Τον Γιάννη Μπουτάρη γνώρισα προσωπικά στον Μόλυβο της Λέσβου το1987, μόλις είχα αποφοιτήσει από το Λύκειο. Εκείνη την εποχή το κάθε τι «έγραφε» μέσα μου μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Αυτό με έκανε να μοιάζω με ένα σφουγγάρι που ρουφούσε κάθε πληροφορία χωρίς ιδιαίτερη διάκριση. Στην πορεία έγινε μεγάλο ξεσκαρτάρισμα. Πολλά πετάχτηκαν, πολλά εδραιώθηκαν. Υπήρχαν όμως και κάποια φυλαγμένα σ’ ένα «τρίτο δωμάτιο», αναξιοποίητα, αταξινόμητα, για τα οποία ενώ δεν μου δόθηκε η αφορμή να τα περάσω στον χώρο της αποδοχής, της αφομοίωσης, ωστόσο για έναν περίεργο λόγο δεν τα πετούσα κιόλας, γιατί οσφριζόμουν την αξία τους κι ας μην είχε ποτέ φανεί αξιοποιήσιμη σε μένα. Μια τέτοια περίπτωση ιδιαίτερου ανθρώπου, ήταν και ο Γ. Μπουτάρης για τον οποίο διατηρούσα στον νου μου ως ξεχωριστή εμπειρία, την συνάντηση και συναναστροφή μας, όχι μόνο εξαιτίας του κοινωνικού κύρους και της εξέχουσας κοινωνικά προσωπικότητάς του, αλλά κυρίως εξ αιτίας της περίεργης αίσθησης που σου δημιουργούν κάποιοι άνθρωποι που μέσα στο βλέμμα και την αύρα τους φανερώνουν «κρυφίως» μια ποιότητα μεγαλύτερη απ’ το κοινό μέτρο. Είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν μεγάλο άνδρα, Έλληνα θα τολμούσα να πω, χωρίς να θέλω να μειώσω το εύρος της οικουμενικότητας της συνείδησής του, χρησιμοποιώντας τον όρο «Έλληνας» με την ευρύτερη παλιά έννοια του Ρωμιού, του ανθρώπου που δεν περιφέρει εθνικιστικά, στενά και ανόητα αυτήν την ταυτότητα, αλλά που την τιμά με ακριβώς τον αντίθετο τρόπο, φέροντάς την μέσα στο δημιουργικό, αγωνιστικό, ελεύθερο, ευρύ και φιλοπρόοδο πνεύμα του.
Αυτήν την αόριστη αλλά συμπαγή εικόνα κατά καιρούς εισέπραττα αναφορικά προς το πρόσωπό του, άλλοτε επισκεπτόμενη τον πανέμορφο ξενώνα που έφτιαξε στο Νυμφαίο, άλλοτε μέσα από πληροφορίες για την προσωπική του δράση στον «Αρκτούρο» και για τον τρόπο που διαχειρίστηκε προβλήματα που έχουν να κάνουν με την προσωπική ελευθερία (επαφή με Α. Α.) και συχνά ακόμα και από την γεύση πού έχει το μεράκι στο προϊόν με το οποίο όλοι τον έχουμε ταυτίσει, το κρασάκι.
Δεν τον συνάντησα ποτέ έκτοτε. Είναι όμως σαν να τον συναντούσα. Εδώ και 5 χρόνια ζω στην Αθήνα. Η σχέση μου με τα κοινά είναι από συνειδητή επιλογή – ίσως εξ αιτίας της απογοήτευσης – σχεδόν ανύπαρκτη. Μόλις και μετά βίας πληροφορήθηκα την ενασχόλησή του τα τελευταία χρόνια με τα κοινά της πόλης. Στην αρχή εξεπλάγην μια και δεν έχει σχεδόν ποτέ πέσει στην αντίληψή μου η περίπτωση ανθρώπου ο οποίος να επιλέξει να εισέλθει στον επίσημο πολιτικό χώρο με ανιδιοτέλεια, αξιοπρέπεια, καθαρότητα και πραγματικά αγνή διάθεση. Από διαίσθηση και για όλους τους λόγους που ανέφερα παραπάνω στην περίπτωση του Γ. Μπουτάρη, αισθάνομαι αισιόδοξη για το ότι ίσως όλα αυτά του τα χαρακτηριστικά στην επαφή τους με τον αλλοτριωμένο χώρο της πολιτικής δεν θα λειτουργήσουν όπως το νερό με τη φωτιά, ή τουλάχιστον αν πρόκειται κάτι απ’ τα δύο να εξουδετερωθεί, αυτό θα είναι όχι η ακεραιότητα του προσώπου, αλλά το πολιτικό εγχείρημά του. Άλλωστε πληροφορήθηκα ότι αυτό ως έναν βαθμό συνέβη, εφόσον η «χυλόπιτα» δόθηκε εξ αρχής από τα διάφορα κόμματα της Αριστεράς που κάλεσε να τον στηρίξουν σ’ ένα πνεύμα συνασπισμού.
Η προσωπική μου πολιτική τοποθέτηση ίσως δεν αφορά στον χαρακτήρα αυτών των δηλώσεων που σχετίζονται με την πολιτική δράση του Γ. Μπουτάρη, όμως για λόγους εντιμότητας οφείλω να την καταθέσω σαν ένα μήνυμα και στον ίδιο και στον κόσμο που τον στηρίζει με την ψήφο του και ελπίζει στην δράση του. Αυτή μου λοιπόν η τοποθέτηση – μια και η δική μου δράση άπτεται του καλλιτεχνικού, μουσικού χώρου – βρίσκει τέλεια ανταπόκριση στους στίχους του Ν. Γκάτσου στο τραγούδι «Κεμάλ» του Μ. Χατζηδάκη: «Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί … Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ». Δεν θα ‘θελα σε καμία περίπτωση αυτό να εκληφθεί ως προτροπή παραίτησης ή απελπισίας. Πρέπει όμως να ξέρουμε με τι πολεμάμε και ότι για να αλλάξει αυτός ο κόσμος πρέπει ακριβώς να σταματήσει η «φωτιά και το μαχαίρι», δηλαδή η στείρα πολιτική αντιπαράθεση. Τις ελάχιστες φορές που πέφτει το βλέμμα μου σε δηλώσεις ή προεκλογικές εξαγγελίες διαφόρων πολιτικών που σχεδόν πάντα ούτε καν γνωρίζω, παρακολουθώ μέσα μου μια ουτοπική λαχτάρα να δω έστω και έναν, έστω και σε μια του κουβέντα, να περιλαμβάνει ένα πνεύμα ταπεινότητας, συγγνώμης, συμπάθειας, ευθύνης, μετάνοιας προς τον κόσμο που απευθύνεται, για το χάλι που ο χώρος του σε συνεργασία ή αντιπαράθεση με τους όποιους αντιπάλους, χρεώνει ασταμάτητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αντί για αυτό, βλέπω μόνο διάθεση αυτοδικαίωσης, κατηγορητήρια και υπερφίαλες υποσχέσεις διαφημιστικού τύπου: «Αγοράστε την οδοντόκρεμά μας και θα αποκτήσετε δόντια πιράνχας!»
Ίσως φτάσαμε σ’ ένα σημείο που είναι απολύτως αναγκαίο και έχει προτεραιότητα να δούμε μπροστά στα μάτια μας έναν άνθρωπο – στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού – έντιμο και καθαρό στον χώρο της πολιτικής και η δράση του ας είναι η ελάχιστη στο νοικοκύρεμα αυτού του τόπου. Αρκεί να μη μας πει ψέματα και να μας μεταδώσει το αίσθημα ευθύνης που ο καθένας μας πρέπει να έχει προσωπικά, ώστε να σπάσει αυτός ο αντιδημοκρατικός κλοιός του «άρχοντος» που δεν ομολογεί την αδυναμία του σε σχέση με τα βαρύτατα προβλήματα του τόπου, εξαπατά με υποσχέσεις επίλυσης για να κερδίσει ψήφους και ύστερα ή αποδοκιμάζεται και λουσμένος όλες τις κατηγορίες καθαιρείται ή επανεκλέγεται μοιραία μέσα από την απελπισμένη λογική των ψηφοφόρων που πηγάζει από «το μη χείρον βέλτιστον».
Αυτά θα ήθελα να πω μια και μου δόθηκε η ευκαιρία και αφού ευχηθώ καλή επιτυχία στον αγώνα του Γ. Μπουτάρη, να του ζητήσω να διατηρήσει την εικόνα που έχω στο πρόσωπό του ανεξάρτητα απ’ την έκβαση του αγώνα και να μου επιτρέψει να πω ότι σ’ έναν χώρο όπου δυστυχώς καταντήσαμε να ταυτίζουμε τους νικητές με τους απατεώνες ίσως οι νικημένοι να μας είναι πιο χρήσιμοι, να μας εμπνέουν περισσότερο και να μας δίνουν το κουράγιο και την ελπίδα ότι κάποιες φορές όπως στην περίπτωση της Τροίας η πόλη κατακτιέται με «δούρειο ίππο» δηλαδή εμμέσως και όχι «με φωτιά και με μαχαίρι». Αυτός ο «δούρειος ίππος» στην περίπτωση του Γ. Μπουτάρη, είναι το να καθρεφτίζει ο ίδιος όσο πιο καθαρά γίνεται αυτά που πρεσβεύει είτε εμπλεκόμενος στον χώρο της Πολιτικής, είτε στο κρασί, στην συντροφιά, γενικά στο πρόσωπό του, ό,τι κι αν αυτός δημιουργεί, ό,τι κι αν προσφέρει.
Τον ευχαριστώ από καρδιάς που μου έδωσε την ευκαιρία να εμπνευστώ και να συντάξω τον πρώτο ίσως και τελευταίο μου πολιτικού περιεχομένου λόγο αφού έτσι και αλλιώς έχω επιλέξει να αγαπώ και να προσφέρω στην κοινωνία μέσα από άλλους δρόμους.
Λιζέτα Καλημέρη 23-9-2006
2 σχόλια:
Βρέθηκα τυχαία σ’ αυτό το Blog και με ιδιαίτερη χαρά ανακάλυψα το μεράκι, και το ενδιαφέρον για θέματα τόσο ουσιαστικά για όλους.
Το κείμενο της Λιζέτας Καλημέρη, μιας τραγουδίστριας που παρακολουθώ από τον καιρό του πρώτου της εξαιρετικού δίσκου, «Φωτιά κι αλμύρα» και που εκτιμώ για την σεμνή και σταθερή της πορεία σ ένα χώρο όπου χρειάζονται άμυνες γερές για να κρατηθείς, και θέλω λοιπόν, ν αφήσω αυτό το μήνυμα σαν ευχαριστώ γιατί επαλήθευσε με τον πιο ευγενικό τρόπο την αίσθηση που έχω πάντα ακούγοντας την να τραγουδά.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Κλέλια Πετρίδου
Λευκωσία
Σ' ευχαριστώ πολύ!
Χαίρομαι όταν βρίσκω συνταξιδιώτες που μας συνδέει έστω και ένα μικρό κείμενο, έστω κι ένα μικρό ταξίδι!
Καλή σου μέρα!
Δημοσίευση σχολίου