Το τέλος της γραφικότητας στην ΕΣΗΕΑ...
.Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου*
Οι δημοσιογράφοι εκπροσωπούμαστε με διάφορους τρόπους. Πρώτον, ο καθένας μας εκπροσωπεί τον εαυτό του, ως περίπου δημόσιο πρόσωπο, με την υπογραφή του, ή με τη φάτσα του και τ’ όνομά του, αν είναι ραδιοτηλεοπτικός ρεπόρτερ, ανκορμαν ή σχολιαστής.
Δεύτερον, εκπροσωπούμαστε από εκείνη την κατηγορία συναδέλφων μας που κυριαρχούν στην τηλεοπτική οθόνη, ως μέλη της ευρύτερης κοινότητας των celebrities, συνομιλητές και συνδαιτυμόνες των προσώπων της εξουσίας και τρόφιμοι των κουτσομπολιών της παραδημοσιογραφίας (με τη ιδιωτική τους ζωή, τις χρυσές μεταγραφές και τα πανάκριβα συμβόλαια).
Τρίτον, εκπροσωπούμαστε από μιαν άλλη κατηγορία συναδέλφων που, αν και λιγότερο celebrities, περισσότερο σκιώδεις, κοσμούν τα μακροσκελέστατα pay roll κρατικών αλλά και ιδιωτικών φορέων και επιχειρήσεων, προσφέροντας, εκτός από ενημερωτικές υπηρεσίες, τη σιωπή τους, την ευμενή ουδετερότητά τους ή την κραυγαλέα υποστήριξή τους σε συλλογικά και ατομικά πολιτικά «μαγαζιά».
Και τα τρία αυτά είδη εκπροσώπησης κατατείνουν να εμπεδώσουν στην κοινή γνώμη το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», να παγιώσουν την αντίληψη περί ενός κλάδου αργυρώνητων και παγίως συναλλασσόμενων επαγγελματιών. Εν μέρει, αυτή η αντίληψη έχει βάση. Αλλά η κοινή γνώμη, οι «πελάτες» των ΜΜΕ, δεν γνωρίζουν τις ακριβείς ποσοστώσεις των «φυλών» της δημοσιογραφίας που βρίσκεται στα όρια του υπερπληθυσμού. Με ευκολία επεκτείνει τη δίκαιη καχυποψία της απέναντι στα ΜΜΕ και τους ιδιοκτήτες τους, ιδιώτες ή κράτος, σε όλους τους φτωχοδιάβολους της ενημέρωσης.
Λίγοι γνωρίζουν ότι οι celebrities και οι «εισοδηματίες» της ενημέρωσης δεν είναι ο κανόνας του επαγγέλματος. Και ακόμη λιγότεροι μαθαίνουν ότι υπάρχουν δημοσιογράφοι που υποαμείβονται με μισθούς κάτω από τη σύμβασή τους, που δουλεύουν άνευ ορίων και ωραρίων σε καθεστώτα δουλοπαροικίας, που μπαίνουν στο επάγγελμα με πολύμηνες ή και πολυετείς περιόδους άμισθης «δοκιμασίας», που απολύονται μαζικά ή κατά μόνας χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι ή που εργάζονται σε καθεστώς ομηρίας ως συμβασιούχοι, ακριβώς όπως οι εργαζόμενοι στα απορριμματοφόρα των δήμων.
Αυτές οι περιπτώσεις δημοσιογράφων σπανίως γίνονται είδηση, σε αντίθεση με τους συναδέλφους που συμμετέχουν στα πρωταθλήματα διαζυγίων, πολυτελούς διαβίωσης ή μεταγραφής στην επίσημη πολιτική. Υπάρχει κι ένα τέταρτο επίπεδο εκπροσώπησης των δημοσιογράφων που θα μπορούσε να αποκαταστήσει μιαν ισορροπία στις αντιλήψεις της κοινής γνώμης για το σινάφι μας. Τα σωματεία.
Προς το παρόν, με πρώτη και καλύτερη την ΕΣΗΕΑ, επιτυγχάνουν το αντίθετο. Η Ενωση Συντακτών της Αθήνας εξελίσσεται επικίνδυνα σ’ ένα γραφειοκρατικό μόρφωμα που διαθέτει ένα πολύ ωραίο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, διαχειρίζεται τις διόλου ευκαταφρόνητες συνδρομές μας, συνομιλεί με τους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας από θέση (υποτιθέμενης) ισχύος, αλλά ως συνδικάτο κινείται στα όρια της γραφικότητας. Μπορεί αυτή η διαπίστωση να αποτελεί μελαγχολικό κανόνα για τα περισσότερα συνδικάτα, αλλά αποτελεί ρεκόρ ο βαθμός αμηχανίας (και συνενοχής) της ΕΣΗΕΑ στις αλλεπάλληλες εργασιακές κρίσεις που ξέσπασαν την τελευταία διετία στο χώρο των ΜΜΕ: έκλεισαν μαγαζιά, αεριτζήδες της πληροφόρησης άφησαν δεκάδες ανθρώπους καταπατώντας κάθε όριο νομιμότητας, εργοδότες έβγαλαν προκλητικά τη γλώσσα ακόμη και σε κρατικούς λειτουργούς αφήνοντας για μήνες απλήρωτους εργαζόμενους. Και η ΕΣΗΕΑ, στην κοσμάρα της!
Δεν κατάφερε να αξιοποιήσει ούτε το ελάχιστο πλεονέκτημα που (θεωρητικά) έχουν οι άνθρωποι των Μedia να επικοινωνούν στα ίδια τα Media κάποια κραυγαλέα προβλήματά τους. Αποκορύφωμα, η υπόθεση του ομολόγου των 130 εκατ. ευρώ που φορτώθηκε το ασφαλιστικό ταμείο των δημοσιογράφων. Θα έλεγε κανείς ότι, όπως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν, έτσι και οι εργαζόμενοι κάθε κλάδου έχουν τους εκπροσώπους που τους αναλογούν. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ιδιότυπη «συγκυβέρνηση» που διαμορφώθηκε στην ηγεσία της ΕΣΗΕΑ από τις παρατάξεις Σόμπολου- Τσαλαπάτη, αποτελεί μια κραυγαλέα στρέβλωση της ίδιας της ψήφου των δημοσιογράφων πριν δύο χρόνια. Ουδείς δημοσιογράφος εξουσιοδότησε τη διοίκηση του σωματείου για διαχείριση της αδράνειας και της εκτονωτικής απεργιακής γυμναστικής. Αντιθέτως, εκφράστηκε ένα σαφές πλειοψηφικό ριζοσπαστικό ρεύμα που πριμοδοτούσε μια μαχητική στάση απέναντι στην απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στα ΜΜΕ και την άλωση του δημόσιου αγαθού της ενημέρωσης.
Αυτή η πλειοψηφία ανατράπηκε πραξικοπηματικά, μ’ έναν ηθικό εκβιασμό, από παρατάξεις και πρόσωπα που επικαλούνται ως προσόντα τους, σιγοψιθυριστά, τη σχέση τους με τα κόμματα του δικομματισμού, τα κολλητιλίκια με τα πρόσωπα της εξουσίας. Καιρός να ξεπεράσουμε τις γραφικότητες. Να ξεπεράσουμε τους γραφικούς προέδρους, τους γραφικούς γραφειοκράτες των συνδικαλιστικών γραφείων, τις γραφικές συνελεύσεις άνευ μελών, το συνδικαλισμό ως βεντέτα συνδικαλιστών, τις λευκές επιταγές στα προεδρεία, την πλήρη κατάργηση κάθε διάστασης δημοκρατίας στη λειτουργία της ΕΣΗΕΑ.
Κάθε διετία προστίθενται σ’ αυτή την ένωση αρκετές εκατοντάδες νέων δημοσιογράφων με μεγάλες προσδοκίες και μεγαλύτερες ψευδαισθήσεις για το μαγικό κόσμο των ΜΜΕ. Μέχρι σήμερα, αυτή η διαρκώς αυξανόμενη αριθμητική δύναμη αναπαράγει μια αριστερόστροφη πολιτική παράδοση στο χώρο των δημοσιογράφων. Αυτή η παράδοση όμως μάλλον εξαντλεί τη δυναμική της. Αποδίδει πια τους τελευταίους τόκους της.
Οι ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις που εκφράζονται στην ΕΣΗΕΑ (από τη «Συσπείρωση Δημοσιογράφων-Δούρειος Τύπος», αλλά όχι μόνον από αυτήν) και διεκδικούν την ψήφο των δημοσιογράφων της Αθήνας την Τετάρτη και την Πέμπτη, οφείλουν να στραφούν και να αντλήσουν δύναμη από τους νέους συναδέλφους που μπαίνουν στο επάγγελμα με τους δυσμενέστερους όρους προλεταριοποίησης αλλά και τους ευμενέστερους όρους ριζοσπαστικοποίησης. Η αναμέτρηση είναι δύσκολη, η μάχη άνιση και οι πόλοι της συναλλαγής και της εξαγοράς είναι εξαιρετικά ελκυστικοί για να τους αγνοήσει κανείς, επαναπαυόμενος στις δάφνες μιας σχετικής πλειοψηφίας.
*(Από την εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ», 3/6/2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου