Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Αγγελιοφόρος: "Γίναμε 10 χρόνων"- Δημήτρης Γουσίδης

Ο Δημήτρης Γουσίδης, πρόεδρος της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας - Θράκης και υπεύθυνος του Γραφείου Βόρειας Ελλάδας του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, ήταν ο πρώτος διευθυντής του «Αγγελιοφόρου».

Ο «Α» του ζήτησε ένα κείμενο για την ιστορία των πρώτων ημερών του φύλλου.

Το ξεκίνημα...

Η πρώτη ερώτηση ήταν εύλογη: Πώς είναι δυνατόν η δεύτερη πόλη της χώρας να μην έχει μια εφημερίδα; Δηλαδή, ο θάνατος ενός Θεσσαλονικιού πώς γίνεται γνωστός; Απάντηση, δυστυχώς, δεν υπήρχε. Πώς να δικαιολογήσεις τέτοια έλλειψη σε μια πόλη που προπολεμικά είχε οκτώ μεγάλες εφημερίδες, με ανταποκριτές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες· μια πόλη με φύλλα που έγραψαν ιστορία, όπως το «Φως», ο «Ελληνικός Βορράς», η «Μακεδονία».
Η δεύτερη ερώτηση ήταν αιφνιδιαστική: Μπορείς να κάνεις τον «Αγγελιοφόρο» πολιτική εφημερίδα; Σε αυτήν, όμως, ο Χρήστος Λαμπράκης πήρε απάντηση: του είπα «ναι» κι έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια και μια περιπέτεια, που ίσως θα έπρεπε να γραφτεί και στο βιβλίο Γκίνες. Μέσα σε δέκα ημέρες ο «Αγγελιοφόρος», μια εφημερίδα μικρών αγγελιών, έγινε πολιτικό φύλλο. Μέσα από ένα διαμέρισμα στη Μητροπόλεως 57 και από μια ομάδα δημοσιογράφων που αποφασίσαμε να μπούμε όλοι μαζί στην ίδια βάρκα.
Χωρίς καμία σειρά -και με τη βεβαιότητα ότι ξεχνώ κάποιους κι ας με συγχωρήσουν- αναφέρω τα ονόματα των «πιονέρων» με τους οποίους ξεκίνησε η ωραία αυτή περιπέτεια: Φωτεινή Στεφανοπούλου, Βούλα Κεχαγιά, Χρίστος Νικολαΐδης, Λάζαρος Θεοδωρακίδης, Χρύσα Νάνου, Γιάννης Καμήλαλης, Γιάννης Κοτσιφός, Κυριάκος Θωμαΐδης, Μάκης Βοϊτσίδης (ως Γ. Θαλάσσης -επειδή υπήρχε η εκκρεμότητα με τη «Μακεδονία», κάποιοι συντάκτες υπέγραφαν με ψευδώνυμα), Γιώργος Τραπεζανίδης (ως Γ. Σκλαβούνος), Πάρις Καλημερίδης (ως Π. Βενέτης), Βάσυ Μπέκα, Θάνος Καληώρας, Αλέκος Παπαδόπουλος, Μαρία Τραυλού, Μαριέττα Σταυράκη, Κατερίνα Αγοραστού, Δώρα Νομικού, Θόδωρος Μπούντας, οι αδελφοί Αβδελά. Υπήρχε, βέβαια, και το Γραφείο Αθήνας, με τον Παντελή Καψή, τον Βασίλη Τζανετάκο, το Θανάση Αντωνόπουλο, τον Νίκο Μαστροπαύλο, τον Λουκά Δημάκα, αλλά και με τον Μηνά Βιντιάδη και τον Δημήτρη Νίκα, που φρόντισαν για το μοντέρνο σχεδιασμό της εφημερίδας: δύο φύλλα, χάρη στο πρωτοσέλιδό τους, υπάρχουν σήμερα στο Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας της Φλόριδας στις ΗΠΑ.

Προετοιμάζοντας αυτό το κείμενο, ρώτησα τη Φωτεινή Στεφανοπούλου: «Τι θυμάσαι από εκείνες τις πρώτες μέρες;». Μου απάντησε: «Τι θες να πω, ότι δεν είχα καρέκλα να καθίσω;». Πράγματι, κανείς δε θα πίστευε ότι από εκείνο το διαμέρισμα της Μητροπόλεως 57 θα μπορούσε να βγει εφημερίδα. Με τους συντάκτες να κάθονται... εκ περιτροπής ή να στηρίζουν το χαρτί στον τοίχο για να γράψουν, με τις τηλεφωνικές συσκευές μετρημένες, να τις μοιράζονται όλοι. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, όμως, δημιουργήθηκε ένα σπάνιο δέσιμο μεταξύ των συναδέλφων, μια ομοψυχία αξιοζήλευτη, που δεν ξέρω αν μπορεί σήμερα να επιτευχθεί οπουδήποτε. Κι έτσι, υπήρχαν δεν υπήρχαν καθίσματα, κανείς δεν έφευγε -κανείς δεν ήθελε να φύγει! Ολοι εκεί, από το πρωί ώς το βράδυ, χωρίς ρολόι στο χέρι, με μικρά διαλείμματα για χαλάρωση, ίσως κι ένα ούζο στην Καλαποθάκη, αν και τις πιο πολλές φορές αρκούσε η μυρωδιά της πίτσας που μοιραζόμασταν τα μεσημέρια σε γραφεία και τραπέζια, για να συνεχίζουμε όλοι ακάθεκτοι ώς αργά το βράδυ.

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες μπήκαν οι βάσεις της εφημερίδας -και νομίζω ότι βάλαμε βάσεις καλές. Θελήσαμε να στήσουμε ένα φύλλο που να τηρεί στάση πολιτικής ουδετερότητας και να ρίχνει το βάρος στα κοινωνικά ζητήματα. Ταυτόχρονα, να είναι ανοιχτό στο κοινωνικό σύνολο της πόλης, υποδεχόμενο από όλους -στο πλαίσιο πάντα της δεοντολογίας- άρθρα, απόψεις, κείμενα για τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, την οικονομία της Θεσσαλονίκης. Αλλά και να έχει απαράβατες αρχές: αν και η οικονομική απώλεια υπολογίστηκε σε 350 εκατ. δρχ. το χρόνο, αρνηθήκαμε να δημοσιεύσουμε ροζ αγγελίες!

Οι προθέσεις όμως είναι προθέσεις και στις εφημερίδες μετράει το αποτέλεσμα. Οταν βγήκε το πρώτο φύλλο, στις 3 Σεπτεμβρίου 1996, η αγωνία μου ήταν τεράστια. Μεταξύ των άλλων, για να έχουμε και μια αποκλειστικότητα, απαραίτητη για το ξεκίνημα, είχαμε τραβήξει από τα μαλλιά... μια πληροφορία που έφερνε τον Γκάλη στον ΠΑΟΚ!

Εστειλα αμέσως την εφημερίδα στο δάσκαλο της δημοσιογραφίας Κώστα Νίτσο, παλιό διευθυντή στα «Νέα» και εκδότη του κορυφαίου περιοδικού «Θέατρο», ο οποίος και σήμερα, στα 87 του χρόνια, συνεχίζει να δουλεύει, και περίμενα το σχόλιό του. Μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Δημήτρη, τράβα μπρος». Ηταν απίστευτο πόσο με ενθάρρυνε αυτή η προτροπή.
Οσο κυλούσαν οι μέρες, οι πληροφορίες «από τους διαδρόμους» έλεγαν ότι και ο Λαμπράκης ήταν ευχαριστημένος. Επιβεβαιώθηκαν λίγο καιρό αργότερα, την επομένη των εκλογών, όταν δημοσιεύσαμε στην πρώτη σελίδα τις φωτογραφίες των δύο μονομάχων, Σημίτη και Εβερτ, με τον πρώτο να φαίνεται πιο ψηλός, ανάλογα με τα ποσοστά τους, και με κεντρικό τίτλο: «Νίκη της λογικής». Ο ευπατρίδης της δημοσιογραφίας Λέων Καραπαναγιώτης σχολίασε τότε: «Αυτός είναι σήμερα ο καλύτερος τίτλος απ' όλες τις ελληνικές εφημερίδες».
Τον ίδιο καιρό ήρθε και μια ενθαρρυντική επιστολή από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, με την ευκαιρία της έκδοσης, την οποία δημοσιεύσαμε -έπαιξε κι αυτή το ρόλο της στην ανταπόκριση του κοινού που αγκάλιαζε την εφημερίδα.

Ολα αυτά, βέβαια, ήταν κίνητρα για να προσπαθήσουμε ακόμη περισσότερο. Ρίξαμε ιδιαίτερο βάρος στο σαββατιάτικο φύλλο -σ' έναν καιρό που εφημερίδες του Σαββάτου δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Και υιοθετήσαμε μια αντίληψη που και πρωτότυπη ήταν και εκτιμήθηκε από το κοινό: τους θετικούς τίτλους στο πρωτοσέλιδο. Θέματα που δε θα επιβάρυναν το φορτισμένο από τη σύγχρονη πόλη και τα προβλήματά της αναγνώστη του Σαββατοκύριακου με επιπλέον άγχος, με γκρίνια ή με απαισιοδοξία. Οι κυκλοφορίες του σαββατιάτικου φύλλου έφτασαν σε ύψος ζηλευτό για τα σημερινά δεδομένα των εφημερίδων.
Το στήσιμο του «Αγγελιοφόρου» και ο πρώτος καιρός της λειτουργίας του -τότε που ακόμη το φύλλο τυπωνόταν στην Αθήνα κι ερχόταν αρχικά με το αεροπλάνο στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα με φορτηγά- ήταν για μένα μια πρόκληση από τις πιο μεγάλες αλλά και τις πιο ευχάριστες που αντιμετώπισα. Σήμερα, που τα πράγματα είναι διαφορετικά, με τα μεγάλα γραφεία, τις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις εκτύπωσης στο Σταυροχώρι του Κιλκίς, αναρωτιέμαι καμιά φορά πώς θυμούνται εκείνες τις πρώτες μέρες αυτής της συναρπαστικής περιπέτειας οι συνάδελφοι που ήταν και τότε, είναι και τώρα στην εφημερίδα. Φαντάζομαι όπως κι εγώ -τολμώ να το πω: με υπερηφάνεια.

Δημήτρης Γουσίδης

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωραία και... ρομαντικά μας τα είπε ο κ. Γουσίδης για τον Αγγελιοφόρο. Πρόκειται για μια εφημερίδα που προσπαθεί να κρατήσει μια ποιότητα γραφής. Ωστόσο, καλό θα είναι σήμερα τα μέλη της ΕΣΗΕΜΘ και της ΕΣΗΕΑ να μη σκέφτονται για λίγο πόσο βολεμένοι είναι οι ίδιοι έχοντας ήδη μπει μέσα στον προστατευτικό σάκο της Ένωσης. Καιρός είναι να κοιτάξουν λίγο και τους νέους δημοσιογράφους. Τα παιδιά που δουλεύουν ώρες, αμοίβονται με ψίχουλα, δέχονται απογοητεύσεις και ενώ τα κείμενά τους διαβάζονται, το μισθολόγιο και η πρόσληψη είναι άγνωστες λέξεις. Γιατί να το κάνουν αυτό -θα μου πείτε- οι βολεμένοι δημοσιογράφοι; Γιατί μόνο έτσι αυτός ο κλάδος θα πάει μπροστά. Όταν θα δίνει πραγματικές ευκαιρίες σε αυτούς που τις αξίζουν. Είναι ντροπή. Ξέρουν ποια είναι αυτά τα άτομα και τι αξίζουν. Ολοι διαβάζουμε καθημερινά τα κείμενα τους. Αλλιώς και ο Αγγελιοφόρος θα είναι ένα πυροτέχνημα... Μετά από μια πρόσκαιρη επιτυχία θα ακολουθήσει ο κατήφορος γιατί θα λείπει η νεανική ματιά και άποψη.

ANemos είπε...

Εχεις ΑΠΟΛΥΤΟ δίκιο...