Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2007

Μπαμπά τι δουλειά κάνεις;

editorial

στο περιοδικό Parallaxi

(...και η συζήτηση ανοίγει και πάλι)

Στην ερώτηση αυτή κλήθηκα πολλές φορές να απαντήσω, καθώς αδυνατώ να κατατάξω τον εαυτό μου με σαφή τρόπο στην κατηγορία δημοσιογράφος. Για την Ένωση Συντακτών δεν υπήρξα ποτέ δημοσιογράφος, καθώς η ένταξη μου στην κατηγορία των μελών της εμποδίστηκε δύο φορές διότι θεωρήθηκα ανεπαρκής για τον τίτλο. Δεκαεννιά χρόνια ακριβώς συμπληρώνω σε αυτή τη δουλειά τον Αύγουστο και έχοντας δουλέψει σε όλα τα μέσα: εφημερίδα, τηλεόραση ραδιόφωνο και περιοδικό και σχεδόν σε όλες τις θέσεις, από συντάκτης ύλης και ανταποκριτής μέχρι αρχισυντάκτης και διευθυντής ενθέτου κυριακάτικης εφημερίδας, δεν κατανόησα ποτέ στην πραγματικότητα ποια είναι τα ουσιαστικά κριτήρια του να ονομάζεται κάποιος επίσημα δημοσιογράφος. Για τις Ενώσεις συντακτών, ας πούμε, μπορεί να είναι το να αντιγράφει κανείς τα προγράμματα της τηλεόρασης σε ένα τηλεπεριοδικό ή να σηκώνει το τηλέφωνο και να πληροφορείται δυο κουτσομπολιά για τις σελίδες της Εσπρέσο! Από την άλλη γνωρίζω δεκάδες συναδέλφους που έδωσαν μάχες από εφημερίδες και μικρόφωνα, δίνοντας αληθινό νόημα στον όρο δημοσιογραφία και εξακολουθούν με γελοίες δικαιολογίες, σκοπιμότητες και αφορμές να βρίσκονται εκτός της επίσημης οικογένειας, θεωρούμενοι διασκεδαστές και όχι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Όχι πως με ένοιαξε και ποτέ που δεν έγινα ποτέ μέλος αυτής της τόσο παρεξηγημένης οικογένειας, μονάχα κάτι χρόνια πεταμένων κρατήσεων στο Ταμείο των δημοσιογράφων, που στέρησαν από τα παιδιά μου τις νόμιμες χαρές μιας κατασκήνωσης ή ενός καλύτερου ιατροφαρμακευτικού φορέα, αλλά δεν βαριέσαι. Ο καθένας κρίνεται από την ιστορία και τα απαρχαιωμένα μυαλά κάποτε βρίσκουν τη θέση τους, μαζί με τα καταστατικά, στις σπηλιές της παλαιοντολογίας.

Τώρα για να επανέλθουμε στην ουσία αυτής της δουλειάς. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, ειδικά τέτοια εποχή που οι μεταγραφές στην τηλεόραση οργιάζουν, αν νιώθω κάποιου είδους επαγγελματικής συγγένειας με τα θεριά των δελτίων των οκτώ που βρίζονται, αγαπιούνται, απειλούν ή απλά εξαργυρώνουν δημόσια, για τα μάτια του κόσμου, τη φήμη τους. Αλλάζοντας στρατόπεδα, συζύγους, αφεντικά, ιδεολογίες, από σεζόν σε σεζόν. Νομίζω πως δεν έχω καμία σχέση έτσι και αλλιώς. Με τα χρόνια έμαθα να είμαι διστακτικός ακόμα και σε ανθρώπους φαινομενικά αψεγάδιαστους σε αυτό το χώρο. Αυτό που σήμερα σου δείχνει το δράμα του κόσμου στην Καμπούλ, αύριο να είσαι σίγουρος θα ξεπουληθεί για καμιά πενηνταριά χιλιάδες ευρώ διαφημίζοντας πολυτελή προϊόντα που παρήγαγαν τα ίδια χέρια των εργατών που έδειχνε να υποφέρουν.

Στη δημοσιογραφία, αυτήν την απόλυτα παρεξηγημένη έννοια, όλα είναι πιθανά. Το να δεις ένα ωραίο πρωί να βαφτίζεται συντάκτρια μια εμφανίσιμη νεαρή που μοιράστηκε το κρεβάτι ενός μεγαλοδημοσιογράφου, αλλά και το να δεις να βγαίνει από το γραφείο ενός επιχειρηματία ή πολιτικού με μια τσάντα γεμάτη λεφτά ένας συνάδελφος υπεράνω πάσης υποψίας.

Από την άλλη υπάρχει ένα νέο αεράκι σε τούτη τη δουλειά που με κάνει και νοιώθω πιο αισιόδοξος. Το ότι ο κόσμος, ας πούμε, διαβάζει κάθε μήνα ένα free press σαν αυτό, σε αριθμούς που δεν πουλάνε μαζί αθροιστικά ημερησίως οι δύο μεγαλύτερες εφημερίδες της πόλης και συζητάει τα θέματα του για βδομάδες, λέει κάτι. Το ότι τα θέματα του αναπαράγονται αυτούσια, επίσης λέει κάτι. Το ότι οι εφημερίδες που αλλάζουν πανικόβλητες θέλουν να μοιάσουν πια στα δωρεάν διανεμόμενα έντυπα και τη φρεσκάδα της ματιάς τους, μας δίνει δύναμη να πάμε παραπέρα. Σε δέκα χρόνια από τώρα, τα στερεότυπα γύρω από την παρεξηγημένη λέξη και έννοια δημοσιογράφος θα έχουν καταρρεύσει. Μαζί και όλοι εκείνοι οι σκουριασμένοι εγκέφαλοι που κατάντησαν αυτή τη δουλειά τον περίγελο του κόσμου. Πάμε παρακάτω.

Γιώργος Τούλας


Οι «μπλοκάκηδες» είναι bloggers;

Δεν υπάρχουν σχόλια: