Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Έχει και η Ιστορία την ιστορία της...

Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Η σύγχρονη ιστοριογραφία είναι αντικειμενικότερη  από την παραδοσιακή. Αυτό το εξηγεί πολύ ωραία  ο Αντώνης Λιάκος με τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο να ρωτάμε τις πηγές και το να τις αφουγκραζόμαστε. Οι παλιότεροι ιστορικοί ρωτούσαν τις πηγές, δηλαδή υπέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο τις απαντήσεις. Οι νεότεροι τις αφουγκράζονται που σημαίνει ότι τις διαβάζουν  ενάντια στο ρεύμα της δικής τους εποχής
Η σύγχρονη ιστοριογραφία είναι αντικειμενικότερη από την παραδοσιακή. Αυτό το εξηγεί πολύ ωραία ο Αντώνης Λιάκος με τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο να ρωτάμε τις πηγές και το να τις αφουγκραζόμαστε. Οι παλιότεροι ιστορικοί ρωτούσαν τις πηγές, δηλαδή υπέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο τις απαντήσεις. Οι νεότεροι τις αφουγκράζονται που σημαίνει ότι τις διαβάζουν ενάντια στο ρεύμα της δικής τους εποχής
Φοβάμαι πως η εξαιρετική νηφαλιότητα, η συστηματική μάλιστα αποφυγή πολεμικών τόνων, που διακρίνουν το βιβλίο του καθηγητή Αντώνη Λιάκου δεν θα διευκολύνουν τη συνεννόησή του μ΄ εκείνους που του επιτέθηκαν με αφορμή και τη συζήτηση για το περιώνυμο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού. ΄Ισα ίσα, αισθάνομαι πως αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα του ύφους του αναδεικνύουν καθαρότερα το χάσμα που χωρίζει τη δική τους αντίληψη περί του τι είναι Ιστορία από την αντίληψη της σύγχρονης ιστοριογραφίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την έκλειψη του ιστορισμού και την ανάδυση, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, της σχολής των Αnnales.
Η ουσία αυτού του βιβλίου βρίσκεται συμπυκνωμένη σε μια φράση από τον πρόλογο του συγγραφέα: «Κυρίως επιχειρεί το βιβλίο μια αλλαγή οπτικής: από το εξιστορούμενο αντικείμενο στο ιστορούν υποκείμενο». Ακούω θριαμβικούς αλαλαγμούς από την απέναντι όχθη: ορίστε, ο Λιάκος προδόθηκε από μόνος του και ξεσκέπασε και τους ομοίους του, Ρεπούση κ.λπ., λέει πως δεν τον νοιάζει η ιστορική αλήθεια, πως δεν υπάρχει καν ιστορική αλήθεια, υπάρχουν μόνον οι ιστορικοί, τα «ιστορούντα υποκείμενα», που μπορούν επομένως να γράφουν την Ιστορία όπως γουστάρουν ή όπως τους υπαγορεύουν οι πάτρονές τους, ο Σόρος φερ΄ ειπείν ή κάποιο σκοτεινό αμερικάνικο ινστιτούτο. Εδώ βρίσκεται το σπέρμα της παρεξήγησης, η θρυαλλίδα που πυροδοτεί εφόδους εναντίον ανεμόμυλων. Δεν ήταν τα συνωμοτικά σχέδια των αρχιερέων της παγκοσμιοποίησης ή η μεταμοντέρνα αυθαιρεσία που έφεραν την αλλαγή υποδείγματος στην ιστοριογραφία. Ούτε είπε κανείς ότι μπορούμε να αναπαριστάνουμε το ιστορικό παρελθόν κατά το συμφέρον μας ή κατά το δοκούν. Απεναντίας, η σύγχρονη ιστοριογραφία ξεκίνησε από έναν βαθύ προβληματισμό γύρω από τη φύση της ιστορικής γνώσης, έναν σκεπτικισμό για την αξιοπιστία του τρόπου που οι ιστορικοί αναπαριστούσαν ώς τότε το ιστορικό παρελθόν. Η παλιότερη ιστοριογραφία θεωρούσε ότι το παρελθόν ήταν «εκεί έξω», δεδομένο, περιμένοντας τον ιστορικό να το ανακαλύψει και να το εξηγήσει. Η νεότερη ιστοριογραφία αναγνωρίζει ότι ο ιστορικός δεν είναι ένας εξωτερικός παρατηρητής του παρελθόντος, αλλά ότι η εικόνα που σχηματίζει γι΄ αυτό το παρελθόν επηρεάζεται σημαντικά από τις έννοιες που χρησιμοποιεί, και οι έννοιες αυτές είναι συνάρτηση της εποχής του, είναι δηλαδή και αυτές ιστορικά καθορισμένες.
Πώς αποκτούμε γνώσεις για το ιστορικό παρελθόν; Μελετώντας τις πηγές, φυσικά. Αλλά οι πηγές, όταν δεν σωπαίνουν γι΄ αυτά που θέλουμε να μάθουμε, μιλούν μια γλώσσα που άλλοτε ξενίζει εμάς τους συγχρόνους, τόσο ώστε να δυσκολευόμαστε πολύ να την αποκωδικοποιήσουμε, και άλλοτε μας φαίνεται παραπλανητικά οικεία, όπως όταν ένας όρος, π.χ. ο όρος έθνος, αλλάζει σημασία από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη. Επομένως, ο τρόπος που «ανακρίνουμε» τις πηγές προδικάζει σε σημαντικό βαθμό τις απαντήσεις που θα πάρουμε, και ο τρόπος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ο τρόπος της δικής μας εποχής. Όταν π.χ. ρωτάμε «ποια ήταν η ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα ώς σήμερα;», θα βρούμε σίγουρα στις πηγές στοιχεία (ελληνική γλώσσα, χρήση του όρου ΄Ελληνας) τα οποία επιβεβαιώνουν αυτό που προϋποθέσαμε, ότι δηλαδή υπάρχει από την αρχαιότητα το ελληνικό έθνος όπως το εννοούμε σήμερα. Τις αντίθετες ενδείξεις είτε θα τις παραβλέψουμε είτε θα τις ερμηνεύσουμε έτσι ώστε να ταιριάζουν, έστω και με τη βία, στο σχήμα μας.
Νά γιατί η στροφή της ιστοριογραφίας από το εξιστορούμενο αντικείμενο στο ιστορούν υποκείμενο. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για περιφρόνηση των πηγών (πώς είναι δυνατό να γραφτεί Ιστορία ερήμην των πηγών;), αλλά για συνείδηση του γεγονότος ότι το ιστορικό παρελθόν αλλάζει ανάλογα με τη ματιά του ιστορικού, ότι «κατασκευάζεται» με τα εννοιολογικά εργαλεία που αυτός χρησιμοποιεί και, συνεπώς, δεν είναι δεδομέ νο μια για πάντα. Η ιστοριογραφία παρακολούθησε, έτσι, έναν γενικότερο προβληματισμό γύρω από τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της γνώσης που αποκτούμε με την παρατήρηση, προβληματισμό που σφράγισε στον 20ο αιώνα όλες τις κοινωνικές επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, ακόμη και τη φυσική. Δεν υπάρχει πια ο παντεπόπτης παρατηρητής, που καταγράφει αντικειμενικά ό, τι βλέπει, αλλά ένας παρατηρητής που ξέρει ότι αυτό που βλέπει εξαρτάται από την οπτική γωνία που επέλεξε για να προσεγγίσει το αντικείμενό του, το οποίο μπορεί από μια άλλη οπτική γωνία να φανεί διαφορετικό.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία απορρίπτει την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας. Σημαίνει όμως ότι απορρίπτει την απόλυτη, οριστική αλήθεια υπέρ μιας άλλης, που είναι μερικότερη, σχετικότερη και συνεχώς υπό αίρεσιν. Από μια πολύ σημαντική άποψη, μάλιστα, μπορεί κανείς να πει ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία είναι αντικειμενικότερη από την παραδοσιακή. Αυτό το εξηγεί πολύ ωραία ο Λιάκος με τη διάκριση που κάνει ανάμεσα στο να ρωτάμε τις πηγές και το να τις αφουγκραζόμαστε. Οι παλιότεροι ιστορικοί ρωτούσαν τις πηγές, δηλαδή υπέβαλλαν κατά κάποιον τρόπο τις απαντήσεις. Οι νεότεροι αφουγκράζονται τις πηγές, που σημαίνει ότι τις διαβάζουν ενάντια στο ρεύμα, τις συνήθειες, τις παραδοχές της δικής τους εποχής, ότι προσπαθούν να είναι δεκτικοί σε πράγματα που δεν περιμένουν να ακούσουν. Γιατί ξέρουν καλά αυτό που επιμένουν να αγνοούν οι περισσότεροι συγγραφείς «ρεαλιστικών» ιστορικών μυθιστορημάτων: ότι η ανεπίγνωστη και αθέλητη μεροληψία ενός σύγχρονου παρατηρητή μπορεί να τον κάνει να παραχαράξει το ιστορικό παρελθόν, με το να προβάλει σ΄ αυτό στάσεις, ιδέες, νοοτροπίες, αξίες και αισθήματα της δικής του ιστορικής περιόδου.
Η διαφορά ανάμεσα στην ιστοριογραφία που ρωτάει τις πηγές και την ιστοριογραφία που τις αφουγκράζεται ορίζει και μια διαφορά του σκοπού της ιστορικής έρευνας. Η παράδοση του ιστορισμού προσπαθούσε να εξηγήσει το παρελθόν. Η νεότερη ιστοριογραφία προσπαθεί να το νοηματοδοτήσει: να ανακαλύψει το νόημα που έδιναν οι άνθρωποι μιας εποχής σ΄ αυτά που έκαναν, το νόημα που είχε για εκείνους αυτό που έγινε. Από μια άποψη, αυτό συνιστά περιορισμό της εμβέλειας της σύγχρονης ιστοριογραφίας: δεν υπάρχει πια ιστορικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει κάποιο βαθύτερο ή «ανώτερο», ενιαίο νόημα της ιστορικής κίνησης. Από μια άλλη άποψη όμως έχουμε να κάνουμε με μια πράξη απελευθέρωσης: το παρόν δεν είναι πια αναγκασμένο να λογοδοτεί συνεχώς στο παρελθόν, να συνεχίζει σ΄ έναν δρόμο προκαθορισμένο από εκείνο.
Ο Λιάκος έχει πλήρη συνείδηση ότι και αυτή η προσέγγιση της Ιστορίας μπορεί να οδηγήσει, ήδη μάλιστα οδηγεί εδώ κι εκεί, σε στρεβλώσεις, σε νέους δογματισμούς, σε εκφυλιστικές χρήσεις της σχετικοποιημένης και μερικευμένης ιστορικής αλήθειας. Μιλάει π.χ. για την πραγματικά μεταμοντέρνα αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος που σχηματίζουν οι σύγχρονοι τουρίστες, με το να διατρέχουν τις ιστορικές περιόδους όπως ένα θεματικό πάρκο με στοιβαγμένα μνημεία των πιο διαφορετικών εποχών. Μιλάει για τις ταυτοτικές ομάδες οι οποίες επιχειρούν να απολυτοποιήσουν τη δική τους αλήθεια, που έφερε στο φως η νεότερη ιστοριογραφία. Δεν είμαι βέβαιος ότι έχει κάποια συγκεκριμένη πρόταση για την αναχαίτιση τέτοιων τάσεων. Λέει, αρκετά επιφυλακτικά είναι αλήθεια, ότι, εφόσον οι άνθρωποι μπορούν να μετέχουν σε διαφορετικές ταυτότητες, είναι δυνατό να υπάρξει μια συνομιλία διαφορετικών ιστορικών λόγων χωρίς κανένας από αυτούς να χάσει την αυτονομία του. Αυτό όμως είναι μια μάλλον ευχολογική απάντηση και ο Λιάκος το ξέρει. ΄Ενας τέτοιος διάλογος προϋποθέτει ότι κάθε ταυτοτική κοινότητα έχει προχωρήσει σε μια κριτική επεξεργασία του ιστορικού παρελθόντος της. Και οι εμπειρίες των ημερών μας, η ίδια η συζήτηση για το βιβλίο Ιστορίας, δείχνουν ότι ακόμη και σε ανοιχτές, υποτίθεται, κοινωνίες εκδηλώνονται ισχυρές και μαζικές αντιστάσεις σε μια τέτοια επεξεργασία. Γι΄ αυτό ο Λιάκος λέει ότι υπάρχει και στην ιστορία κάτι ανάλογο των «κομμάτων του δημοκρατικού τόξου», όπως αποκαλούνται στην Ιταλία, και ότι πέρα από αυτό δεν νοείται διάλογος. Αλλά τα «δημοκρατικά τόξα» έχουν σήμερα παραφυάδες που μπορεί να συναντιούνται με τις ρίζες της άλλης πλευράς. Το ζήτημα, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι κοινωνικό και πολιτικό, όχι ακαδημαϊκό.
Μου μένει μια τελευταία παρατήρηση, που δεν θα την ονόμαζα ένσταση, αλλά ανησυχία μου ή και αμηχανία μου. ΄Οσο ορθό, όσο πρέπον και αν είναι να αναζητούμε το νόημα των ιστορικών γεγονότων μέσα στα συμφραζόμενα της εποχής τους, η ανθρώπινη φύση, για να χρησιμοποιήσω μια παλιομοδίτικη, αλλά πολύ ζόρικη για να πεθάνει έννοια, δεν παύει να ζητάει μια ολιστική ερμηνεία του κόσμου και της ιστορικής εμπειρίας, σαν αυτή που προσφέρει ο μύθος. Κάτι λέει ο Λιάκος στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του για την ομοιότητα της ιστορίας με τον μύθο...


Οι διανοητές συνέβαλαν στη νίκη του σκοταδισμού

1 σχόλιο:

Ντιάνα Η. είπε...

Αυτό το βιβλίο φερ ειπείν του κ. Λιάκου θα έπρεπε να το διδαχθούν σε σεμινάριο οι δάσκαλοι πριν αναλάβουν την διδασκαλία ενός νέου εγχειριδίου ιστορίας. Αν δεν ερμηνεύσουν αυτοί πρώτα την Ιστορία με βάση αυτή την θεώρηση πώς είναι δυνατόν να την διδάξουν.

"Πώς αποκτούμε γνώσεις για το ιστορικό παρελθόν; Μελετώντας τις πηγές, φυσικά. Αλλά οι πηγές, όταν δεν σωπαίνουν γι΄ αυτά που θέλουμε να μάθουμε, μιλούν μια γλώσσα που άλλοτε ξενίζει εμάς τους συγχρόνους, τόσο ώστε να δυσκολευόμαστε πολύ να την αποκωδικοποιήσουμε, και άλλοτε μας φαίνεται παραπλανητικά οικεία, όπως όταν ένας όρος, π.χ. ο όρος έθνος, αλλάζει σημασία από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη. Επομένως, ο τρόπος που «ανακρίνουμε» τις πηγές προδικάζει σε σημαντικό βαθμό τις απαντήσεις που θα πάρουμε, και ο τρόπος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ο τρόπος της δικής μας εποχής."

Χαίρομαι πολύ γι αυτήν την παράγραφο. Είναι αυτό που λέμε το πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής την οποία μελετάμε, το οποίο φυσικά διαφέρει από το δικό μας.

Κατά κάποιο τρόπο αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ιστορούν υποκείμενο. Και σε αυτό, ο κλάδος της γλωσσολογίας- λεξικολογίας > εξέλιξη της σημασίας μιας λέξης διαχρονικά- είναι σημαντικό εργαλείο του μελετητή ιστορικού.