπαραστατικής ροής, της ριζικής φαντασίας. Συνοψίζοντας, η κοινωνία εφάρμοσε ανάποδα το ίδιο το σχήμα λειτουργίας του πρωταρχικού ασυνειδήτου: Στην "παντοδυναμία της ασύνειδης σκέψης" απάντησε προσπαθώντας να πραγματοποιήσει την ανικανότητα αυτής της σκέψης, δηλαδή της σκέψης σαν μόνο μέσο περιορισμού των πράξεων. Τούτο πηγαίνει πολύ μακρύτερα από το "αυστηρό και σκληρό υπερ-εγώ" του Φρόυντ. Πραγματοποιήθηκε πάντοτε μέσω ενός ακρωτηριασμού της ριζικής φαντασίας της ψυχής. Είμαι πεπεισμένος ότι απ' αυτή την άποψη πολύ σημαντικές μεταβολές είναι δυνατό να αναβιωθούν και να πραγματοποιηθούν. Υπάρχει, και είναι στο χέρι μας να τη φτάσουμε, απέραντα περισσότερη αυθορμησία και απέραντα περισσότερη διαύγεια απ' όσο μπορούμε να φτάσουμε σήμερα. Και τα δύο όχι μόνο δεν είναι ασυμβίβαστα, αλλά το ένα απαιτεί το άλλο.
Γ.Μ.: Μιλάτε σαν ψυχαναλυτής ή με βάση κοινωνιολογικές και ιστορικές θεωρήσεις;
Κ.Κ.: Και τα δύο. Εξ άλλου είναι αξεδιάλυτα. Αλλά αυτό που βλέπω στην εμπειρία μου σαν αναλυτής με ωθεί όλο και περισσότερο σ' αυτή την κατεύθυνση. Είμαι εξαιρετικά εντυπωσιασμένος όταν βλέπω πόσο λίγο πραγματοποιούμε αυτό που είμαστε. Καθώς επίσης όταν παρατηρώ σε μια ψυχανάλυση που γίνεται πραγματικά τον φυλακισμένο που ξεσφίγγει βαθμηδόν τα δεσμά στα οποία είχε εμπλακεί, για να απελευθερωθεί τελικά απ' αυτά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Peyrefilte: Γκωλικός υπουργός Παιδείας το Μάιο του '67. Το βιβλίο του για την Κίνα πουλήθηκε σε 700.000 αντίτυπα. Ο συγγραφέας εξηγεί μέσα σ' αυτό ότι ο μαοϊσμός είναι άριστος για τους Κινέζους, οι οποίοι στερούνται δημοκρατικής παραδόσεως, ενώ φυσικά θα ήταν μάλλον κακός για μας.
2. Solers, Kristeva: Παριζιάνοι διανοούμενοι "ακροβάτες" που διατύπωναν για την Κίνα τα ίδια με τον Peyrefilte, αλλά από "επαναστατική" σκοπιά.
3. Ανάκτορο των Ηλυσίων: Κατοικία του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας.
4. Ecole Normale: Ανώτατη σχολή στη Γαλλία, οι απόφοιτοι της οποίας αποτελούν μια από τις οιονεί κάστες της γαλλικής πνευματικής και πανεπιστημιακής κοινωνίας.
5. Πρβλ: "Sur le contenu du socialisme, III" (1957), "Proletariat et organisation. I" (1957), "Le mouvement revolutionnaire sous le capitalisme moderne" (1960-61), "La question de l' histoire du mouvement ouvrier" (1973), ανατυπωμένα τώρα στο L' experience du mouvement ouvrier, vol. 1 et 2 (ελλ. μετφρ.: Η πείρα του εργατικού κινήματος, τόμοι 1 και 2) και Capitalisme moderne et revolution, vol. 2, ed. 10/18.
6. Πρβλ: "Le mouvement revolutionnaire sous le capitalisme moderne", όπ.
7. Ο άλλοτε εκδοτικός οίκος Grasset, αγορασμένος σήμερα από το μεγάλο τραστ τύπου Hachette, εκδότης των πιο θορυβωδών και των πιο θλιβερών "νέων φιλοσόφων".
8. (Σημείωση Κ.Κ.) Συμπυκνώνω εδώ και σε ό,τι ακολουθεί ιδέες που αναπτύσσω πάνω στην πολιτική σε ένα έργο που βρίσκεται στο στάδιο της συγγραφής. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει περισσότερες πληροφορίες για το θέμα στη νέα εισαγωγή στο Contenu du socialisme, ed. 10/18.
9. "Κατάσταση ιδεώδους επικοινωνίας": Είναι μια αναφορά στον Habermas.
10. "L' exigence revolutionnaire", Esprit, Fevrier 1978.
11. Πρβλ: "Transformation sociale et creation culturelle" στο Le contenu du socialisme, όπ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)