Toυ Νικόλα Σεβαστάκη
Ήταν θέμα χρόνου και αφορμής, λένε, για να ξεσπάσει η εξέγερση και ο κοινωνικός πόλεμος ανάμεσα στους παρίες και σε μια κοινωνική και πολιτική τάξη που τη βιώνουν ως άρνηση της αξιοπρέπειάς τους και στιγματισμό της ύπαρξής τους. Το ότι αυτό συνέβη στη ρεπουμπλικανική και «κοινωνική» Γαλλία και όχι σε κάποιο προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Εδώ και πολλά χρόνια, η διάλυση κοινωνικών και πολιτικών συμβολαίων, η διάβρωση της Δημοκρατίας από τον καπιταλιστικό υπερδυναμισμό, η κρίση της εγγράμματης κουλτούρας που γονιμοποίησε ιδεολογίες και ουτοπίες επεκτείνονται παντού και δεν γνωρίζουν σύνορα. Τα όποια ηθικά και θεσμικά αντίβαρα στις τάσεις ανομίας που συνοδεύουν την επίταση των «εκσυγχρονισμών» δεν στηθήκαν ικανά να συγκρατήσουν στοιχειωδώς ανθεκτικούς κοινωνικούς δεσμούς. Έτσι, ακόμα και σε μια κοινωνία με ισχυρές εφεδρείες πολιτικοποίησης και οργανωτικούς ιστούς, σε μια χώρα που διατηρεί αποθέματα συλλογικής δράσης με περιεχόμενο, αποκαλύπτεται το βάθος μιας κρίσης με πολλαπλές όψεις: κοινωνικές αλλά και ανθρωπολογικές, υλικές και ηθικές συγχρόνως.
Όσοι πάντως έσπευσαν να μιλήσουν για έλλειμμα πολυπολιτισμικότητας και να ενοχοποιήσουν το «γαλλικό μοντέλο» και τον πολιτικό του εθνικισμό, μάλλον διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Γιατί αυτό που βλέπουμε σήμερα στις γαλλικές πόλεις είναι προϊόν των ανεκπλήρωτων και τραυματισμένων υποσχέσεων μιας κοινωνικής και λαϊκής Republique και όχι συνέπεια κάποιου, υποθετικώς ενιαίου και υπερβατικού, ‘γαλλικού μοντέλου’. Αυτό που βλέπουμε είναι καρπός μιας ελιτίστικης, αλαζονικής και επιρρεπούς στο φιλελεύθερο μάνατζμεντ πολιτικής αντίληψης, μιας άποψης που θέλει, εδώ και χρόνια, να τελειώνει με τη «γαλλική εξαίρεση» και να προσεγγίσει, επιτέλους, την αμερικανική εμπειρία. Και η ειρωνεία είναι ότι η αμερικανική εμπειρία ( το όραμα του Σαρκοζί αλλά και μιας μερίδας της φιλελεύθερης αριστερής διανόησης) ήλθε από εκεί που δεν το περίμεναν οι ελίτ: ήλθε από τα κάτω, από το γκέτο και τις πόλεις του μπετόν που περιβάλλουν τη μητρόπολη.
Τα χαρακτηριστικά της εξέγερσης φανερώνουν, πράγματι, μια τεράστια απόσταση από τον παραδοσιακό γαλλικό «κώδικα αναταραχής» όπως τον αποκαλούσε ο Τοκβίλ. Ένας καταστροφισμός και μια συλλογική ενέργεια χωρίς πλαίσιο και ορίζοντες προσδοκιών. Μια εξέγερση χωρίς κείμενα – εκτός από τις συνεννοήσεις του ίντερνετ-, χωρίς αφίσες και συνθήματα, χωρίς συνελεύσεις, πορείες, εκπροσώπους ή ‘γραφεία τύπου’. Μια εξέγερση χωρίς πολιτική, χωρίς καν ιδεολογική πρόφαση.
Δεν είναι τυχαίο που αυτές τις νύχτες δεν καίγονται τόσο σύμβολα του πλούτου ή της δομικής ισχύος του «συστήματος» αλλά οι πόροι της ίδιας της συνοικιακής ζωής, το σχολείο, ο παιδικός σταθμός, το αυτοκίνητο ή το μαγαζί του γείτονα. Η βία στράφηκε κυρίως κατά των όσων συμβολίζουν την καθημερινότητα, το άμεσο οπτικό περιβάλλον μιας γενιάς που ζει και η ίδια την αμεσότητα των επιθυμιών της, την απόσχιση από την ιστορία. Ακόμα και το αντι-αστυνομικό μένος δεν φαίνεται εδώ να εκφράζει την επίθεση σε έναν «κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους» αλλά μια βεντέτα με εκείνους που μπλέκονται στην ίδια καθημαγμένη επικράτεια, στο ίδιο δίκτυο της αλληλο-επιτήρησης και της αμοιβαίας πρόκλησης. Εξ ου και η απουσία ελπίδας και η παντελής έλλειψη ουτοπικών στοιχείων σε αυτή τη νέα σκηνή της μητροπολιτικής εχθρότητας. Ως εάν στον κυνισμό και στην αποστασία των ελίτ ανταποκρίθηκε το αντι-όραμα του πλήθους και η δική του απόσχιση από τα νεκρά συμβόλαια. Και το ερώτημα για την αριστερά παραμένει σκληρό και αδυσώπητο: πότε θα ανασυσταθεί ένας λαός εκεί που σήμερα προβάλλει η αυτοκαταστροφή των «αθλίων» και η αυτοσυντήρηση των δημαγωγών;
Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2005
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου