Περισσότερη αποτελεσματικότητα ή αστάθεια;
Γιώργος Αργείτης
Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η δομή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού, αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία είναι συνέπεια της κατάργησης των περιορισμών στην κίνηση του χρηματικού κεφαλαίου που ίσχυαν στο πλαίσιο του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Βretton Woods. Το άνοιγμα των αγορών χρήματος και κεφαλαίου απέκτησε ιδιαίτερη ένταση τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μεταβάλλοντας τη λειτουργία τους, αλλά και τον ρόλο τους στο οικονομικό σύστημα και ειδικότερα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων πολιτικής και επενδύσεων. Η κυρίαρχη θεώρηση και πολιτική, όσον αφορά την αναγκαιότητα της χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης, στηρίζεται πάνω σε ένα σύνολο υποθέσεων και προσδοκιών, ότι δηλαδή η ελεύθερη κίνηση του χρηματικού κεφαλαίου συμβάλλει: α) στην αποτελεσματικότερη ανακατανομή της αποταμίευσης από τις πλούσιες χώρες στις χώρες που προσφέρουν «πλούσιες» επενδυτικές ευκαιρίες, β) στην αποτελεσματικότερη οργάνωση των ίδιων των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, προσφέροντας ευκαιρίες χαμηλού κόστους δανεισμού, γ) στην ανάπτυξη νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του ρίσκου που δημιουργεί το άνοιγμα των αγορών, δ) στην οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη των οικονομιών, αποτέλεσμα της αποτελεσματικότερης παγκόσμιας κατανομής της αποταμίευσης, και ε) στην «υγιή» πειθάρχηση των κυβερνήσεων και των νομισματικών αρχών, ώστε να εφαρμόζουν πολιτικές φιλικές προς τις αγορές, μεγιστοποιώντας τις δυνατότητές τους για οικονομική μεγέθυνση.
Σε τι βαθμό αυτές οι υποθέσεις και οι προσδοκίες έχουν επαληθευτεί; Εάν αξιολογήσουμε την ιστορική εμπειρία, αλλά και την πλειονότητα των εμπειρικών ερευνών, δυστυχώς θα καταλήξουμε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι τα πραγματικά οφέλη είναι πολύ κάτω των προσδοκιών. Και το συμπέρασμα είναι ανησυχητικό, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικός πολιτικός προβληματισμός ως προς τον επαναπροσδιορισμό της εξουσίας που σήμερα διαθέτουν οι διεθνοποιημένες αγορές χρήματος και κεφαλαίου και του ελέγχου που ασκούν στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Ο συνδυασμός των απελευθερωμένων χρηματαγορών και των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών έχει, από πολλούς αναλυτές, ενοχοποιηθεί για την αστάθεια των ίδιων των αγορών χρήματος, τις συχνές διακυμάνσεις και κρίσεις στις αγορές κεφαλαίου, τις πολύ μέτριες μακροοικονομικές επιδόσεις της πλειοψηφίας των αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών. Η μνήμη μας αρχίζει πλέον να γεμίζει από τις χώρες και τις ζώνες χωρών που έχουν δοκιμαστεί από χρηματοπιστωτικές διαταραχές και κρίσεις με σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Ηνωμένο Βασίλειο, Μεξικό, Ανατολική Ασία, Λατινική Αμερική, Ρωσία, τελευταία οι ΗΠΑ. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών μάς δείχνει ότι η πραγματικότητα είναι σε αντίθεση με τις υποθέσεις και τις υποσχέσεις πολιτικών, οικονομολόγων και διεθνών οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ, για την αναγκαιότητα της χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης. Πρώτον, οι καθαρές κεφαλαιακές ροές έχουν ως κύρια κατεύθυνσή τους τις πλούσιες χώρες. Δεύτερον, τα υψηλά πραγματικά επιτόκια έχουν ανακατανείμει το εισόδημα από τους δανειζόμενους στους δανειστές, πλήττοντας τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Τρίτον, η ανάπτυξη νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων έχει δημιουργήσει νέες εστίες ρίσκου, αβεβαιότητας και κινδύνου στις αγορές χρήματος, αλλά και στην πραγματική οικονομία. Τέταρτον, η επιθυμητή από τις αγορές πειθαρχία των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών έχει διαμορφώσει μια αντιπληθωριστική εμμονή στην άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής, με κόστος την υψηλή ανεργία. Επιπρόσθετα, οι κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν αξιοπιστία ως προς τις προθέσεις της πολιτικής τους, αποφεύγουν την εφαρμογή πολιτικών μη αποδεκτών από το εύκολα μετακινούμενο χρηματικό κεφαλαίο.
Στις αρχές του 21ου αιώνα η ίδια η δημοκρατία φαίνεται να είναι όμηρος της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Αν όμως η ιστορική εμπειρία και οι σχετικές μελέτες δεν δικαιολογούν την απελευθέρωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου ως στρατηγική βελτίωσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της ανάπτυξης, τότε πώς δικαιολογείται η προσκόλληση των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών στην πολιτική αυτή; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στο γεγονός ότι η πολιτική πάντα εξυπηρετεί κάποιους. Ποιες είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που ωφελούνται από τη φιλελεύθερη αναδόμηση του διεθνούς συστήματος διαχείρισης χρήματος και κεφαλαίου;
Οι στατιστικές της διανομής του εισοδήματος μας δίνουν την απάντηση. Υπάρχει σημαντική ανακατανομή εισοδήματος προς όφελος των τραπεζών, των θεσμικών επενδυτών (π.χ. mutual funds, equity funds, hedge funds), των εισοδηματιών, των κατόχων του πλούτου. Είναι συνεπώς απόλυτα φυσιολογικό οι κοινωνικές αυτές ομάδες να εναντιώνονται σε κάθε πολιτική επιθυμία, πολύ περισσότερο σε κάθε πολιτική πρωτοβουλία για αναδόμηση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, στον έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων, στη δημιουργία μιας υπερεθνικής εποπτικής νομισματικής αρχής, στη φορολόγηση της διασυνοριακής ροής του χρηματικού κεφαλαίου. Οι επιλογές αυτές θα περιόριζαν την πολιτική ισχύ και εξουσία τους και τις παγκόσμιες κερδοσκοπικές ευκαιρίες υπερ-πλουτισμού τους.
Ενα σημαντικό ερώτημα είναι αν θα μπορούσε η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση να είχε δημιουργήσει περισσότερη αποτελεσματικότητα και ανάπτυξη. Η απάντηση βρίσκεται στη σφαίρα της οικονομικής φιλοσοφίας και της πολιτικής ιδεολογίας. Οποιος πιστεύει στον φιλελεύθερο μύθο της αγοράς και του ανταγωνιστικού καπιταλισμού τότε απλώς θα ψάχνει στη διαφθορά των κυβερνήσεων, στο διογκωμένο κράτος και στη δυσλειτουργία της αγοράς εργασίας να βρει τις αιτίες της οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας που έχει δημιουργήσει η- αναπόφευκτη γι΄ αυτόν- χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση.
Οποιος δεν πιστεύει σε φιλελεύθερους μύθους θα ερμηνεύει την αστάθεια των απελευθερωμένων χρηματοοικονομικών
αγορών ως έκφραση της αστάθειας του ίδιου του συστήματος της αγοράς, ως αποτέλεσμα της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων σε βάρος των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Ο Κeynes είχε ισχυριστεί ότι οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές συμπεριφέρονται όπως και οι κριτές στους διαγωνισμούς ομορφιάς, οι οποίοι ψηφίζουν αφού πρώτα έχουν προσπαθήσει να μαντέψουν τη μέση γνώμη για την πιο όμορφη υποψήφια. Η ιδιαιτερότητα της σημερινής εποχής είναι ότι τη μέση γνώμη για τη συμπεριφορά των αγορών, η οποία επηρεάζει τις επιλογές των κυβερνήσεων και των επενδυτών, τη διαμορφώνουν οι θεσμικοί επενδυτές, επιβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τις δικές τους πολιτικές και αξίες και τα δικά τους συμφέροντα στο σύνολο του οικονομικού συστήματος.
Η ισχύς των θεσμικών επενδυτών απορρέει από δύο κρίσιμες παραμέτρους της σημερινής δομής του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Πρώτον, το τεράστιο μέγεθος στα κεφάλαια που διαχειρίζονται, η μετακίνηση των οποίων αποσταθεροποιεί ακόμη και τις πιο ισχυρές οικονομίες. Δεύτερον, προσφέροντας υψηλές αποδόσεις συγκεντρώνουν ατομικούς επενδυτές, τους οποίους έχουν σε επενδυτική εγρήγορση, σε αντίθεση με την παθητική συμπεριφορά του τραπεζικού καταθέτη. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στη θεσμοθέτηση της κουλτούρας του διαχειριστή του χρήματος στις σύγχρονες κοινωνίες, δημιουργώντας ένα κύμα φιλελεύθερων αξιών, έναν «πολιτισμό» της αγοράς του χρήματος που δημιουργεί πλούτο για λίγους και ψευδαισθήσεις για πολλούς. Η άσκηση πολιτικών που εξυπηρετούν τη διαχείριση του πλούτου μικρών μειοψηφιών έχει αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση, στην οικονομική μεγέθυνση, στο σύνολο του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας.
Η συμπεριφορά του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος τις δύο τελευταίες δεκαετίες αποκαλύπτει τη δομική του δυσλειτουργία. Η συνεχιζόμενη την τελευταία περίοδο νομισματοπιστωτική αστάθεια θέτει την πολιτική, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, μπροστά σε μία από τις πιο σημαντικές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Να αξιοποιήσει νέες ιδέες, να υπηρετήσει νέες αξίες και, στη βάση αυτή, να επανασχεδιάσει την αρχιτεκτονική του διεθνούς νομισματικού και πιστωτικού συστήματος με κριτήριο την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. *