Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2008

«Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Α΄, Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου: ΚΑΙ ΜΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ!!!

"Το σχολικό εγχειρίδιο βρίθει από οφθαλμοφανή σφάλματα στις περιοδολογικές κατατάξεις και από δεκάδες ανακρίβειες στο πραγματολογικό υλικό. Για αδιευκρίνιστο λόγο ο διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς τοποθετείται έτσι στο κεφάλαιο «Η ποίηση μέχρι το 1930». Ο γεννημένος στα 1883 Νίκος Καζαντζάκης αφρόνως περιλαμβάνεται στη γενιά του ’30. Ο μεσοπολεμικός Νίκος Καββαδίας συγκαταλέγεται στο κεφάλαιο των μεταπολεμικών ποιητών, ενώ οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι Αρης Αλεξάνδρου και Σπύρος Πλασκοβίτης αυθαιρέτως μετακυλίονται από την πρώτη στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Κάνοντας μάλιστα ένα ακροβατικό άλμα, ο μεσοπολεμικός Γιάννης Μαγκλής παραδόξως προσγειώνεται ανάμεσα στους μεταδικτατορικούς συγγραφείς. Δαιμονικά δισυπόστατος, ο Στράτης Μυριβήλης εμφανίζεται να έχει γεννηθεί ταυτόχρονα στη Μικρά Ασία και στη Μυτιλήνη, ενώ ο Στρατής Τσίρκας παρουσιάζεται να δημοσιεύει πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (σε ηλικία, αν πάλι πιστέψουμε το εγχειρίδιο, τριών ετών). Ο εισηγητής του σύντομου μεταπολεμικού πεζογραφήματος Γιώργος Ιωάννου παρουσιάζει ένα άλλου τύπου «μυθιστόρημα» (ευτυχώς εντός εισαγωγικών) ενώ ο Τίτος Πατρίκιος συγκαταλέγεται στους λογοτέχνες της Αντίστασης αλλά όχι στους ποιητές της ήττας(!). Ευτυχώς πάντως που το βιβλίο δεν έχει πολλά ποιητικά παραθέματα διότι οι οκτώ στίχοι του Μίλτου Σαχτούρη από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» έχουν πέντε τυπογραφικά λάθη, ενώ ο στίχος από «Το ψωμί» της ίδιας συλλογής γράφει «Πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό» αντί του σωστού «Ας μη το κρύβουμε / διψάμε για ουρανό!».

Εξαιτίας των φραστικών του ακυριολεξιών, το βιβλίο βρίθει ακόμα από ανοησίες. Στην Ελλάδα, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι το 1949, με μια σκληρότερη όμως μορφή: εκείνη του εμφυλίου πολέμου – ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ξένοι θιασώτες του νεορεαλισμού ζούσαν, σύμφωνα με τη σχολική ιστορία, «στην παρανομία (όπως ο Μοράβια), στη φυλακή (όπως ο Παβέζε) ή στην εξορία (όπως ο Κάρλο Λέβι), ενώ άλλοι εντάχθηκαν στην Αντίσταση» [υποθέτω κατά των Συμμάχων που είχαν νικήσει τους Ναζί!]. Υπόδειγμα επιστημονικής ακριβολογίας, το γλωσσάρι υπερηφάνως αποκαλύπτει στη μαθητική κοινότητα ότι ο εσωτερικός μονόλογος αποτελεί «τεχνική με την οποία ο συγγραφέας εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο και τις διάφορες καταστάσεις που περνούν “εσωτερικά” μέσα του». Και για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω ως προς το ακαταλόγιστο του βιβλίου, παραθέτω αυτούσια την περιγραφή της υπόθεσης του «Νούμερου 31328». Στα δεκαοκτώ του χρόνια συνέλαβαν οι Τούρκοι [τον Βενέζη] «και τον έστειλαν σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, στο εσωτερικό της χώρας, δίνοντας στον καθένα ένα νούμερο. Εκεί χιλιάδες από τους αιχμαλώτους πέθαναν από τις κακουχίες. Οσοι όμως έτυχε να επιβιώσουν, όπως ο νεαρός Βενέζης, στη συνέχεια στην ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, τέθηκαν υπό την προστασία του Ερυθρού Σταυρού. Το νούμερο λοιπόν που τους είχε δοθεί, τελικά τους έσωσε».


Επονείδιστο σχολικό βιβλίο

Tης Eλισαβετ Kοτζια


1 σχόλιο:

Kleon Gelastos είπε...

ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ

(από το βιβλίο του «Ο ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΣ ΕΚΤΥΠΩΤΗΣ»)

Μία μικρή παρέκκλιση



Ναι, είναι μια μικρή παρέκκλισις...
αυτός ο τρόπος της γραφής-των παρακάτω ποιημάτων.
Ναι, είναι, όμως η πορεία δεν αλλάζει έτσι κι
αλλιώς.
Κι αυτός ο δρόμος στο Χαμό τραβάει.
Η παρέκκλισις μπορεί λοιπόν ν' ανοίξει νέο δρόμο, παράλληλο, με διαφορά μόνο του τρόπου του βαδίσματος πάνω σ' αυτόν.
Να πάω aπ’ αυτόν λοιπόν ή στον ίδιονε να
συνεχίσω;
(αυτονοείται πως αν συνεχίσω εδώ
τα νοήματα βαθαίνουν)
Ποιος θα μου πει-ποιος θα μου δώσει μία γνώμη;
Κανένας δε μιλάει.
Μα και να μιλούσε με τι γνώσεις θα γνωμοδοτούσε;
Μου λένε να πάω μαζί τους.
Μα θεέ μου ,να κάνω τι;
("Κουράστηκε η καρδιά μου να ζητάει")
Ότι μ' απόμεινε με τα δόντια το κρατώ
για ν' αγοράσω το εισιτήριό μου να περάσω.
Αυτοί όλοι έχουν πράγματα να δώσουνε γι
αντίτιμο.
Δεν τους περνάει από το νου,
πως δεν περνούν αυτά εκεί.
Έχουνε σπίτια, βίλλες, κόττερα, στρέμματα ελιές και πορτοκάλια. ημέρες ξεγνιασιάς και ηδονής, εκατομμύρια.
Τύχη αγαθή τέτοιο κάτι να μην αποκτήσω μ'
έκαμε.
Γιατί θα είχα επαναπαυτεί.
Μου λένε να πάω μαζί τους.
Μα αυτοί τις νύχτες έχουν ύπνο.
Μα αυτοί όταν βρέχει λένε με μια σιγουριά:
βρέχει.
Μα αυτοί δεν ξέρουν πόσο απέχει ο
άνθρωπος από τον εαυτό του.
Μα αυτοί δεν ακούν τα ρυάκια να μιλούν.
Νιώθουν τη θλίψη των πεσμένων δέντρων;
Έχουν ραγίσει με το κλάμα τους αυτοί
το κρύσταλλο της νύχτας;
Πια με τι γλώσσα εγώ μαζί τους να μιλήσω;
Και τότε τι θα δώσω στους κριτές μου σαν
απόδειξη
πως γνώριζα από τότε που εζούσα-
στην τύχη ότι δεν ήμουν αφημένος
παρά προετοιμαζόμουνα
έστω και μόνο για το δεύτερο
να γίνω άξιος βραβείο;
Λοιπόν, να επεκτείνω την παρέκκλιση; (Αρκετά εξαρτώνται απ' αυτό)
Θα δω...










(Είμαι ο τάδε, γεννήθηκα εκεί,
εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, λέγομαι έτσι ακριβώς,
ο πατέρας μου ήταν...
μέναμε στον...
φύγαμε όταν...
Ουφ! Αντί τέτια να εξηγείς
κάθε που κάποιον ανταμώνεις
ας παν οι γνωριμιές καλιά τους.
Η νύχτα τίποτα δε με ρωτά
κι ο αγέρας ως τον δέχομαι με δέχεται.)









α. Τρίπολη
Ax! Τρίπολη με τα βραχιόνια σου υψωμέγα στον σταχτί ουρανό!
Αχ! Τρίπολη με τρεις σταγόνες μάραθο στου λαγηνιού τον πάτο!
Ax! Τρίπολη!
Κτίρια μαβιά-δρόμοι κλεισμένοι!
Τα παιδιά σου τραγουδούν στα στέκια των αγάδων.

Για μάτια πράσινα όλα τα δέντρα σου μιλούν.
(Στην Τάκα πλένεις τα ρηχά σου πόδια, Στους αγέρηδες τα λόγια σου σκορπάς}.
Αχ! Τρίπολη! Με τo θάνατο στους στενούς σου δρόμους
και τις μαύρες κορδέλες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους.
(Ένα ποτάμι πίσσας σε κυκλώνει
και μέσα του το πέτρινο κορμί σου ανασαίνει)
Ax! Τρίπολη! Με όνομα από τρεις χάντρες τσιγγάνικες
και με μαλλιά τα πεύκα της Δεξαμενής σου!
(Στα πηγάδια σου τρελές γυναίκες
πνίγονται.
Ρόπαλα βάφουν μ' αίμα τις αυλές σου).









β. Νάσια

-Ποιητή γιατί για μέγα oλa τα τραγούδια σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Αχ! Για του ποταμιού τις δάφνες
και για της ιτιάς τα μυτερά κλαδιά εγώ τραβάω.
Στο χωράφι με τις καλαμιές
τρεις θεριστάδες νιούτσικοι
τη Νάσια την καλή αντιπερνάνε:
-Κυρά μου ax! To ποτάμι δρόμο άλλαξε και δε θα το 'βρεις!
-Ποιητή γιατί για μένα όλες οι θλίψες σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Εγώ είμαι στον πλατύ ουρανό δοσμένη
κι εκεί αλαφρά πηγαίνω.
Τρεις άγγελοι ανταμώνουν την ωραία Νάσια
στον ανοιχτό το δρόμο τ' ουρανού.
-Κυρά μου αχ! Να μάθει ότι έρχεσαι
ο ουρανός τραβήχτηκε στον πύργο του
μ' όλα τ' αστέρια του μαζί.


-Ποιητή γιατί για μένα όλοι οι χτύποι της καρδιάς σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
To άσπρο αίμα μου ντυμένη
για το νεραιδοπάλατο ενώ τραβώ
σέρνοντας βάρος πίσω μου στο χώμα πάνω
ης σκονισμένες σου κραυγές.
Τρία πουλιά τη φωτεινή τη Νάσια
στου παλατιού το έμπα καρτερούν.
-Κυρά μου το παλάτι αχ! κλειδωμένο!
Kαι στη χρυσή του κλειδαριά ταιριάει
μονάχα το κορμί το χαρισμένο!

-Ποιητή γιατί με θέλεις μες στην αγκαλιά σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Ενώ ιδέα είμαι κι αερικό.
Εγώ
απ' τα ποιήματά σου μέσαθε περνώντας
πνοή τους δίνω
και για το πεπρωμένο μου τραβώ.
Ax! Mιαν αχτίδα από σβυσμένο αστέρι αγάπησες.
Αχ! Για το χάρτινό μου ψέμα εγώ τραβώ.
-Εγώ τ' αστέρι σου είμαι το σβυσμένο.
To χάρτινό σου ψέμα ειμ' εγώ.
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα).





γ. τσιγγάνα
(Ας ξαναδώ αυτό το ποίημα πριν το δώσω.
Την καρέκλα του Άλλου βάζω απέναντί μου
και στη δικιά μου κάθομαι εγώ.
-Κοιτάξτε, λέω, το τρίτο ποίημά μου εδώ.
Τι λέτε για τον πρώτο στίχο; Είναι ποίηση αυτή
τα στήθη έτσι ανοιχτά στήθη να λέγωνται-
να δείχνονται πες-
και να ρωτιέται η τσιγγάνα ποιος της το χαϊδεύει;
Στην άλλη κάθομαι καρέκλα,
ύφος παίρνω κριτικού εμβριθούς
και
-Ισως, λέω,
πράγματι θα 'τανε καλλίτερα
εκείνο το «χαιδεύει» να 'φευγε.
Ας πούμε να το λέγατε "ορίζει"-ποια η γνώμη σας;
Όχι πως κι έτσι είστε εν απολύτω τάξει ποιητική,
μα ορισμένως κάπως έτσι ο στίχος στέκει.
Πάω στην καρέκλα μου.
-Σα δίκιο να 'χετε.
Λοιπόν ας το αλλάξω». Άλλο τι
σ' αυτό το ποίημα θσ διορθώνατε;
Αλλάζω θέση.
-Να σας πω...
To άνοιγμα των ποδιών των γυναικείων
κάπως χυδαίο δε σας μοιάζει και φτηνό;
Αφήστε
που λέγεται σε κάθε άπρεπο ανέκδοτο,
κάτι που και κοινό πολύ το κάνει
έξω από χυδαίο.
Ίσως το άνοιγμα, να πούμε, των γονάτων...
Πάλι δεν ξέρω...σεις τι λέτε; Μήπως
για κάποιο λόγο που πιο κάτω θα χρειαζόσασταν
τόσο να δείχνατε θα θέλατε ωμός;
Σεις ξέρετε…
Παίρνω τη θέση μου απέναντι.
-Κι εγώ το έβλεπα, μα ήθελα
και όπως τη δική σας μία γνώμη. Για τα υπόλοιπα τι λέτε;
Στην άλλη την καρέκλα βρίσκομαι.
-Καλά μου φαίνονται αλήθεια.
Η άνοιξη ειναι αλαφριά-μια ίδέα-δε βαραίνει,
όπως θα νόμιζε κανείς σε πρώτη ανάγνωση,
τα φύλλα που καθένα κι από μία δέχονται.
Κι ούτε κανείς κουτός δε θα φανεί
νο σας ρωτήσει τόσες άνοιξες πού βρήκατε
(κι αν θα βρεθεί, βεβαίως τον αγνοείτε).
Δεν έχει φαίνεται η τσιγγάνα σας αγόρι.
Μα δεν της χρειάζεται αφού έχει φτάσει
στην τέτοια ταύτισή της με τη φύση. Πάλι
μπορεί σα σύμβολο κανείς να την δεχθεί
της παραδοσιακής τσιγγάνικης ελευθερίας
που κάπως ξένη είναι για μας.
Αν πάλι δεν είν' έτσι,
και η τσιγγάνα σας
δε βρήκε ακόμα ταίρι
ΚΙ ας το θέλει,
ΤΗΝ περηφάνια έτσι δε δείχνει πάλι ΤΗΝ τσιγγάνικη
και το αγέρωχο της λυγερής φυλής της;
«Και τι σε νοιάζει εσένα και ρωτάς;»
θα ήτανε υποθέτω η απόκρισή της
σε μιαν ακόμα σας ερώτηση…
Και θα 'ΧΕ δίκιο,. Όμως και σεις
δίκιο έχετε και σταματάτε να ρωτάτε.
Ύστερα, νιώθοντας μονάξα ένα πλάσμα μέσα σ' ένα ποίημα
τη μοναξά μετριάζει του ποιητή του.
Όχι, εντάξει όλ’ αυτά νομίζω είναι.
Στην άλλη ΤΗΝ καρέκλα μου πηγαίνω.
-Αυτή τη γνώμη έχω κι εγώ.
Σε κάθε όμως περίπτωση ευχαριστώ
για τις καλές σας συμβουλές.
Σας έχω χάρη.

Και δίχως πια να μετακινηθώ:

-Παρακαλώ. Καθόλου. Νιώθω τόσο
ένα μαζί σας, που έτσι πάρτε το,
σα γα μιλούσατε με ΤΟΝ εαυτό σας.
Nα συμπληρώσω θα 'θελα όμως
ότι αυτή η στάση της τσιγγάνας
είναι κι η στάση η προαιώνια
του θηλυκού προς το αρσενικό-
στάση εχθρική και μίσους,
στάση-αντίδραση σε κάτι απ' έξω,
που με τη βiα επιβλημένο είναι,
κάτι που επιβεβαιώνει
σαν λεκτική τουλάχιστον απέχθεια
το αναμφισβήτητο το γεγονός).






-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα
ορίζει;
-Ο αγέρας που απ' ολούθεν έρχεται κι
ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιxτά
ποιος σου τ' ανοίγει;
-To νερό του ποταμiού που πάει απ' το βουνό
στον κάμπο.
-Και ποιος είν' ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου
μικρή;
-To ρόδο με μιαν άνοιξη σε κάθε πέταλό του.






δ. Κύριε...
Κύριε,
Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;
Η γη ακούει τα πατήματά μου τα δειλά;
Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων
τη νιώθει,
ως εγώ τη δική τους νιώθω την ψυχή;
Ή μη το περπάτημά μου στη γη πάνω
εγώ μονάχα το γνωρίζω;
Κύριε,
ξέρεις πως υπάρχω;





ε. απιστία
Ανοιχτή πληγή στο σώμα τ' ουρανού το
φεγγάρι.
Η μαυρομάτα η νιόπαντρη εβγήκε
τ' απλωμένα της τα ρούχα να μαζέψει.
Τρεις νέοι έξω από την πόρτα της περνούνε.

-Νια μου κυρά, τα ρούχα κι αν μαζέψεις
μα η ευωδιά τους τον αγέρα έχει μυρώσει.
-Αγέρας είναι κι ας μυρώνεται.

-Νια μου κυρά τα ρούχα σου, που τα 'δα μόνο,
την καρδιά μου μάτωσαν.
-Καρδιά είναι κι ας ματώσει.


-Νια μου κυρά το σώμα μου άναψε ολόκληρο
για σένα.
-To βράδυ ο άντρας μου βαριοκοιμάται, Θα
'χω την πόρτα μου μισανοιχτή.




ΣΤ. ο νιος τραγουδιστής
-Σε τούτο το χωριό ήξερα έναν νιο
τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλα μου;
-Είναι αυτός εδώ, μα η φωνή του
στ' ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ αστέρια με τα λαμπερά τ' αυτιά τους.
Και το φεγγάρι, με το μαντήλι η γη να του
κρατάει, γύρω της αυτό χορεύει.
-Αχ! Και πού τον έχουνε θαμένον;
-Στου τζίτζικα το φράκο μέσα το λευκό και
χρυσαφένιο
και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού







ζ. Αν, Κύριε
Αν, Κύριε,
ήθελες να φτιάξεις έναν κόσμο
για να γέμιζες το γύρω σου κενό
θα 'ταν όπως ετούτος ο δικός μας;
Μια κούπα θα 'τανε, γεμάτη θλίψη,
με όντα μέσα της
έρμαια σε κάθε κουταλιού ανακάτωμα,
έτσι που ανεμοστρόβιλοι απελπισιάς
να τα τσακίζουν κάθε λίγο;
Και θα τυραγνούσε μιαν άγνοια βασανιστική-
της έννοιας και του προορισμού τους-
το κρίνο, τη λαμπρίτσα και την πέτρα;
Και όλος θα όδευε αυτός ο κόσμος προς το
τέλος του
χωρίς κανείς να ξέρει αν αυτό
μια νέα αρχή για κάτι άλλο θα 'ταν;
Και
Κύριε
θα μας έδινες αυτιά
που την απάντησή σου
στις ερωτήσεις μας αυτές
να μην ακούνε;









η. απορίες
Υπάρχει μία μουσική
που την ψυχή κι όχι τ' αυτιά μας τέρπει,
Υπάρχει μία μουσική
πιο μαγική από κύλισμα ρυακιού
mo θελκτική από τζίτζικα τραγούδι.
Κάποτε θα την ακούσουμε;
Υπάρχουνε κοιλάδες πιο λαμπρές
από τις ομορφότερες της γης.
Υπάρχουνε ασύγκριτα ψηλά βουνά
και ποταμοί γαλάζιοι ατελείωτοι.
Κάποτε θα τους δούμε;
Υπάρχουν αίστησες που εμείς δεν έχουμε-
που με αυτές
πιότερα αμέτρητες φορές
απ' όσα τώρα νιώθουμε θα νιώθαμε,
ίδια καθώς περσότερο μια αχτίδα του ήλιου
τη ζέστα μες στον ήλιο νιώθει,
παρά σα φύγει μακριά.
Και τάχα θα 'vaι o θάνατος
σ' αυτά που θα μας πάει
τ' ανείδωτα κι ανάκουστα και μαγικά,
ή η αχτίδα είμαστ' εμείς η μακρυσμένη
που του ηλιού αόριστα θυμάται τη φωτιά,
κι οριστικά χαμένη πια στου σύμπαντος τα
μάκρη
μόνο που δύναται είναι να τη νοσταλγεί;









θ. Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου
Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου
με λευκό δέρμα και χέρια βελουδένια,
με το πρόσωπο το αθώο σαν αυγή
και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα,
στην αγορά εβγήκε
και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.
-Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη.
-Εγώ πριν από έναν ποιητή;
-Χωρίς την ομορφιά σου
η ποίηση δε θα τραγουδούσε.
-Δίχως την ποίηση
θα πέθαινε μαζί κι η ομορφιά μου.
Μα κιόλας,
η ψυχή,
με εικόνες είχε πλημμυρίσει
ακτών μαγευτικών,
γλυκόλαλων νηρηίδων
και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας
ερωτικών πλασμάτων.

ι. σκοπός και μέτρο
-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου
φραουλίτσα;
-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να
πονείς.
-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
να κλείσω άσε μες στο χέρι μου.
-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.
-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;
-Η Απονιά θεός μου κι η Σκληρότη.
-Άδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου,
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;
-Τον πόνο να σου δώσω που σκοπός
και μέτρο είναι της γήινης ζωής σου.








ια. τ’ αλογάκια
Τα μάτια σου χρυσάφι και νερό. Καστανός τα μαλλιά σου αφρός.
Τ' άλογα στέκουν ανυπόμονα.
To τρέμισμα κοιτάζω των κλαδιών σου.
Χείλια σου, στήθος και λαιμός παιχνίδια στου άνεμου το χάδι.
Στο δέντρο χέρι δεν απλώνω.
Τ' άλογα έρωτα οσμίζοντας φρουμάζουνε με ταραγμένο το αίμα.
Μαγνήτης σαν το χέρι μου να είναι
μονάχος του ο καρπός σου εντός του πέφτει.
Αχ! Έρωτα που τελειωμό δεν έχεις!
Τ' άλογα τρέχουν γύρω γύρω τρελαμένα.
Σφιχτά κλεισμένη μες στο χέρι μου γυρνάς μαζί τους.
Φέρνω στο στόμα και δαγκώνω τον καρπό.
Μες στον αφρό τους βουτηγμένα
κάτω πάνε τ' αλογάκια.








ιβ. αγριοτριαντάφυλλο
Αντάρτης χωρίς ταυτότητα.
Πρίγκιπας χωρίς περγαμηνές ευγένειας.
Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.
Ο πραματευτής αγέρας
τ' αγκάθια σου ακριβά πληρώνει
για ΤΟ άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.
Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες
κι αμόλυντο από φώτα σαλονιών!
Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!







ιγ. σταυροδρόμι

Αυτός που πηγαίνει λέει: δεξιά ,αριστερά.
Αυτός που έρχεται λέει: αριστερά, δεξιά.
Και δίκιο δίνεις και στους δυο
αγαθέ πανάρχαιε δικαστή
σε νόμους τέσσερους ακλόνητους
στεριωμένε.
Στράβωνα σκίσε τις περγαμηνές σου, Αινστάιν, ξαναζεσταμένη ειν’ η σοφία σου.







ιδ. σανγκουίνι
Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη
ζεστάνω.
Γιατί το χιόνι ως μέσα στην καρδιά της έχει
μπει.
Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά.
Οι ίνες του αίματός του χτενισμένες όλες
προς τη φορά των ζωογόνων του αρτηριών.
Τρέμοντας TO κορμί του μαχαιρώνω.
Ο Θεός της αγάπης ας με συχωρέσει-
πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.
Να τη ζεστάνω.







ιε. ήλιε χρυσέ
Χρυσέ ήλιε με το χρυσάφι σου κλεμμένο από την καρδιά μου…
Θα σε κλείσω μέσα στο μαύρο της ντουλάπι.
Για πάντα.
Να γίνω ό,τι μου 'χει απομείνει.
Τότε
σε κάθε κενό στροβίλισμά μου
γύρω από τα στήθη της αγαπημένης μου
ο επιμένων δορυφόρος της θα είμαι
που κάποτε θα πέσω πάνω της
με τις κρυφές αχτίδες σου να τήνε κάψω.
Χρυσέ ήλιε με TO χρυσάφι σου κλεμμένο από τη χαρά μου…







ιστ. πριν τελειώσει ο πόλεμος

-Γιατί γυρίζεις πίσω φανταράκι μου;
Ο εχθρός είναι μπροστά.
-Πάω, προτού τελειώσει ο πόλεμος να τήνε πάρω λάφυρό μου.
-Να πάρεις ποιάνε λάφυρό σου φανταράκι μου;
-Για την αγαπημένη μου μιλάω.
-Πόλεμος γίνεται, αγάπες συ έχεις στο μυαλό σου φανταράκι μου;
-Έτσι, που αν σκοτωθώ,
μαζί μου να πεθάνει,
και μαζί να πάμε στο αποχωρητήριο του
σχολείου
όπου δεκατετράχρονα κορίτσια στα
διαλείμματα
παίζουν τον έρωτα με τους συμμαθητές
τους.
-Αχ! Φανταράκι μου! Ο θεός
ΤΟ τέτοιο φέρσιμο δεν TO ΣΧΩΡΝΑΕΙ.
-Γι αυτό κι αλλαξοπίστησα,
και πέος ένα διογκωμένο
μες σ' ένα σπαρταρώντας δαχτυλίδι αιδοίου
είν' ο θεός μου.













ιζ. με μαχαίρι
Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει
από το σακατεμένο μου κορμί
Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;
Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκα;
Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που
εφημερεύει;
Ή τ' ωράριό της άλλαξε με άλλην
και άλλη κάποια θα μου βγάλει
τα κολλημένα στις λιωτές μου σάρκες
ρούχα,
και άλλη κάποια θα με ακούσει
τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέω,
και ας την είχα μαθημένα μόνο
για να την ψιθυρίσω στο δικό της μέσα αυτί;
"Πονάτε;"
Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία
ετοιμοθάνατον...
Σ’ άλλη περίπτωση θα του ’λεγα πολλά. Μα
τώρα
μόνο να πω μπορώ: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"
Ο γιατρός στους νοσοκόμους:
"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”
Σ' ακούω γιατρέ της κακιάς ώρας.
Τα λένε αυτό μπροστά σε κείνον
που αληθινά πεθαίνει;
Ξανά εγώ τη δύναμή μου όλην βάζοντας:
"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"
"Σώπα, Έρχεται"
Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του
χειρουργείου:
«Για ποια λέει;»
0 γιατρός: "Ποιος ξέρει...
Τότε είναι που δεν άντεξα
και τους άφησα τους αλιτήριους.
Και πήγα εκεί όπου οι λέξεις παύουν να
'χουνε φωνή.
Σιωπή και χιόνι γύρω.
Όχι χιόνι.
Πέπλα πάλλευκα.
Και το σώμα μου ακέριο,
Ώστε ζωή μετά το θάνατο λοιπόν;
Μα τι…μα πώς…μα…να! ΕΚΕΙΝΗ!
Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι
σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.
Στέκω βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή υπερισχύοντας οι καλοί μου τρόποι.
Μα όλη σκούζει η ύπαρξή μου.
Σπάει εκείνη τη σιγή και με φωνή σα μελωδία: "Μίλα", μου λέει, "εδώ,
μόνο όσοι αγαπούν-
μονάχα αυτοί μιλούνε."
"Σ' αγαπώ."
"Λες να μην το ξέρω;"
"Κι εσύ;.."
«Τρελαίνομαι για σένα.»
"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες…όμως καλά-κι εσύ είσαι πεθαμένη;"
"Όχι. Ολοζώντανη, Όπως και συ."
"Εκεί…εκείνος ήτανε ο θάνατος;"
"Ναι"
"Καλά το έλεγα εγώ λοιπόν, Αλλ' ας τ'
αφήσουμε αυτά. Γλυκιά μου Ρωρερκάρ
θέλω μαζί σου
να κάνω εκείνο που δεν ήθελες στη γη"
"Mη λες δεν ήθελα.
Δεν έπρεπε.
Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.
Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"
«Γλυκιά λοιπόν.»
"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."
Το χέρι της εσήκωσε
κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα
μας απομόνωσε.
Τάχα από ποιον;
Μια κίνησή της άλλη βιαστική
κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά μας.
Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τη ματιά μου.
To είδε.
Και για να μου δείξει
πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλαμε,
το χέρι μου 'πιασε,
απαλά στο κρεβάτι με οδήγησε
και πλάι μου έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα
με μίαν άλλη όλο ανυπομονησία κίνησή της
από τα ρούχα όλα της απαλλάχτηκε.
Και κει
στριφογυρίζοντας σαν λυσσασμένοι στο
κρεβάτι πάνω,
οι δυο μας γίναμε ένα τόσο,
που για τους δυο μας ένας μόνο ανάπνεε.
Και σ' έναν ύπνο έπειτα βυθίσαμε
που απ' αυτόν εκείνη μ' έβγαλε
για να με πάρει γελαστή απ' το χέρι
και να με πάει σ' ένα χώρο
απ' όπου βγήκα ολόλευκος κι εγώ
και έχοντας κι εγώ φτερά
λευκά και κείνα κι απαλά κι αιθέρια.

"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.
Κι έρωτα όλο.
Σαν έμαθα πως έπεσες απ' τον γκρεμό
αφήνοντας κείνο το γράμμα,
δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον
ήρθα εδώ αμέσως.
Μα όπως είδα, πρώτη.
Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.
Σε λάτρευα καθώς και συ.
Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...
η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...
δε γίνονταν
ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.
Μα τώρα έλα,
πάμε στα γλυκά του έρωτα ακρογιάλια
και στις γλυκές του τις πηγές
και στης αγάπης τις γλυκές φωλιές
φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας
είναι ο θάνατος ο ίδιος."
"Δε θα χωρίσουμε ποτέ!"
"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.
Εδώ είν' η αιωνιότητα
και όπως μέσα της θα μπεις
έτσι και μένεις."
...Με σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτομαι
σ' ένα κρεβάτι πάνω,
ζαλισμένος,
γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.
Δοκιμάζω το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.
Λίγο πιο ύστερα
που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα 'χουν φύγει
έρχομαι οριστικά Γλυκιά,
με μαχαίρι
τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,
έτσι που ολότελα να ξαιματώσω.





ιη. τελετουργίες
"Θέλεις;"
"Θέλω."
"Γιατί λοιπόν μου φεύγεις;"
"Qt ρίζες μου με σπρώχνουν μακριά σου'
"Τις ρώτησες γιατί;"
"Μου είπαν γιατί πρέπει να λέει το στόμα όχι,
τα μάτια σε ντροπή να ’ναι
κατεβασμένα,
ενώ την ίδια ώρα θα διαλέγω
τον πιo όμορφο και δυνατό
απ' όσους με ζητούνε."
"Αλλά με θέλεις.-δε θα πει: με διάλεξες;"
"Ναι, μα και πάλι πρέπει
όλα να γίνουν δύσκολα για σένα."
"Για να ’ναι μεγαλύτερη η χαρά της ένωσης;"
"Όχι, δε γνιάζονται οι ρίζες για χαρές.
Μον' θε ’νε να πλαντάει το σπέρμα από τον πόθο
για να ’χει μεγαλύτερην ορμή,
κι ο σπόρος που θα σπείρει να ριζώσει,"
"Μα ούτε συ ουτ' εγώ παιδί ζητάμε να
γεννήσουμε.
Λοιπόν έλα."
"Έρχομαι. Οι ρίζες ας με συχωρέσουνε."
"Τ’ άνθος σου εγώ θα δρέψω μόνο."











ΙΘ. ταυτότης επιθυμιών
-Καλή σου όρεξη κυρά μου στα φασόλια σου.
Αν φασολάκι εγίνομουν
και καρφωνόμουν στο πηρούνι σου
στου στόματος σου τη γλυκιά φωλιά θα μ' έβαζες;
-Φαί θα ήσουν και θα σ' έβαζα.
-Και πηρουνάκι αν εγινόμουν
θα με ρουφούσαν έτσι τα χειλάκια σου;
-Θα 'σουνα πηρουνάκι και θα σε ρουφούσαν.
-Κυρά μου για ένα όνομα μη σε καυμό με
ρίξεις.
Φασόλι πες με και το στόμα σου ας με γέψει.
-Λωλό μού μοιάζεις αγοράκι μου άγουρο.
-Και πηρουνάκι πες με και τα χείλια μου έλα πιες.
-Του κόσμου πώς την τάξη εγώ ν' αλλάξω αλανάκι μου γλυκό;
-Με κολυμπήθρες τα ματάκια σου τα
ολόμαυρα
και αγιονέρι το καυτό μου TO αίμα.
-Κιόλας σε βάφτισα γλυκό μου αγόρι. Όμως τον άντρα μου που οργώνει πέρα,
πώς να τον ειπώ;
-Μπαξέ που ένας διαβάτης του 'κοψε ένα ρόδο.
-Αχ! Άντρα μου μπαξέ
πάει το τριανταφυλλάκι σου.









κα. ο χορός
Μικρή η ζωή κι ο πόθος μας μεγάλος.
Όλα τριγύρω σου γλυκό χορό μέσα στην άνοιξη έχουν στήσει.
Χόρεψε και συ γλυκό κορίτσι!
Όλα τριγύρω σου γλυκό χορό έχουν στήσει.
Και τ' αγριολούλουδο κι ο λόφος κι η
λαμπρίτσα.

Όλα τρελά χορεύουν μες στην άνοιξη.
Χόρεψε γλυκό κορίτσι!
Γύρους με το φουστάνι σου απ' αστέρια
φέρνε
να ζαλιστεί ο ουρανός, στη γη να πέσει
και το φεγγάρι σου να δει κι εδώ να μείνει,

Όλα τριγύρω σε τρελό ρυθμό γυρνούνε.
Μικρή η ζωή κι ο πόθος μας μεγάλος.
Χόρεψε μαζί μου γλυκό κορίτσι.


Γιώργης Χολιαστός