... και επιδοτούμενα αδιέξοδα, με τους αγρότες
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Οι κινητοποιήσεις των βαμβακοπαραγωγών θα μπορούσαν, πλέον, να περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο, αφού έχουν αποκτήσει σταθερό ετήσιο χαρακτήρα, εδώ και πολλά χρόνια.
H επανάληψη του φαινομένου και η κανονικότητα που έχει δημιουργήσει, δεν είναι μόνο αφορμή για χιούμορ - έστω και μαύρο. Είναι και αφορμή για μαύρες σκέψεις, όσον αφορά τη λειτουργία και την ποιότητα του συνόλου των παραγόντων του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Τα προβλήματα που οδηγούν στις κινητοποιήσεις παρουσιάζουν, κάθε χρονιά, κάποιες ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, φέτος έχουμε την υπέρβαση - κατά 102 χιλ. τόνους - της ποσότητας που είχε καθορισθεί πως θα καλλιεργηθεί. H ευθύνη γι' αυτό φαίνεται πως βρίσκεται στη χαλάρωση των ελέγχων, ελέω και της μετεκλογικής περιόδου, αλλά και σε κάποιες αυξήσεις των προς καλλιέργεια εκτάσεων. Οι φετινές ιδιαιτερότητες λοιπόν έχουν, προφανώς, σχέση με ικανότητες και επιλογές της «νέας διακυβέρνησης».
Τα προβλήματα, όμως, τα οποία βρίσκονται στη βάση των ετησίων κινητοποιήσεων, είναι γνωστά και μακροχρόνια, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες. Ως εκ τούτου, η αδυναμία αντιμετώπισής τους που οδηγεί στην επανάληψη, βαραίνει τους πάντες.
Εν αρχή ην το προϊόν αυτό καθαυτό. H βαμβακοκαλλιέργεια αναπτύχθηκε σε αυτήν την έκταση, ιδιαίτερα στον θεσσαλικό κάμπο, ελέω των κοινοτικών - τότε - επιδοτήσεων και λοιπών «ευκολιών». Με την πάροδο των ετών, έγινε πεντακάθαρο πως η καλλιέργεια του βαμβακιού εστερείτο οποιασδήποτε οικονομικής λογικής. Το προϊόν, από τη μια, δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο συγκριτικό πλεονέκτημα ποιότητας και, από την άλλη, ήταν ακριβό. Είναι, για παράδειγμα, γνωστό πως το βαμβάκι Τουρκίας και Αιγύπτου είναι ασύγκριτα καλύτερο και πάνω από τέσσερις φορές φθηνότερο.
Κατά δεύτερον, η βαμβακοκαλλιέργεια εστερείτο και οποιασδήποτε περιβαλλοντικής λογικής. Είναι γνωστό πως αποτελεί μία από τις περισσότερο υδρόφιλες καλλιέργειες. Γι' αυτό, άλλωστε, «στην ποδιά της» επιχειρήθηκε να «σφαχτούν» τα υδάτινα αποθέματα ακόμα και γειτονικών στη Θεσσαλία περιοχών, με κλασικό παράδειγμα την εξαγγελία της δεκαετίας του '80 για τη φαραωνική εκτροπή του Αχελώου. Εξαγγελία που αρκετοί πιστεύουν ακόμα, όπως έδειξαν και οι πρωτοφανείς δηλώσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ Γ. Σουφλιά πως θα υπερπηδηθούν (πώς;) οι απαγορεύσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επιπλέον, η βαμβακοκαλλιέργεια απαιτεί άκρως εντατική χρήση λιπασμάτων. Είναι ο λόγος που η θεσσαλική «μονοκαλλιέργεια» έχει φέρει κοντά την προοπτική ερημοποίησης του κάμπου.
Κατά τρίτον, η προαναφερθείσα έλλειψη οικονομικής λογικής της βαμβακοκαλλιέργειας σημαίνει πως υπό όρους διεθνούς αγοράς θα ήταν παντελώς ασύμφορη. H ανάπτυξη και η συνέχισή της συνδέεται αποκλειστικά με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Αυτό, όμως, οδηγεί σε δομική στρέβλωση του αγροτικού τομέα. Οι αγρότες από παραγωγοί προϊόντων που ζητεί η εγχώρια και η διεθνής αγορά μετατρέπονται σε απλούς αποδέκτες επιδοτήσεων, αδιαφορώντας - κατ' ουσίαν - για την παραγωγή τους. Πρόκειται για μια «ευρωπαϊκά κρατικοποιημένη» γεωργία.
Κατά τέταρτον, η επιδοτούμενη βαμβακοκαλλιέργεια δεν μπορεί να αποσυσχετισθεί από τις ευρύτερες διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Στη Διάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Κανκούν το 2003, οι αγροτικές επιδοτήσεις του «Βορρά» βρέθηκαν στο στόχαστρο των αναπτυσσόμενων και υπανάπτυκτων χωρών. Εκεί ακούστηκε σαν κραυγαλέο και συγκλονιστικό παράδειγμα πως «η ευρωπαϊκή αγελάδα επιδοτείται ημερησίως με 2,5 δολάρια, δηλαδή με μισό δολάριο παραπάνω από το ημερήσιο εισόδημα 2,7 δισ. ανθρώπων, ενώ η ιαπωνική με 7,5 δολάρια, δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερο». H αγανάκτηση ήταν εύλογη στο βαθμό που οι επιδοτήσεις εμποδίζουν την πρόσβαση στις αγορές των προϊόντων των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, καταργώντας - παρά τις ρητορείες περί απελευθέρωσης - τον ανταγωνισμό. Αιχμή αυτών των επικρίσεων και των σχετικών αιτημάτων ήταν οι επιδοτήσεις ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης στο βαμβάκι. H υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή εξαιτίας των πιέσων της χώρας μας, που είναι η κυρίως βαμβακοπαραγωγός ευρωπαϊκή χώρα. Και ύστερα από αυτό, η Διάσκεψη του Κανκούν κατέληξε σε αποτυχία.
Τα προαναφερθέντα δείχνουν το εύρος και το βάθος του προβλήματος, αλλά και την απώλεια όρασης του πολιτικού συστήματος. Όχι μόνο δεν αντιμετωπίσθηκαν οι τέσσερις πτυχές του προβλήματος, αλλά είτε μεταφέρονταν οι ευθύνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση - που έπαιζε ρόλο «άλλοθι» - είτε θωπεύονταν οι πλέον παράλογες, οπισθοδρομικές ή/και άδικες αντιδράσεις. Εναλλάξ και ανάλογα με τη θέση των δύο μεγάλων κομμάτων, στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση.
«Ήμουνα νιος και γέρασα», ακούγοντας τη ρητορική περί της αναγκαίας αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών. Αντί, όμως, αυτής που θα σχεδιαζόταν με μακροπρόθεσμα κριτήρια και στρατηγική, υπήρξε αναδιάρθρωση «από τα κάτω», στη βάση βραχυπρόθεσμων κριτηρίων, η οποία διεύρυνε το πρόβλημα, όπως π.χ. με το βαμβάκι. H εξέλιξη ήταν φυσιολογική αφού εκείνη η περιλάλητη αναδιάρθρωση δεν μπορούσε να γίνει με ατομική ευθύνη ενός εκάστου. Ήταν κατ' εξοχήν δημόσια υπόθεση, δηλαδή ανήκε στη σφαίρα των καθηκόντων των πολιτικών κομμάτων, των γεωργικών συνεταιρισμών, των αγροτικών συλλόγων κ.ο.κ.
Όσα, όμως, δεν έγιναν με ευθύνη όλων τα τελευταία χρόνια, πρέπει να γίνουν τώρα με απείρως ταχύτερους ρυθμούς. Από το 2006, δεν θα έχουν νόημα τα ετήσια ραντεβού για... επιδοτούμενα αδιέξοδα. Θα ισχύσει η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, με την οποία η επιδότηση παύει - σταδιακά - να συνδέεται με το προϊόν και θα κατευθύνεται στον παραγωγό, ως εισοδηματική ενίσχυση. Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, πρόκειται για κοσμογονική αλλαγή, για την οποία δεν έχει μιλήσει κανείς. Μήπως ήρθε καιρός οι αόμματοι να δουν;
ΤΑ ΝΕΑ , 27-01-2005
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου