Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2005

Λογοκρισία στη "Μακεδονία"

ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»

Πρόκειται για μία περίπτωση λογοκρισίας που ασκήθηκε από την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» με θύμα άρθρο, του συγγραφέα και τακτικού αρθρογράφου της κυρίου Θανάση Τριαρίδη, το οποίο όφειλε να δημοσιεύσει στις 14 Αυγούστου 2005.
Η λογοκρισία, δηλαδή η άρνηση δημοσίευσης του άρθρου, βασίστηκε στο ότι το άρθρο του κυρίου Τριαρίδη αντέβαινε στις αρχές της εφημερίδας. Η εξήγηση αυτή δόθηκε από τον Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας κύριο Χρήστο Καψάλη,
Η αρθρογραφία του κυρίου Τριαρίδη αφορούσε τις περιπέτειες της μητρικής γλώσσας των εθνικά Μακεδόνων (Σλαβομακεδόνων) της βόρειας Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα της απαγόρευσης και του εξοστρακισμού της γλώσσας αυτής από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Συμπερασματικά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αρχή της εφημερίδας αυτής δεν είναι παρά η συνέχιση της απαγόρευσης της μακεδονικής γλώσσας από αυτούς που την ομιλούν και η παράταση του εξοστρακισμού της από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Το ευτύχημα είναι ότι τόσο οι διεθνείς συνθήκες όσο και οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτή την νεοελληνική εθνικιστική πολιτική και φιλοσοφία.


Δρ Γεώργιος Νακρατζάς

Πολιτικός Σύμβουλος της EFA (European Free Alliance )
Πολιτικού Κόμματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Για θέματα Μειονοτήτων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια


----------

Το λογοκριμένο άρθρο του κυρίου Θανάση Τριαρίδη, συγγραφέα και αρθρογράφου της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία».


Μικρή σημείωση για μια κομμένη γλώσσα



Σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του ο Μάρκος Μέσκος (στο υπ’ αριθμ. ΙΙ από τον Ισκιο της γης του 1986) ξεκινάει με μια προμετωπίδα από εκείνες που συχνά (:ή έστω: κάποτε) είναι πιο κρίσιμες από αλάθητα μανιφέστα και αναγγελίες θριάμβων. Την αντιγράφω: «Ξανά δεν θα ανταμώσουμε πάρεξ στη στάχτη· / μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα!».

Δεν θα σας μιλήσω στα στενά όρια μιας επιφυλλίδας για τον ποιητικό λόγο του Μέσκου (ωστόσο μπαίνω στον πειρασμό να σημειώσω πως σε πείσμα των λογής φιλολογικών ιερατείων, ο Μέσκος, για τη δική μου οπτική, είναι πράγματι ένας από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς ποιητές της γλώσσας μας, θρησκευόμενος όχι με τρομερούς Παντοκράτορες αλλά αποκλειστικά με ίσκιους της γης, με σώματα και δέντρα, με μυρουδιές κι ανέμους, ματωμένα χώματα και αχαλίνωτα νερά). Θα σας μιλήσω για κάποιους συμπολίτες μας (μεταφορικά: για κάποια πουλιά στο δάσος του κόσμου), στους οποίους, εδώ και κάμποσες δεκαετίες, απαγορεύτηκε να μιλήσουν τη γλώσσα της μάνας τους, να τραγουδήσουν τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια ετούτης της γλώσσας, να δηλώσουν μεγαλόφωνα την ταυτότητα τους – να αυτοπροσδιοριστούν. Είναι οι Μακεδόνες: οι πολίτες της χώρας μας που ονομάστηκαν από τον κυρίαρχο εθνοφασισμό «νεζνάμηδες», (δηλαδή οι άνθρωποι που απαντούν νεζναμ – που σημαίνει δεν ξέρω), πληρώνοντας τα λύτρα του ολέθριου μύθου περί «ομοιογενούς έθνους-κράτους». Είναι οι άνθρωποι που στο πρόσωπό τους βλέπουμε (ή πιο σωστά: πρέπει να αναζητήσουμε) τον καθρέφτη της θεσμικής βίας μας, την κτηνωδία του εθνικισμού μας.

Γνώρισα στη ζωή μου κάμποσους τέτοιους ανθρώπους, πολίτες της Ελλάδας, που μιλούν τη μακεδονική γλώσσα – ανθρώπους που υποχρεώθηκαν να αυτοακρωτηριαστούν για να επιβιώσουν, να αποκρύψουν τη γλώσσα της μάνας τους πληρώνοντας τα ακατανόητα λύτρα του εθνοφασισμού που έγινε στην Ελλάδα κυρίαρχη ιδεολογία. Κι όση προπαγάνδα κι αν μας γεμίζει η εκπαίδευση του τρόμου μας, η θρησκεία της απάνθρωπης αυτοκατάφασης, τα μαζικά μέσα της ιδεολογικοποιημένης φενάκης και η πολιτική δημαγωγία, δύσκολα μπορεί να κρυφτεί η μουγκή αλήθεια: ο κυρίαρχος ελληνικός εθνικισμός έθεσε έναν πληθυσμό και μια γλώσσα υπό διωγμόν – μια γλώσσα με την οποία ερωτεύονταν, αγαπιούνταν και ονειρεύονταν χιλιάδες άνθρωποι. Για δεκαετίες κανείς δεν μπορούσε να αντιδράσει – και όταν κάποιοι λιγοστοί που όρθωσαν το ανάστημά τους στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 (ήταν οι ίδιοι που αργότερα συγκρότησαν την πολιτική κίνηση του Ουρανίου Τόξου) χαρακτηρίστηκαν μονομιάς από τους λογής εθνοφασίστες ως «προδότες» και «πράκτορες» - απέκτησαν δηλαδή έναν τίτλο τιμής...

Να μιλάμε καθαρά: Κάποιοι από τους αναγνώστες ετούτης της στήλης πιστεύουν πως υπάρχουν έθνη και αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά Έλληνες. Λογαριάζω τα έθνη ως φονική κατασκευή βίας και θανάτου (όπως άλλωστε και τις θρησκείες), μα θα κατέβαινα ευχαρίστως στον δρόμο για να υπερασπιστώ το δικαίωμα ετούτων των αναγνωστών να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά Έλληνες -ακριβώς γιατί ο αυτοπροσδιορισμός της ταυτότητάς τους είναι σημαντικότερος από την άποψή μου. Παρόμοια υπάρχουν πολίτες της χώρας μας (λίγοι ή πολλοί, αυτό είναι αδιάφορο) που αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά Μακεδόνες ή εθνικά Τούρκοι: αν πιστεύουμε, έστω και ελάχιστα, στα ανθρώπινα δικαιώματα οφείλουμε να κατεβούμε με την ίδια ζέση στον δρόμο και να διεκδικήσουμε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους, το δικαίωμα τους να είναι εθνικά Τούρκοι ή εθνικά Μακεδόνες ή ό,τι άλλο επιθυμούν. Κάθε περιστολή ετούτου του δικαιώματος (όπως ο άθλιος ισχύων νόμος του 1982 που, κόντρα σε κάθε αρχή δικαίου, στους «μη εθνικά Έλληνες» πολιτικούς πρόσφυγες να γυρίσουν στην Ελλάδα και να διεκδικήσουν τις περιουσίες τους) είναι μια προσχώρηση στον φασισμό – μια προσχώρηση στην τελετουργία της βίας και του φόβου.

Κι αν τα έθνη είναι φονικές κατασκευές οι ανθρώπινες γλώσσες είναι το όργανο του ανθρώπινου λόγου, αυτό που μας επιτρέπει να εκφραζόμαστε και εν τέλει να ζούμε. Όποιος, στο όνομα του εθνοφασισμού του ή της πολιτικής του, ακρωτηριάζει μια γλώσσα ή εμποδίζει την ελεύθερη ομιλία της διαπράττει ένα έγκλημα κατά ολόκληρης της ανθρωπότητας – παρόμοια με αυτόν που ξεραίνει έναν ποταμό ή νεκρώνει μια λίμνη. Και αυτό το έγκλημα το έκαναν όλα τα εθνικά κράτη τα τελευταία διακόσια χρόνια σε βάρος των «μειονοτικών» γλωσσών (κι ας μην υπάρχει «λάθος» γλώσσα όπως δεν υπάρχει «λανθασμένη θάλασσα»). Η εθνικιστική Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση: το ελληνικό κράτος από το 1913 και μετά και για ολόκληρο τον 20ο αιώνα κυνήγησε, ενοχοποίησε, απαγόρευσε, κατέστειλε και ταπείνωσε όσους μιλούσαν τα μακεδονικά, όσους ένιωθαν πως έχουν μια άλλη ταυτότητα από αυτήν που επέβαλε η κυρίαρχη πλειοψηφία. Οι αδιάκοπες απειλές, τα μουρουνόλαδα, οι αποκλεισμοί, το ξύλο, οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις, η χρήση του φόβου ως μεθόδου πειθαναγκασμού συνιστούν τον ορισμό της θεσμικής εθνικιστικής βίας πάνω στην ανθρώπινη έκφραση (δηλαδή: πάνω στο ανθρώπινο σώμα). Και τούτη η αθλιότητα συνεχίζεται μέσα στις μέρες μας, ως κηλίδα ντροπής αυτού που με ευκολία περισσή ονομάζουμε «στέρεη δημοκρατία»· γιατί δημοκρατία δίχως αυτοπροσδιορισμό δεν υπάρχει – με την ίδιο τρόπο που δεν υπάρχουν άνθρωποι δίχως όνομα ή άνθρωποι δίχως γλώσσα.

Ξεκίνησα την μικρή μου σημείωση με ένα στίχο του Μάρκου Μέσκου – εξάλλου Κομμένη γλώσσα ονομάζεται η πρώτη συλλογή των διηγημάτων του που κυκλοφόρησε το 1979. Πριν από δεκαπέντε χρόνια ένας φίλος μου πρωτομίλησε για τούτη την κομμένη μακεδονική γλώσσα – κι από τότε μαζεύω σκόρπιες λέξεις προσπαθώντας να βυθομετρήσω τις ενοχές μου. Η τελευταία μου ανακάλυψη είναι η ζέλμπα (που προφέρεται με παχύ z): στα μακεδονικά σημαίνει την έντονη λαχτάρα, την πεθυμιά. Δεν είναι εύκολο να προσπεράσεις μια τέτοια λέξη. Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές προσπαθώντας να περιγράψω μια ακόμη κτηνωδία του ελληνικού εθνοφασισμού, σκέφτομαι πως είναι καθήκον (ναι, ανθρώπινο καθήκον) όλων μας να πάψει η μακεδονική γλώσσα να είναι μια «κομμένη γλώσσα» και να διδαχτεί επιτέλους (μαζί με τα τραγούδια της και τα λογοτεχνήματά της) στα σχολεία των περιοχών όπου μιλιέται. Για να μπορούν όσοι μιλούν μακεδονίτικα να τα λαλούν και να τα γράφουν ελεύθερα – δίχως τις απειλές, τα σκαμπίλια, τα μουρουνόλαδα και τα κυνηγητά, δίχως την θεσμική βία και τον σπαρμένο φόβο του κυρίαρχου εθνοφασισμού μας. Αξίζει να γυρέψουμε ετούτη τη ζέλμπα.



Υστερόγραφο σε μια μικρή σημείωση

Το κείμενο «Μικρή σημείωση για μια κομμένη γλώσσα» στάλθηκε ηλεκτρονικά στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής» στις 09-8-2005 προκειμένου να δημοσιευτεί στο κυριακάτικο φύλλο της 14ης-8-2005. Στις 11-8-2004 μου ανακοινώθηκε από την «Μακεδονία» (και πιο συγκεκριμένα από τον διευθυντή σύνταξης Χρήστο Καψάλη) πως η εφημερίδα δεν μπορούσε να δημοσιεύσει το συγκεκριμένο άρθρο για λόγους αρχής και μου ζητήθηκε ένα άλλο. Φυσικά αρνήθηκα – και ανακοίνωσα με την σειρά μου πως η 18μηνη συνεργασία μου με την εφημερίδα «Μακεδονία» τέλειωνε αυτόματα.

Μια απαραίτητη διευκρίνηση: όταν τον Φεβρουάριο του 2004 μου προτάθηκε από την «Μακεδονία» (και πάλι από τον Χρήστο Καψάλη) η συνεργασία με το κυριακάτικο φύλλο, του απάντησα πως τα κείμενα μου μπορεί να χαρακτηριστούν ακραία και πως θα προκαλέσουν ποικίλες αντιδράσεις (ιδίως στο κοινό της «Μακεδονίας»). Ο Χρ. Κ. με διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να υπάρξει η οποιαδήποτε λογοκρισία στα κείμενα μου (καθώς, έτσι κι αλλιώς, η άποψή του συντάκτη δεν δεσμεύει την εφημερίδα). Και μου επισήμανε πως αν ένα κείμενο αντιβαίνει ευθέως στις αρχές της εφημερίδας, απλώς δεν δημοσιεύεται. Συμφώνησα σε αυτήν την σκέψη, λέγοντας του πως βρίσκω τίμια και καθαρή μια τέτοια εξήγηση – και του δήλωσα από την πλευρά μου όταν προκύψει αυτό το (μη δημοσιεύσιμο) κείμενο θα είναι από μεριά μου και το τέλος της συνεργασίας μας.

Είναι αλήθεια πως από τον Φεβρουάριο του 2004 μέχρι τον Αύγουστο του 2005, επί εξήντα πέντε (65) Κυριακές, η συμφωνία τηρήθηκε μέχρι κεραίας. Απόψεις οι οποίες προκαλούσαν θύελλα αντιδράσεων, ύβρεων και απειλών δημοσιεύονταν κανονικά και χωρίς την παραμικρή λογοκρισία. Καθώς το σύνολο αυτών των επιφυλλίδων βρίσκονται δημοσιευμένες και στην ιστοσελίδα μου (www.triaridis.gr) είναι εύκολο να αποδειχτεί του λόγου το αληθές. Στο μεταξύ, οι συγκεκριμένες επιφυλλίδες αναδημοσιεύτηκαν σε δεκάδες δικτυακούς τόπους, επίσημες ιστοσελίδες Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, ηλεκτρονικά περιοδικά και forums πολιτικού προβληματισμού, ενώ δέκα (10) από αυτές μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν και στα αγγλικά. Και πρέπει να αναγνωρίσω πως παρά τις ιδιαίτερα σκληρές αντιδράσεις που έφταναν στη «Μακεδονία» από φορείς, συλλόγους και πρόσωπα (και μπορώ να τις φανταστώ από τις αντίστοιχες αντιδράσεις που δεχόμουν εγώ και οι οποίες, κατά μέσο όρο, ξεπερνούσαν τις 100 επιστολές για κάθε κείμενο, κατά το πλείστον υβριστικές και απειλητικές), επί 18 μήνες η διεύθυνση της εφημερίδας δεν μου έκανε ποτέ την παραμικρή όχληση ή νύξη για να αμβλύνω τα γραφόμενά μου. Για όλα αυτά οφείλω να ευχαριστήσω και την εφημερίδα και τον Καψάλη ειδικότερα.

Κάποτε ήρθε η ώρα που ένα κείμενό μου αντίβαινε με τις αρχές της εφημερίδας (έτσι όπως τις ορίζει η διεύθυνσή της – αυτό άλλωστε είναι το λογικό). Τηρώντας την συμφωνία μας η «Μακεδονία» μου ανακοίνωσε πως δεν μπορούσε να δημοσιεύσει ένα κείμενο για το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού όσων νιώθουν πως είναι εθνικά Μακεδόνες και για την διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας στα σχολεία της Ελλάδας· τηρώντας κι εγώ την συμφωνία μας τής ανακοίνωσα το τέλος της συνεργασίας μας. Το ελαφρώς οξύμωρο είναι πως οι ίδιες απόψεις μου για το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των εθνικά Μακεδόνων διατυπώθηκαν καθαρά και στο φύλλο της 15ης Μαΐου του 2005, στο κείμενο «Μικρή σημείωση για τον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων», το οποίο δημοσιεύτηκε κανονικά. Ας είναι. Όπως έχω εγώ τις δικές μου αρχές, έχουν τις δικές τους αρχές και οι άλλοι. Είμαι χαρούμενος που η «Μακεδονία» τηρεί τις αρχές της, κι είμαι χαρούμενος που κι εγώ τηρώ τις δικές μου. Είναι το τίμιο τέλος μιας τίμιας σχέσης.

Δεν χρησιμοποιώ συχνά την λέξη χαρούμενος, ακριβώς γιατί δηλώνει αυτοκατάφαση, την οποία γενικά την λογαριάζω για καταστροφική. Ωστόσο εδώ ας μου επιτραπεί μια μικρή κατάχρηση. Είμαι χαρούμενος που για εξηνταπέντε Κυριακές, έγραφα αυτά που πίστευα δίχως την παραμικρή λογοκρισία στην ιστορικότερη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που τα τελευταία 20 χρόνια έχει εξελιχτεί σε προπύργιο του εθνοφασισμού, – προκαλώντας, μαζί με τις ύβρεις και της απειλές, την συνεχή διερώτηση «μα πώς τα δημοσιεύει αυτά η Μακεδονία;». Είμαι χαρούμενος που σταματάει έτσι η συνεργασία μου με την εφημερίδα, με αυτόν τον τρόπο: έχω την ικανοποίηση πως πληρώνω τις απόψεις μου και στερούμαι ένα βήμα από όπου θα μπορούσα να εκφράζω δημόσια τις σκέψεις μου. Θα μπορούσα να γράφω πράγματα ανώδυνα: για μαγευτικές ακρογιαλιές, για βαθύσκια δάση, για γάργαρα νερά ποταμών (πιστέψτε με, όλα αυτά τα λατρεύω). Μα τι αξία θα είχε να κρατώ ένα δημόσιο βήμα έκφρασης, άμα είναι να μην μπορώ να μιλήσω για κομμένες γλώσσες και κυνηγημένους ανθρώπους;

Και τέλος: είμαι δυο φορές χαρούμενος που το κρίσιμο, το επίμαχο κείμενο τελειώνει με την λέξη ζέλμπα...

Θ.Τ. – 12-8-2005.

http://www.triaridis.gr/keimena/keimD046.htm

2 σχόλια:

J95 είπε...

Ε ναι, έγραψε για τη συνεργασία με τους Ναζί στην εξόντωση των Εβραίων, έγραψε ότι η Θεσσαλονίκη δεν ήταν πάντα ελληνική, έγραψε υπέρ ομοφυλοφιλίας, έγραψε κατά Νομάρχου, έκραξε το Θεοδόσιο και το Βουλγαροκτόνο[*] αλλά το Macedonia(TM) is Greek(C) παραείναι ταμπού στη Θεσσαλονίκη. Ίσως σε 10-15 χρόνια να μπορεί να συζητηθεί.

Προσωπικά αγνοούσα πλήρως την ύπαρξη του Τριαρίδη και από σήμερα τον αναγορεύω σε Μικρό Θεό μου. Ευχαριστώ πολύ για το link. Διαβάστε τις επιφυλλίδες, είναι όλες καταπληκτικές.

[*] κακία: πότε θα καταλάβουν τέλος πάντων στη Θεσσαλονίκη ότι ακόμα και στο Βυζάντιο δεν ήταν πρωτεύουσα;

Greg είπε...

Διάβασα πολύ προσεκτικά το υστερόγραφο του Τριαρίδη και δεν είδα πουθενά δική του καταγγελία λογοκρισίας! Θεμιτή διαφορά άποψης ίσως.
Μήπως ο Δρ. Νακρατζάς αγωνιά να αποδώσει χαραχτηρισμούς σε όποιους δεν αποδέχονται την κοσμο-αντίληψή του; Μάλλον ναί αν κρίνει κανείς από την δική του καταληκτική-αφοριστική πρόταση.
Ο σκοπός της δικής μου παρατήρησης δεν είναι η αντιπαράθεση επί του Μακεδονικού (είναι μια άλλη κουβέντα, μακριά και επίπονη), αλλά η στηλίτευση της συνήθειας να "κράζουμε" με ευκολία όσους δεν ακολουθούν την δική μας "φωτισμένη" πρωτοπορία.