Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2008

Παγκοσμιοποίηση και κράτος πρόνοιας

Η αναδιάρθρωση αναγκαία προϋπόθεση για ένα πιο αποτελεσματικό κράτος
Φωτογραφία
Βασίλης Θ. Ράπανος
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ενα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα τα τελευταία χρόνια είναι εκείνο των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης στις οικονομικές δραστηριότητες και στον ρόλο του κράτους. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι σε μια εποχή μεγάλης κινητικότητας κεφαλαίων, επαναστατικών τεχνολογικών αλλαγών και έντονης διεθνοποίησης των οικονομικών συναλλαγών ο ρόλος του κράτους και κυρίως ο ρόλος του ως μοχλού αναδιανομής εισοδήματος μειώνεται σημαντικά. Ιδιαίτερα για το κράτος πρόνοιας, όπως αυτό αναπτύχθηκε μεταπολεμικά κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη, υποστηρίζεται από πολλούς ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί πλέον με τη μορφή που το ξέρουμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Το κράτος πρόνοιας, υποστηρίζεται από πολλούς, κάνει την εργασία τόσο ακριβή ώστε τα παραγόμενα προϊόντα να μην μπορούν να επιβιώσουν στον διεθνή ανταγωνισμό μακροχρόνια. Τα ίδια προϊόντα, ισχυρίζεται αυτή η άποψη, παράγονται φθηνότερα σε άλλες περιοχές και επομένως οι περιοχές με χαμηλότερο κράτος πρόνοιας και άρα με μικρότερη φορολογική επιβάρυνση αποτελούν το πρότυπο στο οποίο πρέπει να προσαρμοστούμε αν δεν θέλουμε να έχουμε αυξημένη ανεργία και περιθωριοποίηση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αν δεχθούμε αυτό το επιχείρημα, τότε οι χώρες έχουν τις εξής επιλογές:
* Υποχωρούν στις πιέσεις του ανταγωνισμού, κάνουν περικοπή στο κόστος του κράτους πρόνοιας, μειώνουν τη φορολογία του κεφαλαίου και της εργασίας και με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους.
* Δεν υποχωρούν και ως συνέπεια έχουν την απώλεια θέσεων εργασίας επειδή τα προϊόντα τους δεν είναι ανταγωνιστικά διεθνώς. Αποτέλεσμα, η αύξηση της ανεργίας, που με τη σειρά της αποδυναμώνει το κράτος πρόνοιας.
Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του κράτους πρόνοιας αναφέρουν ότι το αυξημένο κόστος παραγωγής αντισταθμίζεται από την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας και από τα προϊόντα υψηλής ποιότητας που παράγουν. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από το καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, τις καλές υποδομές, τα υπεύθυνα συνδικάτα και τις ειρηνικές εργασιακές σχέσεις. Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, γι΄ αυτό προσπαθούν να τα αντισταθμίσουν με μικρότερο εργασιακό κόστος, χαμηλότερες τιμές στα ακίνητα και μικρότερη προστασία του περιβάλλοντος.
Φωτογραφία
Από διαδηλώσεις για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας
reuters
Το αντεπιχείρημα σε αυτή την άποψη είναι ότι αυτό γινόταν πιο εύκολα στο παρελθόν και κυρίως στις χώρες του Βορρά, αλλά με την παγκοσμιοποίηση σήμερα δεν είναι πλέον δυνατόν. Η παγκοσμιοποίηση σημαίνει ότι τέτοια πλεονεκτήματα μπορεί να διαχυθούν γεωγραφικά και σε άλλες περιοχές, όπου με τη μεταφορά των εγκαταστάσεων παραγωγής μεταφέρονται και τεχνογνωσία και υψηλού επιπέδου διευθυντικά στελέχη που διασφαλίζουν την ποιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει πλέον η προστασία των πλεονεκτημάτων που είχαν οι βόρειες χώρες στο παρελθόν.
Από τα πιο πάνω γίνεται φανερό ότι το κράτος πρόνοιας είναι υπό πίεση και γι΄ αυτό παρατηρούμε ότι σε όλες σχεδόν τις χώρες έχουν γίνει βήματα για αναμόρφωση του υπάρχοντος συστήματος ή υπάρχει κάποιο πρόγραμμα μεταρρύθμισης. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι το πώς εξηγείται ότι οι χώρες που συνεχίζουν να έχουν μεγάλο κράτος πρόνοιας, όπως οι βόρειες χώρες, εξακολουθούν να είναι οι πιο ανταγωνιστικές σε όλες τις κλίμακες παγκόσμιας ταξινόμησης. Ενα επιπλέον ερώτημα είναι το γιατί δημιουργήθηκε αυτό το μεγάλο κράτος πρόνοιας στη Βόρεια Ευρώπη. Ηταν
απλώς προϊόν μιας συγκυρίας, αποτέλεσμα καλών οικονομικών επιδόσεων και αλτρουισμού ή και οικονομική επιταγή;
Η οικονομική έρευνα μας έχει δώσει ενδιαφέρουσες ερμηνείες, όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε το κράτος πρόνοιας και διευρύνθηκε αλλά και γιατί οι χώρες που το έχουν εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και των προϊόντων τους.
Σε ένα διάσημο πλέον άρθρο του ο καθηγητής Dani Rodrik («Why Do Μore Οpen Εconomies Ηave Βigger Governments?»,
Journal of Ρolitical Εconomy, 106(5), Οκτώβριος 1998) διατύπωσε την εξής προσέγγιση, η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνεται και εμπειρικά. Ο καθηγητής Rodrik ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι μεγάλο κράτος και ειδικότερα ισχυρό κράτος πρόνοιας φαίνεται να έχουν οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες χαρακτηρίζονται και από το ότι έχουν μικρές ανοιχτές οικονομίες. Στην προσπάθειά τους να βρουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους οι χώρες αυτές αναζήτησαν νέες αγορές σε άλλες χώρες. Το άνοιγμα όμως στις διεθνείς αγορές κάνει τις οικονομίες αυτές πολύ εύτρωτες στις διεθνείς οικονομικές διαταράξεις και θέτει τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους σε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους από ό,τι σε πιο κλειστές οικονομίες. Μια σημαντική μεταστροφή των όρων εμπορίου ή μια διεθνής ύφεση έχει σημαντικές συνέπειες στις ανοιχτές οικονομίες, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας και/ή τη μείωση των μισθών. Για να διατηρηθεί όμως η κοινωνική συνοχή και να μην υπάρχουν άλλες κοινωνικές ή οικονομικές αναταράξεις είναι αναγκαίο οι κίνδυνοι αυτοί να καλυφθούν. Επειδή
τους κινδύνους αυτούς δεν μπορούν να καλύψουν οι αγορές από μόνες τους, ήρθε το κράτος και μέσα από τον μηχανισμό του κράτους πρόνοιας ανέλαβε να τους καλύψει. Αυτό εξηγεί και το γιατί οι πιο ανοιχτές στον διεθνή ανταγωνισμό οικονομίες έχουν και μεγαλύτερο κράτος πρόνοιας.
Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσα από κρατικά προγράμματα συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και επομένως της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουν. Αυτό ίσως εξηγεί και το γιατί οι μικρές ανοιχτές οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης κατατάσσονται πολύ ψηλά στην κλίμακα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Το ερώτημα όμως της χρηματοδότησης ενός μεγάλου και ισχυρού κράτους πρόνοιας παραμένει. Οι αυξημένες δαπάνες συνεπάγονται αυξημένα φορολογικά έσοδα και σε μια εποχή έντονου φορολογικού ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στη φορολογία του κεφαλαίου, πολλές χώρες αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μείωση των φορολογικών συντελεστών του. Η αλήθεια είναι ότι, αν και οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές του κεφαλαίου μειώθηκαν την περίοδο 1995-2005 κατά μέσον όρο 8,5 μονάδες στην ΕΕ των «15», η πραγματική επιβάρυνση του κεφαλαίου έχει αυξηθεί κατά 5,6 μονάδες λόγω διεύρυνσης της βάσης, μείωσης απαλλαγών κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, η πραγματική επιβάρυνση της εργασίας την ίδια περίοδο έχει μείνει σχεδόν αμετάβλητη. Με απλά λόγια, τα δέκα τελευταία χρόνια δεν έχουμε πραγματική ελάφρυνση του κεφαλαίου αλλά αύξηση.
Εξάλλου, οι χώρες με μεγάλο κράτος πρόνοιας προχώρησαν σε σημαντικές αλλαγές σε ό,τι αφορά τις δαπάνες τους και εισήγαγαν συστήματα μεσοπρόθεσμων προϋπολογισμών και συστηματικής αξιολόγησης των δαπανών τους. Ετσι μπόρεσαν να μειώσουν τις δαπάνες τους ως ποσοστό του ΑΕΠ χωρίς να μειωθεί η ποσότητα και ποιότητα των προσφερομένων δημόσιων υπηρεσιών. Η εμπειρία δείχνει επομένως ότι οι χώρες με υψηλή ανταγωνιστική θέση εξακολουθούν να έχουν ισχυρό κράτος πρόνοιας, ιδίως στην Ευρώπη, η φορολογική επιβάρυνση είναι υψηλή αλλά και ο κρατικός τους μηχανισμός είναι πολύ αποτελεσματικός. Ισως το ζητούμενο δεν είναι λοιπόν ο περιορισμός του κράτους πρόνοιας αλλά η αναδιάρθρωσή του για να γίνει αποτελεσματικό και οι διαρθρωτικές αλλαγές σε άλλους τομείς που αυξάνουν την παραγωγικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: