Από τον ΓΙΩΡΓΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ*
Στη μνήμη δύο ανθρώπων της πραγματικής παιδείας: Του Τάσου Χρηστίδη και του Κοσμά Ψυχοπαίδη
Με τις συνήθεις τυμπανοκρουσίες, έγινε η έναρξη του «Εθνικού Διαλόγου» για την Παιδεία. Ο υπογράφων είναι απαισιόδοξος: δεν πιστεύει ότι, σε μερικούς μήνες από τώρα, ο «διάλογος» θα έχει κάνει ουσιώδη βήματα· ούτε όμως και η παιδεία. Αυτό δεν συναρτάται μόνον με τις αγκυλώσεις του «Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας». Η αποτυχία, του προαναγγελθέντος διαλόγου, έχει βαθύτερες αιτίες.
Οι αλλαγές στην Παιδεία γίνονται με δύο τρόπους: είτε επειδή εκδηλώνεται μια ογκούμενη κοινωνική πίεση· είτε επειδή υπάρχει ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα, και η απόφαση να εφαρμοσθεί. Παράδειγμα της πρώτης περιπτώσεως αποτέλεσε η αύξηση των εισακτέων -και η συνακόλουθη ποσοτική έκρηξη της Ανωτάτης Παιδείας- τα τελευταία χρόνια. Παράδειγμα της δεύτερης περιπτώσεως υπήρξε η ριζική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, που συνόδευσε την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Σήμερα και οι δύο παράγοντες μοιάζει να απουσιάζουν. Η κοινωνική πίεση διοχετεύεται στο άγχος των εισαγωγικών εξετάσεων και τα οικονομικά βάρη των σπουδών· ενώ η κυβερνητική ευθύνη εξαντλείται σε πληκτικές επαναλήψεις για τη μεγάλη σημασία της παιδείας -ή του πολιτισμού, κατά περίπτωση. Ο προαγγελθείς λοιπόν «διάλογος» δίδει παράταση χρόνου στις πιεστικές εκκρεμότητες, ελάχιστα όμως είναι ορατοί κάποιοι δείκτες τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από μια ανούσια και αβαθή συζήτηση στη Βουλή, η ευάλωτη ίδρυση «ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων» απετέλεσε την αιχμή της συναινετικής μας πορείας προς το μέλλον.
Στη σημερινή Ελλάδα βέβαια, η έννοια του διαλόγου και της συναινέσεως εμφανίζεται περίπου ως πανάκεια. Οσο όμως αλυσιτελής αποδείχθηκε η συγγραφή νόμων σε περίκλειστα υπουργικά γραφεία, τόσο η υποκατάσταση της πολιτικής από «διαλόγους» είναι μια αμφίβολη μέθοδος προόδου. Το πρώτο ζητούμενο μιας αλλαγής είναι η ειλικρίνεια και η τόλμη. Επειδή αυτά λείπουν, ο διάλογος με όλους τους «φορείς» της εκπαιδεύσεως -άλλος όρος και τούτος!- μάλλον προώρισται να καταλήξει σε έναν ανώδυνο κοινό παρονομαστή. Την πραγματικότητα αυτή είναι δύσκολο να υπερκεράσουν ο σοβαρός συνάδελφος, που προεδρεύει του Συμβουλίου, και η καλή πολιτική προϊστορία της υπουργού Παιδείας.
Μια μεγάλη πάντως και απολύτως απαραίτητη μεταρρύθμιση στην Παιδεία -κι εδώ μιλούμε για την τριτοβάθμια- θα αποτελούσε η αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της. Η αναίρεση, δηλαδή, των παραγόντων που πληγώνουν το νόημα και την καθημερινότητά της. Μια παρόμοια επιδίωξη αγγίζει τον χώρο του αυτονόητου, και δεν προσδίδει ίσως δόξα στους πολιτικούς. Είναι όμως «εκ των ων ουκ άνευ» για τη μεταρρύθμιση που διαρκώς εξαγγέλλεται, και διαρκώς αναβάλλεται. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν άλλωστε πολλά καλά να επιδείξουν. Η βελτίωση της λειτουργίας τους θα έδιδε μια νέα ώθηση στην ορμή που απέκτησαν τα τελευταία χρόνια, και απειλεί ήδη η στασιμότητα.
Σε όσα ακολουθούν θίγονται λοιπόν, επιγραμματικά, ορισμένες από τις χρόνιες αδυναμίες της Ανώτατης Παιδείας. Ο ενήμερος αναγνώστης μπορεί να προσθέσει κι άλλες, δύσκολα όμως θα αφαιρέσει.
1. Η αμαρτωλή ισορροπία περί τα πανεπιστημιακά συγγράμματα:
Το εκπαιδευτικό και οικονομικό αυτό έγκλημα, έχει μακρά προϊστορία. Ενώ όμως υπάρχουν πολλές διέξοδοι, το σύστημα αντλεί τη δύναμή του από την αμαρτωλή ισορροπία που έχει αποκατασταθεί ανάμεσα σε καθηγητές, φοιτητές και εκδότες. Είναι λοιπόν καιρός το ένα και μοναδικό σύγγραμμα, που διανέμεται «δωρεάν», να παύσει να δηλητηριάζει τον πυρήνα της πανεπιστημιακής παιδείας. Ο προβληματισμός και η αναζήτηση αποτελούν εξ ορισμού καίρια χαρακτηριστικά της.
2. Ο εκφυλισμός των δημοκρατικών θεσμών:
Ο εκφυλισμός αυτός εκδηλώνεται σε πολλούς τομείς της πανεπιστημιακής ζωής. Βρίσκει όμως την κορύφωσή του στην εκλογή των πανεπιστημιακών αρχών, και ιδιαίτερα της πρυτανικής τριάδας. Η υψηλή συμμετοχή των φοιτητών εκπροσώπων -η κοινή γνώμη αγνοεί ότι εξισούται με εκείνη των καθηγητών!- οδηγεί σε κομματικές ή πελατειακές συναλλαγές, και σε διαφθορά φοιτητικών συνειδήσεων. Τον ίδιο εκφυλισμό εμφανίζει και η έννοια του ακαδημαϊκού ασύλου, που υπήρξε κάποτε ιερή. Σήμερα καλύπτει ποινικές και ηθικές αυθαιρεσίες και την αντιδημοκρατική συμπεριφορά κάθε πικραμένου -ή μη- φοιτητή.
3. Το μετέωρο βήμα των συμβασιούχων διδασκόντων:
Ενα μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών αναγκών στα ελληνικά πανεπιστήμια καλύπτεται από συμβασιούχους διδάσκοντες. Η γραφειοκρατία όμως, που συνοδεύει την έγκριση των συμβάσεων -ας σημειωθεί, μόνον, ότι ο αριθμός τους κοινοποιείται στα πανεπιστήμια μετά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους!- οδηγεί σε καταστάσεις οικονομικής και ακαδημαϊκής ταπείνωσης τους νέους και αξιόλογους αυτούς επιστήμονες. Η αναπάντεχη, μάλιστα, φετινή περικοπή των θέσεων έχει φέρει σε απόγνωση ανθρώπους και πανεπιστήμια. Από την άλλη, η ετεροαπασχόληση των μόνιμων καθηγητών διατηρείται πάντοτε ακλόνητη -υπό διαφορετικό κάθε φορά μανδύα.
4. Η αδυναμία προγραμματισμού:
Ενώ έχει σημειωθεί αναμφισβήτητη πρόοδος, ο προγραμματισμός των ελληνικών πανεπιστημίων εξακολουθεί ακόμα να εξαρτάται από τις διαθέσεις του εκάστοτε υπουργού ή την ένταση των οικονομικών δυσκολιών της χώρας. Στην ομηρία αυτή συντελεί και η έλλειψη αξιολόγησης. Είναι λοιπόν χρόνια εμπειρία, ότι θέσεις ή επενδύσεις περικόπτονται αιφνιδιαστικά, οι προϋπολογισμοί είναι μονίμως ελλειμματικοί, το διοικητικό προσωπικό έχει μεγάλες ελλείψεις. Τίποτα από όλα αυτά, ωστόσο, δεν λαμβάνεται υπόψη όταν πρόκειται να αυξηθεί ο αριθμός των φοιτητών ή να δημιουργηθούν νέα τμήματα, ανάλογα με τις τοπικές πιέσεις.
5. Η σχιζοφρενική φύση της αυτοτέλειας:
Τα ελληνικά πανεπιστήμια εξακολουθούν πάντοτε να ζητούν την πλήρη τους αυτοτέλεια, και η πολιτεία περιοδικώς να την υπόσχεται. Η σημερινή ισορροπία του συστήματος είναι ωστόσο διάτρητη. Τα πανεπιστήμια επικαλούνται ως μη ώφειλαν την αυτοτέλειά τους, για να καλύψουν και προσωπικές πολιτικές· όπως για παράδειγμα στα μεταπτυχιακά ή στην ίδρυση νέων τμημάτων. Από την άλλη, η πολιτεία καθορίζει τον αριθμό των φοιτητών και τον τρόπο επιλογής τους, ερήμην των πανεπιστημίων. Η αυτοτέλεια μετατρέπεται λοιπόν συχνά σε ασυλία -της πολιτείας ή των πανεπιστημίων, κατά περίπτωση.
6. Η ανάγκη μεταρρύθμισης των μεταρρυθμιστών:
Είναι απορίας άξιον ότι ενώ κάθε πραγματική μεταρρύθμιση θα απαιτούσε τη ριζική αναδιάρθρωση του ίδιου τού υπουργείου -και, φυσικά, τον διαχωρισμό του από τα «θρησκεύματα»- όλοι συζητούν και διαλέγονται περί την Παιδεία, και εκείνο αφήνεται στο απυρόβλητο. Κάθε σοβαρή αλλαγή θα προϋπέθετε εν τούτοις την ύπαρξη ενός υπουργείου Παιδείας με ευέλικτο και επιτελικό χαρακτήρα. Οσο εξακολουθεί να διατηρεί την παλαιολιθική δομή του, και το απίστευτο φάσμα των αρμοδιοτήτων του, κάθε προοπτική αλλαγής υπονομεύεται εκ των ένδον. Εννοείται ότι, ως πρώτο βήμα, το υπουργείο θα έπρεπε να αποβάλει τις κομματικές του εξαρτήσεις. Εδώ ασφαλώς θα ήταν χρήσιμη -όσο και ουτοπική- η γενικότερη συναίνεση.
Ας σημειωθεί ότι οι αδυναμίες που προαναφέρθηκαν, αν δεν αποτελούν πρωτοτυπία σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι όμως άγνωστες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Με τις οποίες, υποτίθεται, επιδιώκεται διακαώς η σύγκλιση.
Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει επί πολύ. Δεν αξίζει όμως. Εχω την αίσθηση ότι το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, χωρίς υπεκφυγές και θολές διατυπώσεις, μετά ή άνευ διαλόγου, είναι το μείζον: Θα εξακολουθήσει η Ανώτατη Παιδεία να είναι δημόσιο αγαθό, να αποτελεί ευθύνη και υποχρέωση της πολιτείας -ή θα διολισθήσει στις σφαίρες του ιδιωτικού και των επιχειρήσεων; Οι συγχορδίες που υπερασπίζονται τον δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας δεν είναι πια πειστικές. Δημιουργούν απλώς την εντύπωση ότι υπερασπίζονται τα κεκτημένα και τη λογική ισοπεδώσεως, που κυριάρχησε. Με τις σημερινές ωστόσο οικονομικές συνθήκες και τη διεθνή φορά των πραγμάτων, δεν χωρούν πια αυταπάτες. Για να παραμείνει δημόσιος ο χαρακτήρας της παιδείας, απαιτείται μια κολοσσιαία αλλαγή προτεραιοτήτων και νοοτροπίας· κι ακόμα, θυσίες στην καταναλωτική μας ευμάρεια, και ασυμβίβαστες τομές, που θα επιδιώκουν ποιότητα και βάθος. Αν σε αυτή και μόνον την ανάγκη κατέληγε συναινετικά ο Εθνικός Διάλογος, θα είχε προσφέρει μέγιστη υπηρεσία στην Παιδεία. Το μέτρο άλλωστε της πραγματικής παιδείας δεν άλλαξε πολύ στη μακραίωνη διαδρομή της. Αποτελεί τη βασική συνιστώσα ενός πολιτισμού, μια ουσιαστική μέθοδο άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων -κι ακόμα, τώρα και πάντοτε, δίψα του νου και της ψυχής.
* Ο Γιώργος Γραμματικάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 11/02/2005